Με αφορμή την επέτειο της γέννησης της Βασίλισσας Αμαλίας, πρώτης βασίλισσας του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος, σας παρουσιάζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα από την ιστοσελίδα argolikivivliothiki.gr
Η Δούκισσα Αμαλία – Μαρία – Φρειδερίκη, του Oldenburg (Ολδεμβούργου), υπήρξε η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας (1836-1862) και σύζυγος του βασιλιά Όθωνα. Ήταν κόρη του Μεγάλου Δούκα Παύλου- Φρειδερίκου – Αυγούστου (Paul Friedrich August, 1783-1853) του Oldenburg και της Σουηδής πριγκίπισσας Αδελαΐδας (Adelheid von Anhalt – Bernburg, 1800-1820) και γεννήθηκε στο Oldenburg στις 21 Δεκεμβρίου του 1818. Αν και έχασε την μητέρα της σε μικρή ηλικία, εν τούτοις έτυχε επιμελημένης και αυστηρής μόρφωσης (με ξένες γλώσσες, μουσική, χορό, ζωγραφική, ιππασία, ξιφασκία κ.α.).
Το Νοέμβριο του 1836 παντρεύτηκε τονΌθωνα στην μεγάλη αίθουσα του ανακτόρου του Oldenburg σύμφωνα με το προτεσταντικό και το καθολικό τυπικό. Είχε προηγηθεί η υπογραφή του συμβολαίου του γάμου το οποίο και προέβλεπε την ανατροφή των παιδιών που θα αποκτούσε το ζευγάρι, σύμφωνα με το χριστιανικό ορθόδοξο δόγμα. Στις αρχές του επόμενου χρόνου, μετά από ένα θυελλώδες ταξίδι με την αγγλική φρεγάτα «Portland», έφτασε στον Πειραιά (2/14 Φεβρουαρίου 1837) και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το πλήθος, παρά τη δυσφορία που είχε δημιουργήσει η παράλειψη του Όθωνα να ενημερώσει έγκαιρα το λαό για το γάμο του.
Η Βασίλισσα Αμαλία είχε γοητευτική εμφάνιση, ήταν όμορφη, γεμάτη ζωντάνια, πνευματώδης και συγχρόνως ανεπιτήδευτη. Γρήγορα κατέκτησε τους Έλληνες χάρη στην αφοσίωσή της στον Όθωνα και την ευγενική της συμπεριφορά.
Ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική δράση. Με δική της μέριμνα ιδρύθηκε το «Οφθαλμιατρείο» (1843) και το «Αμαλίειο Ορφανοτροφείο» (1855), ενώ με πρωτοβουλία της χαράχτηκε ο «Βασιλικός Κήπος» και έγιναν οι πρώτες δενδροφυτεύσεις σε πλατείες, λόφους και πεζοδρόμια της πρωτεύουσας. Εξάλλου στον «Πύργο Βασιλίσσης», το κτήμα της στα Νέα Λιόσια, αναπτύχθηκαν πρότυπες καλλιέργειες και κτηνοτροφία. Ιδιαίτερα εκτιμήθηκε επίσης το ότι γρήγορα έμαθε και μίλησε την ελληνική γλώσσα και πραγματοποίησε περιοδείες για να γνωρίσει τη χώρα.
Η Δανέζα Χριστιάνα Λυτ [1] (Christiane Luth 1817-1900), γυναίκα του εφημέριου της αυλής, Asmus Heinrich Luth (1806-1859) στο βιβλίο της «Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα» μας δίνει μια περιγραφή της Αμαλίας:
«Η βασίλισσα ήταν κοντή, όμορφη, με θαυμάσιο παρουσιαστικό. Συμπεριφερότανε με πολλή ζωντάνια που καταντούσε υπερβολική. Μιλούσε για ένα σωρό πράγματα κι επαινούσε διαρκώς την Ελλάδα, ας ήταν καλά ο Βορράς που πλήρωνε. Μου είπε ότι πολύ σύντομα θα νιώθαμε άνετα σ’ αυτή την τόσο όμορφη χώρα με το θαυμάσιο κλίμα…».
Οργάνωσε την εθιμοτυπία της αυλής και στην ακολουθία της έδωσε την πρώτη θέση σε Ελληνίδες που ανήκαν σε οικογένειες αγωνιστών του 1821.
Η Βασίλισσα Αμαλία, αρχικά δεν λάμβανε μέρος στις κρατικές υποθέσεις. Όμωςκατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, για την παροχή συντάγματος, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που διέτρεχε ο θρόνος, επενέβη αποφασιστικά και επίμονα και έπεισε τον Όθωνα να δεχθεί τα αιτήματα των επαναστατών. Μετά από αυτά τα γεγονότα η Αμαλία άρχισε να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για την πολιτική και να παρέχει στο σύζυγό της τη βοήθεια που χρειαζόταν για τηνεκπλήρωση των καθηκόντων του, λόγω της δύσκαμπτης σκέψης του, της διστακτικότητας στη λήψη αποφάσεων, της βαρηκοΐας του και της ανικανότητάς του να παίρνει ορθές πολιτικές αποφάσεις. Ήταν οξύνους, λάμβανε γρήγορα αποφάσεις, αλλά σε αντίθεση με τον Όθωνα, ήταν οξύθυμη και παρορμητική.
Η περιγραφή που δίνει ο About Ε. [2] για την Αμαλία, κατά την εποχή εκείνη περίπου, είναι πολύ ενδιαφέρουσα :
«Η Βασίλισσα, είναι γυνή τριάκοντα πέντε ετών, η οποία δεν θα γηράση επί πολύ. Η ευσαρκία της θα την διατήρηση. Είναι φύσις εύρωστος και πληθωρική, προικισμένη με σιδηράν υγείαν. Η ωραιότης της, περίφημος προ δέκα ετών, διαφαίνεται εισέτι, αν και η λεπτότης των χαρακτηριστικών υπεχώρησεν εις την δύναμιν …,». Και αλλού, διαστέλλων αυτήν από τον σχολαστικό και άβουλο Βασιλέα, τονίζει :«Η Βασίλισσα λαμβάνει ταχέως αποφάσεις. Έχει ιδιότητας αρχηγού στρατιάς. Δεν γνωρίζω εάν σκέπτεται πολύ προτού αποφασίση. Εξάπαντος δεν σκέπτεται επί πολύ. Όλαι αι υποθέσεις θα παρέμενον επί έτη εκκρεμείς, εάν ο Βασιλεύς εβασίλευε μόνος. Κάμνει όμως ένα ταξίδι τριών μηνών δια λόγους υγείας και αναχωρών δίδει την αντιβασιλείαν εις την Βασίλισσαν. Η Βασίλισσα λαμβάνει μίαν πένναν και υπογράφει, χωρίς να εξετάζη όλους τους νόμους, τους οποίους ο Βασιλεύς εξήτασε χωρίς να τους υπογράψη».
Όμως, οι ενέργειες της, οι αποφάσεις της, οι απολυταρχικές ιδέες της και η μη απόκτηση διαδόχου, μετά από ατυχή αποβολή [3] το 1837, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει προσωπικούς εχθρούς και να χάσει σιγά-σιγά τη δημοτικότητά της. Άσκησε τέσσερις φορές αντιβασιλεία, κατά τις απουσίες του Όθωνα στο εξωτερικό και αναμίχτηκε (1850-1851) στο ζήτημα διαδοχής.
Ωστόσο, η δημοτικότητα της αυξήθηκε σημαντικά χάρη στην περήφανη στάση της κατά τον αγγλικό αποκλεισμό της Ελλάδας (1850) και από το φανατισμό της για τη Μεγάλη Ιδέα, ενισχύοντας τα επαναστατικά κινήματα (1852) του υπόδουλου Ελληνισμού κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου. Εντυπωσίασε ακόμη τον λαό με τη θαρραλέα της στάση κατά την επιδημία της χολέρας στην Αθήνα το 1854.
Αλλά μετά τις ανελεύθερες εκλογές του 1861 και τις επεμβάσεις της στα πολιτειακά, όπου αποφάσιζε για πρόσωπα του στρατού και της διοίκησης, έγινε αντικείμενο σφοδρών επιθέσεων του αντιπολιτευόμενου τύπου, γιατί θεωρήθηκε υπεύθυνη για την παραβίαση των συνταγματικών ελευθεριών. Μάλιστα στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, ο νεαρός Αριστείδης Δόσιος, αντιμοναρχικός και μέλος της Χρυσής Νεολαίας, αποπειράθηκε να τη δολοφονήσει.
Ύστερα από τη Ναυπλιακή Επανάσταση [4] (1 Φεβρουαρίου 1862), η οποία είχε προετοιμαστεί από καιρό και είχε, αν και καλυμμένα, ως σκοπό την εκθρόνιση του Όθωνα, το βασιλικό ζεύγος επιχείρησε, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο για να εξετάσει το πνεύμα και τα παράπονα των επαρχιών, αφήνοντας την πρωτεύουσα στα χέρια των αντιδυναστικών η οποίοι, αναίμακτα, ανέτρεψαν τη δυναστεία (νύχτα της 10 Οκτωβρίου 1862). Όταν το βασιλικό ζεύγος επέστρεψε στον Πειραιά, η Αμαλία μάταια προσπάθησε να πείσει τον Όθωνα να πατάξει την επανάσταση, επιστρέφοντας στη Μεσσηνία και προκαλώντας από εκεί αντιπερισπασμό στους εξεγερμένους. Ο Όθωνας όμως, θέλοντας να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο και την αιματοχυσία, εγκατέλειψε την Ελλάδα ύστερα από τριαντάχρονη βασιλεία.
Στο Μόναχο έγινε δεκτή με ψυχρότητα από την οικογένεια του συζύγου της. Οι έκπτωτοι βασιλείς εγκαταστάθηκαν στη Βαμβέργη. Παρά την πίκρα της για την έξωσή τους, εξακολούθησε να αγαπάει την Ελλάδα και ως το τέλος της ζωής της δεχόταν στη Βαμβέργη, με χαρά τους Έλληνες που επισκεπτόντουσαν την πόλη.
Στις 26 Ιουλίου 1867, πεθαίνει ο Όθων ύστερα από σύντομη αρρώστα και οχτώ χρόνια αργότερα στις 20 Μαΐου 1875 η νεκρική καμπάνα του καθεδρικού ναού της Βαμβέργης αναγγέλλει το θάνατο της Αμαλίας. Η σορός της, όπως και του Όθωνα, βρίσκεται στην κρύπτη της Theatinerkirche (εκκλησία του μοναχικού τάγματος των Θεατίνων) του Μονάχου, που είναι ο τόπος ταφής των μελών της δυναστείας των Wittelsbach. Τη νομισματική της συλλογή από 10.000 νομίσματα χάρισε στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.
Η φορεσιά «Αμαλία»
Η ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου στο βιβλίο της «Η Ελληνική Ενδυμασία | Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα», γράφει:
Η βασίλισσα Αμαλία δημιούργησε τη λεγόμενη «στολή Αμαλίας». Έξυπνη γυναίκα καθώς ήταν, κατάλαβε πως έπρεπε να πλησιάσει ενδυματολογικά τον «παραξενοντυμένο» λαό της. Δημιούργησε, λοιπόν, ένα ρομαντικό φολκλορικό αυλικό ένδυμα που έμεινε στην ιστορία ως «Αμαλία» και έγινε η εθνική γυναικεία φορεσιά.
Είναι ένα φόρεμα σε στιλ Biedermeier, με μπούστο καβαδιού και από πάνω το νησιώτικο ζιπούνι, βασιλικά κεντημένο. Στο κεφάλι οι παντρεμένες φορούσαν το πατροπαράδοτο φέσι με το παπάζι, που το κάλυπταν με το μαύρο βέλο των Καθολικών όταν πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ οι ανύπαντρες φορούσαν το καλπάκι.Τη φορεσιά αυτή τη φόρεσαν όλες οι αστές στα ελευθέρα Βαλκάνια, ακόμα και στα τουρκοκρατούμενα, μέχρι και το Βελιγράδι.
Είναι, νομίζω, κατανοητό ότι οι διάφορες «αμαλιοποιημένες» φορεσιές ήταν πολλές φορές μια απλή τροποποίηση ενδυμάτων που ήδη υπήρχαν, κυρίως συνόλων με φουστάνι. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της μανιάτικης φορεσιάς και της κυπριακής αστικής ενδυμασίας.
Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα. Το φουστάνι ή καβάδι είναι από πολύτιμη στόφα, συχνά χρυσοΰφαντη, και έχει μπούστο ανοιχτό για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου. Το κοντογούνι είναι βελούδινο, συνήθως σε σκούρο χρώμα, χρυσοκέντητο και πάρα πολύ εφαρμοστό.
Στο κεφάλι φοριέται το φέσι ή το καλπάκι. Το φέσι, που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορούσαν οι παντρεμένες με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, το παπάζι, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγμένες κοτσίδα, και στολισμένη με μαργαριτάρια ή πούλιες. Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊκής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθηναίες αρχόντισσες φορούσαν στον λαιμό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ’ όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.
Στα πεδινά, τα βουνίσια και τα παραθαλάσσια χωριά εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οι τοπικές φορεσιές, που αυτή την εποχή φαίνεται να αποκρυσταλλώνονται, λίγο πριν αρχίσουν να καταργούνται με τη δεύτερη, πιο δυναμική εισβολή της Δυτικής μόδας. Τη μόδα αυτή την καθιέρωσε η βασίλισσα Όλγα (1867-1913) με σύμμαχο την ελληνική βιομηχανική επανάσταση, που στην περίπτωση του ενδύματος επισημαίνεται με τη ραπτομηχανή, τα φιγουρίνια και τις καλλιγραφίες, αλλά κυρίως με τις σχολές κοπτικής και ραπτικής στα τέλη του 19ου αιώνα.
Υποσημειώσεις
[1] Χριστιάνα Λυτ, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα, Ερμής 1988, Σελ. 32.
[2] Μαρκεζίνης, τόμος 1ος, σελ. 232.
[3] Η Anita Eichholz στην έκδοση του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών με τίτλο, «Η Βασίλισσα Αμαλία» γράφει: Για την αποβολή μετά από μισό χρόνο γάμου δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία. Βλ. Hans Rail, Otto von Griechenland, ZBLG 44, τεύχος 1, 1981, σ. 367-380. Martha Schad, Bayerns Königinnen, β΄ διορθωμένη έκδοση 1993, σ. 120· Gisela Niemöller, Die Engelinnen im Schloss-Eine Annäherung an Cäcilie, Amalie und Friederike von Oldenburg, Oldenburg 1997, σ. 75. Ο Niemöller αναφέρει μια σημείωση στη διαθήκη της Αμαλίας από το 1837, ότι σε καμιά περίπτωση δεν θέλει να ερευνηθεί ανατομικά μετά τον θάνατο της και αναφορικά με την αποβολή της. Βλ. προπάντων Kotsowilis: στη σ. 307 βρίσκει κανείς τη χειρόγραφη επιστολή του Όθωνα προς τον πατέρα του Λουδοβίκο Α΄ , στην οποία τον ενημερώνει για την εγκυμοσύνη της συζύγου του. Στη σ. 216 σημειώνει ο Kotsowilis μια χρόνια αρρώστια της Αμαλίας που επισημαίνουν οι Έλληνες γιατροί.
[4] Η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή από τις στάσεις της Α’ Δυναστείας, η οποία τερματίστηκε με εκστρατεία και τακτική πολιορκία του Ναυπλίου. Χίλιοι στρατιώτες υπό τους , Αρτέμιο Μίχο, Πάνο Κορωναίο και τον δικαστικό Γεώργιο Πετιμεζά, μαζί με τους περίπου χίλιους πολιτικούς κρατούμενους στην Ακροναυπλία που απελευθερώθηκαν και μερικές εκατοντάδες νέους εθελοντές, ξεκίνησαν αντιδυναστικό αγώνα. Η βασιλική κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη έστειλε εναντίον τους στρατό περίπου 7.000 ανδρών. Μέσα Μαρτίου του 1862, η επανάσταση είχε κατασταλεί. Πολλοί από τους επαναστάτες αμνηστεύτηκαν.
Πηγές
- «Η Βασίλσσα Αμαλία 1818-1875», Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών, Αθήνα, 2007.
- Παπαντωνίου Ιωάννα, «Η Ελληνική Ενδυμασία | Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα», Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2000.
- Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Τόμος 1ος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα , 1988.
- Σπύρος Β. Μαρκεζίνης, «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964», τόμος 1ος, Εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα, 1966.
- Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
Σχετικά θέματα: