Συμπληρώνονται σήμερα 76 χρόνια από τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλέως Γεωργίου Β′. Το μεσημέρι της 1ης Απριλίου 1947, διαδόθηκε σαν αστραπή η είδηση του θανάτου του βασιλέως που ακούστηκε αρχικά ως κακόβουλο πρωταπριλιάτικο αστείο για να τηρηθεί το έθιμο, δεδομένου ότι ο βασιλεύς την ίδια ημέρα είχε εκτελέσει κανονικά τις συναντήσεις που προέβλεπε το πρόγραμμα του.
Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Και όμως, λίγο αργότερα στην Αθήνα αλλά και στην υπόλοιπη χώρα και στο εξωτερικό, μάθαιναν από τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων και το κρατικό ραδιόφωνο ότι ο Γεώργιος είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια στις 13:55, στα ανάκτορα των Αθηνών, από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία μόλις 57 ετών.
Η τελευταία δημόσια εμφάνιση του βασιλέως Γεωργίου Β′ έγινε το βράδυ της 31ης Μαρτίου 1947, παραμονή του αιφνίδιου θανάτου του, κατά την προβολή της ταινίας «Ερρίκος ο Ε′» στον κινηματογράφο ΠΑΛΛΑΣ. Ο Γεώργιος, συνοδευόμενος από το διαδοχικό ζεύγος Παύλου και Φρειδερίκης, την αδελφή του πριγκίπισσα Αικατερίνη και την πριγκίπισσα Νικολάου Ελένη, έμοιαζε καταβεβλημένος καθώς ανέβαινε με καταφανώς ιδιαίτερη προσπάθεια την κεντρική σκάλα του κινηματογράφου, και όσοι τον είδαν εκείνο το βράδυ αντελήφθησαν ότι «ο βασιλεύς δεν ήταν καλά».
Ο Γεώργιος αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν από καιρό, αλλά συνέχισε το έργο του μέχρι το τέλος. Δεν αποκάλυψε ούτε στον αδελφό του Παύλο τις σκοτοδίνες, τις ενοχλήσεις στην πλάτη και το στήθος που τον ταλαιπωρούσαν για πολλούς μήνες και που πλήθαιναν τελευταία, και ότι είχε συμβουλευτεί σχετικά τον ιατρό των ανακτόρων κ. Αναστασόπουλο, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που γνώριζε γι′ αυτά. Ο κ. Αναστασόπουλος, που δε βρίσκει τίποτα το οργανικό, αποδίδει τα συμπτώματα σε νευρική υπερένταση και υπερκόπωση. Από τις 26 Μαρτίου, ο Γεώργιος είχε υψηλή αρτηριακή πίεση και αισθανόταν ακόμη πιο έντονες ενοχλήσεις στην αριστερή ωμοπλάτη και το στήθος. Με βάσει αυτά, ο γιατρός κ. Αναστασόπουλος προχώρησε σε καρδιοτονωτικές ενέσεις στις 26 και στις 28 Μαρτίου χωρίς όμως να παρουσιάζει βελτίωση η σωματική και ψυχική υγεία του βασιλέως. Τις ημέρες εκείνες, μέχρι και την παραμονή του θανάτου του, το προσωπικό των ανακτόρων έβλεπε τον βασιλέα σκυθρωπό και συλλογισμένο να κάνει βόλτες, μόνος του, στον κήπο των ανακτόρων, πράγμα που τους παραξένευε πολύ.
Σε μια επιστολή, στις 30 Μαρτίου 1947, η οποία δεν έμελλε να ολοκληρωθεί ποτέ από τον Γεώργιο Β’, θα γράψει:
«…Αλλά δεν γνωρίζω πόσα από όλα αυτά θα ημπορέσω να κάμω διότι αισθάνομαι τόσον τελείως εξαντλημένος (ετοιμαζόταν για επίσκεψη στην πόλη του Μεσολογγίου).
Τας τελευταίας 4 ή 5 ημέρας είχον περισσότερους και σφοδρότερους πόνους, οι οποίοι με εξάντλησαν και με αποθάρρυναν τόσον πολύ…»
Οι τελευταίες ώρες του βασιλέως Γεωργίου Β′…
Ο βασιλεύς Γεώργιος εργαζόταν, ως συνήθως, από νωρίς το πρωί στο γραφείο του υπογράφοντας διάφορα έγγραφα, διατάγματα και δεχόταν σε ακρόαση πολιτικούς και στρατιωτικούς συμβούλους του καθώς και μέλη της κυβερνήσεως. Τελευταίο που δέχθηκε σε ακρόαση ήταν ο υπουργός Παιδείας κ. Παπαδήμος, και στη συνέχεια, μετά την συνάντηση του με τον υπουργό, πήγε στο βεστιάριο για να προβάρει την νέα του στολή.
Στις 13:30 περίπου, ανεβαίνοντας την μεγάλη κλίμακα των ανακτόρων για να πάει στην τραπεζαρία όπου θα γευμάτιζε, αισθάνθηκε μια ελαφρά αδιαθεσία και έκανε στάσεις ώστε να πάρει ανάσα. Φθάνοντας στον πρώτο όροφο, κάθισε για λίγο σε μια καρέκλα που βρισκόταν δίπλα στην κλίμακα και συνέχισε μέχρι την τραπεζαρία όπου ενημέρωσε τον θαλαμηπόλο του ότι δεν επιθυμούσε να γευματίσει και ζήτησε μόνον ένα ζωμό. Αμέσως κατευθύνθηκε στο μικρό γραφείο του, δίπλα από την τραπεζαρία, και κάθισε σε έναν καναπέ λέγοντας στον θαλαμηπόλο που τον συνόδευε ότι δεν αισθάνεται καθόλου καλά και ζήτησε από την καμαριέρα που βρισκόταν στο γραφείο να του φέρει ένα ποτήρι νερό. Η καμαριέρα του βασιλέως μπαίνοντας στο γραφείο ύστερα από πολύ λίγο, βρήκε τον Γεώργιο ξαπλωμένο στον καναπέ χωρίς να έχει τις αισθήσεις του.
Η καμαριέρα αμέσως έσπευσε να ενημερώσει τον θαλαμηπόλο και εκείνος με την σειρά του ενημέρωσε τον υπασπιστή της υπηρεσίας κ. Πάλλη και τους Αυλικούς Δ. Λεβίδη και Μ. Μελά οι οποίοι φθάνοντας στο γραφείο όπου βρισκόταν ο βασιλέας τον βρήκαν σε κωματώδη κατάσταση. Ύστερα από επανειλημμένες άκαρπες προσπάθειες να επικοινωνήσουν με τον γιατρό των ανακτόρων κ. Αναστασόπουλο, ειδοποιήθηκε ο γιατρός κ. Ν. Οικονομόπουλος με εντολή να πάει αμέσως στα ανάκτορα. Στις 14:05 φθάνοντας στα ανάκτορα, ο κ. Οικονομόπουλος, ευθύς αμέσως, διαπίστωσε ότι ο βασιλεύς δεν είχε σφυγμό και όλες οι προσπάθειες που έγιναν για ανάνηψη του Γεωργίου δεν κατάφεραν να επαναφέρουν καρδιακό σφυγμό. Λίγο αργότερα έφθασαν στα ανάκτορα οι γιατροί κ. Πράτσικας και κ. Μαρούλης, και στη συνέχεια ο ιατρός των ανακτόρων κ. Αναστασόπουλος μαζί με τον καθηγητή της Ιατρικής Σχολής κ. Μ. Γεωργόπουλο. Ήταν όμως πολύ αργά, οι επιστήμονες απλά διαπίστωσαν από κοινού τον θάνατο του Γεωργίου.
Εν τω μεταξύ, έμπιστος των ανακτόρων, ειδοποιούσε τον διάδοχο Παύλο, που βρισκόταν στην οικία του στο Ψυχικό, για το τραγικό συμβάν, και στις 14:25 έφθασε στα ανάκτορα συνοδευόμενος από την πριγκίπισσα Φρειδερίκη. Ο διάδοχος Παύλος διατήρησε την ψυχραιμία του βλέποντας το άψυχο σώμα του αδελφού του, και παρακάλεσε να μην μεταδοθεί η είδηση του θανάτου του βασιλέως προτού ενημερώσει την κυβέρνηση και συνέστησε να μην φύγει κανείς από τα ανάκτορα.
