Ποια ήταν η Λόλα Μοντές για την οποία ο Αλέξανδρος Δουμάς είπε: «Είναι όμορφη σαν τίγρις!» και ο Θεόφιλος Γκωτιέ: «Έχει ωραίες γάμπες και μακριά πόδια…..αλλά δεν ξέρει να τα χρησιμοποιεί»; Ήταν χορεύτρια; Κανείς δεν ξέρει τι ήταν. Και κανείς δεν θα αναφερόταν πια σ΄αυτήν μετά τον θάνατόν της, αν δεν είχε γίνει η αφορμή να χάσει τον θρόνο του ο λαοφιλής βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄. Πριν από την Λόλα, ο Λουδοβίκος είχε γοητευθεί από την Ιταλίδα αριστοκράτισσα Μαριαννίνα Φλορέντσι. Το πορτραίτο της είναι ένα από τα 38 που κοσμούν μέχρι σήμερα την Πινακοθήκη των Καλλονών. Η πιο αξιοθαύμαστη γυναίκα στην ζωή του Λουδοβίκου ήταν η σύζυγός του, Θηρεσία του Σαξ- Χιλντεμπουργκχάουζεν. Ο Λουδοβίκος την παντρεύτηκε υπό την πίεση του φόβου πως ο αυτοκράτορας της Γαλλίας, Ναπολέων, θα του ζητούσε να παντρευτεί την ανιψιά του και κόρη του αδελφού του, Λουκιανού Βοναπάρτη (από τον οποίον καταγόταν η Μαρία Βοναπάρτη). Λίγο πριν την τέλεση των γάμων τους, ενημέρωσε γραπτώς την Θηρεσία, πως δεν σκοπεύει να περνά μεγάλα χρονικά διαστήματα μαζί της, προτιμώντας να αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στις μελέτες του και στην μοναξιά του. Και λίγες μέρες μετά τον γάμο του σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Όταν είμαι σπίτι δεν με δυσαρεστεί ο έγγαμος βίος αλλά όταν είμαι με κόσμο μου είναι ανυπόφορος». Αυτή η δυσαρέσκεια δεν τον εμπόδισε να κάνει με την γυναίκα του εννέα παιδιά, μεταξύ των οποίων ο δεύτερος γιος του, Όθων, έγινε βασιλιάς της Ελλάδος. Όταν πέθανε η Θηρεσία το 1854, η θλίψη και ο πόνος του Λουδοβίκου ήταν μεγάλος. Ίσως τελικά οι εξωσυζυγικές απιστίες του Λουδοβίκου να ήταν απλά πλατωνικοί έρωτες με γυναίκες που η ομορφιά τους δημιουργούσαν τον θαυμασμό του. Συνέβη το ίδιο και με την Λόλα Μοντές, την πιο διάσημη απ΄όλες; Σύμφωνα με τους βιογράφους του, ναι. Ας δούμε λοιπόν ποια ήταν η γυναίκα που κατέκτησε την απόλυτη εύνοια του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας και την απόλυτη αντιπάθεια του λαού του…
Η Ντολόρες, Λίζα, Ροζάννα, Μαρία Γκίλμπερτ, γεννήθηκε στο Λίμερικ της Ιρλανδίας το 1818 και έλεγε πως ήταν Ισπανίδα, όταν δεν διακήρυσσε πως ήταν νόθα κόρη του Λόρδου Βύρωνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Έντουαρντ και ήταν Σκοτσέζος, ταγματάρχης , παντρεμένος με μία πολύ όμορφη ηθοποιό που είχε μακρινή καταγωγή από την Ισπανία. Ο πατέρας της σύντομα μετά την γέννηση της κόρης του, πήρε μετάθεση στις Ινδίες όπου και πέθανε όταν αυτή του ήταν μόνο επτά χρονών. Η γυναίκα του παντρεύτηκε τον καλύτερό του φίλο, που ο ίδιος της είχε υποδείξει καθώς πέθαινε από χολέρα. Για να λάβει η Λίζα καλύτερη μόρφωση, η μητέρα της την έστειλε σε συγγενείς στην Αγγλία. Αφού απέδρασε από το παρθεναγωγείο στο οποίο ήταν εσωτερική, παντρεύτηκε 17 ετών ένα Άγγλο λοχαγό, που ονομαζόταν Τόμας Τζαίημς, που πήρε μετάθεση την εποχή του γάμου τους σε κάποιαν από τις φρουρές στις Ινδίες. Οι ερωτικές της περιπέτειες παραλίγο να κοστίσουν στον σύζυγό της την καριέρα του. Την εγκαταλείπει και η Ντολόρες αναχωρεί πλέον μόνη της για την Ευρώπη. Στην διάρκεια του ταξιδιού φλερτάρει τον Άγγλο Κάρολο Λενόξ ο οποίος της υπόσχεται μια θέση στο βασιλικό θέατρο της Αγγλίας. Το 1843 είναι στο Λονδίνο ως «Ισπανίδα χορεύτρια» και κάνει τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα. Για τις ανάγκες ενός ρόλου της, η Ντολόρες Τζαίημς, μεταμορφώνεται σε Λόλα Μοντές, το καλλιτεχνικό όνομα με το οποίο θα γίνει διάσημη σε λίγο καιρό σε όλο τον κόσμο. Και ενώ γοητεύει όλους τους άνδρες με το τέλειο σώμα της και τα κατάμαυρα μαλλιά της, που τόνιζαν τα μεγάλα γαλανά της μάτια, ως χορεύτρια δεν αξίζει σπουδαία πράγματα. Οι πρώτες της εμφανίσεις στο Covent Garden γνωρίζουν μεγάλη αποτυχία. Εξαγριωμένοι θεατές την σφυρίζουν, την αποδοκιμάζουν με κάθε τρόπο και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη σκηνή. Στο Βερολίνο διακινδυνεύει να κλειστεί φυλακή, γιατί χτύπησε με το μαστίγιο της, βάναυσα στο πρόσωπο, έναν αστυνομικό.
Στην Δρέσδη έχει -όπως και οι περισσότερες ωραίες γυναίκες της εποχής- μια ερωτική περιπέτεια με τον Φραντς Λιστ, τον οποίον ερωτεύεται με πάθος. Ο Λιστ έχει βαρεθεί τις ατέλειωτες πνευματικές συζητήσεις και την συναναστροφή με ανιαρές γυναίκες της καλής κοινωνίας. Γοητεύεται από την απίστευτη ζωντάνια της Λόλας, την αρσενική σχεδόν αναίδεια της, που έκανε αντίθεση με την έντονη θηλυκότητα της. Όταν χωρίζουν το 1844, η Λόλα φεύγει στο Παρίσι…. Εκεί τα πράγματα παρουσιάζονται δύσκολα, γιατί απαιτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ να χορέψει στην Όπερα. Το κατορθώνει τελικά χάρη στην μεσολάβηση του Αλέξανδρου Δουμά, του νεότερου, που πέφτει και αυτός θύμα της γοητείας της. Στις 30 Μαρτίου 1844 πραγματοποιεί την πρώτη της εμφάνιση. Ο χορός της κρίνεται σκανδαλώδης, χυδαίος και ανήθικος. Οι θεατές την αποδοκιμάζουν. Αυτή εξαγριωμένη από την συμπεριφορά τους, βγάζει τις ασημένιες καλτσοδέτες της και τις πετάει προκλητικά στον κόσμο που την αποδοκιμάζει. Εξαφανίζεται πίσω από τις κουρτίνες που έπεσαν γρήγορα. Ανεβαίνει σ΄ένα αμάξι και φεύγει πριν ακόμα διαβάσει τον πιο σημαντικό κριτικό της Γαλλίας τότε, τον Σαρλ Μορίς, ο οποίος θα γράψει την άλλη μέρα το πρωί: «Ο χορός της θα ταίριαζε περισσότερο σ΄ ένα στάβλο, παρά στην Όπερα».
Στην διάρκεια της παραμονής της στην γαλλική πρωτεύουσα γίνεται αιτία να χάσει την ζωή του ο διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας «La presse», Λέων Ντυζαρριέ, μετά από μονομαχία για τα μάτια της αγαπημένης του…. Αυτός σκοτώνεται και η Λόλα τον κληρονομεί. Στο δικαστήριο που ακολουθεί δηλώνει πως αν γνώριζε πως ο φίλος της θα μονομαχούσε, θα έπαιρνε αυτή την θέση του γιατί όπως είπε: «Εγώ σκοπεύω ακριβέστερα απ΄τον καημένο τον Ντυζαρριέ!…..» Με την τσέπη γεμάτη συνεχίζει τις περιπλανήσεις της…
Ένας συλλέκτης καλλονών
Η Λόλα καταλήγει στην Γερμανία με τα τόσα μικρά της βασίλεια, που ασχολείται περισσότερο με τον Λιστ και τον Βάγκνερ παρά με τα πρώτα βουβά μουγκρίσματα της επανάστασης που ετοιμάζεται.
Ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος Α΄, είναι φίλος της ομορφιάς σε όλες της τις μορφές, και είχε αποφασίσει ν΄απολαύσει την ζωή του. Είναι εξήντα ετών, αλλά κρατιέται, παρά την κυρτή του ράχη, τις άσπρες φαβορίτες και την έντονη βαρηκοΐα του. Έχει ίσια και λεπτή μύτη, μακριά και αδύνατα μπράτσα, και κάνει σπασμωδικές κινήσεις. Οι υπήκοοι του τον θεωρούν απλούστατα τρελό, ακίνδυνο όμως και γεμάτο ιδέες για την διακυβέρνηση του λαού του. Ο Γκαίτε παρομοιάζει τον Λουδοβίκο «ως μια ανοιξιάτικη μέρα, ξένοιαστη και φωτεινή».
Στο Μπάντεν και κατόπιν στο Χόμπουργκ, όπου ραγίζει όπως πάντα τις καρδιές, η Λόλα μαθαίνει πως ο Λουδοβίκος Α΄έχει στο παλάτι του μια «Έκθεση Καλλονών» όπου έχει συγκεντρώσει τα πορτραίτα των ωραιότερων γυναικών που έχει συναντήσει στη ζωή του, είτε αυτές είναι πριγκίπισσες, είτε άγνωστες κοπέλες που είδε μια μέρα στο δρόμο, είτε η ίδια του η γυναίκα του, η Θηρεσία. Και η Λόλα αποφασίζει να πάει να χορέψει στο Μόναχο. Ήταν Σεπτέμβριος του 1846 όταν η Λόλα παρουσιάζεται στις εξετάσεις του μπαλέτου του Αυλικού Θεάτρου, αλλά μόλις κάνει τα πρώτα βήματα, την διώχνουν. Μπροστά στην αποτυχία αυτή, σκληρή όσο και οι άλλες αποτυχίες της ζωής της, η Λόλα δεν υποχωρεί. Αντιθέτως παρακαλεί τον κόμητα Ράιχμπεργκ, υπασπιστή και μεγάλο φίλο του βασιλέως, να την παρουσιάσει σ΄αυτόν …
– «Μόνον εκείνος μπορεί να μ΄εκτιμήσει» λέει στον Ράιχμπεργκ, ρίχνοντας ματιές όλο γλύκα…
– Ωχ αδελφέ!.. είπε ο Λουδοβίκος, γράφοντας ένα «Όχι» βιαστικό, στο περιθώριο της αιτήσεώς της.
– «Μπορώ να βλέπω κάθε μπαλαρίνα, που θέλει να εμφανισθεί στο Μόναχο;…»
– Και όμως είναι τόσο ωραία, είπε ο υπασπιστής του, ώστε αξίζει να την ζωγραφίσει ο Στήλερ, για να την βάλετε στην Συλλογή σας! …»
Αυτά τα λόγια ήταν αρκετά. Προτού περάσουν 3 ημέρες, η «μπαλαρίνα» κλήθηκε σε ακρόαση από τον Λουδοβίκο.
Και πράγματι, ο βασιλιάς την «εκτιμά». Από την πρώτη ματιά, μένει έκθαμβος. Ακίνητος, θαμπωμένος, υποταγμένος. Το ίδιο βράδυ το μπαλέτο υποχρεώνεται να τη δεχτεί, κατόπιν διαταγής του Λουδοβίκου, και δύο μέρες αργότερα, η Λόλα κάνει το επίσημο ντεμπούτο της.
– «Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει αισθάνομαι μαγεμένος» εξομολογείται σ΄ένα Υπουργό του, ο Λουδοβίκος. Η Λόλα συνάντησε επιτέλους το άνδρα ο οποίος σαν υπνωτισμένος από την εκθαμβωτική ομορφιά της, θα καταθέσει στα πόδια της το στέμμα του και κάθε ίχνος αξιοπρέπειας.
Στην παράσταση το ακροατήριο παραμένει ψυχρό, ενώ ο Λουδοβίκος από το θεωρείο εκδηλώνει ηχηρά τον ενθουσιασμό του. Σε μία στιγμή ακούγονται σφυρίγματα και στο διάλειμμα ο Λουδοβίκος πάει αυτοπροσώπως στο καμαρίνι της να ζητήσει συγνώμη για λογαριασμό του λαού του.
-«Δεν θα σας ξανασφυρίξουν» δηλώνει ταραγμένος.
Και η Λόλα του απαντά με νάζι:
– «Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, αν εσείς με χειροκροτάτε».
Ο Λουδοβίκος γοητεύεται από την χαριτωμένη… απλότητά της. Την επόμενη μέρα την παρουσιάζει επισήμως στην Αυλή του ως «την καλύτερη φίλη του» και η ωραία Ιρλανδέζα γίνεται ένα είδος Πομπαντούρ. Της αγοράζει ακριβά κοσμήματα και κομψότατα φορέματα. Δίνει εντολή στον αρχιτέκτονά του να χτίσει για την αγαπημένη του ένα παλάτι εφάμιλλο μιας βασίλισσας και επιβλέπει ο ίδιος τις εργασίες. Κάθε πρωί της στέλνει από ένα ποίημα του μαζί με άνθη. Τότε έδωσε και την διαταγή στον ζωγράφο Στήλερ να ζωγραφίσει το πορτραίτο της που κοσμεί πάντα στην Πινακοθήκη των Καλλονών. Τίποτε δεν είναι αρκετά ωραίο για την Λόλα και οι Βαυαροί βλέπουν με κατάπληξη τον βασιλιά τους να μεταμορφώνει σε είδωλο μια ασήμαντη μπαλαρίνα. Την κατάπληξη την διαδέχεται θυμός, όταν ανακαλύπτουν πόσο τους κοστίζει το πάθος αυτό του Λουδοβίκου, και οι εφημερίδες, παρά το φίμωτρο της λογοκρισίας, εξανίστανται. Η βασίλισσα για πρώτη φορά αντιδρά και διαπληκτίζεται μαζί του, ενώ στην Όπερα κάθονται σε διαφορετικά θεωρεία. Ο Λουδοβίκος αδιαφορεί, υπερασπίζεται την Λόλα μέχρι θανάτου, την επισκέπτεται καθημερινώς. Αντικαθιστά τους υπουργούς που του κάνουν παρατηρήσεις. Ο Αρχιεπίσκοπος του Μονάχου του απευθύνει μία επιστολή στην οποία αποδοκιμάζει την συμπεριφορά του και κατακρίνει την εξωσυζυγική του σχέση. Ο Λουδοβίκος αρνείται την ύπαρξη ερωτικού δεσμού με την Λόλα και του γράφει: «Τα φαινόμενα απατούν. Ποτέ δεν με ενδιέφερε να έχω ερωμένες . Πάντα απολάμβανα τις φιλίες. Ήταν η καλύτερη προφύλαξή μου στον αισθησιασμό. Τους τελευταίους εννέα μήνες δεν είχα καμία ερωτική σχέση με κάποια γυναίκα, ούτε καν με την σύζυγό μου. Το σκάνδαλο που αναφέρεστε δεν έχει βάσεις. Δεν μπορώ να διακόψω μια φιλία…. Δεν μπορείτε να απαιτείτε κάτι που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί» Ο Λουδοβίκος έστειλε αντίγραφα της απάντησής του σε όλους τους επισκόπους του βασιλείου του και το περιεχόμενό της γρήγορα έγινε δημοσίως γνωστό. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτά που έγραφε εκπροσωπούσαν την αλήθεια και το στενό του περιβάλλον γνώριζε πολύ καλά πως ποτέ ο Λουδοβίκος δεν είχε πει ψέματα … Εξάλλου τόσο η μαρκησία Φλορέντσι, όσο και η Λόλα Μοντές, πάντα υποστήριζαν πως οι σχέσεις τους με τον Βασιλιά ήσαν πλατωνικές. Οι Βαυαροί ταράζονται. Γι΄ αυτούς η Λόλα είναι δαίμονας. Επιπλέον της δίνει δύο τίτλους. Δεν είναι πια μια κοινή θνητή, αλλά η κόμισσα Λάνσφελντ και η βαρώνη Ρόζενταλ, με μηνιαίο εισόδημα 1.700 χρυσά φιορίνια. Η Λόλα δημιουργεί στο παλάτι της μια παρασκηνιακή Αυλή, όπου δέχεται ένα πλήθος παρασίτων, αλλά και αρκετούς πολιτικούς….. φιλελεύθερους, που έχουν σκοπό να την εκμεταλλευθούν. Αυτές οι «φιλελεύθερες» συναναστροφές της εξοργίζουν ακόμη περισσότερο τον κλήρο, τους αστούς και τους αριστοκράτες. Το Υπουργικό Συμβούλιο αρνείται να της αναγνωρίσει την Βαυαρική Ιθαγένεια.
Ο πρίγκιπας Βαλλενστάιν, υπουργός των Εξωτερικών, προσπαθεί να δει τον βασιλιά. Μάταια! Ο Λουδοβίκος περνάει την ζωή του στα πόδια της αγαπημένης του. Οι καθηγητές και οι φοιτητές του Πανεπιστημίου , εκτός από τους φιλελεύθερους που ήσαν με το μέρος «της κόμισσας», μια μέρα τριγυρίζουν το μέγαρο της Λόλας. Όταν την βλέπουν να εμφανίζεται στο μπαλκόνι και να τους βγάζει ειρωνικώς την γλώσσα, η συγκέντρωση μετατρέπεται σε επανάσταση και η ζωή της κινδυνεύει. Ο Λουδοβίκος – λαοφιλέστατος μέχρι τότε- αποφάσισε την επόμενη ημέρα να κλείσει το Πανεπιστήμιο. Τότε η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη και μια αγριεμένη ανθρωποθάλασσα απαίτησε, με ταραχές και εμπρησμούς, να ανακληθεί αμέσως το σχετικό διάταγμα και να παραιτηθεί το «Lolaministerium» (όπως έλεγαν την βασιλική Κυβέρνηση). Ο διευθυντής της Αστυνομίας βεβαιώνει: -«Αν ο βασιλιάς δεν χωρίσει με αυτήν την γυναίκα, δεν εγγυώμαι για τίποτε!»
Η Λόλα φοβάται και για πρώτη φορά χάνει την ψυχραιμία της. Επωφελούνται από την γενική ταραχή για να πείσουν τον βασιλιά να υπογράψει την περγαμηνή που εξορίζει την «Λολίνδα» του. Ο Λουδοβίκος υπογράφει και πέφτει λιπόθυμος. Όταν συνέρχεται μαθαίνει ότι η κόμισσα Λάνσφελντ – όπως την είχε ονομάσει – έχει ήδη περάσει τα σύνορα. Ο Λουδοβίκος θρηνεί με λυγμούς:
-«Ήρθε για να μου γνωρίσει την ανείπωτη ευτυχία. Τώρα δεν είμαι παρά η σκιά του εαυτού μου!»
Όταν μετά από δύο εβδομάδες διαδόθηκε «ότι η κόμισσα επέστρεψε» και πως της είδαν με τον βασιλιά σε κάποια εξοχή κοντά στα σύνορα, ο κόσμος αγρίεψε και πάλι και η Κυβέρνηση διέταξε τους αστυφύλακες να μην διστάσουν να συλλάβουν την χορεύτρια σε περίπτωση που τολμήσει να περάσει τα σύνορα της Βαυαρίας….
Βαφτισμένος από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΧVI, του οποίου έφερε το όνομα, ο βασιλιάς της Βαυαρίας αισθάνεται βαριά προσβεβλημένος και παραιτείται από τον θρόνο του, στις 21 Μαρτίου 1848. Τον διαδέχεται ο γιος του Μαξιμιλιανός ΙΙ. Και ενώ ο λαός της Βαυαρίας άκουγε την παραίτηση του εμβρόντητος, αυτός κατευχαριστημένος έγραφε στις 28 Μαρτίου 1848, στον γιό του Όθωνα που ήταν στην Ελλάδα: «Ίσως να είμαι τώρα, ο ευτυχέστερος απ΄όλους τους κατοίκους του Μονάχου!…»
Κατέφυγε στην Ιταλία που λάτρευε, στην Ρώμη, κάτω από την σκιά που ρίχνουν οι ελιές του Πίντσιο. Πέθανε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1868, 83 ετών, έχοντας χάσει προηγουμένως εκτός από την πιστή σύντροφο της ζωής του, Θηρεσία, και τέσσερα από τα εννέα παιδιά του. Μεταξύ αυτών ήταν και ο εξόριστος βασιλιάς της Ελλάδος, Όθων. «Τίποτα δεν με πλήγωσε τόσο πολύ στην ζωή μου όσο η κατάργηση της δυναστείας μου από τον θρόνο της Ελλάδας. Γιατί έπρεπε να πιω αυτό το πικρό ποτήρι και δεν πέθανα νωρίτερα;» έγραφε λίγο πριν τον θάνατο του. Η τελευταία του χαρά ήταν που έμαθε πως οι υπήκοοί του του έστησαν ανδριάντα.
Η βασίλισσα του σκανδάλου
Η Λόλα εν τω μεταξύ είχε πάει στο Λονδίνο παίρνοντας μαζί της και όλα τα πανάκριβα κοσμήματα που ο βασιλιάς της είχε δωρίσει. Πρωταγωνιστεί σε ένα δράμα: «Λόλα Μοντές, η κόμισσα για μια ώρα» που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Μετά από έναν ατυχή γάμο με έναν πλούσιο ανθυπολοχαγό, δέκα χρόνια νεότερό της, η Λόλα αφού έχει χηρέψει, φεύγει για τον Νέο Κόσμο και γνωρίζει τεράστια επιτυχία και πολλούς ακόμα άντρες…. Μια μέρα ένας άγνωστος άνδρας χτυπά την πόρτα στο καμαρίνι της στο Μπρόντγουαιη.
Της συστήνεται ως ιμπρεσάριος του γνωστού τσίρκου «Μπάρνουμ». Την πείθει να δουλέψει σ΄αυτό το τσίρκο και να παρουσιάζεται στο νούμερο «Βασίλισσα του σκανδάλου».
Από την στιγμή που ο «καταπληκτικός» εκείνος ιμπρεσάριος την παρέλαβε, η Λόλα δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι στα χέρια του. Η μοίρα την εκδικήθηκε με το πιο φρικτό τρόπο. Με κορώνα από χαρτόνι, ντυμένη με ψεύτικα μποκάρ, η πρώην ευνοούμενη ενός μονάρχη, εκτίθεται στην περιέργεια του κοινού. Πληρώνουν εισιτήριο και έχουν την Λόλα που τους περιμένει σ΄ένα κλουβί, έχοντας το δικαίωμα να της κάνουν οποιαδήποτε ερώτηση, ακόμη και την πιο τολμηρή:
– Πότε χορέψατε γυμνή; πόσους εραστές είχατε; Τι σας έλεγε ο βασιλιάς της Βαυαρίας;
Από πόλη σε πόλη τα πράγματα χειροτερεύουν, ώσπου μια μέρα, την ξαναβρίσκουμε στην Αγγλία αγνώριστη! Αδυνατισμένη, ντυμένη στα μαύρα κηρύσσει την μετάνοια των αμαρτωλών.
-«Τώρα που είμαι μόνη στον κόσμο, άρρωστη, εγκαταλελειμμένη από όλους, ο Ιησούς ήρθε να χτυπήσει την πόρτα μου …. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του!»
Στην Νέα Υόρκη στις 17 Ιανουαρίου 1861, η ημιπληγία την καρφώνει στο κρεβάτι της. Δύο εβδομάδες αργότερα, πεθαίνει σε ηλικία μόλις 43 ετών…..
Στην αναγγελία του θανάτου της , ο Λουδοβίκος Α΄της Βαυαρίας αναφέρθηκε με νοσταλγία στις αναμνήσεις που είχε από την σχέση αυτή, σχέση καθαρά πλατωνική αλλά αληθινή. Είχε φιλοσοφήσει την ζωή του και την δεχόταν χωρίς μεμψιμοιρίες.
Στο Παρίσι, στην διάρκεια ενός γεύματος μαζί με την αυτοκράτειρα Ευγενία, στην οποία έκανε πολλά κοπλιμέντα για την ομορφιά της, είπε ξαφνικά: -«Α! Εσείς οι όμορφες Ισπανίδες… Κάτι ξέρω κ΄εγώ. Υπήρξε μία στη ζωή μου που μου στοίχισε τον θρόνο μου.»
Υ.Γ. Τα βιογραφικά στοιχεία της Λ. Μοντές έχουν πολλές εκδοχές. Σε κάποια κείμενα αναφέρεται ως ημερομηνία γέννησής της το έτος 1821 και σε άλλα το 1818. Επίσης διαφορετικές είναι και οι πληροφορίες για την καταγωγή της μητέρας της. Στο άρθρο έγραψα αυτές που μου φάνηκαν αξιόπιστες μετά από πολλές διασταυρώσεις που έκανα σε παλιά κείμενα. Δεν αναφέρθηκα λεπτομερώς στις συναισθηματικές της περιπέτειες, γιατί δεν παρουσίαζαν κανένα ουσιαστικό ιστορικό ενδιαφέρον. Προτίμησα να εστιάσω στην σχέση της με τον Λουδοβίκο Α΄, έναν βασιλιά που λάτρεψε τις Τέχνες, τον Πολιτισμό και την Ελλάδα.
Επίσης πολλά κείμενα αναφέρουν πως τα Πορτραίτα των Καλλονών είναι 36. Τα παλιά κείμενα που γράφτηκαν πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναφέρουν πως ήταν 38. Δεν μπόρεσα να βρω εξήγηση.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.
Βιβλιογραφία: 1) Lola Montez, an Adventuress of the ‘Forties, by Edmund B. d’ Auvergne, London 1909.
2) Kύρος Α. Κύρου, Ματιές στα ξένα, Εκδόσεις Αετός, 1949.
3) Les secrets du Gotha, G. de Diesbach, Paris 1964.
4) Amours Royales, Cyrille Boulay, Le Pré aux Clercs, 2002.
5) Τhe King who loved beauty, by William Mead Lalor, Royalty Digest,1998.