Του Νίκου Παπακωνσταντίνου
Πρός τόν Έλληνικόν Λαόν καί τάς Ένόπλους Δυνάμεις
Ήγωνίσθην διά τήν άποκατάστασιν τών έλευθεριών τού λαού μου. Άτυχώς η προσπάθεια αύτη δέν ηύδοκίμησε καί ως εκ τούτου άναγκάζομαι να άπέλθω μακράν τής φιλτάτης Πατρίδος διά νά συνεχίσω έκείθεν τόν άγώνα κατά τών σφετεριστών τής έξουσίας. Έκφράζω τήν εύγνωμοσύνην μου πρός πάντας οί όποίοι συνέδραμον τήν προσπάθειαν μου ταύτην. Έλπίζω ότι μέ τήν βοήθειαν τού Θεού θα έπανέλθω ταχέως είς τήν προσφιλή Πατρίδα χάριν τής όποίας δέν θά φεισθώ ούδεμίας θυσίας.
Από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, γνώριζα ότι διέθετα την πλήρη στήριξη της νέας γενιάς. Στους μήνες που ακολούθησαν, η σύζυγός μου και εγώ περιοδεύσαμε σε όλη την χώρα για να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τα πραγματικά αισθήματα των πολιτών. Συναντήσαμε και οι δύο παντού, μία μεγάλη κατανόηση και μία μεγάλη συμπάθεια. Ο κόσμος καταλάβαινε αυτό που αντιπροσώπευα. Καταλάβαιναν ότι αποτελούσα την κυρία ελπίδα τους για το μέλλον. Καταλάβαιναν επίσης ότι αν είχα δράσει πιο νωρίς, μία φοβερή αιματοχυσία θα ήταν αναπόφευκτη.
Τελικά αναγκάστηκα να δράσω. Η κυβέρνηση είχε αρχίσει να ισχυροποιεί την εξουσία της στον Στρατό και στην Δημόσια Διοίκηση, πράγμα που από την μία θα αφαιρούσε κάθε αποτελεσματικότητα στις ενέργειές μου και από την άλλη θα έκρυβε από τον λαό μου την επιθυμία μου και την ελπίδα μου να ξαναστεριώσω την Ελλάδα.
Πήγα λοιπόν στην Καβάλα, στις 13 Δεκεμβρίου, για να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου να αποδώσω και πάλι στην χώρα την ελευθερία της. Σχέδιό μου ήταν να ανασχηματίσω την κυβέρνηση κρατώντας τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια – τον άνθρωπο που είχα επιλέξει την 21η Απριλίου και ο οποίος τότε αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες εγγυήσεις τόσο για τον λαό μου όσο και για μένα. Αργότερα θα προσπαθούσα να σχηματίσω μία κυβέρνηση η οποία θα κυβερνούσε τη χώρα μέχρις ότου να μπορέσουν να γίνουν ελεύθερες και τίμιες εκλογές. Μετά από εκείνη την ημέρα, η χώρα μας θα μπορούσε πολιτικά να ζει σε κλίμα ειρήνης.
Το πρωΐ της 13ης Δεκεμβρίου έφυγα από το εξοχικό παλάτι του Τατοΐου, κοντά στην Αθήνα, με μεγάλη μυστικότητα, και με την πιο ξεκάθαρη αποφασιστικότητα να επιβάλω στην κυβέρνηση, μία ριζική αλλαγή συμπεριφοράς.
Στις 10.22′, το προσωπικό μου αεροπλάνο και ένα άλλο ακόμη, βρισκόταν με αναμμένες μηχανές στην βόρεια είσοδο του αεροδρομίου Τατοΐου, του αεροδρομίου του πλησιέστερου στην κατοικία μου. Στις 10.25′, έφθασα στην πίστα του αεροδρομίου. Στις 10.30′ ακριβώς τα δυο αεροπλάνα, ένα Grumman Gulfstream και μία Dakota C47 απογειώθηκαν. Ήταν η ώρα H.
Η σύζυγός μου, τα παιδιά μου, η μητέρα μου και η αδερφή μου, ο πρωθυπουργός Κόλλιας, ο Λεωνίδας Παπάγος ο Αυλάρχης μου, και ο στρατηγός Κωνσταντίνος Δόβας, ο Αρχηγός του Στρατιωτικού μου Οίκου, βρισκόντουσαν στο δικό μου αεροπλάνο, το Grumman. Ήταν μαζί μας στην πτήση και ένας γυναικολόγος, ο Dr Κουτήφαρης, γιατί η σύζυγός μου περίμενε παιδί.
Είχαμε για αποσκευές όλο κι όλο την στολή που φορούσα και επί πλέον ένα κουστούμι και τα ενδύματα των μελών της οικογένειάς μου, αυτά που φορούσαν και ένα δεύτερο για ν’ αλλάξουν. Η σύζυγός μου κι εγώ κάναμε μόνοι μας τις βαλίτσες μας, με κάθε μυστικότητα για να μην κινήσουμε τις υποψίες, και στο τέλος ξεχάσαμε τα ενδύματα του μωρού. Το αντιληφθήκαμε φτάνοντας στην Καβάλα.
Στο C47 που απογειώθηκε αμέσως μετά από μας βρισκότανε ο πτέραρχος Γεώργιος Αντωνάκος προς τον οποίο είχα δώσει το ίδιο πρωΐ διαταγή να διευθύνει τις επιχειρήσεις από την Λάρισα, από το Γενικό Επιτελείο της 28ης Τακτικής Βάσεως. Στην Λάρισα βρισκότανε ήδη ο Κωνσταντίνος Κόλλιας – συνονόματος του πρωθυπουργού – ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού, ο οποίος, κατόπιν διαταγής μου θα ανελάμβανε την διοίκηση και του Α’ και του Β’ Σώματος Στρατού.
Είχα μαζί μου στο αεροπλάνο το διάγγελμα που είχα ήδη μαγνητοφωνήσει και με το οποίο εξέθετα στον λαό την απόφαση μου και τους λόγους της ενέργειάς μου και με το οποίο του ζητούσα να μου προσφέρει την στήριξή του με το να ξεσηκωθεί μαζικά. Υπήρχε επίσης ένα δεύτερο αντίγραφο αυτού του διαγγέλματος στο C47 που πέταξε για Λάρισα.
Όταν, μετά από πτήση περίπου μιας ώρας, φθάσαμε στην Καβάλα, όπου κανείς δεν μας περίμενε, μας επιφύλαξαν μία πολύ φιλική υποδοχή. Αφού άφησα την οικογένειά μου στο ξενοδοχείο «Αστήρ» στο κέντρο της πόλης , πήγα στο Γενικό Επιτελείο της ΙΙας Μεραρχίας που βρισκόταν εκεί κοντά. Από εκεί έστειλα αμέσως το μαγνητοφωνημένο διάγγελμά μου στον ραδιοσταθμό. Μεταδιδόταν χωρίς διακοπή σ’ όλη την διάρκεια της 13ης Δεκεμβρίου. Τηλεφώνησα σε όλους τους διοικητές Σωμάτων και Μεραρχιών της Βόρειας Ελλάδος για να τους ενημερώσω για τις προθέσεις μου και να τους δώσω την διαταγή να με στηρίξουν στην ενέργειά μου. Μια ώρα αργότερα παράγγειλα στον Στόλο να αποπλεύσει από την Νότια Ελλάδα και να πλεύσει προς βορρά, πράγμα που έγινε. Μέσω του πτέραρχου Αντωνάκου διέταξα την Αεροπορία να τεθεί σε κατάσταση συναγερμού. Όλες οι αεροπορικές βάσεις υπάκουσαν σ’ αυτή την διαταγή και προσχώρησαν. Κάθε ένας απ ‘ αυτούς που επικοινώνησα με διαβεβαίωσε για την υποστήριξή του. Μεχρι σήμερα, παρ’ όλα αυτά, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω μέχρι ποιου σημείου αυτή η υποστήριξη μου δόθηκε τελικά. Εν τω μεταξύ μονάδες του στρατηγού Γεωργίου Περίδη, διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού κινούντο με κατεύθυνση την Θεσσαλονίκη.
Δυο ώρες αργότερα, όταν έφυγα από το Γενικό Επιτελείο για να πάω στο ξενοδοχείο -μία απόσταση τριών λεπτών με αυτοκίνητο, όσο χρειάζεται για να διασχίσεις την πλατεία – με σταμάτησε ένα ενθουσιώδες πλήθος νέων και εργατών που με επευφημούσαν και φώναζαν : «Ζήτω ο Κωνσταντίνος», «Ζήτω η Ελευθερία», «Ζήτω ο Στρατός».
Επέστρεψα λοιπόν στο ξενοδοχείο, γύρω στις 3 η ώρα, για να φάω στα γρήγορα ένα σάντουιτς, κι αμέσως έφυγα με ελικόπτερο για την Κομοτηνή, για να συναντήσω τον στρατηγό Περίδη. Αναλύσαμε την κατάσταση, που ακόμα φαινόταν καλή. (Αργότερα ανακάλυψα ότι θα έπρεπε ήδη να έχουμε καταλάβει ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά). Νομίζω ότι ο Περίδης από τότε κιόλας είχε αρχίσει να αμφιβάλει, χωρίς να το αναφέρει, και είχε υποψιαστεί ότι ο στρατηγός Ανδρέας Έρσελμαν, διοικητής της 20ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας που ήταν απαραίτητη για την επιτυχία του εγχειρήματός μου, είχε αποκοπεί από τα στρατεύματά του και ίσως ακόμα και να είχε συλληφθεί.
Κατά τις 6 η ώρα, πήρα και πάλι το ελικόπτερο για την Καβάλα, όπου προσγειώθηκα μεταξύ δύο τηλεφωνικών στύλων, πάνω σε ένα μικρό κομμάτι εδάφους που το φώτιζαν γύρω γύρω φώτα αυτοκινήτων. Το πλήθος ήταν τόσο πολύ ώστε η αστυνομία είχε μεγάλη δυσκολία να ελευθερώσει λίγο χώρο επαρκή που να επιτρέπει την προσγείωση. Όταν τελικά καταφέραμε να προσγειωθούμε, το πλήθος με περικύκλωσε κλαίγοντας και ζητωκραυγάζοντας με έναν ενθουσιασμό που μέχρι τότε δεν είχα συναντήσει άλλη φορά στον λαό μου. Όλοι είχαν στο βλέμμα τους μια λάμψη ελπίδας που δεν είχα ξαναδεί. Με επευφημούσαν, με σήκωναν στους ώμους τους και μου έλεγαν ότι όλοι είναι στο πλευρό μου στην προσπάθειά μου να τους προσφέρω μία καλύτερη ζωή και μία ελευθερία χωρίς εμπόδια.
Αφού κατάφερα να ανοίξω δρόμο μέσα στο πλήθος, βγήκα στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου για να απευθύνω μερικές λέξεις : «Ο Λαός και ο Στρατός ενωμένοι με τον Βασιλιά τους θα προχωρήσουν μαζί και με αποφασιστικότητα στον δρόμο για ένα δημοκρατικό καθεστώς που θα στηρίζεται στην ελευθερία. Ζήτω η Ελλάς!»
Η αντίδραση του λαού της Καβάλας θα μείνει για μένα η πιο πολύτιμη ανάμνηση της άκαρπής μου απόπειρας. Ήταν ένα δείγμα για το τι θα συνέβαινε και στις άλλες πόλεις και τα χωριά προς την Θεσσαλονίκη, στην ίδια την Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα.
Μετά μια σύντομη συνάντηση με την οικογένειά μου, επέστρεψα στο Γενικό Επιτελείο της ΙΙης Μεραρχίας. Λίγο μετά τις 9 η ώρα, άκουσα στο ραδιόφωνο την αναμετάδοση της ορκωμοσίας του αντιβασιλιά, ενός παλαιού υπασπιστή του πατέρα μου, και της νέας κυβέρνησης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, εφημέριος του πατέρα μου και της οικογένειάς μου τα τελευταία είκοσι χρόνια, και τον οποίο είχα εγώ ο ίδιος ορκίσει, ιερούργησε στις ορκωμοσίες. Από εκείνη την στιγμή και μέχρι τις 2 η ώρα την νύχτα, έφθαναν συνεχώς άσχημα νέα. Έτσι έμαθα την σύλληψη του Έρσελμαν. Έμαθα επίσης ότι αξιωματικοί – διοικητές αρμάτων της 20ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, που ήταν με το πραξικόπημα και είχαν συλληφθεί από τον Έρσελμαν νωρίς το πρωί, είχαν αφεθεί ελεύθεροι αφού διαβεβαίωσαν ότι θα μείνουν πιστοί στον όρκο τους. Έτσι τους αποδόθηκε και πάλι η διοίκηση των μονάδων τους. Αργότερα, μέσα στη νύχτα, τανκς της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας υπό την διοίκηση αυτών ακριβώς των αξιωματικών, περικύκλωσαν τον Περίδη και το Επιτελείο του και τους εξουδετέρωσαν πλήρως.
Ήταν περιπου 1 η ώρα και 30′, όταν ο Περίδης μας κάλεσε στο τηλέφωνο για να μας ανακοινώσει ότι πρόκειται να τον συλλάβουν από στιγμή σε στιγμή.
Ο σκοπός μου ήταν να ενώσω όλο τον Στρατό πίσω μου και μαζί να βαδίσουμε προς τις πόλεις όπου ήξερα ότι ο λαός ήταν με όλη του την καρδιά στο πλευρό μου. Γι’ αυτό άλλωστε, ο στρατηγός Ζαλαχώρης κατέβαινε με τις δυνάμεις του, από την βόρεια Θράκη για να ενωθεί μαζί μου. Αν η εκστρατεία μου απέτυχε, αυτό οφείλεται στο ότι μονάδες πιστές σαν κι αυτή, δεν κατάφεραν να καταλάβουν θέσεις-κλειδιά και γιατί μερικά από τα στοιχεία του στρατού που μου είχαν υποσχεθεί την στήριξή τους με εγκατέλειψαν την τελευταία στιγμή. Κινήσεις στρατευμάτων, που όπως με διαβεβαίωναν, είχαν ξεκινήσει να εκτελούνται και οι οποίες θα ήταν αποφασιστικής σημασίας, στην πραγματικότητα δεν εκτελέστηκαν ποτέ. Αγνοώ ακόμα και σήμερα για ποιο λόγο.
Γύρω στις 2 η ώρα και 15′ της 14ης Δεκεμβρίου, συνειδητοποίησα ότι επιμένοντας στις προθέσεις μου, κινδύνευα να προκαλέσω έναν ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο, και μια αδελφοκτόνο καταστροφή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η Αεροπορία, το Ναυτικό και ορισμένες μονάδες του Στρατού που παρέμεναν πιστές σε μένα μπορούσαν να πολεμήσουν. Δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός μου. Ήθελα να οικοδομήσω την χώρα μου, όχι να την καταστρέψω.
Όταν κοιτάζω πίσω μου, διατηρώ την βεβαιότητα ότι όλη αυτή η προσπάθεια που έγινε, έπρεπε να είχε γίνει. Προκάλεσε άλλωστε ορισμένα θετικά αποτελέσματα : ένα νέο Σύνταγμα εκπονήθηκε και παρουσιάστηκε στην κυβέρνηση. Δόθηκε η υπόσχεση ενός Δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα και η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι πρόκειται να καθορίσει την ημερομηνία των προσεχών εκλογών. Σε πολλούς κρατουμένους που είχαν συλληφθεί αδίκως εδόθη αμνηστία. Όλα αυτά τα μέτρα θα έπρεπε να τα είχαν πάρει πολύ προηγουμένως, όπως δεν σταματούσα να επαναλαμβάνω στα μέλη της κυβέρνησης. Στην περίπτωση που θα με άκουγαν, δεν θα ήμουν αναγκασμένος να αναλάβω δράση όπως έπραξα.
Σήμερα δεν ρίχνω ευθύνες σε κανένα για την κακή τροπή που πήρε η προσπάθειά μου. Γνώρισα μία ήττα, δεν το αρνούμαι, αλλά είμαι τώρα περισσότερο σίγουρος από ποτέ, ότι έχω κερδίσει την στήριξη και την αγάπη του λαού μου στο σύνολό του.
Αμφέβαλα πολύ αν είχα το δικαίωμα να «εικονογραφήσω» την αφήγηση του Βασιλέως με φωτογραφίες της δικής μου επιλογής. Τελικά τόλμησα να το κάνω, όχι μέσα και διακόπτοντας το κείμενο, αλλά στο τέλος, σαν ξεχωριστό παράρτημα με φωτογραφίες.
Εδώ τον βλέπουμε να οδηγεί ο ίδιος την πράσινη Mercedes, και να φθάνει στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων στο Γουδί. Είναι η μονάδα του Παττακού, η μονάδα που με την απειλή των τανκς που κατέβασε, κατάφερε να καταλύσει την Δημοκρατία. Ο Βασιλεύς, σοβαρός, αυστηρός, συνοφρυωμένος, με όψη που δεν μας έχει συνηθίσει, πολύ περισσότερο την χαρμόσυνη ημέρα του Πάσχα. Το σκληρό bras de fer με τους πραξικοπηματίες είχε ξεκινήσει από το βράδυ της 21ης Απριλίου!
Οι μέρες έντασης και αγωνίας διαδέχονται η μία την άλλη.
8 Νοεμβρίου 1967. Γιορτή των Παμμέγιστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, Γιορτή της Αεροπορίας. Ο Βασιλεύς με την στολή του πτέραρχου και η Βασίλισσα πετούν στην Κρήτη για να παραστούν στην επέτειο του Ολοκαυτώματος της Μονής Αρκαδίου και να επιθεωρήσει ο Βασιλεύς βάσεις της Αεροπορίας. Ο Κωνσταντίνος είχε συνεχή επαφή με νομιμόφρονες αξιωματικούς και δεν τους έκρυβε την αντίθεσή του στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ακόμα και την 12η Δεκεμβρίου είχε μεταβεί στην αεροπορική βάση της Αράξου. Τον υποδέχτηκε ο διοικητής της βάσης αντισμήναρχος Γ. Βαγιακάκος, ο Βασιλεύς παρέμεινε εκεί για τρεις περίπου ώρες, επιθεώρησε τις εγκαταστάσεις της βάσης και παρακολούθησε αεροπορικές ασκήσεις αεροσκαφών F-104. Η Αεροπορία δεν πρόδωσε, οι αξιωματικοί και οι άνδρες έμειναν πιστοί στον όρκο τους.
Καβάλα, 13 Δεκεμβρίου 1967, ώρα 3 το μεσημέρι. Ο Βασιλεύς, μετά δύο ώρες στο Γενικό Επιτελείο της ΙΙας Μεραρχίας, έχει γυρίσει για λίγο στο ξενοδοχείο «Αστήρ» όπου είχε αφήσει την οικογένειά του. Έφαγε στα γρήγορα ένα σάντουιτς κι αμέσως έφυγε με ελικόπτερο για την Κομοτηνή.
Το ελικόπτερο είναι έτοιμο να απογειωθεί, από τον εξώστη του ξενοδοχείου κατευοδώνουν η Βασίλισσα Άννα-Μαρία με την μικρή Αλεξία στην αγκαλιά της, η Βασίλισσα-Μητέρα Φρειδερίκη και η πριγκίπισσα Ειρήνη.
Όταν ο Βασιλεύς γύρισε, μετά τις 6 το απόγευμα, ένα μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί, ένα πλήθος που έκλαιγε και ζητωκραύγαζε με ενθουσιασμό. Ο Βασιλεύς, η Βασίλισσα και η Αλεξία βγήκαν στο μπαλκόνι και ο Κωνσταντίνος απηύθυνε μερικές λέξεις :«Ο Λαός και ο Στρατός ενωμένοι με τον Βασιλιά τους θα προχωρήσουν μαζί και με αποφασιστικότητα στον δρόμο για ένα δημοκρατικό καθεστώς που θα στηρίζεται στην ελευθερία, Ζήτω η Ελλάς!»
Ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου. Η δραματική άφιξη στη Ρώμη.
Ο Βασιλιάς προσπαθεί μάταια να σπάσει ένα χαμόγελο, δεν βγαίνει με τίποτα. Η Βασίλισσα στηρίζεται στον Βασιλιά ή στηρίζει τον Βασιλιά;
Η έκφραση στα μάτια της Άννας- Μαρίας θυμίζει κυνηγημένη ελαφίνα!
Στην Αθήνα η ζωή συνεχίζεται όπως πριν. Εντάξει, βγήκαν πάλι μερικά τανκς στους δρόμους, αλλά δεν βαριέσαι ο κόσμος τα έχει πλέον συνηθίσει!
Γράφει ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος στο «Χωρίς Τίτλο» όχι χωρίς αρκετή δόση πικρίας : «Το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου, οι κινηματογράφοι και τα εστιατόρια στην Αθήνα ήταν γεμάτα κόσμο. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, καθώς οι περισσότεροι δεν είχαν καν πληροφορηθεί για την απόπειρα του Βασιλέως να ανατρέψει τους πραξικοπηματίες.»
Όταν η χούντα διέταξε να κατέβουν όλες οι φωτογραφίες του Βασιλιά και της Βασίλισσας από τα δημόσια αλλά και από τα ιδιωτικά κτίρια, εκτυλίχθηκαν μικρά δράματα. Στα φτωχά σπίτια της ελληνικής επαρχίας, ο άνδρας πιο ψύχραιμος (ή πιο δειλός;) κατεβάζει την φωτογραφία του βασιλικού ζεύγους. Η γυναίκα, πιο συναισθηματική, κλαίει απαρηγόρητη. Χάνει ένα στολίδι του σπιτιού της, από το ωραίο ζευγάρι έπαιρνε απαντοχή στην σκληρή καθημερινότητά της!
Την επόμενη μέρα, η χούντα διέταξε με υποκρισία να επιστρέψουν οι φωτογραφίες των Βασιλέων στην θέση τους στα δημόσια κτίρια. Αλίμονο όμως σ’ όποιον ιδιώτη την ξανανέβαζε σπίτι του!
Δεν αισθανόντουσαν ακόμα τόσο δυνατοί ώστε να συγκρουστούν μετωπικά με τον Βασιλιά. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν θα το αισθανθούν, δεν θα διστάσουν να κηρύξουν έκπτωτο τον Βασιλιά, για …να ολοκληρώσουν το έργο τους.
24 Δεκεμβρίου, Παραμονή Χριστουγέννων. Ο Κωνσταντίνος και η Άννα-Μαρία δέχονται τους φωτορεπόρτερς στους κήπους της Villa Polissena που τους παραχωρήθηκε προσωρινά από τα ξαδέρφια τους της Έσσης. Η ωραία αυτή φωτογραφία έγινε εξώφυλλο στο PARIS MATCH. Την επoμένη, ανήμερα των Χριστουγέννων, η Βασίλισσα παρουσίασε πρόβλημα στην εγκυμοσύνη της, που κατέληξε να χάσει το παιδί που περίμενε. Γράφει ο Λεωνίδας Παπάγος στις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :
«25 Δεκεμβρίου. Η Βασίλισσα έμεινε στο κρεβάτι, και ήρθε ο Κουτήφαρης από την Αθήνα. Η μεγάλη κούραση των τελευταίων ημερών και η αγωνία επέδρασαν άσχημα στην εγκυμοσύνη της…
Αργά το βράδυ, με καλεί ιδιαιτέρως ο Βασιλεύς και μου λέγει ότι η Βασίλισσα θα πρέπει να πάει σε νοσοκομείο. Αρνείται όμως να πάει σε ιταλικό νοσοκομείο και θέλει τον Ευαγγελισμό.»
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Παπακωνσταντίνου για την συνεργασία.
Φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείο.