Σήμερα συμπληρώνεται 60 χρόνια απο τον θάνατο του Βασιλέως Παύλου Α’. Ήταν Παρασκευή, 06 Μαρτίου του 1964 όταν αποδήμησε εις Κύριον σε ηλικία 63 ετών στο ανάκτορο του Τατοΐου.
Ο Βασιλιάς Παύλος υπήρξε αναμφισβήτητα άξιος αρχηγός του Ελληνικού κράτους. Είχε απλότητα στη συμπεριφορά, άνεση αλλά και μεγάλη ευγένεια στους τρόπους, ήταν ευπρόσιτος στους πολλούς, βαθύς γνώστης της ελληνικής παράδοσης και ενσυνείδητος ορθόδοξος χριστιανός, άνθρωπος του καθήκοντος που διέθετε έντονο χιούμορ, και το βροντώδες γέλιο του ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του. Ο Παύλος είχε ταυτόχρονα υψηλή αίσθηση του βασιλικής του ιδιότητας και αποστολής κι απέδιδε την πρέπουσα σημασία στην ευταξία, αναγνωρίζοντας την πολλαπλά ευεργετική, τη φιλάνθρωπη δύναμη της τελετής. Ο Παύλος ως χαρακτήρας ανοιχτός εντυπώθηκε στην λαϊκή μνήμη ως «Παύλος ο καλός». Αυτό επιβεβαιώθηκε με την λαϊκή οδύνη και το καθολικό πηγαίο και αυθόρμητο πανελλήνιο πένθος την στιγμή του θανάτου και της κηδείας του. Παρέμεινε στον θρόνο 16 χρόνια, 11 μήνες και 5 ημέρες.
Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Ξημέρωσε η Παρασκευή, 6 Μαρτίου, και στα ανάκτορα Τατοΐου επικρατούσε βαριά ατμόσφαιρα, λόγω της δύσκολης νύχτας που πέρασε ο βασιλιάς Παύλος. Μία απροσδόκητη όμως βελτίωση της καταστάσεως του ασθενούς εξέπληξε ευχάριστα την βασιλική οικογένεια. Ο βασιλιάς Παύλος, παρ′ όλη την ταλαιπωρία της νύχτας που πέρασε, ξύπνησε ευδιάθετος και διαπιστώθηκε μια ελάχιστη έναρξη επαναλειτουργίας των νεφρών η οποία έδωσε και την αφορμή για την έκδοση του αισιόδοξου, τελευταίου, ιατρικού ανακοινωθέντος: «Η κατάστασις της Α.Μ. του Βασιλέως ενεφάνισε σήμερον ελαφροτάτην βελτίωσιν. Οι ιατροί: Θ. Δοξιάδης, Α. Μάνος, Ν. Τσαμπούλας.»
Ο βασιλιάς μετά που ξύπνησε, ζήτησε να ξυριστεί και επιστρέφοντας στο δωμάτιο είπε στην οικογένεια του και στους γιατρούς: «Σήμερα αισθάνομαι καλύτερα. Σαν να πηγαίνουν καλύτερα τα πράγματα…». Και όμως, έμελλε να ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής του, και τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Στις 12 περίπου το μεσημέρι έπαυσαν να λειτουργούν και πάλι οι νεφροί του, και η κατάσταση εμφάνισε ραγδαία επιδείνωση. Εν τούτοις, μέχρι τις 14:00, ο βασιλιάς διατηρούσε τις αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους οικείους του. Κάποια στιγμή, ο Κωνσταντίνος μπήκε μέσα στο δωμάτιο και είπε στον πατέρα του: «Όλοι έχουν τη σκέψη τους σε σένα, πατέρα. Οι εκκλησίες είναι γεμάτες κόσμο που προσεύχεται να γίνεις καλά». Όπως έγραψε η βασίλισσα Φρειδερίκη στις αναμνήσεις της, ο Παύλος ατένισε για λίγο το γιο του, κι ύστερα ψιθύρισε: «Πες τους ότι τους ευχαριστώ και τους αποχαιρετώ…».
