Σεπτέμβριος 1920. Με το άγγιγμα του φθινοπώρου οι υπώρειες της Πάρνηθας ομορφαίνουν. Από τον Άγιο Μερκούριο μέχρι την Κιθάρα και το δάσος του Τατοΐου η φύση σιγά σιγά αλλάζει χρώματα, τα φύλλα αρχίζουν να κιτρινίζουν και μερικά να κοκκινίζουν.
Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Στα πεδινά απλώνεται και κυριαρχεί το δάσος του Τατοΐου, που τότε ήταν πυκνό, και σε ορισμένα σημεία δύσβατο, σχεδόν σαν μικρή ζούγκλα. Το 1916 παρά λίγο να καταστραφεί από μία μεγάλη πυρκαγιά, αλλά τώρα έσφυζε από ζωή. Στο δάσος με τα ατέλειωτα πεύκα τριγύριζαν κι ένα σωρό ζώα, ακόμη και μεγάλα ελάφια σε έναν ειδικό περίβολο με ξύλινο φράχτη, διότι μερικά από αυτά ήταν επιθετικά. Σκυλιά της βασιλικής οικογένειας, άλλα κυνηγετικά και άλλα «διακοσμητικά». Και φυσικά αναρίθμητα πουλιά που, ξεγελασμένα από την παρατεινόμενη ζέστη της Αττικής, κελαηδούσαν τα δικά τους τιτιβίσματα.
Η ειδυλλιακή αυτή ατμόσφαιρα με τους μικροθορύβους της διακοπτόταν πού και πού από τους θορύβους μιας μηχανής που θύμιζαν εκπυρσοκροτήσεις όπλου. Ήταν η μοτοσικλέτα του Αλέξανδρου, με την οποία στις ελεύθερες ώρες του έκανε βόλτες στο δάσος πάνω σε χωματόδρομους ακόμα και σε μονοπάτια. Εκτός από τη γνωστή του μανία με τα γρήγορα αυτοκίνητα, ο Αλέξανδρος αγαπούσε πολύ και τη μοτοσικλέτα του, και στο περιβάλλον του ανησυχούσαν μήπως κάποια μέρα τραυματισθεί.
Ο νεαρός βασιλεύς είχε εκείνες τις μέρες του Σεπτεμβρίου απόλυτη ανάγκη από εκτόνωση. Όταν η Ασπασία ερχόταν στο Τατόι, πολλές φορές κάθονταν πλάι πλάι χωρίς να μιλούν και η γυναίκα του του κρατούσε το χέρι, κοιτάζοντάς τον με άπειρη τρυφερότητα. Ώρες ώρες, ωστόσο, ο Αλέξανδρος επιζητούσε μία εκτόνωση,και τότε έπαιρνε τη μοτοσικλέτα και τριγυρνούσε μέσα στο δάσος μόνος του. Μόνος του όχι ακριβώς. Όσα σκυλιά βρίσκονταν έξω από τα Ανάκτορα κυνηγούσαν με γαβγίσματα τη μοτοσικλέτα και ο Αλέξανδρος πρόσεχε πολύ διότι αγαπούσε όλα τα ζώα. Τα σκυλιά βέβαια δεν τολμούσαν να πλησιάσουν και πολύ, διότι πίσω από τη μοτοσικλέτα έτρεχε, κέρβερος αληθινός, ο πιστός του σκύλος, ο Φριτς, ένα γερμανικό λυκόσκυλο που του είχαν χαρίσει σε κάποια από τις επισκέψεις του στο Βουλγαρικό Μέτωπο, ο οποίος ήταν η αναπόσπαστη συντροφιά του Αλέξανδρου και στο αυτοκίνητό του είχε πάντα ξεχωριστή θέση στο πίσω κάθισμα.
Ξημερώνει η 17η Σεπτεμβρίου 1920 (30 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο). Ο καιρός είναι σχεδόν καλοκαιρινός στην Αττική. Ο Αλέξανδρος ξυπνάει πάντα πολύ νωρίς και αρχίζει την πρωινή του ρουτίνα. Πρώτα σκληρή γυμναστική. Στα είκοσι επτά του χρόνια η κράση του είναι «σιδερένια». Μετά ξεκινάει τις ατέλειωτες βόλτες τους στο δάσος με την μοτοσικλέτα. Πέρα από το δάσος απλώνονται τα βασιλικά κτήματα: χωράφια καλλιεργημένα και πλήθος αμπελώνες από όπου βγαίνει το περίφημο κρασί «Δεκέλεια».
