Την 1η Δεκεμβρίου 1834, η Αθήνα το πάλαι πότε κλεινόν άστυ γίνεται εμπράκτως Βασιλική Καθέδρα, Πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Πόλη και πολίτες φόρεσαν τα γιορτινά τους και καλωσόρισαν τον Βασιλιά Όθωνα.
Οι Αθηναίοι έζησαν στιγμές μοναδικές. Η Αθήνα – από τον κύκλο των χαμένων ανοίξεων και τις στάχτες των πολέμων – γίνεται πάλι «… το φως, η καρδιά, ο ανθός της Ελλάδας της νέας, όπως άλλοτε της αρχαίας!». Η ευδαιμονία της αναγέννησης πλανάται παντού. Η πρωτεύουσα προοδεύει με γοργούς ρυθμούς, ομορφαίνει, κερδίζει τις καρδιές Ελλήνων και ξένων θαυμαστών της. Κάτω από τη σκιά της Ακροπόλεως μοιάζει… μια πόλη μαγική!
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Αυτόπτης μάρτυρας, ο Γάλλος περιηγητής Τομάς Αμπέ Γκρασέ διηγείται λεπτομερώς την εορταστική ατμόσφαιρα της 1ης Δεκεμβρίου 1834.
«Ο Όθωνας και οι αρχές αποβιβάστηκαν στον έρημο τότε Πειραιά την 1η Δεκεμβρίου, όπως πράγματι είχε αναγγελθεί, και ίππευσε προς την εκκλησία του Άι-Γιώργη του Ακαμάτη, στο «Θησείον». Πρόκειται για τον κλασικό ναό του Ηφαίστου και της Εργάνης Αθηνάς μέσα στην Αρχαία Αγορά, που από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια είχε μετατραπεί σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Τον έλεγαν Ακαμάτη, δηλαδή τεμπέλη, επειδή οι Οθωμανοί κατακτητές επέτρεπαν να λειτουργεί μόνο μία φορά τον χρόνο, στη χάρη του Αγίου! Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο καλλιμάρμαρος ναός λειτούργησε ως εκκλησία».
«Σε ύψωμα κοντά στον Άγιο Γεώργιο, που το λένε Στακτοθήκη, συσσώρευσαν πέτρες, επάνω στις οποίες θα ανέβαιναν οι αρχές του τόπου, και ψηλότερα στήθηκαν πέντε πυροβόλα για να χαιρετίσουν την άφιξη του βασιλέως. Τα σπίτια των ξένων αντιπροσώπων σημαιοστολίστηκαν και έξω από τα ανάκτορα στήθηκαν ψηλοί στύλοι με σημαίες και διάφορα σήματα. Από τα περίχωρα κατέβηκε στην πόλη πλήθος χωρικών […] Εάν οι κάτοικοι των Αθηνών και οι από τα άλλα μέρη συγκεντρωθέντες υπολογίζονται έστω και σε 10.000, κάνεις δεν έλειψε από τη θριαμβευτική άφιξη του βασιλέως» […].
… Ο Βασιλεύς προηγείτο έφιππος. Ιππεύει μετά πολλής χάριτος τω όντι ο Βασιλεύς […]
Όλοι εθαύμαζον την ωραιότητα και το ευσταλές του Βασιλέως, μόνον δε εις Αθηναίος ήκουσθη λέγων:
-Τι ωραίος ίππος! …
Έπεται δε πλήθος πολύ πεζών αλαλαζόντων και εις τον βόμβον όστις ανέρχεται εκ του πλήθους και όστις επιτείνεται εκ των πυροβολισμών πνίγεται η φωνή της μουσικής, ήτις ανακρούει ενθουσιώδες εμβατήριον…». Όταν ο φιλαθηναίος Όθωνας πλησίασε την είσοδο του ναού, οι φωνές και η μουσική σαν να χαμήλωσαν, τις ξεπερνούσε ο χαρμόσυνος ήχος της καμπάνας του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά από το Ριζόκαστρο. Στον Άι-Γιώργη, λοιπόν: «… Εκεί εψάλη δοξολογία και ο Σταύρος Βλάχος προσεφώνησε αυτόν επ’ ονόματι των δημογερόντων, απαγγέλλων επίκαιρον σωκρατικήν ρήσιν ειλημμένην εκ των «Απομνημονευμάτων» του Ξενοφώντος (ΙΙ 1,28) και εκφράζων την ελπίδα ότι νέος Πλούταρχος θ’ ανατείλει ίνα γράψη τον βίον του (σ.σ. του Όθωνα)».
«Την εσπέραν εφωταγωγήθησαν όλοι αι αθηναϊκαί οικίαι διά μικρών κανδηλών ελαίου και η Ακρόπολις διά πυρών, το θέαμα δε ήτο ευάρεστον και πολλοί εξήλθον εις τας οδούς διά να το απολαύσωσι παρ’ όλο το ψύχος». Ο νεόφερτος βασιλέα κατέλυσε στο «προσωρινόν ανακτόριον», την πρώην οικία Κοντοσταύλου που αγόρασε το κράτος και βρισκόταν στο ίδιο μέρος της οδού Σταδίου, όπου η Παλαιά Βουλή, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο των ημερών μας. Κατά τον Αμπέ Γκρασέ: «Είναι ασπρισμένη, διώροφη, με επτά ή οκτώ δωμάτια, βρίσκεται δε στον δρόμο που κατεβαίνει κυκλικά από τον Λυκαβηττό και οδηγεί στον Πειραιά. Περιβάλλεται από μεγάλη αυλή, με ψηλούς τοίχους, που εμποδίζουν τη θέα […] ευπρεπίστηκε εκ των ενόντων, ένας δε Γερμανός επιπλοποιός ανέλαβε να τη διακοσμήσει». Ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον Μπαρτόλντι (Mendelssohn-Bartholody) συμπληρώνει: «Εγκαταστάθηκε η πρωτεύουσα με την Αυλή, τα οχήματα και βιεννέζικα κλειδοκύμβαλα εντός σωρού ερειπίων σε 162 περίπου οικίες περιβαλλόμενες από χώματα και λίθους».
Η απόφαση για τον ορισμό της μελλοντικής ελληνικής πρωτεύουσας, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Προσωπικότητες της εποχής, πολιτικοί, αλλά και εξειδικευμένοι επιστήμονες (αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι κ.α.) πήραν μέρος στη συζήτηση, προσπαθώντας να επηρεάσουν τις εξελίξεις και την τελική απόφαση. Αρκετές πόλεις έριζαν για το χρίσμα της πρωτιάς: η Κόρινθος, η Πάτρα, η Λαμία, το Άργος, η Σύρα. Ωστόσο ο θερμός φιλέλληνας και φιλαθηναίος βασιλέας Λουδοβίκος είχε ήδη ειλημμένη την απόφαση για την πόλη της Παλλάδας.
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1834 εκδίδεται βασιλικό διάταγμα που εγκρίνει και πάλι το σχέδιο των Αθηνών, του Leo von Klenze αυτήν τη φορά, αλλά κυρίως οριστικοποιεί τη μεταφορά της βασιλικής καθέδρας στην Αθήνα. Μάλιστα, σύμφωνα με το διάταγμα αυτό ορίζεται η ημερομηνία του σπουδαίου αυτού γεγονότος να είναι η 1η Δεκεμβρίου. Ύστερα από πολλές δυσκολίες και αναβολές που είχαν προηγηθεί, η ανώτερη απόφαση έπρεπε να τηρηθεί και να πραγματοποιηθεί με κάθε θυσία, έτσι και έγινε.
Η Αθήνα το 1834 δεν ήταν έτοιμη για τον ηγεμονικό ρόλο της πρώτης πόλης του κράτους. Έχοντας χάσει προ πολλού την αίγλη της αρχαίας εποχής και με νωπά τα «σημάδια» από τις μάχες που διεξήχθησαν στο έδαφός της, η Αθήνα ήταν ένα μεγάλο χωριό, που αριθμούσε μόλις 10 χιλιάδες κατοίκους και περίπου 170 κατοικίες και κατεστραμμένα κτίρια.
Ο Όθωνας ανέθεσε την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Αθήνας στον Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη και στους Βαυαρούς Schubert και Leo von Klenze με αυστηρή εντολή να μη θιγούν οι αρχαιολογικοί χώροι. Για την προστασία των αρχαιοτήτων, ο Όθων εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την κατασκευή ασβεστοκαμίνων σε απόσταση 2.500 μέτρων από αρχαιοελληνικά λείψανα, ώστε να μη φθαρούν οι αρχαιότητες!
Μέσα σε τέσσερα χρόνια κτίσθηκαν στην Αθήνα γύρω στις 1.000 κατοικίες, πολλές αυθαίρετες και «κακώς οικοδομημένας, χθαμαλάς, πενιχράς εξωτερικής και εσωτερικής όψεως, άνευ ακρογωνιαίων λίθων, άνευ σχεδίων, συνεσφιγμένας περί στενάς, ανωμάλους και ακαθάρτους οδούς» όπως αφηγούνται οι μαρτυρίες της εποχής.
Αλλά και ο βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος που ήλθε από την Βιέννη, σημείωνε: «Τα σπίτια των Αθηνών, όπερ εις διάστημα ολίγου καιρού έγιναν, εκατασκευάσθησαν με βίαν και άκραν οικονομίαν, με λάσπας και ξύλα και με ασβέστην ασπρισμένα…χωρίς να σκεφθούν οι ανόητοι ότι μήτε πέντε χρόνους δεν θέλουν διατηρηθή, πρέπει να γκρεμισθούν, ότι τα τείχη των μόλις 5 δακτύλων χόντρους έχουν».
Ο Όθων απαγόρευσε τη λατόμηση στους λόφους Νυμφών (Αστεροσκοπείου), Αγχέστου (Στρέφη), Φιλοπάππου και Λυκαβηττού, εξέδωσε διατάγματα με αυστηρή εντολή να κατεδαφίζεται αμέσως κάθε αυθαίρετο που κτίζεται πλησίον των αρχαιοτήτων, ενώ διέταξε να γκρεμιστούν άμεσα όσα κτίστηκαν στις παρυφές της Ακροπόλεως.
Στα επόμενα χρόνια, η Αθήνα αποτέλεσε τον πόλο έλξης για τους Έλληνες, που έφταναν από όλα τα μέρη της χώρας.