Όπως μας πληροφορούν ανακτορικές πηγές της εποχής. «Από της 2ας μ.μ. ώρας της 6ης Μαρτίου, περιέπεσεν εις πλήρη αφασίαν και αναισθησίαν. Δεν αντελαμβάνετο τίποτε και δεν αντεδρά εις τίποτε. Ουδεμία αγωνία τον συνείχε και ουδεμία σύσπασις διεγράφετο επί του προσώπου του. Η κατάστασις αυτή δεν διεκόπη από αναλαμπήν μέχρι της τελευταίας στιγμής. Η αναπνοή του έβαινε προοδευτικώς ελαττουμένη και συνεχώς εβυθίζετο προς το τέλος. Από τινός σημείου ήτο δύσκολο να διακρίνη κανείς εάν εζή ή εάν είχεν αποθάνη. Η ζωή τον εγκατέλειπεν ηδέως και βραδέως. Χωρίς πόνους, οι οποίοι κατά το διάστημα της ασθένειας του, ήσαν φρικτοί, χωρίς αγωνιώδες ψυχορράγημα. Οι παρακολουθούντες είχον την εντύπωσιν ότι η φύσις κατά τας τελευταίας αυτάς στιγμάς του έδιδε την ανταμοιβήν των τόσων ταλαιπωρειών του.»
Ο θάνατος του βασιλιά…
Παρόν στο Τατόι, και στις τελευταίες ώρες του Παύλου, ήταν ο στενότερος φίλος και συνεργάτης του βασιλιά, πτέραρχος Χαράλαμπος Ποταμιάνος. Η μαρτυρία του που ακολουθεί είναι πραγματικά συγκλονιστική. Μας αφηγείται λεπτό προς λεπτό τα συμβάντα στα ανάκτορα Τατοΐου, και τον θάνατο του βασιλιά:
«…Πρωί της 6ης Μαρτίου 1964. Επιτέλους ήρθε το τηλεγράφημα. Μπορούσα να πάω στο Τατόι να δω τον Βασιλέα, αλλά έπρεπε να πάω γρήγορα. Ζητούσα αρκετές μέρες να τον δω και η απάντηση ήταν να περιμένω, γιατί προς το παρόν δεν έβλεπε κανέναν. Ήξερα όμως την αρρώστια του. Ήτανε στο κρεβάτι και δεν επρόκειτο να σηκωθεί. Ήθελα να τον δω για τελευταία φορά πριν πεθάνει. Έμενα, λοιπόν, όσο μπορούσα περισσότερο στο σπίτι, περιμένοντας τηλεφώνημα. Ο Θωμάς Δοξιάδης, γιατρός του και φίλος μου, μου είπε στο τηλέφωνο ότι εκείνο το πρωί ήταν καλύτερα και η Βασίλισσα είπε ότι μπορούσα να ανέβω να τον δω. Στο Τατόι ο Δοξιάδης με περίμενε και με πήγε σε ένα μικρό δωμάτιο που του είχαν τακτοποιήσει για να κοιμάται. Στο χολ συναντήσαμε τον δον Χουάν, που είχε έλθει από μέρες με την πριγκίπισσα Σοφία από τη Μαδρίτη. Έμοιαζε ευχαριστημένος και μου είπε πεταχτά ότι ευτυχώς ο βασιλεύς πηγαίνει καλύτερα. Περίμενα μόνος αρκετή ώρα. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Δοξιάδης, κλείνει την πόρτα και αρχίζει να κλαίει σαν μικρό παιδί. Τότε πρόσεξα πόσο κουρασμένος ήταν. Όταν συνήλθε, μου λέει «πάμε να τον δεις». Ήδη όμως ήξερα ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο όπου ήταν δυο γιατροί, τέσσερις νοσοκόμοι και νοσοκόμες και δυο τρεις του προσωπικού των ανακτόρων. Υπήρχαν και διάφορα νοσοκομειακά μηχανήματα. Η πόρτα προς το δωμάτιο του Βασιλέως ήταν ανοιχτή. Δεν θυμάμαι αν με κάλεσαν ή αν μπήκα μόνος μου.
