Σήμερα, 28 Οκτωβρίου, γιορτάζουμε την επέτειο μιας από τις πιο ένδοξες στιγμές Έθνους μας. Την ημέρα που η Ελλάδα είπε ένα δυνατό «ΟΧΙ» στον Μουσολίνι και τις Δυνάμεις του Άξονα! Μια ημέρα, που γράφτηκε στην ιστορία για τη γέννηση του ηρωικού «ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ ′40».
Σήμερα, όλη η Ελλάδα γιορτάζει! Σήμερα όλοι οι Έλληνες ανά τον κόσμο γιορτάζουν την ημέρα που το «ΟΧΙ» των Ελλήνων όπως εκφράστηκε σε εκείνη την ιστορική κορύφωση, μετουσίωσε σκέψεις και ιδέες βαθιά κρυμμένες σε πράξεις μεγαλείου, θυσίας και αυταπάρνησης.
Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Ουσιαστικά, την 28η Οκτωβρίου η Ελλάδα γιορτάζει την είσοδό της στον πόλεμο, ενώ οι περισσότερες άλλες χώρες γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου. Κάθε χρόνο, αυτήν την μέρα πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη η στρατιωτική παρέλαση η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α′ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία.
Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται και στην Κύπρο κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία. Επίσης, σε πολλές χώρες του κόσμου, Ελληνικές κοινότητες γιορτάζουν την Επέτειο του «ΟΧΙ» με παρελάσεις. Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα το 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου που πραγματοποιήθηκε στο Σύνταγμα. Το 1952, η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε η γιορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου να μεταφερθεί στις 28 Οκτωβρίου, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό στον πόλεμο της Αλβανίας.
Η καθιέρωση του εορτασμού της επετείου…
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Έγιναν ομιλίες από τους φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την ηµέρα της επετείου με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο.
Το ιστορικό…
Η κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδος από πολλούς ιστορικούς θεωρείται κίνηση αναμενόμενη με βάση την επεκτατική πολιτική του φασιστικού καθεστώτος που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία ο Μπενίτο Μουσολίνι. Στα μέσα του 1940, ο Μουσολίνι, ακολουθώντας τα βήματα του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του ότι η Ιταλία είναι ικανή ανάλογων στρατιωτικών επιτυχιών. Η Ιταλία από τις 07 Απριλίου του 1939 είχε κατακτήσει την Αλβανία, αποκτώντας κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα, και κατέλαβε πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, αλλά καμία από αυτές δεν ήταν επιτυχίες ικανές να θεωρηθούν ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Παράλληλα ο Μουσολίνι στόχευε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, συμφέροντα που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική και η Ελλάδα ήταν το ″κλειδί″ για την επιτυχία του.
Έτσι, τα ξημερώματα της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου του 1940, o Μουσολίνι απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεων του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Στις τρεις παρά δέκα το πρωί, ένα αυτοκίνητο της Ιταλικής Πρεσβείας, με τον αριθμό Δ.Σ. 75, έφτασε έξω από την κατοικία του πρωθυπουργού στην Κηφισιά. Το αυτοκίνητο που ανήκε στον στρατιωτικό ακόλουθο της Ιταλικής Πρεσβείας, Μοντίνι, και που επελέγη σκοπίμως αντί του επίσημου αυτοκινήτου του πρεσβευτή, για να μην προκαλέσει υποψίες, μετέφερε τον Ιταλό Πρεσβευτή στην Αθήνα κόμη Εμμανουέλε Γκράτσι. Μαζί του ήταν και ο διερμηνέας του, Ντε Σάντο (De Santo). Ο αρχιφύλακας Τραυλός, που εξέλαβε λάθος το πράσινο χρώμα στο σημαιάκι για μπλε, χτυπά επίμονα το κουδούνι της πρωθυπουργικής οικίας και ξυπνά τον Μεταξά, ο οποίος ενημερώνεται ότι τον ζητά ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Ο Μεταξάς, έκπληκτος και φορώντας «μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό», κατεβαίνει από την πίσω σκάλα και ανοίγει την πόρτα. Βλέποντας τον Γκράτσι τέτοια ώρα δεν έχει καμία αμφιβολία για τον σκοπό της επίσκεψης. Ψύχραιμος τον οδηγεί στο μικρό «σαλονάκι».
Ο Ιταλός πρεσβευτής παραδίδει στον πρωθυπουργό έναν μεγάλο φάκελο. Ο Ιωάννης Μεταξάς ανοίγει τον φάκελο και αρχίζει να διαβάζει το περιεχόμενό του. Είναι το ιταλικό τελεσίγραφο. Η ώρα ήταν τρεις το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η επιλογή της ώρας της επίδοσης του τελεσίγραφου με τρίωρη προθεσμία, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, βρισκόταν στα χέρια του Γκράτσι ώρες πριν, δεν ήταν τυχαία. Απέβλεπε στην πρόκληση σύγχυσης και πανικού στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία, μη έχοντας χρόνο να αντιδράσει και να κινητοποιήσει τα στρατεύματά της στέλνοντάς τα στην πρώτη γραμμή, θα ενέδιδε στις θρασύτατες ιταλικές απαιτήσεις. Το τελεσίγραφο του Μουσολίνι γεμάτο ανυπόστατους ισχυρισμούς ζητούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει στην Ιταλία «το δικαίωμα να καταλάβει διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων […] ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους». Ο Μεταξάς ανέγνωσε την ιταλική Νότα που αξίωνε θρασύτατα από μια ουδέτερη χώρα να παραδώσει «αμαχητί» και χωρίς διαπραγματεύσεις πάτρια εδάφη:
Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεως της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. […] όθεν η Ιταλική κυβέρνησης κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν – ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας – το δικαίωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. […] Η Ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθεί κατ’ ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθεί διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου.
Το τελεσίγραφο είχε προετοιμαστεί από τον Τσιάνο και είχε εγκριθεί από τον Μουσολίνι, χωρίς να λάβουν γνώση οι αρχηγοί των επιτελείων, Μπαντόλιο, Καβανιάρι και Πρίκολο (Francesco Pricolo), ούτε βεβαίως και ο Χίτλερ.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς, χωρίς να αιφνιδιαστεί, έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c’est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Πολύ καλά, λοιπόν. Έχομεν πόλεμον), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.
Ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως.»
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Στις 07:00 το πρωί ο βασιλεύς Γεώργιος Β′ και ο Ιωάννης Μεταξάς εκδίδουν τα αντίστοιχα ανακοινωθέντα προς τον ελληνικό λαό ενώ μήνυμα απηύθυνε επίσης ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρύσανθος.
Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν…
Προς τον ελληνικόν λαόν,
Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος, ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα επιτελέση το καθήκον μέχρι τέλους και θα φανή αντάξιος της ενδόξου ημών ιστορίας. Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα Πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής νίκης.
Εν τοις ανακτόροις των Αθηνών τη 28η Οκτωβρίου 1940
Γεώργιος Β′
Διάγγελμα Πρωθυπουργού προς τον Ελληνικόν Λαόν…
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι επεδείξαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην, προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημας το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες μου εζήτησεν σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν, την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της. θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες, τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως
Ιωάννης Μεταξάς
Με διάταγμα που δημοσιεύεται νωρίς το πρωί της 28ης Οκτωβρίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο βασιλιάς Γεώργιος Β′ αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία των κατά ξηρά, αέρα και θάλασσα ενόπλων δυνάμεων της χώρας, ενώ ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος ονομάζεται αρχιστράτηγος του στρατού ξηράς.
Η χώρα διέθετε στην Ήπειρο την VIIIη Μεραρχία (17 τάγματα και 14 πυροβολαρχίες), στην Πίνδο 3 τάγματα και 1 πυροβολαρχία και στη Δυτική Μακεδονία την ΙΧη Μεραρχία (10 τάγματα και 8 πυροβολαρχίες) και την 4η Ταξιαρχία (8 τάγματα και 5 πυροβολαρχίες) · 35 αεροπλάνα δίωξης, 35 αεροπλάνα βομβαρδισμού και 35 συνεργασίας παλιού τύπου. Οι αντίστοιχες ιταλικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 59 τάγματα πεζικού, 135 πυροβολαρχίες, 25 πυροβολαρχίες αντιαεροπορικές και αντιαρματικές, 150 άρματα, 18 ίλες ιππικού, 6 τάγματα όλμων, 1 τάγμα πολυβόλων (σύνολο 100.000 άντρες) και 420 αεροπλάνα.
Η είδηση της κήρυξης του πολέμου προκάλεσε παλλαϊκές εκδηλώσεις ενθουσιασμού στην Αθήνα. Πλήθη νέων, με στολές της EON ή με πολιτικά, έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Κρατούν εικόνες του βασιλιά, του Μεταξά, του καταδρομικού Έλλη με την επιγραφή: Δεν λησμονούμε. Ο κόσμος συμμετέχει σ′ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει.