Ο Αλέξανδρος νιώθει απέραντη ευφορία. Έχει εκτονωθεί. Μέσα σ′ αυτή τη φύση που λατρεύει έχει σχεδόν ξεχάσει τις πολιτικές διαμάχες, τους βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς. Αυτό που δεν μπορούσε να ξεχάσει, όμως, ήταν η οικογένειά του που βρισκόταν στην εξορία. Με τις βόλτες η ώρα έχει φθάσει πια ένδεκα το πρωί. Στη μία το μεσημέρι ο Αλέξανδρος έχει κανονίσει να πάει στην Κηφισιά, στο σπίτι του φίλου και κουμπάρου του Ζαλοκώστα για να γευματίσουν με την Ασπασία. Προς στιγμήν ταλαντεύεται. Να πάει από τόσο νωρίς στην Κηφισιά ή να κάνει ακόμη μερικές βόλτες στο ευωδιαστό δάσος με τη μηχανή του και τον Φριτς; Αποφασίζει να συνεχίσει και κατευθύνεται προς το αγρονομείο 22 του κτήματος, το οποίο διευθύνει από παλιά ένας Βερολινέζος, ο Στουρμ. Ο αγρονόμος δεν είναι στο γραφείο και έτσι σπεύδει προς την κατοικία του, τη «Βίλα Στουρμ», όπως την έλεγαν, όπου σίγουρα θα βρίσκεται ο Γερμανός με τη γυναίκα του. Ο Αλέξανδρος τους ψάχνει, διότι στο σπίτι τους έχουν πάντα πλήθος ξένα περιοδικά και ιδίως αυτά με φωτογραφίες αυτοκινήτων. Με τη μοτοσικλέτα του κατευθύνεται προς τη «Βίλα», σταματάει λίγο πριν και κατεβαίνει, ανησυχώντας διότι ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι ο Φριτς δεν τον ακολουθεί πια.
Πορεύεται πεζός προς την κατοικία Στουρμ και μένει κεραυνοβολημένος. Η σκηνή και οι φωνές που ακούει θυμίζουν ταινία τρόμου, άγρια γαβγίσματα και ανατριχιαστικά τσιρίγματα από μικρό ζώο. Βλέπει μέσα από τους θάμνους το λυκόσκυλο του έξαλλο, να έχει αρπάξει, έτοιμο να κατασπαράξει, μία μαϊμού, δεμένη έξω από την κατοικία Στουρμ.
Ο Αλέξανδρος επεμβαίνει για να σώσει και τον σκύλο του και τη μαϊμού. Προς στιγμήν φάνηκε να το κατορθώνει. Αστραπιαία με το χέρι του αρπάζει τον Φριτς από τον λαιμό και με το άλλο κρατάει τη μαϊμού έτοιμος να την εκσφενδονίσει μακριά από τον κίνδυνο. Αλλά ο κίνδυνος ελλοχεύει πίσω από τον Αλέξανδρο. Ακούει ένα γρύλισμα. Στο πεδίο της μάχης εισέρχεται ο αρσενικός πίθηκος, ο Μόριτς, για να σώσει το ταίρι του, ο οποίος με μανία δαγκώνει την αριστερή γάμπα του Αλέξανδρου (τη γαστροκνημία όπως ονομάζεται στην ιατρική). Ο Αλέξανδρος γυρίζει και προσπαθεί να απομακρύνει με το χέρι του τον Μόριτς, οπότε ο πίθηκος, εξαγριωμένος, του δαγκώνει και το χέρι. Ο Αλέξανδρος αισθάνεται τρομερούς πόνους από τις πληγές.
Ο Αλέξανδρος είναι κάτωχρος από τους πόνους και μεταφέρεται πρώτα στην κατοικία Στουρμ, όπου του παρέχονται οι πρώτες βοήθειες, καθώς το τραύμα στη γάμπα αιμορραγεί ακατάσχετα. Με προσοχή ο βασιλεύς μεταφέρεται στα Ανάκτορα και από εκεί κάνει δύο τηλεφωνήματα: στον υπολοχαγό Στέφανο Μεταξά, προσωπικό του φίλο, και του λέει να φέρει έναν γιατρό με επιδεσμικό υλικό. Ανήσυχος ο Μεταξάς τον ρωτάει τι έχει συμβεί. «…Τίποτα, τίποτα σοβαρό…» είναι η απάντηση του Αλέξανδρου, ο οποίος κυριαρχείται από την έμμονη ιδέα να μη γίνει το επεισόδιο γνωστό, φοβούμενος ότι θα γελοιοποιηθεί στα μάτια του κόσμου, αν μαθευτεί ότι ένας πίθηκος δάγκωσε τον βασιλιά.
Ο Μεταξάς, υποθέτοντας ότι ο Αλέξανδρος μάλλον θα έπεσε από τη μοτοσικλέτα, καλεί τον καθηγητή της χειρουργικής Κωνσταντίνο Μέρμηγκα και τον παρακαλεί να πάρει μαζί του τα απαραίτητα για ένα κάταγμα.
Την ίδια ώρα με δεύτερο τηλεφώνημα ο Αλέξανδρος ειδοποιεί την Ασπασία στο σπίτι του Ζαλοκώστα, στην Κηφισιά, να ανέβει στο Τατόι. Ο Μέρμηγκας, διακεκριμένος καθηγητής της χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με σπουδές στη Γερμανία, φθάνει στο Τατόι και εξετάζει προσεκτικά τα τραύματα. Του χεριού είναι επιπόλαιο και δεν εμπνέει ανησυχία, της γαστροκνημίας ωστόσο είναι σοβαρό διότι υπάρχουν τουλάχιστον επτά δαγκωματιές και στο κέντρο μία βαθύτατη. Από τη μανία του πιθήκου οι μύες έχουν πολτοποιηθεί.
Ο Μέρμηγκας πλένει τα τραύματα με οινόπνευμα και ζητάει βενζίνη, που χρησιμοποιείτο τότε ως αντισηπτικό στα πολεμικά τραύματα. Βενζίνη δεν υπάρχει και ο Μεταξάς φέρνει σε ένα μπουκάλι βενζίνη από το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του. Εν συνεχεία ο καθηγητής συμμαζεύει τους πολτοποιημένους μυς με γάζες εμποτισμένες σε ιώδιο, κι εκεί τελειώνει η πρώτη φάση της τοπικής θεραπείας. Αντιβιοτικά φάρμακα φυσικά δεν υπήρχαν το 1920.
Στον δρόμο προς το Τατόι η Ασπασία είναι τρομερά ανήσυχη. Μάταια ο Ζαλοκώστας, που τη συνοδεύει, προσπαθεί να την ηρεμήσει: «Κάποιο ελαφρό ατύχημα θα έχει πάθει ο Αλέξανδρος, τίποτε το σοβαρό» της είπε, αλλά το γυναικείο της ένστικτο την προειδοποιεί ότι κάτι κακό θα συμβεί. Κι αυτή και ο Αλέξανδρος είναι προληπτικοί. Θυμάται τώρα η Ασπασία ότι την προηγούμενη μέρα είχαν γευματίσει σε ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο, στο Φάληρο, προσκεκλημένοι του κυβερνήτη, όπου μετά το γεύμα ο Άγγλος προθυμοποιήθηκε να τους ανάψει το τσιγάρο∙με το ίδιο σπίρτο πρόσφερε φωτιά στην Ασπασία και στον Αλέξανδρο, κι άναψε και το δικό του. Όταν αποβιβάσθηκαν, ο Αλέξανδρος ήταν δύσθυμος, καθώς θυμήθηκε μία παλιά πρόληψη: όταν με ένα σπίρτο ανάψεις τρία τσιγάρα, ένας από τους τρεις που καπνίζουν θα πεθάνει! οπότε μουρμούρισε στον υπασπιστή του: «…Καλύτερα να είχε βουλιάξει το θωρηκτό παρά να μας ανάψει μ’ ένα σπίρτο τα τρία τσιγάρα ο χαζός ο πλοίαρχος…»
Η Ασπασία φθάνοντας στα Ανάκτορα Τατοΐου, τρέχει και αγκαλιάζει τον αγαπημένο της. Ο Αλέξανδρος έχει κάπως συνέλθει από το πρώτο σοκ, χαμογελάει για να την καθησυχάσει και λέει σε όλους γύρω του να προσέξουν να μη διαρρεύσει η είδηση. Είναι για αυτόν θέμα αξιοπρέπειας, τι θα πει ο κόσμος, ότι ο βασιλεύς ασχολείται με πιθήκους;
Την πρώτη νύχτα ο Αλέξανδρος ξύπνησε τρεις φορές από τους πόνους, αλλά το πρωί ήταν απύρετος και ευδιάθετος, επέμεινε μάλιστα έντονα να μη ματαιωθούν οι προγραμματισμένες ακροάσεις στα Ανάκτορα, αλλά ο καθηγητής Μέρμηγκας του συνέστησε να παραμείνει ήσυχος και κλινήρης. Κατά την αλλαγή του τραύματος είχε διαπιστωθεί κάποια ερυθρότητα. Τις τρεις επόμενες νύχτες ο ασθενής παρουσίασε προοδευτικώς ανερχόμενο πυρετό, ο οποίος έφθασε στους 39°.
Στη φάση αυτή η κυβέρνηση θορυβήθηκε. Κυρίως ο Βενιζέλος, ο οποίος επιθυμούσε να μην επανέλθει σε καμία περίπτωση ο εξόριστος βασιλιάς Κωνσταντίνος. Έτσι, συγκάλεσε ιατρικό συμβούλιο με τους κορυφαίους τότε γιατρούς της χώρας. Στην αρχή τέσσερις καθηγητές κι επιπλέον, όπως ήταν φυσικό, ο Μέρμηγκας. Προοδευτικώς οι ιατρικοί σύμβουλοι έγιναν επτά. Οι ιατρικοί σύμβουλοι, εκτός από τον καθηγητή Μέρμηγκα, για τον οποίο έγινε ήδη λόγος, ήταν οι Σάββας Κωνσταντίνος: καθηγητής της μικροβιολογίας, Φωκάς Γεράσιμος: καθηγητής της χειρουργικής, Γερουλάνος Μαρίνος: κορυφαίος χειρουργός, Μπένσης Βλαδίμηρος: καθηγητής παθολογίας, Λιβιεράτος Παναγής: ειδικός στον τομέα της ειδικής νοσολογίας και Αναγνωστόπουλος Κωνσταντίνος: είχε διορισθεί προσωπικός ιατρός του Αλέξανδρου από την κυβέρνηση Βενιζέλου.
Από την ημέρα που συνεκλήθει το ιατρικό συμβούλιο αποφασίσθηκε να εκδίδεται καθημερινό ιατρικό δελτίο για τον Τύπο. Τα δελτία περιέγραφαν τη νόσο με ακρίβεια αλλά περιείχαν μία νότα αισιοδοξίας, δηλαδή ότι ο πυρετός και τα λοιπά συμπτώματα οφείλονταν σε περιορισμένη τοπική μόλυνση. Φυσικά αυτή οφειλόταν στα δρεπανοειδή δόντια του πιθήκου, που έπρεπε να ήταν μολυσμένα και είχαν εισχωρήσει σε βάθος.
Την πέμπτη ημέρα όταν ανέβλυσε πύον, ο καθηγητής μικροβιολόγος κ. Σάββας κατόρθωσε με τα τότε εργαστηριακά μέσα να απομονώσει ένα μικρόβιο, τον στρεπτόκοκκο. Στο μεταξύ η φλεγμονή είχε αρχίσει να επεκτείνεται, πρώτα προς τους βουβωνικούς λεμφαδένες γεγονός ανησυχητικό, οπότε οι χειρουργοί αναγκάσθηκαν να διευρύνουν ακόμη περισσότερο το τραύμα της γάμπας. Από τότε θα γίνουν και άλλες διευρύνσεις, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκροή του πύου. Ο άτυχος Αλέξανδρος στην αρχή υπέμενε αγόγγυστα τους πόνους από τη διεύρυνση του τραύματος, αλλά αργότερα οι τοπικές αυτές επεμβάσεις θα του γίνουν εφιάλτης. Στην εβδομάδα επάνω ο πυρετός έφθασε τους 40°. Οι γιατροί ανησύχησαν, διότι περίμεναν ότι η φλεγμονή θα άρχιζε πλέον να υποχωρεί. Συζήτησαν μεταξύ τους και τότε ο μόνος που προέβλεψε ορθά την εξέλιξη, ο καθηγητής Φωκάς, τους εξέφρασε τις υποψίες του: «Δεν πρόκειται πια για τοπική φλεγμονή. Κύριοι, βρισκόμαστε ενώπιον αρχομένης σηψαιμίας».
Ο Φωκάς με την τεράστια πείρα του από πολεμικά τραύματα είχε διαγνώσει σωστά, κι έκανε ένα ακόμη τολμηρό βήμα: με παρρησία πρότεινε στους συναδέλφους του να ακρωτηριασθεί το πόδι του βασιλέως για να σωθεί! Οι υπόλοιποι γιατροί απέρριψαν την πρότασή του, που με τα σημερινά κριτήρια θα είχε αποβεί σωτήρια. Είναι πιθανό ότι στη συλλογιστική τους υπεισήλθε και ο ψυχολογικός παράγοντας. Πώς να ακρωτηριάσουμε το πόδι ενός βασιλιά;
Στη φάση αυτή της πρώτης επιδεινώσεως και συγχύσεως που επικράτησε, ο πιστός φίλος του Αλέξανδρου, ο Χρήστος Ζαλοκώστας, που βρισκόταν συνεχώς στα Ανάκτορα Τατοΐου, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Σπεύδει στην κατοικία του Βενιζέλου, ο οποίος οικουρούσε με γρίπη, και τον ενημερώνει λεπτομερώς για την κατάσταση του βασιλέως. Μέχρι τότε ο Βενιζέλος πληροφορείτο καθημερινώς τα της ασθενείας, αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν του είχε εξηγήσει τη σοβαρότητα του προβλήματος, οπότε αναστατώνεται και δίνει αμέσως εντολή να κληθεί επειγόντως από το Παρίσι καθηγητής και μάλιστα να αποπλεύσει ένα ελληνικό αντιτορπιλικό για το Μπρίντεζι προκειμένου να τον παραλάβει. Δεν έδειξε βέβαια την ίδια ευαισθησία για την οικογένεια του βασιλιά.
Ο Γάλλος καθηγητής είχε ένα όνομα ιστορικό για την ιατρική: Βιντάλ (Widal, Φερδινάνδος‐ Γεώργιος‐Ισίδωρος), καθώς είχε συνδεθεί με τις θεμελιώδεις εργαστηριακές έρευνες για τις λοιμώξεις και ειδικώς για τον τύφο. Ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται η εξέταση αίματος κατά Βιντάλ. Ο Βιντάλ θα φθάσει στην Αθήνα τη δέκατη τρίτη ημέρα της νόσου. Από τη στιγμή που η Ασπασία είχε φθάσει στο Τατόι και αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, έμενε δίπλα στον αγαπημένο της σύζυγο μέρα νύχτα. Όλες οι τυπικότητες καταργήθηκαν και η τρυφερή αυτή κοπέλα προσδέθηκε στο κρεβάτι του Αλέξανδρου.
Από τη δέκατη μέρα η σηψαιμία έχει προσβάλλεται το στομάχι και ακατάσχετοι εμετοί συγκλονίζουν τον Αλέξανδρο που χάνει ταχύτατα βάρος. Το δέρμα του κιτρινίζει, καθώς ένας ίκτερος απλώνεται παντού. Ο θανάσιμος κίνδυνος που απειλεί τον νεαρό βασιλέα έχει γίνει τώρα ευρύτατα γνωστός σε όλη τη χώρα. Δεήσεις αναπέμπονται στις εκκλησίες, τηλεγραφήματα καταφθάνουν με λόγια συμπαθείας, και στο Τατόι και στην εξόριστη οικογένειά του στην Ελβετία.
Ένα άλλο θέμα, τρόπον τινά πολιτικό αλλά ίσως περισσότερο θέμα ηθικής τάξεως, δημιουργήθηκε με την εξόριστη βασιλική οικογένεια. Ο Βενιζέλος είχε δώσει εντολή να τηλεγραφούν στην οικογένεια στην Ελβετία καθημερινώς όλα τα ιατρικά δελτία για τον Αλέξανδρο, όταν όμως του μεταδόθηκε μήνυμα της βασίλισσας Σοφίας να της δοθεί άδεια για να επισκεφθεί τον γιο της, ο Βενιζέλος αρνήθηκε. Η προηγούμενη γενναιοκαρδία του ξαφνικά είχε εξελιχθεί σε μια μικροψυχία. Για την ακρίβεια, ο εν Ελβετία ανακτορικός ιατρός Αναστασόπουλος είχε τηλεγραφήσει την εύλογη επιθυμία της Σοφίας στον καθηγητή Σάββα, ο οποίος τη μετέφερε στον Βενιζέλο. Η αλαζονική απάντηση του Βενιζέλου συνοψίζεται στη φράση: «Η Σοφία δεν μπορεί να έλθει στην Αθήνα όποτε θέλει η ίδια».
Μετά τη δωδέκατη ημέρα άρχισαν τα νυκτερινά παραληρήματα του Αλέξανδρου. Στη διάρκεια της μέρας, για λίγο καιρό ακόμη, θα παρουσίαζε αναλαμπές, μερικές τόσο έντονες, που γιατροί και φίλοι ξαφνιασμένοι ήλπιζαν σε κάποιο θαύμα. Την εικοστή τρίτη ημέρα (10 Οκτωβρίου 1920, με το παλαιό ημερολόγιο) φθάνει ο καθηγητής χειρουργός Ντελμπέ (Pierre Delbet), μεγάλο όνομα της χειρουργικής. Από το πλοίο που τον μεταφέρει ο Ντελμπέ αποβιβάζεται στις Κεχριές, κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου τον περιμένει ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο τύπου «Panhard», από αυτά που αγαπούσε ο Αλέξανδρος. Με σχεδόν ιλιγγιώδη ταχύτητα για την εποχή, 70 χιλιόμετρα την ώρα, το αυτοκίνητο τον μεταφέρει στο Τατόι. Ένας προθανάτιος αγώνας δρόμου την τελευταία στιγμή.
Ο Ντελμπέ βρίσκει τον Αλέξανδρο σε απελπιστική κατάσταση. Η σηψαιμία έχει προσβάλει και τον έναν πνεύμονα με αποτέλεσμα συνεχείς αιμοπτύσεις. Ο Αλέξανδρος μέσα στην κατάσταση σύγχυσης που βρίσκεται διακρίνει το αίμα και θορυβείται, η Ασπασία ωστόσο του λέει να μην ανησυχεί, είναι πνευμονία από τη μακρά κατάκλιση. Ο Ντελμπέ αποσύρεται σε ένα πρόχειρο εργαστήριο και κάνει δικές του εξετάσεις. Με την ευρυμάθεια που διακρίνει τους παλιούς γιατρούς, θέλει να βεβαιωθεί μόνος του για το μικρόβιο που κυκλοφορεί στο αίμα προκαλώντας τη σηψαιμία, και βρίσκει άλλο από τον στρεπτόκοκκο μικρόβιο, ένα αναερόβιο. Αλλά τι νόημα έχει πλέον αυτή η διαπίστωση; Την εποχή εκείνη, όπως γνωρίζουμε όλοι, δεν υπήρχαν αντιβιοτικά.
Πριν φύγει ο Ντελμπέ, συνέρχεται ένα τελευταίο ιατρικό συμβούλιο, όπου γίνεται λόγος για ακρωτηριασμό. Η λύση αυτή απορρίπτεται διότι είναι πλέον πολύ αργά και άλλωστε ο Αλέξανδρος είχε τέτοια εξάντληση από τους εμετούς και τις αιμοπτύσεις που δεν θα άντεχε την επέμβαση. Τη νύχτα της 11ης προς τη 12η Οκτωβρίου, ο Αλέξανδρος πέφτει σε κώμα, που είναι όμως παροδικό. Κάποια στιγμή ξυπνάει για λίγο. Το βλέμμα του είναι άτονο, το μόνο που αναγνωρίζει γύρω του είναι η Ασπασία.
Ξημερώνει η 12η Οκτωβρίου 1920. Η φύση στο Τατόι είναι πια φθινοπωρινή. Στο Παλάτι όλοι, γιατροί, υπασπιστές και το προσωπικό, κινούνται αργά, όπως σε και αθόρυβα ωσάν να θέλουν να μην ταράξουν τις τελευταίες στιγμές ζωής του Αλέξανδρου. Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου ο Αλέξανδρος δεν ξυπνάει για λίγο όπως τις προηγούμενες μέρες, αλλά συνεχίζει τα νυκτερινά παραληρήματά του. Η αναπνοή του είναι πολύ δύσκολη, τα χείλη του σαλεύουν. Κάτι θέλει να πει. Οι γιατροί και οι φίλοι του πλησιάζουν αθόρυβα και αφουγκράζονται. Με μισοσβησμένη φωνή ο Αλέξανδρος περιγράφει το όνειρο που βλέπει. Όλοι έχουν παγώσει. Καθώς το περιγράφει, η φωνή του γίνεται λίγο καθαρότερη. Βλέπει ένα ποτάμι. Στην απέναντι όχθη στέκεται όρθιος ο παππούς του, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, ο αγαπημένος του Αλέξανδρου. Με κάπως πιο δυνατή φωνή περιγράφει τη συνομιλία τους. Του λέει ο παππούς του: «…Έλα, παιδί μου. Ήρθε η ώρα να σε πάρω…» Και ο Αλέξανδρος μέσα στο όνειρό του απαντάει: «Ναι, παππού, έρχομαι… Μόνο που θα ήθελα πριν φύγουμε να γνωρίσεις την Ασπασία…» Με το αυτί της κοντά στα χείλη του η Ασπασία τα ακούει. Δεν αντέχει άλλο και σωριάζεται με αναφιλητά σε μία καρέκλα δίπλα του. Είναι πια ένα ανθρώπινο ράκος.
Η Ασπασία με τους φίλους του αποφασίζουν να φέρουν έναν ιερέα να τον μεταλάβει, όμως εκείνη επιμένει ότι δεν πρέπει ο Αλέξανδρος να καταλάβει, έστω και την τελευταία στιγμή, ότι του δίνεται η θεία μετάληψη. Καταφεύγουν σε μία μικρή σκηνοθεσία: πίσω από το κρεβάτι του στήνεται ένα παραβάν για να κρύψει τον ιερέα, ο οποίος ψιθυρίζει τις ευχές. Η Ασπασία παίρνει από τα χέρια του το κουταλάκι με τη μετάληψη και ανοίγοντας προσεκτικά τα χείλη του Αλέξανδρου, του λέει δυνατά στο αυτί: «…Πιες, σε παρακαλώ, το φάρμακο σου…»
Μετά το παραλήρημα για τον παππού του, ο Αλέξανδρος βυθίζεται για λίγο. Και ξαφνικά το παραλήρημα ξαναρχίζει με κάπως πιο δυνατή φωνή, διότι τώρα είναι πολεμικό, ηρωικό! Ο βασιλεύς ονειρεύεται πόλεμο, τον πόλεμο της Θράκης, που υπήρξε για αυτόν η τελευταία γεύση δόξας. Βλέπει την ηρωική απόβαση των Ελλήνων στα παράλια της Ραιδεστού. Η φωνή του δυναμώνει: «…Ασπασία…» φωνάζει, «…νικάμε…» Κι έπειτα ψελλίζει: «…Πού είναι ο Μελάς;» Μελάς είναι ο Βασιλάκης Μελάς, ένας εκ των υπασπιστών του. «…Να μου φέρει ο Μελάς το τελευταίο πολεμικό ανακοινωθέν…» Τρέχουν οι άλλοι φίλοι, βρίσκουν τον Μελά και τον παρακαλούν να φτιάξει από το μυαλό του κάτι σαν πολεμικό ανακοινωθέν. Η Ασπασία βλέπει ότι ο Αλέξανδρος κινεί ακόμη τα χείλη του. Της λέει: «…Ασπασία, έλα κοντά μου…» Κολλάει το αυτί της στο στόμα του. Ακούει την τελευταία του επιθυμία, γυρίζει και κοιτάζει τους γύρω εμβρόντητη. «…Ο βασιλεύς ζητάει τον πιστό του οδηγό, τον Μήτσο!»
Τρέχουν όλοι και βρίσκουν τον Μήτσο μέσα στο Παλάτι. Ο οδηγός, ένας αγαθός γίγαντας, συντετριμμένος, γονατίζει δίπλα στο κρεβάτι, οπότε φωνάζουν δυνατά στον Αλέξανδρο: «…Εδώ είναι ο Μήτσος, σας ακούει...» Τα τελευταία του λόγια μόλις ακούγονται. «Μήτσο, το αυτοκίνητο είναι έτοιμο;»
«…Πάντα έτοιμο, Μεγαλειότατε…»
«…Έχεις καλά φώτα;»
Ο Μήτσος τα χάνει. Γυρίζει και κοιτάζει την Ασπασία. Και αυτή του κάνει νόημα να λέει συνέχεια «ναι».
«…Έχω καλά φώτα, Μεγαλειότατε…»
Μέσα στη βύθιση το πρόσωπο του Αλέξανδρου παίρνει μιαν ανεπαίσθητη έκφραση ικανοποιήσεως.
«Μήτσο, ετοίμασε το αμέσως, θα πάμε μακρινό ταξίδι…» Και αμέσως τα χείλη του ψιθυρίζουν: «…Μήτσο, πάρε το τιμόνι. Κουράστηκα πια…»
Η ώρα είναι τρεισήμισι το απόγευμα. Η φωνή, αυτό το προθανάτιο ψιθύρισμα, έχει πια σβήσει. Η Ασπασία σκύβει και τον φιλάει στα χείλη, που της φαίνονται πια παγωμένα. Η αναπνοή του σταματάει, το κεφάλι του γέρνει στο πλάι, για τελευταία φορά.
Η διατύπωση του τελευταίου ιατρικού δελτίου της 12ης Οκτωβρίου που ανήγγειλε το θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου ήταν πολύ άκομψη, μοναδική στη νεότερη ελληνική ιστορία: «Μετά βραχείαν αγωνίαν, καθ′ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου, εξέπνευσε περί ώραν 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν».
Ο πιστός οδηγός του ο Μήτσος, το επίθετο Φουγαλάς, παρέμεινε για λίγο στο Παλάτι και, συντετριμμένος σε μία γωνιά, χτύπαγε το κεφάλι του. Επαναλάμβανε μία από τις τελευταίες κουβέντες του ετοιμοθάνατου βασιλιά: «…Θα πάμε, Μήτσο, μακρινό ταξίδι…» Ο βασιλεύς τον ήθελε μαζί του μέχρι το τέλος. Αλλόφρων και δυστυχής, ο Μήτσος γύρισε σπίτι του και αυτοκτόνησε! Θεώρησε ότι το ύστατο καθήκον του ήταν να ακολουθήσει το αγαπημένο του αφεντικό.
Η βασιλική οικογένεια στη Λουκέρνη της Ελβετίας πληροφορήθηκε τον θάνατο την άλλη μέρα το πρωί. Το σχετικό τηλεγράφημα είχε φθάσει από το βράδυ της 12ης στη Λουκέρνη, αλλά ο ανακτορικός γιατρός σε συμφωνία με τον πρίγκιπα Νικόλαο, αδελφό του βασιλιά Κωνσταντίνου, δεν ήθελαν να το ανακοινώσουν νύχτα στον Κωνσταντίνο και στη Σοφία.
Αργά το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου, η κυβέρνηση εκδίδει και δημοσιεύει «διάγγελμα επί τω θανάτω του Βασιλέως Αλεξάνδρου» :
«Προς τον λαόν. Μετά βαθυτάτης οδύνης το Υπουργικόν Συμβούλιον αγγέλλει εις τον λαόν τον θάνατον της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως Αλεξάνδρου, επελθόντα σήμερον, ώραν 4ην και 10′ μ.μ. Την οδύνην καθιστά οξυτέραν όχι μόνον τον νεαρόν της ηλικίας του αγαθού Βασιλέως, αλλά και το ότι δεν επέζησε να βασιλεύση Ελλάδος, ήτις τοσούτον εμεγαλύνθη επί των ημερών αυτού…».
Στο μεταξύ η γιαγιά του Αλέξανδρου, η βασίλισσα Όλγα, βρισκόταν καθ′ οδόν μέσω Ιταλίας για να προλάβει τον Αλέξανδρο εν ζωή, καθώς ήταν το μέλος της οικογένειας στο οποίο η κυβέρνηση είχε δώσει άδεια να έλθει στην Αθήνα. Η Όλγα επιβιβάσθηκε στην Ιταλία σε ένα μικρό ιδιωτικό κότερο, το οποίο όμως συνάντησε στην Αδριατική σφοδρή τρικυμία και καθυστέρησε πολύ.
Η γιαγιά έφθασε στο Τατόι είκοσι τέσσερις ώρες μετά τον θάνατο του εγγονού της. Τον είχαν ταριχεύσει και ντύσει με μεγάλη στολή. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και ωραίο. Η βασίλισσα Όλγα μόλις έφτασε στα Ανάκτορα είπε στον ιατρό Σάββα που ήταν παρών: «Σε ευχαριστώ εγώ και η Βασιλική Οικογένεια ολόκληρη, για τους κόπους τους οποίους κατέβαλες για τον εγγονό μου επί τόσες ημέρες. Αλλά γιατί δεν τον κρατήσατε μία μέρα ακόμα στη ζωή, για να τον δω ζωντανό, αφού τον άφησα παιδί και τον βρίσκω τόσο μεγάλο και ωραίο; Πως σας έφυγε αυτός ο άγγελος από τα χέρια σας;» Έπειτα ψιθύρισε: «…Τι ωραίος που είναι ο Αλέξανδρος μου…» και προσέθεσε: «…Το παιδί μου θ′ αναπαυθεί στον Παράδεισο… Το παιδί μου ήταν καλό…»
Στον προθάλαμο του παλατιού στέκεται το προσωπικό αμίλητο και χωρικοί που δουλεύουν στα βασιλικά κτήματα και κάτοικοι του Μενιδίου, όλοι με τα ρούχα της δουλειάς και λασπωμένα παπούτσια. Μερικοί από το προσωπικό ζητούν από την Ασπασία να μπουν στο δωμάτιο να στολίσουν τον νεκρό, εκείνη όμως δεν τους αφήνει. Θα το κάνει μόνη της. Της φέρνουν από τον κήπο τριαντάφυλλα, ντάλιες κι ένα γνησίως ελληνικό φυτό, τα ρείκια.
Την επόμενη ημέρα, το πρωί, σύσσωμο το Υπουργικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Βενιζέλο ανεβαίνει στο Τατόι. Η Ασπασία κατεβαίνει στο σαλόνι του ισογείου και τους υποδέχεται με τα ίχνη της ξαγρύπνιας και της οδύνης στο πρόσωπό της. Τη συλλυπούνται με σεβασμό, διότι τώρα πια είναι για αυτούς η χήρα του βασιλέως. Ο Βενιζέλος κάνει ένα βήμα μπροστά. Η έκφρασή του είναι σοβαρή με κάποια γλυκύτητα στη φωνή, καθώς απευθύνεται στην πονεμένη γυναίκα:
«Κυρία,
Λόγω του θανάτου του βασιλέως, το Υπουργικό Συμβούλιο σας εκφράζει τα ειλικρινέστατα συλλυπητήριά του. Δεν σκέπτομαι να σας απευθύνω κούφια λόγια παρηγοριάς. Σε μία τόσο τρομερή δυστυχία δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε παρά μόνο την παρηγοριά του Θεού. Σας παρακαλώ μονάχα να πιστέψετε ότι ο πόνος του λαού για τον χαμό του καλού μας βασιλιά είναι τόσο βαθύς, όσο βαθιά είναι και η συμπάθεια που τρέφει προς εκείνη η οποία, έχοντας μοιραστεί την ευτυχία του στη σύντομη ζωή του, χτυπήθηκε πρόωρα από μία τόσο σκληρή δυστυχία».
Η Ασπασία κοίταξε τον Βενιζέλο και τους υπουργούς και με τη φωνή πνιγμένη από έναν λυγμό, απάντησε: «…Ευχαριστώ απεριόριστα το Υπουργικό Συμβούλιο για τα συλλυπητήριά του…».
Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του, βασιλεύς κηδεύθηκε, αφού προηγήθηκε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη. Το τιμητικό άγημα αποτελείτο από ναύτες που έσυραν τον παραδοσιακό κιλίβαντα με την ελληνική σημαία, ενώ στο πρόσθιο μέρος του κιλίβαντα είχαν τοποθετήσει άσπρα λουλούδια.
Παραστάτες του αγήματος ήταν Εύζωνοι της Ανακτορικής Φρουράς, και κατά τα καθιερωμένα της εποχής πίσω από τον κιλίβαντα ακολουθούσε το άλογο του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος τάφηκε στο Τατόι κοντά στον τάφο του αγαπημένου του παππού, βασιλέως Γεωργίου Α′. Προς τιμήν του η πόλη Δεδέαγατς της Θράκης, μετονομάστηκε το 1920 σε Αλεξανδρούπολη.
Η σύντομη βασιλεία του ήταν υποδειγματική. Κινούμενος μέσα στα συνταγματικά πλαίσια των καθηκόντων του, απέφυγε να αναμιχθεί στην ενεργό πολιτική. Αντιλαμβανόμενος τη ζημία που θα επέφερε στα εθνικά συμφέροντα η πιθανή αναζωπύρωση του εθνικού διχασμού, αλλά και τον ουσιαστικό κίνδυνο που διέτρεχε ο βασιλικός θεσμός, στήριξε όλες τις κοινοβουλευτικές αποφάσεις και τις επιλογές του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η Ελλάδα πήρε μέρος στον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Με το τέλος του και ύστερα από την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ, παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη από τη Βουλγαρία, ενώ με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, έναν χρόνο αργότερα, προσαρτήθηκε η ανατολική Θράκη, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη, και η περιοχή της Σμύρνης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.