Ο Βασιλεύς σε ένα φαρδύ απλό κρεβάτι με τα μάτια κλειστά. Η αναπνοή του τρομερά γρήγορη. Η Βασίλισσα ξαπλωμένη, ντυμένη, δίπλα του τον είχε αγκαλιασμένο. Στα πόδια του κρεβατιού όρθιοι ο διάδοχος και οι πριγκίπισσες Σοφία και Ειρήνη. Δεν ξέρω γιατί, δε χαιρέτισα κανέναν, ούτε είπα λέξη. Έμεινα δυο λεπτά όρθιος κοντά του και χωρίς να το σκεφθώ ακούμπησα την παλάμη μου στο μέτωπο του. Ήταν κρύο, σαν παγωμένο. Η Βασίλισσα σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Βγήκα έξω και έμεινα με τους άλλους. Ξαφνικά άρχισαν να μπαινοβγαίνουν βιαστικά γιατροί, νοσοκόμοι και μηχανήματα στο δωμάτιο του Βασιλέως. Κάποια στιγμή σταμάτησε η κίνηση και βγήκαν όλοι έξω. Η ώρα ήταν τέσσερις και δυο λεπτά. Από το δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Μετά από πέντε περίπου λεπτά βγήκε η Βασίλισσα δακρυσμένη και σοβαρή, πολύ σοβαρή. Αυθόρμητα γιατροί, νοσοκόμοι και εμείς οι άλλοι βρεθήκαμε σε μια γραμμή. Έπιασε το χέρι του καθενός, τον ευχαρίστησε και τον φίλησε. Δίπλα μου στεκόταν δακρυσμένος ο Βασίλης, ο καμαριέρης του βασιλέως. Τον ευχαρίστησε και τον φίλησε και αυτόν. Ακολούθησαν δακρυσμένα τα τρία παιδιά της. Χαιρέτισαν και αυτά και ευχαρίστησαν έναν έναν όλους…»
Ευθύς αμέσως μετά το τραγικό γεγονός, ο διάδοχος Κωνσταντίνος ανήγγειλε στον Αυλάρχη Λελούδα, τον θάνατο του βασιλιά. Η είδηση αυτή μεταφέρθηκε αμέσως στον αρχηγό του βασιλικού γραφείου Χοϊδά, και εκείνος με την σειρά του ενημέρωσε τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Ο πρωθυπουργός ζήτησε να επισκεφθεί τα ανάκτορα για να συλλυπηθεί την βασιλική οικογένεια, όμως το αίτημα του αυτό δεν έγινε δεκτό, λόγω της άσχημης ψυχολογικής κατάστασης των μελών της οικογένειας του εκλιπόντος βασιλιά. Συμφωνήθηκε τότε, η ορκωμοσία του νέου βασιλιά να γίνει στα ανάκτορα Αθηνών, το ίδιο απόγευμα «κατά την διατεταγμένην εθιμοτυπικήν τάξιν». Ο υπουργός δικαιοσύνης, εκτελώντας καθήκοντα ληξίαρχου, συνέταξε την ληξιαρχική πράξη θανάτου του βασιλιά και στις 17:00, εκδόθηκε ανακοινωθέν προς τον Ελληνικό λαό, που μεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών: «Εκ του Μεγάλου Βασιλικού Αυλαρχείου ανακοινούται, ότι την 16:12 ώραν της σήμερον απεβίωσεν η Α.Μ. ο Βασιλεύς.»
Η ορκωμοσία του βασιλιά Κωνσταντίνου Β′…
Το ίδιο βράδυ, στις 19:30, συντετριμμένος, ο νέος βασιλιάς Κωνσταντίνος ορκίστηκε στην Αίθουσα των Τροπαίων των Ανακτόρων ενώπιον του αρχιεπισκόπου Αθηνών και της Ιεράς Συνόδου, του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και των μελών της κυβέρνησης, των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, των μελών του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας και των εκπροσώπων των Αρχών. Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ανακοίνωσε στους παριστάμενους ότι βάσει των άρθρων 43 και 45 του συντάγματος, στον θρόνο ανέρχεται ο Κωνσταντίνος Β′, και θα δώσει τον ακόλουθο όρκο: «Ομνύω εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, να προστατεύω την επικρατούσαν θρησκείαν των Ελλήνων, να φυλάττω το σύνταγμα και τους νόμους του ελληνικού έθνους και να διατηρώ και υπερασπίζω την εθνικήν ανεξαρτησίαν και ακεραιότητα του ελληνικού κράτους». Το πρακτικό της ορκωμοσίας υπογράφηκε από τον βασιλιά, τον πρωθυπουργό, τον πρόεδρο της βουλής, τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Η αδελφή του πριγκίπισσα Ειρήνη, χρίζεται διάδοχος του θρόνου μέχρι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος να αποκτήσει απογόνους.
Στο πρώτο διάγγελμα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β′ προς τον Ελληνικό λαό, που μεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών στις 21:30, η συναισθηματική του φόρτιση ήταν έκδηλη. Ευθύς αμέσως, ακολούθησε και το διάγγελμα της κυβερνήσεως.
Το βασιλικό πένθος…
Το Σάββατο 07 Μαρτίου, και ώρα 11:00, εν μέσω λαϊκών εκδηλώσεων πένθους, το σκεπασμένο με την βασιλική σημαία φέρετρο με τη σορό του βασιλιά Παύλου, μεταφέρθηκε από τα ανάκτορα Τατοΐου στα ανάκτορα των Αθηνών και εναποτέθηκε στην Αίθουσα των Τροπαίων των Ανακτόρων, όπου εψάλη τρισάγιο το μεσημέρι και το απόγευμα παρουσία της βασιλικής οικογένειας.
Τότε άρχισε η 48ωρος αγρυπνία στα ανάκτορα κατά την οποία, τα μέλη της βασιλικής οικογένειας εναλλάσσονταν δίπλα στον νεκρό βασιλιά, μέχρι την μεταφορά του την μεθεπόμενη ημέρα, την Δευτέρα, στον Μητροπολιτικό ναό, όπου εκτέθηκε σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα, μέχρι την κηδεία του που προγραμματίστηκε για τις 12 Μαρτίου.
Η κυβέρνηση όρισε για τον θάνατο του βασιλιά, τρίμηνο πένθος, και το πένθος της Αυλής ορίστηκε στους έξι μήνες. Κατά την ημέρα της κηδείας τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες παρέμειναν κλειστά. Επίσης τελέστηκαν επιμνημόσυνες δεήσεις σε όλη τη χώρα παρουσία των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών.
Η ταφή του βασιλιά έγινε στο βασιλικό κοιμητήριο Τατοΐου στις 12 Μαρτίου. Την νεκρώσιμη πομπή που πραγματοποιήθηκε την ημέρα εκείνη παρακολούθησαν από κοντά περισσότερο από 1.000.000 πολίτες και επίσημοι που κατέφθασαν στην Αθήνα από όλο τον κόσμο.
Την Παρασκευή 13 Μαρτίου, η εφημερίδα ″Ελευθερία″ έγραψε: «Ο βασιλιάς εκηδεύθη χθες από τον Μητροπολιτικόν Ναόν Αθηνών και ενεταφιάσθη εν συνεχεία εις τον χώρον των βασιλικών τάφων του Τατοΐου. Πρωτοφανής συρροή κόσμου πάσης τάξεως, ο οποίος είχε κατακλύσει την περιοχήν την οποίαν θα ηκολούθη η πομπή, βαθεία συγκίνησις και παρουσία πολυαρίθμων αρχηγών ξένων κρατών και προσωπικοτήτων εχαρακτήρισαν την κηδείαν. Η επίσημος πομπή ετερματίσθη εις την λεωφόρον Βασιλίσσης Σοφίας, εις το ύψος του ξενοδοχείου «Χίλτον», όπου ο κιλλίβας τηλεβόλου, ο φέρων την σορόν, συρόμενος μέχρις εκείνης της στιγμής υπό ναυτών, προσεδέθη εις στρατιωτικόν όχημα και ωδηγήθη εις το Τατόι. Κατά τον ενταφιασμόν παρίσταντο τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Ηλ. Τσιριμώκος και ξένοι αρχηγοί κρατών ή εκπρόσωποι αυτών. Επιβλητική υπήρξεν η νεκρώσιμος ακολουθία εις τον ναόν της Μητροπόλεως…».
Και η ″Καθημερινή″ σε άρθρο της ανέφερε: «Άπειρα πλήθη συνεκεντρώθησαν χθες κατά μήκος των οδών από τας οποίας θα διήρχετο η νεκρική πομπή, δια να απευθύνουν τον ύστατον χαιρετισμόν προς τον Βασιλέα Παύλον. Θα ήτο δυνατόν να υποστηριχθή, ότι δια πρώτην φοράν εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν εσημειώθη τοιαύτη αυθόρμητος προσέλευσις λαϊκών μαζών. Και αι μάζαι προσήλθον, από όρθρου βαθέος, δια να εκδηλώσουν την βαθυτάτην θλίψιν των και να συνενώσουν τας ευχάς των με εκείνας της Εκκλησίας υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αειμνήστου Βασιλέως…»
Ο βασιλιάς Παύλος είχε ορίσει το σημείο που επιθυμούσε να ταφεί, το οποίο βρίσκεται μεταξύ των τάφων του αδελφού του βασιλιά Γεωργίου Β′ και του θείου του πρίγκιπα Γεωργίου. Ο βασιλιάς, από δεκαετίες πριν, ανήμερα των γενεθλίων του στις 14 Δεκεμβρίου, συνήθιζε να τοποθετεί μια πέτρα στο σημείο εκείνο.
Πηγές:
– Επίσημη ιστοσελίδα Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας
– No Ordinary Crown (Stelio Hourmouzios)
– Μέτρον Κατανοήσεως (Βασίλισσας Φρειδερίκης)
– Παύλος Α′ (Κώστα Μπαρμπή)
– Ο Βασιλεύς των Ελλήνων Παύλος Α′ (Αθ. Βρακόπουλου)