Ο Στρατηλάτης των Βαλκανικών Πολέμων Κωνσταντίνος Α′, βασιλιάς των Ελλήνων από τις 18 Μαρτίου 1913 έως τις 11 Ιουνίου 1917 και από τις 19 Δεκεμβρίου 1920 έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1922 είχε άδοξο θάνατο στις 11 Ιανουαρίου του 1923 ευρισκόμενος σε εξορία μακριά από την πατρίδα του.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Ακόμα και σήμερα, 98 χρόνια από τον θάνατο του, εξακολουθεί να υπάρχει η τεράστια ιστορική αδικία, οφειλόμενη σε ιδεοληψίες και μόνο, και δεν αναγνωρίζεται, ανοικτά και με σαφήνεια, αυτό που γνώριζαν όλοι οι Έλληνες Στρατιώτες που συμμετείχαν στους Βαλκανικούς Πολέμους: Ότι «Αρχηγός» τους ήταν ένας μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης, ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, Διάδοχος στον πρώτο πόλεμο, Βασιλέας στον δεύτερο. Γεννημένος στις 21 Ιουλίου 1868, ο πρωτότοκος γιος του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της Βασίλισσας Όλγας, ήταν 43 ετών όταν ανέλαβε την Αρχιστρατηγία του Ελληνικού Στρατού το 1911. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού και, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι, δάσκαλός του στην Ιστορία, αυτός που του μεταλαμπάδευσε την «Μεγάλη Ιδέα», ήταν ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
Το 1886 πήγε στο Βερολίνο, όπου φοίτησε για δύο χρόνια στη στρατιωτική σχολή της «Πρωσικής Ακαδημίας Πολέμου». Κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897, σε ηλικία μόλις 29 ετών, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την αρχιστρατηγία παρά τη θέλησή του, έπειτα από πίεση του Πρωθυπουργού Δηλιγιάννη. Θεωρήθηκε από πολλούς ως υπαίτιος της ήττας, αφ’ ενός διότι είχε πράγματι μέρος της ευθύνης και αφ’ ετέρου για να καλύψουν όσοι τον κατηγορούσαν τη δική τους ευθύνη.
Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση Θεοτόκη του ανέθεσε την αναδιοργάνωση του Στρατού. Το έργο του ήταν αξιόλογο, αλλά ταυτόχρονα σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος ικανότατων αλλά και αλαζόνων Αξιωματικών, που προκαλούσαν, όπως ήταν φυσικό, ζήλιες και εχθρότητες. Όταν έγινε η Επανάσταση του 1909, ένα από τα στοιχεία της κριτικής αποτέλεσε η μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του Διαδόχου και των αδελφών του. Και για να μην αναγκαστεί ο Βασιλιάς Γεώργιος να τους αποπέμψει από το Στρατό, ο Κωνσταντίνος και οι Πρίγκιπες παραιτήθηκαν. Τους επανέφερε το 1911 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στις παραμονές την «μεγάλης εξόρμησης».
Για τις ικανότητες του Κωνσταντίνου ως Αρχιστρατήγου, μιλούν κατ’ αρχήν τα αποτελέσματα:
Η θυελλώδης και επική προέλαση στο Μακεδονικό Μέτωπο, που κορυφώθηκε με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης μέσα σε λιγότερο από 3 εβδομάδες, η μεγάλη νίκη στο Μπιζάνι, που επιτεύχθηκε όταν ανέλαβε ο Κωνσταντίνος την αρχηγία, οι συντριπτικές νίκες που σημείωσε ο Στρατός μας κατά των Βουλγάρων, των θεωρουμένων ως «Πρώσσων της Βαλκανικής». Οι απλοί Στρατιώτες που τον λάτρευαν, περιλαμβανομένων και των μετέπειτα αντιπάλων του Βενιζελικών, είχαν απόλυτη αίσθηση των ικανοτήτων του.
Οι στρατηγικές ικανότητες του Κωνσταντίνου αναγνωρίζονταν πλήρως και από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που εισηγήθηκε να του δοθεί ο βαθμός του Στρατάρχη. Και στις 6 Απριλίου του 1914, σε μία μεγαλόπρεπη τελετή στα Ανάκτορα Αθηνών, ο Βενιζέλος, ως Υπουργός Στρατιωτικών, απένειμε στον Κωνσταντίνο την στραταρχική ράβδο. Επίσης κάτι που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος εκλήθη να λάβει τον τίτλο – βαθμό του Στρατάρχου και τη συνοδευόμενη στραταρχική ράβδο, αρνήθηκε τον βαθμό και δέχθηκε μόνο τη ράβδο.
11 Σεπτεμβρίου 1922: Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν και αυτός θύμα του κινήματος του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο που ξέσπασε μετά την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας. Πρωτεργάτες οι Συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας, ως εκπρόσωπος του στρατού της Χίου, Στυλιανός Γονατάς, ως εκπρόσωπος του στρατού της Λέσβου, και ο Αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, ως εκπρόσωπος του Ναυτικού. Ο Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει τη χώρα, δεύτερη φορά μέσα σε πέντε χρόνια (1917-1922). Του εστάλη μάλιστα και σχετικό τελεσίγραφο από τους κινηματίες.
Ο Κωνσταντίνος, ασθενής, καταπονημένος σωματικά και ψυχικά, μη θέλοντας να γίνει η χώρα του πεδίο εμφύλιας σύγκρουσης, παραιτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1922 και στις 27 Σεπτεμβρίου ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β′. Ο παρατηθείς βασιλεύς αναχώρησε οικογενειακώς στις 30 Σεπτεμβρίου με το πλοίο «Πατρίς» για το Παλέρμο της Σικελίας.
Ο ιατρός Ιωάννης Πόντος ήταν κοντά του στο Παλέρμο, όπου διέμενε, μέχρι το θάνατό του. Σε επιστολή του προς τον Ανδρέα Αναστασοπούλου, ιατρού της βασιλικής οικογενείας, περιγράφει την κατάσταση της υγείας του βασιλιά Κωνσταντίνου κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της ζωής του. Από την επιστολή αυτή προκύπτει ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο βασιλεύς παρουσίαζε υψηλή αρτηριακή υπέρταση, για την οποία η κύρια θεραπεία ήταν η δίαιτα και οι αφαιμάξεις. Υπήρχαν επίσης σημεία καρδιακής υπερτροφίας και υπερφορτίσεως, αζωθαιμίας καθώς και αναιμίας (στην οποία ενδεχομένως, πλην της χρονίας νεφρικής ανεπαρκείας, συνέβαλλαν και οι αφαιμάξεις), ενώ γίνεται αναφορά στις ουραιμικές κρίσεις οι οποίες είχαν αποδοθεί σε αρτηριοσκλήρωση των νεφρικών αγγείων συνέπεια της αρτηριακής υπερτάσεως.
Ο ασθενής εξάλλου υπήρξε μανιώδης καπνιστής μέχρι το τέλος της ζωής του. Αναφέρεται ακόμη ότι η καταδίκη και η εκτέλεση των Έξι στην Αθήνα του προκάλεσε βαρεία κατάθλιψη, περαιτέρω μείωση της ζωτικότητας και απώλεια κάθε ενδιαφέροντος για τη ζωή. Μετά την διάγνωση των νόσων το 1915, που επιδεινώνονταν μέρα με τη μέρα, ο βασιλιάς έζησε 7 1/2 και πλέον χρόνια με ουσιαστική βλάβη της υγείας του. Ο συνδυασμός νεφρικής ανεπάρκειας μετρίου βαθμού, χρόνιας πνευμονοπάθειας μετρίου βαθμού και σοβαρής αρτηριακής υπέρτασης δημιούργησαν αγγειακή εγκεφαλοπάθεια η οποία ευθύνεται για τον θάνατό του.
Ο θάνατός του Στρατηλάτη επήλθε στις 11 Ιανουαρίου 1923 (Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 1922 με το παλαιό ημερολόγιο), στη Villa «Igica», στο Παλέρμο και προήλθε, όπως ανέφερε ο ιατρός, καθηγητής Ginffrie, από μεγάλη εγκεφαλική αιμορραγία (Starke Hirnblutung). Δεν πραγματοποιήθηκε νεκροτομή.
Από το Ιατρικό Ημερολόγιο της Βασιλικής Οικογενείας της περιόδου 1913-1918, και το υπόλοιπο πλούσιο αρχείο του Ανδρέα Αναστασοπούλου, ιατρού της βασιλικής οικογενείας, το οποίο έχει στην κατοχή του ο υιός του κ. Κων. Α. Αναστασόπουλος, παρουσιάζουμε από το ανέκδοτο αυτό υλικό, τα κύρια στοιχεία της νόσου του βασιλέως Κωνσταντίνου. Από τα εκτεθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η ασθένεια του βασιλέως Κωνσταντίνου, η οποία εκδηλώθηκε στις 06 Μαΐου 1915 συνίστατο σε:
1). Πνευμονιοκοκκική λοίμωξη του αναπνευστικού, με συνοδό πλευρίτιδα, η οποία εξελίχθηκε σε εμπύημα του υπεζωκότος (πυοθώρακα) με μικτή μικροβιακή χλωρίδα. Ανευρέθησαν μικρόβια Gram+, μεταξύ των οποίων σταφυλόκοκκοι και στρεπτόκοκκοι, καθώς και Gram- μικρόβια. Στην ίδια φάση ο ασθενής παρουσίασε πιθανότατα και πνευμονικό απόστημα. Η εξέλιξη της πλευρίτιδος προς εμπύημα όπως το περιγραφόμενο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επιμολύνσεως. Η αποθεραπεία του εμπυήματος χρειάστηκε περισσότερα από 3 χρόνια και επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις.
2). Αναπτύχθηκε στην οξεία φάση του εμπυήματος εκσεσημασμένη συνοδός υποδερματίτιδα πέριξ του χειρουργικού τραύματος, πιθανώς στρεπτοκοκκική.
3). Λόγω της στρεπτοκοκκικής λοιμώξεως εκδηλώθηκε πρωίμως σπειραματονεφρίτιδα, η οποία βαθμιαία εξελίχθηκε σε νεφρική ανεπάρκεια μέτριου βαθμού.
4). Συνυπήρχε χρόνια πνευμονοπάθεια μετρίου βαθμού, λόγω της μεγάλης χρήσεως καπνού και των πλευρεκτομών.
5). Ο ασθενής βασιλεύς παρουσίαζε σοβαρή αρτηριακή υπέρταση, της οποίας ο χρόνος ενάρξεως και η ακριβής αιτία (ιδιοπαθής ή νεφρογενής) δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν. Αυτή όμως είχε ως αποτέλεσμα την πρώιμη καρδιοαγγειακή επιβάρυνση και την εκδήλωση αγγειακής εγκεφαλοπάθειας, η οποία ευθύνεται για τις κρίσεις επιληψίας και τον θάνατό του από εγκεφαλική αιμορραγία.
Για το γεγονός του θανάτου του βασιλέως, η επαναστατική κυβέρνηση εξέδωσε την παρακάτω λιτή ανακοίνωση: «Κατά χθεσινόν τηλεγράφημα εκ Παλέρμου προς την Α.Μ. τον Βασιλέα Γεώργιον, απέθανε χθες εις την πόλιν ταύτην εκ συγκοπής της καρδίας ο τέως Βασιλεύς Κωνσταντίνος […]». Η επιβληθείσα, από την Επαναστατική Κυβέρνηση, λογοκρισία δεν επέτρεψε στις εφημερίδες της εποχής, τη διάχυση της είδησης, παρά μόνο την αναπαραγωγή πολύ βασικών ειδήσεων, γύρω από τον θάνατο του τέως βασιλιά. Ούτε υπήρξαν αφιερώματα στα εξώφυλλα του ελληνικού τύπου για την πολυκύμαντη ζωή του νεκρού. Μικρές μόνο αναφορές, ελάχιστης αξίας.
Αντιθέτως, ορισμένες ελληνικές εφημερίδες πρόθυμα αναπαρήγαγαν τα αρνητικά δημοσιεύματα του ξένου τύπου. Για το ίδιο γεγονός, ο Ι. Μεταξάς διαμαρτυρήθηκε στον πρωθυπουργό Στ. Γονατά επειδή η λογοκρισία απαγόρευε τη δημόσια έκφραση αισθημάτων προς τον νεκρό βασιλιά, ενώ ζητούσε «όπως ο αποθανών Βασιλεύς κηδευθή δημοσία και μετά βασιλικών τιμών εν Αθήναις».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τη περίοδο αυτή, τέλη του 1922, βρισκόταν στη Λωζάννη, όπου διαπραγματευόταν με την Κεμαλική Τουρκία, τους όρους της συνθήκης ειρήνης. Όταν η Επαναστατική Κυβέρνηση τον ενημέρωσε για τον θάνατο του Κωνσταντίνου και ζήτησε τη γνώμη του πάνω στο ζήτημα της κηδείας και της ταφής, εκείνος έστειλε από την Λωζάννη το εξής τηλεγράφημα: «Εάν Βασιλεύς εκφράση επιθυμίαν ενταφιασμού αποθανόντος πατρός του εν Τατοΐω, νομίζω ότι κυβέρνησις και Επανάστασις πρέπει να μη αντιταχθούν, ρητώς όμως οριζομένου ότι νεκρός αποβιβασθή εις Ωρωπόν, οπόθεν θα μεταφερθή εις Τατόιον, χωρίς να γίνη επίσημος κηδεία» (30.12/12.01.1923, Λωζάννη). Ο βασιλιάς Γεώργιος, όμως, δεν αποδέχτηκε τη λύση αυτή, ζητώντας η κηδεία και η ταφή του πατέρα του να γίνει με όλες τις βασιλικές τιμές.
Τελικά, η σορός του νεκρού βασιλιά δεν μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε στην κρύπτη της Ρωσικής Εκκλησίας της Φλωρεντίας. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, στις 17 Νοεμβρίου 1936, κατέπλευσε από το Μπρίντιζι στον Πειραιά το θωρηκτό «Αβέρωφ», με τα οστά του βασιλιά Κωνσταντίνου και των βασιλισσών Όλγας και Σοφίας, για να τοποθετηθούν στους βασιλικούς τάφους στο Τατόι.
Η όλη τελετή είχε οργανωθεί με προσωπική επιμέλεια του ίδιου του βασιλιά Γεωργίου Β′ και έγινε με πρωτοφανή για την Ελλάδα τάξη και μεγαλοπρέπεια. Πριν από τον ενταφιασμό οι σοροί, φερόμενες σε κιλλίβαντες πυροβόλου και συνοδευόμενες από ευζώνους της ανακτορικής φρουράς, μεταφέρθηκαν στον Μητροπολιτικό Ναό για λαϊκό προσκύνημα έξι ημερών.
Την πομπή προς το Τατόι ακολούθησαν πεζή (εκτός από τις πριγκίπισσες) όλοι οι επίσημοι, με φράκο και παράσημα, από τη Μητρόπολη ως τη συμβολή της Πατησίων με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από εκεί ως το Τατόι συνόδευαν την πομπή όσοι επρόκειτο να παραστούν στην τελετή της ταφής, δηλαδή ο διάδοχος Παύλος και οι βασιλόπαιδες Νικόλαος, Ανδρέας και Χριστόφορος, που αποτελούσαν την τιμητική φρουρά των σορών.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θεωρείται ως ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ήταν τόσο πολύ αγαπητός, όσο και πολύ μισητός, από στρώματα του ελληνικού πληθυσμού. Υπήρξε όμως ένας μεγάλος ηγέτης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της χώρας μας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ένας απλός και δυναμικός ηγέτης με ρεαλισμό, στρατιωτική ευφυΐα, κατασταλαγμένες απόψεις, αποφασιστικός και πατριώτης.
Στις 18 Νοεμβρίου 1936 κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία η σειρά «ΠΕΝΘΙΜΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α’» με δύο γραμματόσημα τα οποία τέθηκαν σε διαθεσιμότητα στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τη μετακομιδή των οστών του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και των βασιλισσών Όλγας και Σοφίας στο βασιλικό κοιμητήριο Τατοΐου που μέχρι τότε φυλάσσονταν στη ρωσική εκκλησία της Φλωρεντίας. Η σειρά εκτυπωθηκε στο τυπογραφείο «Ασπιώτη ΕΛΚΑ» και απεικονίζει τον Κωνσταντίνο Α’ σε δύο διαφορετικούς χρωματισμούς και του οποίου η επιλογή του πορτραίτου ανήκει στο βασιλιά Γεώργιο Β’. Τα γραμματόσημα αυτά περιβάλλονται με μαύρο φόντο και είναι τα πρώτα πένθιμα του ελληνικού κράτους.
Πηγές:
– Σπύρου Β. Μαρκεζίνη -Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1966)
– Έρευνες και δημοσιεύσεις των κ.κ. Γρηγόρη Σκαμπαρδώνη και Νικ. Δ. Σχίζα (Ελεύθερη Ζώνη)
– Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος (Εδουάρδου Ντριώ – Εκδόσεις Στέμμα)
– Ιατρικόν Ημερολόγιον Βασιλικής Οικογενείας (Αρχείο Κων. Α. Αναστασοπούλου)
– Φώτης Σαραντόπουλος (Εμπρός δια της λόγχης)