ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΛΑΟΝ
Υπείκων εις ανάγκην και επιτελών καθήκον προς την Ελλάδα, έχων δε προ οφθαλμών Αυτής μόνον το συμφέρον, αναχωρώ της αγαπητής Μου Πατρίδος μετά του Διαδόχου, αφίνων εις τον Θρόνον τον υιόν Μου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ.
Και μακράν της Ελλάδος η Βασίλισσα και Εγώ θέλομεν διατηρή την αυτήν πάντοτε αγάπην προς τον Ελληνικόν Λαόν.
Σας παρακαλώ όλους να αποδεχτήτε με ηρεμίαν και ψυχικήν γαλήνην την αποφασίν Μου, με πίστιν εις τον πανάγαθον Θεόν, του οποίου επικαλούμαι επί του Έθνους την εξ΄ύψους αντίληψιν.
Δια να μη ματαιώσητε όμως την σκληράν θυσίαν Μου αυτήν προς την Πατρίδα, σας εξορκίζω όλους, αν αγαπάτε τον Θεόν, την Πατρίδα, αν αγαπάτε, τέλος, Εμέ, να τηρήσετε απόλυτον τάξιν, ησυχίαν και πειθαρχίαν. Η μικροτέρα παρεκτροπή, και αν προέρχεται εξ αγαθού αισθήματος, είναι αρκετή σήμερον να επιφέρη μεγάλην καταστροφήν.
Την στιγμήν αυτήν αποτελεί παρηγορίαν δια την Βασίλισσαν και Εμέ η αγάπη και η αφοσίωσις, την οποίαν Μας επεδείξατε πάντοτε, εις ευτυχείς και δυστυχείς ημέρας.
Ο Θεός σκέποι την Ελλάδα.
Κωνσταντίνος Β.
Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1917
Ν. Ανάκτορα
Στις 30 Μαΐου 1917 ο ελληνικός λαός με σπαραγμένη καρδιά διάβασε το Βασιλικό Διάγγελμα της αναχωρήσεως του Κωνσταντίνου Α΄από τον θρόνο του και της απομακρύνσεώς του από τη χώρα.
Το Διάγγελμα αυτό, πού θα βρίσκεται ποιος ξέρει που χωμένο, ίσως μέσα στα ντουλάπια του Αρχείου του Κράτους…. Ο Βασιλεύς προβλέπων ότι οι προειδοποιητικές απειλές των Συμμάχων θα κατέληγαν σε αιματοχυσία και σε εμφύλιο πόλεμο, αποφάσισε να θυσιάσει τον εαυτόν του για να σώσει την πατρίδα από τον όλεθρο.
Στο θλιβερό άγγελμα της απομακρύνσεως του Βασιλέως από το Θρόνο, ο ελληνικός λαός έτρεξε έξω από το Παλάτι και ξέσπασε στα «Ζήτω ο Βασιλιάς», «Δεν τον αφήνουμε να φύγει, θα μείνει μαζί μας».
Έξω από το παλάτι μαζεύτηκε άπειρο πλήθος κόσμου, άνδρες και γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξεως, και κλαίγοντας έμειναν εκεί όλη την ημέρα και τη νύχτα. Φύλαγαν όλες τις εξόδους, με την ελπίδα πως θα μπορούσαν να εμποδίσουν την αναχώρηση του Βασιλιά. Η αγωνία του λαού είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Ζητούσε να εισορμήσει στο Παλάτι, να δει μη τυχόν έφυγε ο Βασιλιάς του. Ομάδες πολιτών μπήκαν στον περίβολο του Παλατιού και ζητούσαν επίμονα να δουν τον Βασιλέα και να τον εμποδίσουν να φύγει. Στις 4 και 15΄έγινε η πρώτη απόπειρα εξόδου της Βασιλικής οικογένειας από το Παλάτι και ο Βασιλεύς έβλεπε με συντριμμένη καρδιά το συγκεντρωμένο εκείνο πλήθος, που νόμιζε πως από εκεί θάφευγε ο Βασιλεύς. Το πλήθος συγκεντρώθηκε και φώναζε:
– Δε σ΄αφήνουμε βασιλιά να φύγεις! Θέλομε να μείνεις μαζί μας!
Κ΄είχαν πιάσει τις πόρτες και τα κιγκλιδώματα του Παλατιού για να μη φύγει.
Στις 5 όμως το πρωί ο Ζαΐμης έγραψε στον Βασιλέα, ότι ο Zonnar απαιτούσε να συντομευθεί η αναχώρησίς του, για να τερματισθεί η επικίνδυνη εκείνη κατάσταση. Τότε διαδόθηκε σ΄ όλο το πλήθος που περίζωνε το Παλάτι, πως ο Βασιλεύς θάφευγε από την οδόν Διοχάρους. Τα πλήθη ώρμησαν προς τα εκεί, για να ματαιώσουν την αναχώρησι. Την στιγμή όμως εκείνη ο Βασιλεύς με την Βασιλική Οικογένεια στράφηκαν αμέσως προς το λαχανόκηπο του Παλατιού. Κι΄από κει μπήκαν στο Βασιλικό Κήπο, περιστοιχιζόμενοι από τους ευζώνους της Ανακτορικής Φρουράς. Και με τ΄αυτοκίνητα πήραν την οδόν Πανεπιστημίου και Πατησίων κ΄έφθασαν στο Τατόι , όπου ο μάρτυς βασιλιάς πέρασε την τελευταία νύχτα κάτω από τη μυροβόλο ατμόσφαιρα του Τατοΐου, της αγαπημένης του θερινής διαμονής. Και την άλλη μέρα, στις 9 το πρωί, έγινε δοξολογία στο εκκλησάκι ο «Προφήτης Ηλίας». Ο Βασιλεύς αποχαιρέτησε συγκινημένος πρώτα τον παρευρισκόμενο Ιωάννη Μεταξά κ΄έπειτα όλους τους συγκεντρωμένους στην εκκλησία αυλικούς και στρατιωτικούς. Τη στιγμή εκείνη όλοι κατελήφθησαν από λυγμούς και δάκρυα. Ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα μόλις συγκρατούσαν τα δάκρυά τους, κι αμέσως μπήκαν στ΄αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για τον Ωρωπό. Η στιγμή εκείνη ήταν, αληθινά, σπαρακτική. Όλοι κλαίγοντας έτρεχαν πίσω από τα βασιλικά αυτοκίνητα.
Στον Ωρωπό από τα μεσάνυχτα κατέφθαναν αυτοκίνητα με κόσμο από την Αθήνα, που έσπευδε ν΄αποχαιρετήσει το Βασιλιά του.
Η ατμόσφαιρα της ημέρας εκείνης ήταν βαρειά. Ο ουρανός σκεπασμένος από τα πυκνά νέφη, σα να πενθούσε κι αυτός για το δράμα που γινόταν από κάτω του. Οι χωρικοί από τα γύρω χωριά μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους μαζεύτηκαν στον παραλιακό δρόμο της Σκάλας του Ωρωπού, κι όταν άρχισε να κτυπά η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού, έτρεξαν στην εκκλησία όπου τα κορίτσια του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου έψαλλαν δεήσεις προς τον Ύψιστο υπέρ του Βασιλέως. Τη στιγμή εκείνη όλο εκείνο το πλήθος, που βρισκόταν μέσα κ΄έξω από την εκκλησία, ξέσπασε σε λυγμούς σπαρακτικούς.
Η προκυμαία είχε στρωθεί με εγχώριους τάπητας, που τους μετέφεραν εκεί τα κορίτσια του Ωρωπού και σκόρπισαν επάνω τους λουλούδια του αγρού. Δεξιά κι αριστερά από την προβλήτα είχαν παραταχθεί τα κορίτσια του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου και του χωριού, κατάχλωμα και κλαίοντα. Οι χωροφύλακες προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα απερίγραπτα εκνευρισμένα πλήθη.
Στις 11 κατέφθασαν μέσα σε γενική συγκίνηση με τ΄αυτοκίνητα ο Βασιλεύς και η Βασιλική Οικογένεια. Το πλήθος τη στιγμή εκείνη με αγωνία σπρώχνεται προς τ΄αυτοκίνητο του Βασιλέως. Ήθελαν όλοι να φιλήσουν το μαρτυρικό του χέρι. Ο Βασιλεύς συγκινημένος βαδίζει ανάμεσα στο συνωθούμενο πλήθος, που με δάκρυα παραμερίζει. Και, όταν πλησίασε στην αποβάθρα το πλήθος γονατίζει. Πολλοί πέφτουν στα πόδια του και του φιλούν τα ρούχα και τα χέρια. Έξαλλοι κραυγάζουν: «Πού μας αφήνεις, Βασιλιά; Μη φεύγεις!» Κι άλλοι: «Καλό ταξίδι και γύρνα γρήγορα πάλι θα σε φέρωμε στην πατρίδα!» Ο Βασιλεύς σταματά πια και κάτωχρος δεν μπορεί να προχωρήσει. Η Βασίλισσα με κλαμένα μάτια αποχαιρετά το πλήθος. Οι Πριγκίπισσες κρατούν αδιάκοπα τα μαντήλια στα μάτια τους.
Την στιγμή που ο Βασιλεύς έφθασε στη σκάλα, για ν΄ανεβεί στη βενζινάκατο, η συγκίνηση του πλήθους ήταν σπαρακτική. Καμιά έκφρασις ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να συγκριθεί προς το θέαμα εκείνο του αποχωρισμού του Βασιλέως από τον λαό του. Με το άκουσμα ″Άπωσον″, το πλήθος ξαναγονατίζει. Και στεναγμός ακούστηκε σαν νάβγαινε από ένα στόμα. Στις 12 1/2 η «Σφακτηρία» απομακρύνεται σιγά σιγά από την προκυμαία. Ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα από το πλοίο αποχαιρετούν τον κόσμο.
Αφήγηση Κωνσταντίνου Λούρου.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.