Ήταν 14 Φεβρουαρίου 1898 όταν σημειώθηκε η αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα εναντίον του βασιλέως Γεωργίου Α΄. Μία απόπειρα που μπορεί να μην πέτυχε τότε, επαναλήφθηκε όμως 15 χρόνια αργότερα, στις 5 Μαρτίου 1913 και αυτή τη φορά οι δολοφόνοι πέτυχαν στο σκοπό τους.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Τον Φεβρουάριο του 1898, η δημοτικότητα του βασιλιά Γεωργίου Α′ βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Είχε προηγηθεί, ο ατυχής για την Ελλάδα, ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, ο οποίος είχε ταπεινώσει την χώρα μας, και αρχικά, υπεύθυνος τότε, θεωρήθηκε ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Εφημερίδες ασκούσαν επιθετική αρθρογραφία κατά του βασιλιά, καταλογίζοντας του μονομερείς ευθύνες. Συν τοις άλλοις, η Ελλάδα εκαλείτο να αποζημιώσει την Τουρκία με 4 εκατ. τουρκικές λίρες και να τεθεί υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, μπορούμε να εντάξουμε την απόπειρα δολοφονίας κατά του βασιλιά Γεωργίου Α′.
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1898, ο Γεώργιος είχε βγει με την βασιλική άμαξα για έναν περίπατο στο Φάληρο. Μαζί του, εκτός από τους υπασπιστές και τη προσωπική του φρουρά ήταν και η κόρη του, πριγκίπισσα Μαρία. Στη θέση Ανάλατος, στη λεωφόρο Συγγρού, γύρω στις 4.30 το μεσημέρι, ο βασιλιάς Γεώργιος Α′ δέχτηκε πυροβολισμούς από δύο αγνώστους. Αποτέλεσμα ήταν να τραυματισθεί ο κυνηγός του βασιλιά, Περικλής Νέρης.
*Πιέστε το φύλλο της εφημερίδας για να διαβάσετε το πλήρες ρεπορτάζ…
Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το δίστηλο ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» την επόμενη μέρα: «Χθες περί την 3.30 μετά μεσημβρίαν ώραν η Α.Μ. ο Βασιλεύς μετά της πριγκιπίσσης Μαρίας ανελθών εφ’ αμάξης ανακτορικής, με τον γνωστόν κυνηγόν του κ. Περικλή Νέρην επί της θέσεως του λακκέ, διηυθύνθη εις το Παλαιόν Φάληρον˙ εκεί κατελθών της αμάξης εντεύθεν του ξενοδοχείου Ξηροταγάρου, διηυθύνθη πεζή μετά της πριγκιπίσσης μέχρι Πιρνόπουλου, όπου ο συνήθης περίπατος της Α. Μεγαλειότητος, ένθα συνήντησε την κυρίαν Κοντοσταύλου μετά τινός άλλης κυρίας και παρέμεινε μετ΄ αυτών φαιδρώς συνδιαλεγόμενος μέχρι της 5 και 10’, καθ’ ην επανελθών εις το μέρος όπου είχεν εγκαταλείψει την άμαξάν του εισήλθε μετά της πριγκιπίσσης και διηυθύνθη προς Αθήνας, δια της αυτής οδού του Φαλήρου, ενώ η φέρουσα την κυρίαν Κοντοσταύλου άμαξα ηκολούθη εις απόστασιν ολίγων βημάτων. Δεν είχε όμως υπερβή η βασιλική άμαξα, ήρεμα βαδίζουσα, το ήμισυ της οδού, ότε περά την θέσιν Ανάλατος, ευρισκομένη μεταξύ του πρώτου σταθμού (εγκαταλελειμμένου ήδη) και της μικράς παράγκας της κειμένης επί της μεγάλης οδού και της διακλαδώσεως αυτής, ήτις οδηγεί εις το παρακείμενον νηματουργείον του κ. Μ. Καψάνη, δύο άνδρες φέροντες όπλα Γκρα, και κατερχόμενοι προς το δεξιόν της ανερχομένης αμάξης μέρος (το λεγόμενον της Κατσιποδούς), έστησαν αίφνης αποτόμως και λαβόντες στάσιν πυροβολούντος επυροβόλησαν αμφότεροι κατά της βασιλικής αμάξης, ανεπιτυχώς μεν κατ’ ευτυχίαν, κατά του Βασιλέως και της πριγκιπίσσης, επιτυχόντες όμως δια δευτέρας και τρίτης επαναλήψεως των πυροβολισμών των, τον επί του εμπροσθίου μέρους καθήμενον κυνηγόν της Α. Μεγαλειότητος κ. Νέρην».
Όταν μαθεύτηκε η απόπειρα κατά του βασιλιά, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου μπροστά στα ανάκτορα ενώ αμέσως τον επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τις επόμενες μέρες διάφορες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την στήριξη του βασιλιά ενώ οι πρεσβευτές των ξένων χωρών επισκέφθηκαν τον Γεώργιο στα ανάκτορα.
Οι δράστες της επίθεσης τράπηκαν σε φυγή, αλλά συνελήφθησαν την επόμενη μέρα. Επρόκειτο για τους Γ. Καρδίτση, δημοτικό υπάλληλο και εθελοντή στην Κρητική επανάσταση και Ι. Γεωργίου ή Κυριακού, από την Μακεδονία. Και οι δύο υποστήριξαν ότι επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον βασιλιά επειδή τον θεωρούσαν ως υπαίτιο της ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Οι δράστες απέκρουσαν την κατηγορία ότι ήταν μέλη συνωμοτικής ομάδας και πως έδρασαν μεμονωμένα από αποκλειστικώς πατριωτικό φανατισμό.
Σύμφωνα επίσης με τον Κυριακού, αυτός που τον έπεισε να πραγματοποιήσουν αυτή την ενέργεια ήταν ο Καρδίτσης, ο οποίος του «έβαζε λόγια«.
Ο Καρδίτσης, που ήταν ο κύριος αυτουργός της απόπειρας, υποστήριξε στην απολογία του: «Ο Τύπος και ολόκληρος η κοινή γνώμη εγνώριζε και έλεγεν ότι ο βασιλεύς και οι υπουργοί του ήσαν αίτιοι του επαισχύντου πολέμου. Απεφάσισα να εκδικήσω την προσβληθείσαν τιμήν της πατρίδος μου και δια τούτο εξετέλεσα την πράξιν»
Στη δίκη τους υπήρξαν άφοβοι και προκλητικοί.
-«Ναι, θελήσαμε να σκοτώσουμε τον βασιλέα», δήλωσαν κατηγορηματικά.
-«Διά ποιόν λόγον;» ρώτησε ο πρόεδρος εφέτης Σπιθάκης. «Είσθε αναρχικοί;»
-«Όχι, δεν είμεθα δεν γνωρίζομε καν τι ακριβώς σημαίνει η λέξις αυτή», είπε ο Καρδίτσης. «Ηθελήσαμε να σκοτώσωμε τον βασιλέα, διότι αυτός είναι ο υπαίτιος της ήττης.»
Η προχειρότητα της ενέδρας δημιούργησε υποψίες περί της απόπειρας. Μεγάλη μερίδα του κόσμου καθώς και ο εκδότης της εφημερίδας «Καιροί» υποστήριξαν ότι ήταν σκηνοθετημένη προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη δημοτικότητά του ο βασιλιάς. Αντίθετα, ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, όπως και στην περίπτωση της δολοφονίας του Γεωργίου, το 1913, υποστήριξε την άποψη της συνωμοσίας από εξωελληνικά κέντρα. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως οι δύο δράστες έδρασαν σύμφωνα με τις οδηγίες αξιωματικών του Γερμανικού Επιτελείου, έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις πως δεν θα έχουν συνέπειες για την πράξη τους. Ο Γ. Κορδάτος συμπληρώνει, ακόμα, ότι τις φήμες για σκηνοθετημένη απόπειρα διέδωσαν οι ίδιοι κύκλοι, επιδιώκοντας να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και τις διωκτικές αρχές.
Η δίκη πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου και οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο βασιλιάς υπό το βάρος των διαφόρων υπονοιών περί σκηνοθετημένης απόπειρας δίστασε, αν και είχε το δικαίωμα, να απονείμει χάρη στους καταδικασθέντες. Και οι δυο εκτελέστηκαν, στις φυλακές Παλαμηδίου στις 27 Απριλίου 1898.
Μετά την απόπειρα της 14ης Φεβρουαρίου, ο βασιλιάς Γεώργιος, ξεκίνησε έναν αγώνα ώστε να διασφαλίζεται η εγκυρότητα των ειδήσεων που δημοσιεύονται στον Τύπο, και την εξάλειψη της ″παράφορης δημαγωγικής ρητορείας″ των πολιτικών ανδρών, σε κρίσιμα και ευαίσθητα εθνικά θέματα. Όπως αποδείχθηκε, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με ″εκρηκτικές δηλώσεις″ τους, έφεραν πολύ μεγάλη ευθύνη στην παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης, στη διασπορά ψευδών ειδήσεων και διαστρέβλωσης γεγονότων, στη σπίλωση προσώπων και τροφοδοτούσαν μια συνεχή ″λαϊκή έξαψη″. Οι ενέργειες τους αυτές είχαν πολιτικά και προσωπικά κίνητρα, εκμεταλλευόμενοι την ήττα του Ελληνικού στρατού το 1897, πριν καν ακόμη ολοκληρωθούν οι έρευνες για τα αίτια και τους πραγματικά υπαίτιους. Παρ′ όλες αυτές τις αντίξοες καταστάσεις, στο τέλος, αντιστράφηκε το εις βάρος κλίμα στο πρόσωπο του βασιλιά και επανέκτησε το κύρος του, ύστερα κιόλας και από την αναγνώριση των ευθυνών των κυβερνήσεων Θεόδωρου Δηλιγιάννη και Δημητρίου Ράλλη για την ήττα της Ελλάδος το 1897.
Για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, αξίζει να διαβάσετε εδώ την αυθεντική σπάνια έκδοση της «Έκθεσις του Διαδόχου Κωνσταντίνου επί των πεπραγμένων του Στρατού Θεσσαλίας 1897» που υποβλήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 08 Απριλίου 1898, από τον Κωνσταντίνο.
Ο Ναός του Αγ. Σώστη (Σωτήρος)
Στο σημείο όπου έγινε η απόπειρα δολοφονίας κατά του Γεωργίου, επί της Λεωφ. Συγγρού, μία εβδομάδα μετά, στις 22 Φεβρουαρίου, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση ναού του Αγίου Σώστη, τάμα για τη διάσωση του βασιλιά και της πριγκίπισσας Μαρίας. Το κτήμα, για την ανέγερση του ναού, δωρήθηκε από τον αυτόπτη μάρτυρα της απόπειρας κατά του βασιλιά, Δ. Σκαβάντζο. Αμέσως συστήθηκε ερανική επιτροπή και οι πρώτες δωρεές χρημάτων για την ανέγερση του ναού αρχίζουν να συγκεντρώνονται. Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων δώρησε η βασίλισσα Όλγα.
Παρ′ όλα αυτά όμως, οι δύσκολες συνθήκες δεν ευνοούσαν για να αποπερατωθεί με ευκολία ο ναός. Τότε η ερανική επιτροπή και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπ. Μερκούρης, αποφασίζουν να αξιοποιήσουν το λυόμενο ελληνικό περίπτερο που συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση των Παρισίων το 1900. «Εγκαθιδρυθεί παρά την οδόν Φαλήρου εις την θέσιν όπου εγένετο η κατά του βασιλέως απόπειρα, θα μετασχηματισθεί δε εις ναόν του Σωτήρος», γράφει η εφημερίδα «Καιροί», στις 04 Μαΐου 1901.
Το ελληνικό περίπτερο ήταν μία απομίμηση βυζαντινού ναού σε ρυθμό σταυροειδούς με τρούλο, με έκταση στα 432 τ.μ. και βάρος όχι μεγαλύτερο από 150 τόνους. Αποσυναρμολογήθηκε, μετά το τέλος της Έκθεσης το 1901, μεταφέρθηκε στην Αθήνα, σε κομμάτια, και τοποθετήθηκε πάνω στον θεμέλιο λίθο. Η μετατροπή αυτής της λυόμενης κατασκευή σε ναό, ολοκληρώθηκε το 1902, οπότε άρχισε και η λειτουργία του ιερού ναού.
Πηγές:
– Αρχείο εφημερίδων «Εμπρός», «Νέα Αλήθεια», «Πατρίς» και «Καιροί».
– Σ. Καργάκου: «Η δολοφονία του Γεωργίου Α’», εφημερίδα «Απογευματινή» (17 Μαΐου 1992).
– Walter Christmas: «King George of Greece», 1914.
– Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», Αθήνα 1957-1959.
– Γιάννη Ράγκου: https://eglima.wordpress.com