Ο Κ. Σταυρόπουλος με την ηρωική φωνή του διαβάζει το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν…και η Σοφία Βέμπο τραγουδάει το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά».
Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο και μια τέλεια εθνική ενότητα. Κανείς δεν σκεπτόταν εκείνη τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος. Εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα.
Από την πρώτη στιγμή ο βασιλιάς Γεώργιος παίρνει με τον Ιωάννη Μεταξά τις αρχικές κρίσιμες και σημαντικές αποφάσεις, μετέχει σε όλες τις συνεδριάσεις του Γενικού Επιτελείου, δέχεται σε συνεργασία αμέσως – και για όσο διάστημα θα χρειαστεί – τα μέλη της κυβέρνησης, παρακολουθεί από πολύ κοντά την πολύστροφη λειτουργία του στρατιωτικού μηχανισμού και σχεδόν μεσάνυχτα γυρίζει στο Τατόι.
Η Ελλάδα ήταν ήδη προετοιμασμένη για τον επικείμενο Ελληνοϊταλικό πόλεμο δεδομένου ότι οι εχθρικές προθέσεις της Ιταλίας είχαν διαφανεί πολύ πιο πριν την παράδοση του τελεσίγραφου. Από την επαύριο του τορπιλισμού της «Έλλης» και την βύθιση του στο λιμάνι της Τήνου κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου. Η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε ότι η επίθεση ήταν έργο των Ιταλών. Παρά τα αδιάσειστα στοιχεία και τις υποψίες του λαού για τους ενόχους, η Ελλάδα απέφυγε τη σύρραξη (ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας») σε μία προσπάθεια να διατηρήσει την ουδετερότητα της, και έτσι, ο Ιωάννης Μεταξάς κέρδιζε κι άλλον χρόνο προκειμένου να προετοιμάσει τη χώρα του ενάντια σε μια μεγάλη ιταλική εισβολή την οποία ανέμενε από καιρό.
Ο πόλεμος…
Στις 05:30, δηλαδή μισή ώρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου που επιδόθηκε από την Ιταλία στην Ελλάδα, αρχίζει η ιταλική εισβολή στην Ήπειρο με 7 φάλαγγες (XXV Σώμα Στρατού Τσαμουριάς). Στην περιοχή της Πίνδου, η Ιταλική Μεραρχία «Τζούλια» προσβάλλει τα προωθημένα τμήματα του Αποσπάσματος Πίνδου με 5 φάλαγγες, από τις 05:00. Στην περιοχή της βορειοδυτικής Μακεδονίας, ο ιταλικός στρατός περιορίζεται σε εκτέλεση πυρών Πυροβολικού.
Στην κορυφογραμμή της Πίνδου ο ελληνικός στρατός ήταν πιο αποφασισμένος από ποτέ. Εμψυχώνοντας τους άνδρες του ο διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, σε ημερήσια διαταγή του αναφέρθηκε στο δίκαιο του ελληνικού αγώνα επικαλούμενος τα κατορθώματα των προγόνων: «Οι Επαναστάται του ′21 με ξύλα και δρεπάνια αντιμετώπισαν Στρατόν της εποχής επιστημονικώς οπλισμένον χάρις εις το εξυψωμένον ηθικόν των… σήμερον εμείς με οπλισμόν σχεδόν ισάξιον του αντιπάλου θα υστερήσωμεν των προγόνων μας; Με το ανώτερον ηθικόν μας, με το δίκαιον του αγώνος μας, με τη δύναμιν του Θεού, θα εξέλθωμεν νικηφόροι της δοκιμασίας. Η πίστις μετακινεί όρη».
Λίγο μετά τις 05:30, το ιταλικό πεζικό πέρασε στην ελληνική πλευρά με την υποστήριξη του πυροβολικού. Το 21ο φυλάκιο των Ελληνοαλβανικών Συνόρων στο ύψωμα Γκόλιο κοντά στην Πυρσόγιαννη ήταν ένας από τους πρώτους στόχους του εχθρού. Λίγα λεπτά μετά την ιταλική επίθεση έπεσε νεκρός ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης. Ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης, που χτυπήθηκε από θραύσμα όλμου. Εκεί στο χαράκωμα, σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστών του καθώς ξεψυχούσε πρόλαβε να ψελίσει «Πάν’ τα παιδούλια μ’».
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941 ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοϊταλικογερμανικός πόλεμος. Παρά την μειονεκτική θέση των ελληνικών στρατευμάτων τα οποία υστερούσαν τόσο σε αριθμό όσο και σε πολεμικό υλικό οι Ιταλοί εκπλήσσονται δυσάρεστα διότι θεωρούσαν βέβαιη την εύκολη επικράτησή τους.
Ο ελληνικός στρατός προελαύνει …
Στις 14 Νοεμβρίου ο Ελληνικός στρατός προχωρεί σε αντεπίθεση. Παρά την σθεναρή αντίσταση των ιταλικών δυνάμεων, στις 22 Νοεμβρίου ο Ελληνικός στρατός εισέρχεται σε Αλβανικό έδαφος και ξεκινάει της επιχειρήσεις για την κατάληψη εδαφών της Βόρειας Ηπείρου. Στις 22 Νοεμβρίου 17:45 καταλαμβάνεται η Κορυτσά από τον ελληνικό στρατό. Αυτή ήταν και η πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε από τις δυνάμεις του άξονα. Οι νίκες των Ελλήνων κάνουν τον γύρω του κόσμου αποδεικνύοντας ότι οι δυνάμεις του άξονα δεν είναι ανίκητες! Τότε ο Winston Churchill αναφωνεί την ιστορική φράση: «…Μέχρι τώρα συνηθίζαμε να λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Πλέον θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες…»
Η ελληνική επίθεση συνεχίστηκε παρά τον βαρύ χειμώνα. Τις επόμενες ημέρες καταλαμβάνονται η Μοσχόπολη, το Πόγραδετς, η Πρεμετή , οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και η Χιμάρα. Συγκινητικές σκηνές εκτυλίχθησαν στο Αργυρόκαστρο όπου οι κάτοικοι υποδέχθηκαν τον ελληνικό στρατό κρατώντας ελληνικές σημαίες και ψέλνοντας το Χριστός Ανέστη. Η νικηφόρα προέλαση των Ελλήνων στα Αλβανικά εδάφη ανησυχεί τον Μουσολίνι, ο οποίος θέλει οπωσδήποτε να παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα στις δυνάμεις του Άξονα και αποφασίζει να σχεδιάσει ο ίδιος την αντεπίθεση των Ιταλών, με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη), συγκεντρώνοντας 17 μεραρχίες έναντι των 13 ελληνικών. Πράγματι στις 9 Μαρτίου 1941 ξεκινάει η λεγόμενη ″εαρινή επίθεση″ ενάντια στο στενό της Κλεισούρας η οποία συνεχίστηκε με σφοδρότητα για πολλές ημέρες και έληξε στις 25 Μαρτίου με υποχώρηση της Ιταλίας. Η σημαντικότερη μάχη της ″εαρινής επίθεσης″ ήταν η μάχη του υψώματος 731.
Η Γερμανική εισβολή…
Βλέποντας την εξέλιξη του Ελληνοιταλικού πολέμου, η Γερμανία επιτίθεται αιφνιδιαστικά στις 6 Απριλίου 1941 στην Ελλάδα από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Παράλληλα με την επίθεση, ο Γερμανός πρεσβευτής ανακοίνωνε στον πρωθυπουργό Κορυζή, ότι πραγματοποιήθηκε επίθεση επειδή η Ελλάδα δεχόμενη υποστήριξη από την Αγγλία στο πόλεμο κατά της Ιταλίας παραβίασε την ουδέτερη στάση της. Εκείνη τη στιγμή βομβαρδίστηκε ο Πειραιάς και η Ελευσίνα από Γερμανικά αεροσκάφη προκαλώντας μεγάλο πανικό αλλά και πολλές απώλειες. Ο βασιλεύς Γεώργιος Β′ τότε εκδίδει ανακοινωθέν για να πληροφορήσει τον Ελληνικό λαό.
Παρά την σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων, η υπεροχή των Γερμανικών δυνάμεων αναγκάζει τον ελληνικό στρατό να συνθηκολογήσει. Στις 21 Απριλίου οι διοικητές των 3 σωμάτων στρατού Τσολάκογλου, Δεμέστοιχας και Μπάκος υπογράφουν συνθηκολόγηση και στις 27 Απριλίου η Αθήνα παραδίδεται στους Γερμανούς. Στις 23 Απριλίου ο βασιλεύς Γεώργιος μαζί με την Κυβέρνηση και τις ελεύθερες ελληνικές ένοπλες δυνάμεις βασιλικού ναυτικού και βασιλικής Αεροπορίας μεταβαίνουν στην ελεύθερη Κρήτη προκειμένου να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίων των δυνάμεων του Άξονα. Ο Γεώργιος συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις των στρατευμάτων της Ελλάδας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας (καθ′ όλη τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης).
Η μάχη της Κρήτης άρχισε στις 14 Μαΐου με συνεχείς βομβαρδισμούς από τα Γερμανικά αεροπλάνα. Οι Γερμανοί για να κατακτήσουν την Κρήτη χρειάστηκαν 10 ημέρες ενώ ο αρχικός σχεδιασμός τους προέβλεπε μόλις 24 ώρες. Ο βασιλεύς και μέλη της ελληνικής κυβέρνησης διασχίζοντας τα βουνά έφτασαν στις νότιες ακτές του νησιού και αναχώρησαν με το αντιτορπιλικό Decoy από την Αγία Ρουμέλη διαφεύγοντας στην Αίγυπτο. Φτάνουν στην Αλεξάνδρεια στις 23 Μαΐου 1941 και γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό από την ελληνική κοινότητα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη.
Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.
Έργο αρωγής των στρατιωτών του μετώπου…
Καθ′ όλη τη διάρκεια του πολέμου τα μέλη της Ελληνικής βασιλικής οικογένειας βοηθούν διοργανώνοντας εράνους, πραγματοποιώντας δωρεές και συσπειρώνοντας τον άμαχο πληθυσμό στο να συνδράμει την προσπάθεια του ελληνικού στρατού. Ένα πολύ σημαντικό έργο αρωγής των στρατιωτών του μετώπου πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της πριγκίπισσας διαδόχου Φρειδερίκης. H οργάνωση «ΦΑΝΕΛΛΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ» δημιουργήθηκε το 1939, ενώ ένα χρόνο αργότερα η πριγκίπισσα Φρειδερίκη ανέλαβε επίτιμη Πρόεδρος.
Η πριγκίπισσα Φρειδερίκη πραγματοποιεί εκκλήσεις για τη συγκέντρωση ρουχισμού και μαλλιού. Τα ρούχα συσκευάζονταν από εθελοντές και αποστέλλονταν στο μέτωπο. Βάσει μίας έκθεσης του οργανισμού, μέχρι το Νοέμβριο του 1947 είχαν παραδοθεί στο μέτωπο 107.500 προσωπικά δέματα. Παράλληλα με αυτές τις δραστηριότητες, η πριγκίπισσα Φρειδερίκη μαζί με τις γυναίκες της Ελληνικής βασιλικής οικογένειας επισκέπτονται νοσοκομεία και μιλούν με τους τραυματίες ενώ οργανώνουν μικρά ιατρεία σε σιδηροδρομικούς σταθμούς τοποθετώντας και νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, τα οποία θα κληθούν να παράσχουν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματισμένους του μετώπου.
Γιατί η Ελλάδα γιορτάζει την έναρξη κι όχι τη λήξη του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου;
Έχει τεθεί πολλές φορές το ερώτημα γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, με εξαίρεση χώρες τις πρώην Γιουγκοσλαβίας, που γιορτάζει την έναρξη κι όχι τη λήξη του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου;
Γιατί εθνική επέτειος έχει ανακηρυχθεί η 28η Οκτωβρίου 1940 κι όχι η 12η Οκτωβρίου (απελευθέρωση της Αθήνας), είτε η 18η Οκτωβρίου 1944 (έλευση εξόριστης κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως); Υπάρχει ένας κύκλος κλασικών απαντήσεων που δίνουν οι ιστορικοί:
Αμέσως μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, ο ακήρυκτος πόλεμος και, τελικά, ο συμμοριτοπόλεμος. Η χώρα δεν χάρηκε την απελευθέρωση, δεν ξημέρωσαν καλύτερες μέρες…
- Σε αντίθεση με την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την απελευθέρωση, η 28η Οκτωβρίου συμβόλιζε την πλήρη σύμπνοια και ενότητα του Ελληνικού Έθνους. Επομένως, δεν πρέπει να εκπλήσσει η ανακήρυξή της σε εθνική επέτειο.
- Η ημερομηνία σηματοδοτούσε την έναρξη της ελληνικής νίκης (επί του ιταλικού φασισμού). Μια νίκη, μάλιστα, που υπερέβαινε τα εθνικά όρια, καθώς εντασσόταν στο πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα. Μπορούσε να συμβολίζει καλύτερα τον αγώνα για ελευθερία, ανεξαρτησία και δημοκρατία.
- Η νίκη επί του ιταλικού φασισμού ήταν «ελληνικό έργο» το 1940-41. Σε αντίθεση με τη συντριβή του ναζισμού το 1945, όπου η Ελλάδα δεν συμμετείχε άμεσα και στρατιωτικά.