Ακολουθεί η περιγραφή των πρώτων ωρών μετά τον θάνατο του βασιλέως Γεωργίου, μέσα από την περιγραφή της βασίλισσας Φρειδερίκης στο βιβλίο της «Μέτρον Κατανοήσεως»:
«…Την 1η Απριλίου καθόμασταν στο σπίτι μας και γευματίζαμε, όταν κουδούνισε το τηλέφωνο. Ήταν ο υπηρέτης του βασιλιά που ζητούσε να μιλήσει στο σύζυγο μου. Αμέσως πήγε το μυαλό μου ότι κάτι κακό είχε πάθει ο κουνιάδος μου. Γιατί να τηλεφωνήσει ο υπηρέτης και όχι ο ίδιος ο βασιλιάς; Γυρίζοντας από το τηλέφωνο ο Παύλος μου είπε: ″κάτι έπαθε ο Γεώργιος. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου λέει ο υπηρέτης. Πρέπει να πάμε αμέσως″. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο κι ο σύζυγος μου οδήγησε με πολύ μεγάλη ταχύτητα. ″Αν έχει πάθει κάτι″, μου είπε, ″το πρώτο που πρέπει να κάνω είναι να φροντίσω, ώστε το στράτευμα να μην υποστεί μεγάλο συγκλονισμό″. Η πρώτη του σκέψη ήταν στο στρατό. Μόλις μπήκαμε στο παλάτι ο υπηρέτης μας είπε: ″ο βασιλιάς είναι επάνω″. Ο σύζυγος μου ψέλλισε: ″Έχει πεθάνει;″ Ο υπηρέτης απάντησε: ″Έτσι νομίζουμε″. Τρέξαμε επάνω, στο γραφείο του, όπου βρήκαμε το βασιλιά ξαπλωμένο στον καναπέ, πολύ γαλήνιο, με τα χέρια του σταυρωμένα κι ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του. Είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή. Μας είπαν τι είχε συμβεί. Μόλις ο βασιλιάς τελείωσε μια ακρόαση του ανέβηκε στο γραφείο του. Ήταν εκεί μια καμαριέρα, από την οποία ζήτησε να του φέρει ένα ποτήρι νερό. Θα πρέπει να αισθάνθηκε κάποια αδιαθεσία, γιατί ξάπλωσε στον καναπέ, όπως τον βρήκαμε· η καμαριέρα τον είχε βρει νεκρό, όταν γύρισε.»
Στις 15:00, έφθασαν στα ανάκτορα ο πρωθυπουργός κ. Μάξιμος, οι αρχηγοί των κομμάτων, οι στρατηγοί, η αδελφή του Γεωργίου πριγκίπισσα Αικατερίνη, οι θείες του πριγκίπισσες Ελένη και Αλίκη και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, ο οποίος τέλεσε τρισάγιο ενώπιον του νεκρού βασιλέως.
Στις 15:30, συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του διαδόχου Παύλου, για να ληφθούν αποφάσεις επί των ζητημάτων που προέκυψαν από τον θάνατο του βασιλέως Γεωργίου. Αποφασίστηκε η ορκωμοσία του διαδόχου, ως βασιλέως, να γίνει στις 20:00 το ίδιο βράδυ. Επίσης, η ταριχευμένη σορός του Γεωργίου να εκτεθεί από το πρωί της Πέμπτης 04 Απριλίου σε λαϊκό προσκύνημα στον Μητροπολιτικό ναό και η δε κηδεία να πραγματοποιηθεί την Κυριακή 06 Απριλίου. Αποφασίστηκε επίσης τρίμηνο πένθος για όλη τη χώρα και εξάμηνο πένθος των ανακτόρων.
Η νεκροψία του βασιλέως πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα στις 18:15 και ακολούθησε η ταρίχευση της σορού του. Στην έκθεση των γιατρών που συντάχθηκε την επόμενη ημέρα, 02 Απριλίου, περί των αιτιών θανάτου του Γεωργίου, διαγνώστηκε ότι ο θάνατος επήλθε λόγω «συγκοπής της καρδίας συνεπεία αρτηριοσκληρώσεως και θρομβώσεως των στεφανιαίων αρτηριών και ουδεμίαν αλλοίωσις εις τα σπλάχνα παρετηρήθη γεννώσα και την παραμικράν έστω υπόνοιαν δηλητηριάσεως ». Την έκθεση υπέγραφαν ο ιατρός των ανακτόρων κ. Αναστασόπουλος και οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής Μ. Γεωργόπουλος και Ν. Κατσαράς. Στη συνέχεια, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Δικαιοσύνης, ως ληξίαρχοι της βασιλικής οικογένειας κατά το Σύνταγμα, συνέταξαν την ληξιαρχική πράξη θανάτου του βασιλέως Γεωργίου και την υπέγραψαν ενώπιον δυο μαρτύρων.
Παραθέτω το παρακάτω σημείωμα που βρέθηκε μετά το θάνατό του βασιλέως Γεωργίου Β′ ανάμεσα στην προσωπική του αλληλογραφία. Το είχε βρει ο διπλωμάτης και μετέπειτα πρωθυπουργός Παναγιώτης Πιπινέλης, τακτοποιώντας το γραφείο του αείμνηστου βασιλέως, και το δημοσίευσε στην βιογραφία του, την οποία εξέδωσε το 1951. Η σημείωση αυτή αποδίδει χαρακτηριστικά τις σκέψεις και τις απόψεις του Γεωργίου στα θέματα που αναφέρεται:
– Όταν είσαι λησμονημένος ή παραμελημένος ή σκοπίμως εκμηδενισμένος και μειδιάς εσωτερικώς, υπερήφανος διά την ύβριν. Αυτό είναι νίκη.
– Όταν η καλοσύνη σου κακολογείται, όταν αι επιθυμίαι σου πολεμούνται, η καλαισθησία σου προσβάλλεται, η συμβουλή σου περιφρονείται, αι γνώμαι σου γελοιοποιούνται, συ δε δέχεσαι όλα αυτά με σιγήν υπομονής και αγάπης. Αυτό είναι νίκη.
– Όταν είσαι ευχαριστημένος με οιανδήποτε τροφή, με οιονδήποτε ένδυμα, οιονδήποτε κλίμα, οιανδήποτε συναναστροφή, οιανδήποτε μοναξιά, οιανδήποτε διακοπή. Αυτό είναι νίκη.
– Όταν υπομένης πάσα αταξία, πάσα ανωμαλία, πάσα απροσεξία εις χρόνο και τόπο, πάσα ενόχληση. Αυτό είναι νίκη.
– Όταν ημπορείς να αντιμετωπίζης την κενή ανοησία, τον παραλογισμό, την διανοητική αναισθησία και υπομένης όλα αυτά όπως ο Ιησούς. Αυτό είναι νίκη.
– Όταν ποτέ δεν αρέσκεσαι να περιαυτολογής ή να απαριθμής τα ιδικά σου καλά έργα ή να επιδιώκης επιμόνως επαίνους, όταν δύνασαι αληθώς να αρέσκεσαι να είσαι άγνωστος. Αυτό είναι νίκη.
Γεώργιος Β′
Ορκωμοσία του βασιλέως Παύλου Α′…
Λίγο πριν τις 20:00, ο βασιλεύς Παύλος έδωσε ενώπιον του υπουργικού Συμβουλίου, της Ιεράς Συνόδου, των βουλευτών και των ανωτάτων αρχών τον κατά το Σύνταγμα κεκανονισμένο όρκο. Η τελετή της ορκωμοσίας έγινε στην μεγάλη αίθουσα του θρόνου των ανακτόρων Αθηνών και παρέστησαν ο πρόεδρος και τα μέλη της κυβερνήσεως, ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, ογδόντα περίπου βουλευτές που βρίσκονταν στην Αθήνα, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και τα Μέλη της Ιεράς Συνόδου, τα Μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συμβουλίου, ανώτατοι αξιωματικοί του Στρατού με επικεφαλής του αντιστράτηγους Βεντήρη και Σπηλιοτόπουλο, ανώτατοι αξιωματικοί του Βασιλικού Ναυτικού με επικεφαλής τον ναύαρχο Μεζεδύρη, ανώτατοι αξιωματικοί της Βασιλικής Αεροπορίας με επικεφαλής, οι πληρεξούσιοι υπουργοί και ανώτατοι υπάλληλοι.
Στις 19:55, εισήλθε στην αίθουσα του θρόνου ο βασιλεύς Παύλος φέρων στολή ναυάρχου. Τον υποδέχθηκε ο πρωθυπουργός κ. Μάξιμος και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός. Ο βασιλεύς έλαβε θέση μπροστά από το τραπέζι όπου είχαν τοποθετηθεί το ιερό Ευαγγέλιο και δυο κηροπήγια, έχοντας από δεξιά του τον αρχιεπίσκοπο και από αριστερά τον πρωθυπουργό. Ευθύς αμέσως ο πρωθυπουργός ανήγγειλε τον θάνατο του βασιλέως Γεωργίου και την ανάρρηση του Παύλου στο θρόνο ως εξής: «Μετά βαθυτάτης λύπης αναγγέλω εις ημάς τον αιφνίδιον θάνατον του βασιλέως Γεωργίου του Β′. Εις τον θρόνον ανέρχεται ο η Α.Μ. ο βασιλεύς Παύλος, ο οποίος θέλει δώσην τον όρκον ενώπιον υμών κατά τα άρθρα 43 και 49 του ισχύοντος Συντάγματος.»
Ακολούθως, ο βασιλεύς Παύλος έδωσε τον όρκο του άρθρου 43 του Συντάγματος, και μετά το τέλος του, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Θεοτόκης αναφώνησε «Ζήτω ο Βασιλεύς», σηματοδοτώντας την αρχή της βασιλείας του Παύλου Α′.
Η περιγραφή της βασίλισσας Φρειδερίκης στο βιβλίο της «Μέτρον Κατανοήσεως», για την ορκωμοσία του Παύλου έχει ως εξής: «…Όταν ένας βασιλιάς πεθαίνει, ο διάδοχος του δε δικαιούται να καθίσει και να συλλογίζεται μοιρολατρικά την απώλεια. Ο σύζυγος μου όφειλε να δώσει, χωρίς καθυστέρηση τον όρκο του για τήρηση του Συντάγματος. Κατέφθασε ο πρωθυπουργός, με μερικούς υπουργούς και βουλευτές που είχε προλάβει να ειδοποιήσει. Ύστερα ήρθε και ο αρχιεπίσκοπος και δόθηκε ο όρκος. Εγώ δεν είχα κανένα ρόλο στην τελετή και καθόμουνα ψηλά, σε ένα μικρό εξώστη, κοιτάζοντας πίσω από μια κουρτίνα. Μετά την ορκωμοσία υπάρχει η συνήθεια να αναφωνείται: ″Ζήτω ο Βασιλεύς″ . Η αναφώνηση αυτή αντήχησε στην ακοή μου σχεδόν απάνθρωπα, τη στιγμή που ήταν ξαπλωμένος νεκρός μέσα στο παλάτι ο κουνιάδος μου, που συνέχιζα να θεωρώ βασιλιά…»
Στις 22:30, ο βασιλεύς Παύλος απηύθυνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό:
Η Κηδεία και Ταφή του Γεωργίου Β′…
Η νεκρώσιμη ακολουθία του Γεωργίου τελέστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών στις 06 Απριλίου. Στις 11:15 ξεκίνησε η νεκρική πομπή μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα πένθους. Από τον Μητροπολιτικό ναό και μέχρι την οδό Στουρνάρα κατά μήκος μια διαδρομής δυο και πλέον χιλιομέτρων τα πάντα ήταν κατάμεστα από κόσμο. Τα πεζοδρόμια, οι πλατείες, οι εξώστες των κτηρίων, οι στέγες σπιτιών και καταστημάτων και των δημοσίων κτηρίων ήταν ασφυκτικά γεμάτα από πυκνά πλήθη τα οποία συνωστίζονταν για να παρακολουθήσουν την κηδεία του βασιλέως. Τη σορό του βασιλέως Γεωργίου Β′ ακολούθησαν πεζοί ο νέος βασιλεύς Παύλος καθώς και ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Ο βασιλεύς Παύλος κράταγε με το αριστερό του χέρι τον Κωνσταντίνο, ο οποίος βάδιζε και αυτός ευθυτενής, με εμφανή την έκπληξη από τις εκδηλώσεις του κόσμου ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Παρά τις αρχικές ανησυχίες ότι ο μόλις 7 ετών διάδοχος δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει της μεγάλης απόστασης που έπρεπε να διανύσει, τελικά ακολούθησε κανονικά όλη την διαδρομή της πομπής.
Σε μετέπειτα συνέντευξη του ο βασιλεύς Κωνσταντίνος θα εξομολογηθεί ότι αυτό που θυμάται έντονα από εκείνη την ημέρα ήταν το θλιμμένο πλήθος, περιγράφοντας την έκπληξή του όταν συνειδητοποίησε ότι ακόμα και οι άντρες από το πλήθος έκλαιγαν.
Η νεκρική πομπή φθάνει στις 12:30 στην διασταύρωση των οδών Πατησίων και Τοσίτσα ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλάς», όπου και το τέρμα της διαδρομής. Τρία τεθωρακισμένα αυτοκίνητα του Κέντρου Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων, ένα εκ των οποίων είχε διασκευασθεί κατάλληλα για να παραλάβει την σορό και να την μεταφέρει στο Τατόι, ανέμεναν στο σημείο εκείνο. Έξι άνδρες του Βασιλικού Ναυτικού μετέφεραν τη σορό του βασιλέως από τον κιλλίβαντα στο τεθωρακισμένο και στις 12:50 ξεκινούν τα τεθωρακισμένα με προορισμό το βασιλικό κοιμητήριο. Ακολουθούσαν τα αυτοκίνητα της βασιλικής οικογένειας και των αξιωματούχων των Ανακτόρων και μέσω της οδού Πατησίων, της Λ. Αλεξάνδρας και της Λ. Βασιλίσσης Σοφίας κατευθύνονται προς το Τατόι. Καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής, στο Χαλάνδρι, στο Μαρούσι και στην Κηφισιά πυκνά πλήθη κόσμου περίμεναν υπομονετικά να αποχαιρετίσουν τον βασιλέα Γεώργιο. Στις 13:50 η πομπή φθάνει στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου. Σταματάει μπροστά από το Μαυσωλείο όπου είναι ενταφιασμένοι οι βασιλείς Κωνσταντίνος Α′, Σοφία, Αλέξανδρος και άνδρες του Βασιλικού Ναυτικού κατεβάζουν το φέρετρο από το τεθωρακισμένο. Σχηματίζεται πομπή με επικεφαλής τον διευθυντή του βασιλικού κτήματος κ. Δρούβα και οδεύει προς το σημείο το οποίο ο ίδιος ο βασιλεύς Γεώργιος είχε επιλέξει να ταφή. Μέχρι του τάφου προχωρούν και φθάνουν μόνον ο βασιλεύς Παύλος και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, ο Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος κ. Ιάκωβος με έναν διάκονο και εκ των Αυλικών ο Τελετάρχης κ. Λεβίδης και ο σταυλάρχης κ. Παπαδιαμαντόπουλος.
Ο βασιλεύς Γεώργιος Β′ ήταν ο άνθρωπος της αυτοπειθαρχίας, της ευπρέπειας, του αριστοκρατικού ήθους, του σεβασμού των ηθικών δεσμεύσεων, του καθήκοντος. Μπορεί να μην επέτρεπε οικειότητες και να τηρούσε τις επιβαλλόμενες αποστάσεις, αλλά αποσπούσε άνετα το βαθύ σεβασμό και την ειλικρινή εκτίμηση. Ανήκε στο αναμφίβολα σπάνιο και δυσεύρετο είδος των ανθρώπων, που όταν διαγράφουν την τροχιά τους στην ιστορική διαδρομή μιας χώρας αφήνουν οπωσδήποτε πίσω τους, με τη μορφή κληρονομιάς, μια εποχή που φέρει την προσωπική τους σφραγίδα.
Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία κυκλοφόρησαν αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων της σειράς του 1937, επισημασμένα με νέα αξία και μαύρο πλαίσιο, ενδεικτικό του πένθους για το βασιλιά Γεώργιο Β′. Η αξία των 250 δραχμών κυκλοφόρησε στις 03/04/1947 ενώ οι άλλες δύο στις 15/04/1947. Η σειρά αποσύρθηκε στις 15.10.1947.
Ακολουθεί παρακάτω η μαρτυρία του κ. Ηλία Δημητρόπουλου που θυμάται την 1η Απριλίου 1947 και την είδηση του θανάτου του βασιλιά Γεωργίου Β′. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε στις 02 Απριλίου 2014 στον «Εθνικό Κήρυκα».
Ο κ. Ηλίας Δημητρόπουλος, που σήμερα ζει στο Μπρούκλιν της Ν. Υόρκης, ήταν νεαρός τότε και υπηρετούσε στο Βασιλικό Ναυτικό ως ηλεκτρολόγος στα υποβρύχια. Είχαν φύγει από το Ναύσταθμο του Σκαραμαγκά με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Κατά την πορεία τους συνάντησαν θαλασσοταραχή και ο κυβερνήτης προτίμησε να συνεχίσει το υποβρύχιο τη διαδρομή, κάτω από την επιφάνεια.
Σε κάποια στιγμή, ο ασυρματιστής του σκάφους, πήρε σήμα ότι ο βασιλιάς Γεώργιος Β′ πέθανε. Πράγματι, ο βασιλιάς είχε πεθάνει ξαφνικά από καρδιακή ανακοπή, την 1η Απριλίου 1947. Όταν το νέο μεταδόθηκε, οι περισσότεροι δεν το είχαν πιστέψει, λόγω της ημέρας.
«Ο ασυρματιστής του υποβρυχίου μας, έτρεξε αμέσως να αναφέρει για το θάνατο του βασιλιά, στον κυβερνήτη μας», είπε στον «Εθνικό Κήρυκα» ο κ. Δημητρόπουλος. «Αλλά, αυτός δεν τον πίστεψε. Και μάλιστα όχι μόνο μάλωσε τον ασυρματιστή, γιατί τόλμησα να πει τέτοιο ψέμα, όπως νόμιζε εκείνη τη στιγμή, αλλά τον απείλησε και με ποινή φυλάκισης. Δεν επιτρέπονται ψέματα και μάλιστα για το βασιλιά, σε έναν στρατιώτη. Και αφού το τόλμησε, είπε ο κυβερνήτης, έπρεπε ο ασυρματιστής να τιμωρηθεί».
Ο Ηλίας Δημητρόπουλος θυμάται, σαν να είναι σήμερα. «Ο κυβερνήτης ήταν αυστηρός, γιατί πίστευε ότι έκανε το καθήκον του και δεν έπρεπε να επιτρέψει τέτοια συμπεριφορά από τους ναύτες του. Όμως, επέμενε και ο ασυρματιστής. Προσπαθούσε για αρκετή ώρα να τον πείσει ότι υπάρχει τέτοιο μήνυμα και είναι αληθινό. Ότι πραγματικά είχε πεθάνει πριν λίγη ώρα ο βασιλιάς της Ελλάδος. Τελικά, ο κυβερνήτης πείστηκε για την αλήθεια του ασυρματιστή του και αμέσως διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι οι άνδρες και αξιωματικοί του σκάφους για να τους αναγγείλει, επίσημα, το θλιβερό νέο. Ύστερα από λίγο έδωσε διαταγή να ανέβει το πλοίο στην επιφάνεια της θάλασσας και όλοι οι άνδρες να τηρήσουν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του βασιλιά Γεωργίου Β′». Το υποβρύχιο άλλαξε αμέσως πορεία και αντί να συνεχίσει την πορεία του για τη Θεσσαλονίκη, πήρε το δρόμο της επιστροφής στο Ναύσταθμο.
Μερικές μέρες μετά έγινε η κηδεία του βασιλιά στην Αθήνα, με τη μεγαλύτερη επισημότητα. Και ο Ηλίας Δημητρόπουλος ήταν στο άγημα που απέδωσε τιμές στον αποθανόντα Γεώργιο Β′. «Δεν πρόκειται να ξεχάσω εκείνη την Πρωταπριλιά του 1947», είπε ο κ. Δημητρόπουλος.
Πηγές κειμένου:
– Γεώργιος Β′ (Π. Πιπινέλη 1951)
– Μέτρον Κατανοήσεως (Βασίλισσας Φρειδερίκης 1971)
– Γεώργιος Β′, Ο Άνθρωπος, Ο Έλλην, Ο Βασιλεύς 1890-1947
– Εφημερίδες εποχής