Την 25ην Ιανουαρίου περί την μεσημβρίαν κατέλιπεν ο Όθων την παρά του πλοιάρχου Ερμόνδου Λάϋωνς κυβερνωμένην αγγλικήν φρεγάταν Μαδαγασκάρ, εφ΄ης είχε καταπλεύσει εκ Βρινδησίου, και επιβάς βρετανικής λέμβου έπλευσε προς την ξηράν. Μεταξύ της ακολουθίας αυτού ήσαν οι εν Μονάχω προσενεγκόντες αυτώ το στέμμα αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού, ο Υδραίος Μιαούλης, ο Σουλιώτης Κώστας Μπότσαρης και ο Αλβανός Πλαπούτας. Ο στόλος των συμμάχων Δυνάμεων και τα ελληνικά πλοία επυροβόλησαν χαιρετίζοντα· εκατοντάδες δ’ Ελλήνων ίσταντο μέχρι ζώνης εν τη θαλάσση, όπως πλησιάσωσιν εις τον ηγεμόνα των και προσφωνήσωσιν αυτώ ευκρινώς το «Ζήτω!» Καθ΄ήν στιγμήν ο βασιλεύς ητοιμάσθη να πατήση επί της ξηράς και ο Μιαούλης έτεινεν αυτώ την χείρα προς απόβασιν, εχαιρέτισαν πυροβολούντα τα φρούρια του Ναυπλίου, και άμετρος αγαλλιάσεως κραυγή αντήχησεν από του αιγιαλού μέχρι των πέριξ υψωμάτων και παραλίων βράχων, οίτινες εκαλύπτοντο υπ΄ανθρώπων. Η φύσις διέλαμπεν εν καλλίστη αρμονία προς τας φαιδράς του πλήθους μορφάς. Το ελληνικόν έαρ έλουε δι΄αίγλης και φωτός την όλην σκηνήν· το δε κύμα φρίσσον ενίοτε υπό δροσώδη αύρας πνοήν, ελίκνιζε τα αναρίθμητα σκάφη, άτινα διωλίσθαινον μεταξύ των εορτασίμως κεκοσμημένων φρεγατών του συμμαχικού στόλου.
Επί ζωηροτάτου πίνακος, ο ζωγράφος Ἐς παρέστησεν ούτω πως την εις Ναύπλιον είσοδον του Όθωνος:
Ο εύχωρος λιμήν της οχυράς πόλεως βρίθει πλοίων πολεμικών. Ο ήλιος της ανατολής ακτινοβολεί εν πάση αυτού τη λαμπρότητι, τα διαφανή δε κύματα του αργολικού κόλπου αντανακλώσι δια φωτεινής ανταύγειας τον κυανούν της Ελλάδος ουρανόν. Ίχνη κύκλω μεγάλου και πολυμάχου παρελθόντος συμπληρούσι της τελουμένης σκηνής την εικόνα. Τα τηλεβόλα του επί υψικορύφου βράχου φοβερώς αγειρομένου πελαγισκού φρουρίου Παλαμιδίου, του ταπεινότερον κειμένου ενετικού φρουρίου Ίτζ-Καλέ, και του εκ μέσης θαλάσσης, δίκην κολοσσιαίου φρουρού, πυργουμένου επί μακράς νήσου Βουρτζίου, όπερ αναμιμνήσκει τους τυφώνας της προσφάτου φοβεράς επαναστατικής εποχής, ανταποκρίνονται εις τους χαιρετισμούς των συμμάχων στόλων. Νέφη καπνού εκτείνονται υπέρ την όλην σκηνήν, συσκοτίζοντα τον φωτεινόν ουρανόν, το θαλάσσιον κύμα και την πέριξ διαφανή ατμοσφαίραν. Επί του αφρίζοντος ίππου βαίνει ο Όθων, κρατών δια της αριστεράς τους χαλινούς του δυσπειθούς ζώου, και δια της δεξιάς χαιρετίζων δια του πίλου του τα πλήθη. Φέρει την κυανήν βαυαρικήν στολήν και επί του πίλου του ανεμούται ο κυανόλευκος λόφος.
Παρ’ αυτώ φαίνονται τα μέλη της αντιβασιλείας, οι πρέσβεις και πάσαι αι στρατιωτικαί και πολιτικαί της Ελλάδος αρχαί, ευτυχείς λογιζόμεναι ότι κατώρθωσαν να εύρωσιν ίππους, όπως μετάσχωσι της βασιλικής συνοδείας. Μεταξύ των διασημοτέρων αγωνιστών του υπέρ ελευθερίας πολέμου διακρίνεται ο γέρων Κολοκοτρώνης εν τη ιδιορρύθμω πολεμική του στολή, κράνος φέρων επί της κεφαλής, λείψανον της στολής, ήν έφερεν άλλοτε ως συνταγματάρχης ελληνικού σώματος, διατελέσαντος εν υπηρεσία της ιονικής κυβερνήσεως. Ο οξύνους πολιτικός Μαυροκορδάτος, κομψώς κατά τον γαλλικόν συρμόν ενδεδυμένος και χρυσά φέρων διόπτρα, αποτελεί πρόσφορον αντίθεσιν προς την φανταστικήν πολεμικήν εικόνα του γέροντος Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Όπου και αν τραπή ο βασιλεύς, ενθουσιώδες πλήθος βρίθει πανταχού, καλύπτον τας κορυφάς των βράχων και τας οικίας, και προσαγορεύον αυτόν ως Μεσσίαν της αναγεννηθείσης Ελλάδος. Χαρακτηριστικωτάτη ποικιλία εμφαίνεται πανταχού κατά τε τον ιματισμόν και τας φυσιογνωμίας. Επί πολλών όμως μορφών φαίνεται εντετυπωμένη η σφραγίς των στερήσεων, της νόσου και πάσης δυνατής φυσικής και ηθικής θλήψεως. Ωραία τις γυνή, υψηλή και ραδινή το σώμα, αλλά παραμεμορφωμένη υπό της πενίας και της ταλαιπωρίας, περικεκαλυμμένη δε ως αρχαίον θεάς άγαλμα δια ρακών λαμπράς άλλοτέ ποτε και μεγαλοπρεπούς ενδυμασίας, δακτυλοδεικτεί προς τον μικρόν εννεαετή της υιόν τον μονάρχην, και φαίνεται λέγουσα αυτώ:«Ιδού ο σωτήρ μας!»
Μετἀ πολλής αληθώς λεπτότητος και τελειότητος απέδωκεν ο καλλιτέχνης το θέμα της 25 Ιανουαρίου 1833, χαρακτηριστικώτατον της επί το μέλλον ενθέρμου πεποιθήσεως του ελληνικού λαού. Παρέστησεν ὀμως άλλο τι ή ειδανικήν ελπίδος εικόνα; Παρέσχεν αρά γε τον νουν ο νεαρός ηγεμών, ον περιέβαλλε πάσα εκείνη η χρυσή νεφέλη του πρώτου εθνικού ενθουσιασμού, εις τους κοίλους και πλήρεις πόθου οφθαλμούς, οίτινες ητένιζον επ΄αυτόν; Ανελογίσθη τα δεινά, τας ευχάς και τας αξιώσεις έθνους τοσούτον κλυδωνιζομένου;
Ο Μαρίνος Βρεττός δηγείται, ότι μικρόν προ της οκτωβριανής επαναστάσεως του 1862 απήντησε τυχαίως εν Παρισίοις γέροντα στρατιώτην παρευρεθέντα εν τη εις Πελοπόννησον εκστρατεία, και τυχόντα την 25 Ιανουαρίου εγγύτατα του βασιλέως κατά την απόβασιν αυτού.
Ούτως διηγήθη αυτώ τα εξής:
«Καθ΄ην στιγμήν ο Βασιλεύς Όθων απέβαινεν εις Ναυπλίαν, ο ημέτερος λόχος εσχημάτισε περίφραγμα εν τη παραλία και εγώ έτυχον ιστάμενος πλησιέστατα προς το μέρος, όπου ο βασιελύς απέβη. Εν ω δε έθηκε τον πόδα επί της γης, ωλίσθησε …. και εγώ έσπευσα εις υποστήριξιν αυτού· αλλ΄εν τη σπουδή και προθυμία, μεθ΄ης έσπευσα εις υποστήριξην του βασιλέως, κατέπεσε το τουφέκιόν μου, και το κοντάκιον αυτού συνετρίβη εις δύο. Οίμοι! επλήρωσα την ζημίαν εκ του μισθού μου· η δε ελληνική Αυτού Μεγαλειότης ουδέν εσκέψατο περί του πτωχού στρατιώτου, ος επέσχεν αυτόν του να καταπέση εκτάδην επί της γης».
Ότε μετά τινα έτη ενεκαινίσθησαν τα εν Αθήναις ανάκτορα δια του πρώτου χορού, ωλίσθησε και πάλιν ο βασιλεύς και κατέπεσεν επί του ετέρου των γονάτων.
Τα μικρά ταύτα γεγονότα εθεώρησεν η δεισιδαιμονία ως κακούς οιωνούς.
Το καθ΄ημάς θεωρούμεν αυτά ως συμπτώματα απλώς αώρου νεότητος, και καθορώμεν εν αυτοίς την αστάθειαν εκείνην, ήτις εν μικροίς τε και μεγάλοις έμελλε ν΄αποβή τοσούτον ολεθρία εις τον ηγεμόνα εκείνον.
Αι πρώται ευθύς λέξεις, ας απέτεινεν ούτος επί ελληνικού εδάφους προς τους νέους του υπηκόους, κατήλεγχον μεγίστην παιδικήν ταραχήν και ατελή παρασκευήν προς την νέαν αυτού αποστολήν. Ότε η προσωρινή κυβέρνησις και οι γραμματείς της επικρατείας προσηγόρευσαν αυτόν επισήμως ελληνιστί και απέθηκαν εν χερσίν αυτού την εξουσίαν των, ηυχαρίστησεν ο Όθων γερμανιστί, και απήντησεν ότι «μεγίστην προσήνεγκε θυσίαν χωρισθείς της πατρίδος και των γονέων και παραιτηθείς ωρισμένου βιοτικού σχεδίου». Είτα δε προήλασεν έφιππος, και πάσα η ποικίλη και πολύχρους συνοδεία προυχώρησε προς την πόλιν του Ναυπλίου δια της οδού του Άργους, προηγουμένου λόχου βαυαρών ακροβολιστών, επομένου του γραφικού ομίλου των Ναυπλιέων μετά σημαιών, δαφνών και κλάδων ελαίας, των εξοχωτέρων προκρίτων και οπλαρχηγών, των μελών της νέας κυβερνήσεως, των αυλικών, των υπασπιστών και τέλος του βασιλέως, της αντιβασιλείας και του βαυαρικού επιτελείου. Παρά την πύλην της πόλεως ανέμενον οι δημογέροντες και ο φρούραρχος, όστις παρέδωκεν εις τον βασιλέα τας κλεις της πόλεως. Τα βαυαρικά στρατεύματα και οι Έλληνες τακτικοί ανεπτύχθησαν κλιμακηδόν μέχρι της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου, όπου ανέμενεν ο κλήρος αναβεβλημένος τα εορτάσιμα αυτού άμφια. Ο αρχιεπίσκοπος Κορινθίας, μετά πολλού πάθους προσφωνήσας τον νεαρόν ηγεμόνα, προσηγόρευσε τον περίβλεπτον βλαστόν του Μαξ Εμμανουήλ, ήρωα του Μοχάτζ και του Βελιγραδίου και ελευθερωτού της Βιέννης, ως ιδρυτήν της αρραγούς εκκλησίας και τον μέλλοντα να εγκαινίση νέον ασφαλή και λαμπρόν βίον εις τε την εκκλησίαν και το κράτος. Προσήνεγκε δε το Ευαγγέλιον εις τον βασιλέα, όστις υποσχεθείς εις την ελληνικήν εκκλησίαν την σοβαράν και κραταιάν προστασίαν του, έψαυσεν αυτό δια της χειρός και το ησπάσθη. Εν τω ναώ είχεν εγερθή θρόνος, όπου, τελεσθείσης της δοξολογίας και εκφωνηθέντος του προσήκοντος λόγου, εδέξατο ο βασιλεύς την ομολογίαν της πίστεως των νέων μελών της κυβερνήσεως, των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών και των άλλων επισήμων της χώρας προσώπων.
Βασιλική προκήρυξις των νέων μελών της κυβερνήσεως, των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών και των άλλων επισήμων της χώρας προσώπων.
Βασιλική προκήρυξις, αυθημερόν εκδοθείσα, ανήγγειλεν εις τους Έλληνας, ότι ο νέος ηγεμών, «προσκλημένος από την εμπιστοσύνην των ενδόξων και μεγαλοψύχων μεσιτών και από την ιδίαν ελευθέραν εκλογήν» των Ελλήνων, έμελλε «να προστατεύη ευσυνειδήτως την θρησκείαν αυτών, να διατηρή πιστώς τους νόμους, να διανέμη διακαιοσύνην προς ένα έκαστον, και να διαφυλάττη ακέραια δια της θείας βοηθείας εναντίον οποιουδήποτε την ανεξαρτησίαν, τας ελευθερίας και τα δικαιώματα αυτών».
«Παραδίδων, έλεγεν ο νέος ηγεμών, εις λήθην τα εις το παρελθόν πολιτικάς παραφοράς, περιμένω πεποιθότως, ότι έκαστος υμών, ω Έλληνες, να αποδώση εις το εξής την προσήκουσαν υποταγήν εις τους νόμους και εις τας αρχάς τας επιτρτραμμένας την τούτων εκτέλεσιν και να επιστρέψη ειρηνικώς εις την εστίαν του. Τοιουτοτρόπως ελπίζω μετά βεβαιότητος, ότι θέλω ιδεί εμαυτόν απηλλαγμένον της θλιβεράς ανάγκης του να κάμω να καταδιωχθώσι με όλην την αυστηρότητα των νόμων οι ταράττοντες την κοινήν ησυχίαν και οι αποστάται. Είθε η θεία πρόνοια να ευλογήση τους κοινούς ημών αγώνας, και να ευδοκήση να επανακμάση λαμπρότερον ο ωραίος ούτος τόπος, όστις καλύπτει την κόνιν των μεγίστων ανδρών και των μεγίστων πολιτικών, των οποίων οι αρχαίοι χρόνοι αποτελούσι μίαν των ωραιοτέρων εποχών της ιστορίας, και του οποίου τόπου οι κάτοικοι εις τους τελευταίους καιρούς απέδειξαν εις τους συγχρόνους των, ότι ο ηρωισμός και το ευγενές φρόνημα των αθανάτων προγόνων του δεν απεσβέσθησαν από τας καρδίας των».
Το Ναύπλιον όλον περιέστη εις έκστασιν αγαλλιάσεως, ακούσαν τας επαγγελίας ταύτας. Ως δε πας εν γένει βασιλεύς ευχερέστατα δύναται να εγκαινίση την βασιλείαν αυτού ως νέαν πολιτικού βίου εποχήν, εν μέσω γενικής εμπιστοσύνης και μακαριότητος, ούτως ο δεκαεπτέτης βασιλεύς Όθων προσείλκυσε δια μιας των Ναυπλιέων τας καρδίας δια μόνης αυτού της παρουσίας. Έκλινε μεν ολίγον προς τα όποισθεν το μικρόν του αυτού σώμα, και το εξωτερικόν αυτού ούτε ωραίον ούτε επιβάλλον ηδύνατο να ονομασθή· ην όμως κομψός και ροδινός επί του ίππου, ανήγειρεν ενίοτε την κεφαλήν, προσέβλεπεν ευμενώς και εχαιρέτιζε διξιά και αριστερά, η νεανική δε φαιδρότης και ζωηρότης ανεπλήρουν παν άλλο θέλγητρον.
«Αφ΄ης στιγμής, διηγείται Γερμανός τις περιηγητής, επάτησεν ο νεαρός βασιλεύς επί ελληνικού εδάφους, παρηκολούθησεν αυτόν η χαρμόσυνος ιαχή του λαού μέχρι των πυλών της καθέδρας του βασιλείου του, και η ιαχή αύτη παρετάθη μέχρι βαθείας νυκτός, της πρώτης ίσως καθ΄ην από πολλών αλγεινών ετών μυριάδες Ελλήνων κατεκλίθησαν φαιδροί και αμέριμνοι. Την αξιομνημόνευτον εκείνην ημέραν είδον πολλάς πωγωνοφόρους μορφάς υγράς εκ δακρύων, άτινα ήσαν πολύ εκφραστικώτερα ή μεμελετημέναι προσφωνήσεις, θριαμβικαί αψίδες και επιβεβλημέναι φωτοχυσίαι. Είθε η εντύπωσις της ανεπιλήστου εκείνης ημέρας εξακολουθήση διαρκώς επιδρώσα επί του ευπαθούς μεν αλλά και ευτραπέλου πνεύματος των Ελλήνων!»
Και αληθώς· σύμπαν το πλήθος, ένθουν και μακάριον εξ εμπιστοσύνης συνωθείτο πςρί τον Όθωνα, και ευτυχής ελογίζετο πας ο δυνάμενος να ψαύση μόνον τα ενδύματά του ή την ιπποσυσκευήν αυτού. Μητέρες ανέτεινον προς αυτόν τα τέκνα των από της αγκάλης, υπερχαρείς ότι ο βασιλεύς έμελλε να δημιουργήση ευήμερον εις τα νήπια βίον. Εκ βάθους καρδίας ανεδίδοντο ειλικρινείς ευχαί υπέρ μακράς και αισίας κυβερνήσεως του βασιλέως Όθωνος του πρώτου. Ό,τι δε ο μονάρχης επηγγέλετο εν τη προκηρύξει του, τουτέστι ταφήν και λήθην του παρελθόντος, είχε ήδη συντελεσθή. Αναρχία και τάξις συνδιηλλάγησαν· Έλληνες δε και Βαυαροί, χωρικοί και στρατιώται, Πελοποννήσιοι, Ρουμελιώται και νησιώται ενηγκαλίζοντο αλλήλους, ολβίως επί φαιδρών ελπίδων οχούμενοι. Λαμπρόν προεμηνύετο το μέλλον εις την αναγεννηθείσαν Ελλάδα, και Βαυαροί ποιηταί έψαλλον:
«Ω ήλιε της Βαυαρίας, ένδοξε
των Βιττελσβάχων ρίζα! και συ ήλιε
νέας Ελλάδος, Βιττελσβάχων βλάστημα!…
Φωτίζετ’ αιωνίως τους πλανήτας σας,
ω ζωηφόροι θάλπους και φωτός πηγαί!»
Κάρολος Μένδελσων-Βαρθόλδης
Mετάφραση Αγγέλου Βλάχου.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου