Μετά την έξωση του Βασιλιά Όθωνα που συντελέστηκε στις 12 Οκτωβρίου 1862, ύστερα από την ″Ναυπλιακή Επανάσταση″ του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, η χώρα οδηγείται σε πολιτική αναταραχή και σχηματίζεται τριμελής επιτροπή, με πρόεδρο το Δημήτριο Βούλγαρη και μέλη τους Κωνσταντίνο Κανάρη και Μπενιζέλο Ρούφο, η οποία αναλαμβάνει την άσκηση όλων των εξουσιών ως Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος. Η αναζήτηση νέου Ηγεμόνα κατόπιν υποδείξεων των Μεγάλων Δυνάμεων είναι γεγονός. Στις 18 Μαρτίου 1863, ο πρόεδρος της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, Ζηνόβιος Βάλβης, ανακοίνωσε στην Εθνική Συνέλευση ότι η Διπλωματική Επιτροπή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων πρότειναν ως Βασιλιά των Ελλήνων τον δευτερότοκο υιό του Πρίγκιπα Χριστιανού Θ′ της Δανίας, Πρίγκιπα Χριστιανό-Γουλιέλμο-Φερδινάνδο-Αδόλφο-Γεώργιο.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Η Εθνοσυνέλευση αποδέχεται την πρόταση και με ψήφισμα που έγινε δεκτό από όλα τα μέλη της αναγόρευσε τον νεαρό Πρίγκιπα της Δανίας ως Συνταγματικό Βασιλέα των Ελλήνων, υπό το όνομα «Γεώργιος Α′ Βασιλεύς των Ελλήνων». Η Συνέλευση αμέσως εξέδωσε το ακόλουθο ψήφισμα:
H εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις :
α). Αναγορεύει παμψηφεί τον πρίγκιπα της Δανίας Χριστιανόν-Γουλιέλμον- Φερδινάνδον-Αδόλφον-Γεώργιον, δευτερότοκον υιόν του Πρίγκιπος Χριστιανού της Δανίας, συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων υπό το όνομα Γεώργιος Α′ Βασιλεύς των Ελλήνων.
β). Οι νόμιμοι διάδοχοι αυτού θέλουσι πρεσβεύει το Ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα.
γ). Τριμελής επιτροπή εκλεχθησομένη υπό της Εθνοσυνελεύσεως θέλει μεταβεί είς την Κοπεγχάγην και προσφέρει αυτώ εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους το Στέμμα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο Ψήφισμα αυτό ο Γεώργιος αποκαλείται Βασιλεύς των Ελλήνων (Roi des Hellenes) και όχι Βασιλεύς της Ελλάδος (Roi de Grece), όπως ονομαζόταν ο Όθων, παρά τις διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης για την προσηγορία αυτή, που σήμαινε ότι ο Γεώργιος θα ήταν βασιλιάς όχι μόνο των κατοίκων της Ελλάδος, αλλά και όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονταν, έτσι ώστε να υπάγονται και οι αλύτρωτοι Έλληνες.
Ο Γεώργιος, την εποχή της εκλογής του στον ελληνικό θρόνο, ήταν δόκιμος στο Βασιλικό Ναυτικό της Δανίας (γεννημένος στην Κοπεγχάγη στις 24 Δεκεμβρίου 1845) και αγνοούσε τις διαπραγματεύσεις που διεξαγόταν σχετικά με την αποδοχή ή μη του ελληνικού στέμματος. Όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος του, λοχαγός Βάλτερ Κρίστμας, ο Γεώργιος του είχε διηγηθεί αργότερα «Κάθε πρωί, τον καιρό που ήμουν ναυτικός δόκιμος, μου έδιναν πριν βγω από το σπίτι όπου κατοικούσαμε, για να πάω στη σχολή, ένα δεματάκι με τα σάντουιτς της ημέρας. Εκείνη δε τη συγκεκριμένη ημέρα, επειδή το ένα από τα σάντουιτς ήταν με σαρδέλες και έσταζε λάδι, είχαν τυλίξει επιπλέον το πακέτο με μια εφημερίδα για να μη λερωθώ. Αντιλαμβάνεσθε την έκπληξή μου, όταν, ρίχνοντάς της μια ματιά έπεσα στο άρθρο που ανακοίνωνε την εκλογή μου στο Θρόνο της Ελλάδος. Ήταν ο καιρός που ήλπιζα να τύχει στη ζωή μου κάτι το ασυνήθιστο και συναρπαστικό.»
Στις 12 Απριλίου 1863, κατέφθασε στην Κοπεγχάγη η Ελληνική Αντιπροσωπεία αποτελούμενη από το Ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη, τους Θρασύβουλο Ζαΐμη και Δημήτριο Γρίβα καθώς και βοηθητικά μέλη για να προσφέρει το ελληνικό στέμμα στο νεαρό Γεώργιο. Στις 25 Μαΐου, κατά τη διάρκεια ειδικής τελετής στα ανάκτορα του Κρίστιανμποργκ, τα μέλη Ελληνικής Αντιπροσωπείας πρόσφεραν το στέμμα της Ελλάδος στο Βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκο, που το παρέλαβε για λογαριασμό του ανιψιού του, που στεκόταν δεξιά του, μέσα στη λαμπροστολισμένη αίθουσα του θρόνου.
Ιδιαίτερα συγκλονιστική ήταν η απάντηση του Γεωργίου Α′ σε προσφώνηση του Κωνσταντίνου Κανάρη, κατά τη διάρκεια της τελετής: «Σκιρτά η ψυχή μου εξ αγαλλιάσεως – τόνιζε ο Γεώργιος – διότι δέχομαι σήμερα τους αντιπροσώπους του ελληνικού έθνους και συγκινούμαι βαθέως ακούων αυτούς εκ στόματος ανδρός, του οποίου το ένδοξον όνομα μένει αναποσπάστως συνηνωμένον με την αναγέννησιν της Ελλάδος… Γεννηθείς και ανατραφείς εις τόπον όπου η νόμιμος τάξις, συμβαδίζουσα με την αληθή πολιτειακήν ελευθερίαν, ανήγαγεν εις καρποφόρον ανάπτυξιν, κομίζω δίδαγμα το οποίον θα μείνη ανεξάλειπτον εις την μνήμην μου και θ’ αποτυπώση εις την καρδίαν μου το έμβλημα του βασιλείου της Δανίας: Ισχύς μου η αγάπη του λαού».
Με τη συνθήκη του Λονδίνου της 13 Ιουλίου 1863, ορίστηκε ότι οι διάδοχοι του Γεωργίου θα πρέσβευαν το Ορθόδοξο δόγμα και η ενηλικίωσή του (είχε γεννηθεί το 1845), για να μην επαναληφθεί ο θεσμός της αντιβασιλείας, θα οριζόταν αμέσως.
Με την ίδια συνθήκη οριζόταν ότι τα γεωγραφικά σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου θα εκτείνονταν με την παραχώρηση – προσάρτηση της Επτανήσου, εφόσον θα συμφωνούσαν γι′ αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα εκφραζόταν σχετική ευχή από την Ιόνιο Βουλή. Αυτός ήταν και ο μοναδικός όρος της αποδοχής του ελληνικού στέμματος, που έθεσε ο πατέρας του Βασιλέως Γεωργίου Α′, Πρίγκιπας Χριστιανός Θ′.
Ο Γεώργιος Α′ αναχωρεί από τη Δανία στις 17 Σεπτεμβρίου 1863 για να γίνει ο νέος Βασιλεύς των Ελλήνων. Πριν την αναχώρηση του δέχθηκε τις συμβουλές του θείου του Βασιλέα Φρειδερίκου Ζ′ τις οποίες κράτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του:
«… Σου δίδω την ευχήν μου και ενθυμού προ πάντων την εντολήν μου να γίνης τέλειος Έλλην και να στηρίξης την δύναμιν σου επί του Ελληνικού Λαού».
Το πρώτο διάγγελμα του Γεωργίου Α’ προς τον ελληνικό λαό: