Με το δημοψήφισμα του 1974 το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας καταργήθηκε στην Ελλάδα επισήμως. Όμως στην Μύκονο «βασίλευε» ακλόνητος στον θρόνο του ο «Πέτρος Α΄». Γι΄αυτόν δεν χρειάστηκε ποτέ να γίνει δημοψήφισμα. Ο Πέτρος παρέμεινε ο απόλυτος βασιλιάς της Μυκόνου, έχοντας την γενική αποδοχή των υπηκόων του αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης, αφού η φήμη του είχε γίνει παγκόσμια. Οι κυβερνήσεις άλλαζαν στην Ελλάδα, ταραχές την συγκλόνιζαν, άλλοι έφευγαν αυτοβούλως εξορία και άλλοι αναγκαστικώς. Τον Πέτρο δεν μπορούσε κανείς να τον απομακρύνει από το βασίλειό του και οι υπήκοοι του του προσέφεραν αδιάκοπα και αδιαμαρτύρητα τις υπηρεσίες τους, φροντίζοντας να ικανοποιούν όλες του τις επιθυμίες, χωρίς να είναι αναγκασμένος να δίνει την παραμικρή εξήγηση γι΄ αυτές. Ο Πέτρος ως πραγματικός βασιλιάς ήταν δημοκρατικός και καταδεκτικός με τους όλους τους υπηκόους του και ευγενέστατος και διπλωματικός με τους επισκέπτες. Ας δούμε την ιστορία του όπως την περιγράφει με την μοναδική της πένα η Ελένη Βλάχου στο βιβλίο της «Στιγμιότυπα» :
«Ο Πέτρος είναι ο υπ΄αριθμόν ένα πολίτης της Μυκόνου. Είχε πέσει λίγα χρόνια πριν από τον ουρανό, μικρό πουλί που δεν μπορούσε ν΄ακολουθήσει τους δικούς του στο μεγάλο ταξίδι προς τον Νότο. Ήταν ένα τσουβαλάκι από κουρασμένα φτερά χωρίς καμιά ελπίδα ζωής.
Η τύχη του ήταν πως τον βρήκε ο Θοδωρής, ένας αγαθός ψαράς που είχε ιδιαίτερη αγάπη και συνεννόηση με τα ζώα και το πήγε στο υπόγειο που ζούσε. Εκεί του έφτιαξε μια φωλιά σε μία κασόνα στρωμένη με χόρτο, το ζέστανε, το τάισε, του μίλησε, και σιγά-σιγά το μετέτρεψε σε φτερωτό σκύλο. Όπου Θοδωρής κι ο Πέτρος, που όσο μεγάλωνε τόσο έδειχνε πως έμοιαζε να ήταν φτιαγμένος για την Μύκονο, με την σωστή όψη και το σωστό χαρακτήρα. Κοινωνικός και ανεξάρτητος, κεφάτος και τεμπέλης, πάντα έτοιμος να υποδεχθεί τους ξένους και να τους ψυχαγωγήσει, τους άφηνε να τον χαϊδέψουν, στεκότανε υπομονετικά να τον φωτογραφήσουν. Η Μύκονος ήταν δικιά του, και τον άφηνε να ικανοποιεί ελεύθερα μιαν ακόρεστη όρεξη για φρέσκα ψάρια, που τα άρπαζε όπου ήθελε, όποτε ήθελε, από τις τράτες που έφθαναν στον γιαλό, από τα ψαράδικα της αγοράς, από τις ταβέρνες.
Σοβαρός και επίσημος, ντυμένος στα κατάλευκα χρώματα του νησιού, κάπου κάπου θυμότανε πως ήτανε πουλί, και άνοιγε τα πελώρια φτερά του και χανότανε στον ορίζοντα, συνήθως πάνω από την Δήλο.
Οι Τηνιακοί, που πάντα ζηλεύανε τη Μύκονο, και την ακατάληπτη γοητεία της, ζηλεύανε και τον Πέτρο, και μια μέρα, κάνανε το μεγάλο λάθος να τον απαγάγουν-πως ακριβώς τον πιάσανε, τον βάλανε σε κλουβί και τον πήρανε στην Τήνο, δεν εγνώσθη ποτέ. Είπαν τότε, ότι ο Πέτρος είχε βαρεθεί τη Μύκονο και ότι μόνος του είχε ζητήσει άσυλο στην Τήνο.
Αυτό συνέβηκε σε προεκλογική εποχή, τον Απρίλιο του 1958 και η αντίδραση ήταν καθαρά πολιτική. Η Μύκονος σήκωσε επανάσταση, δήλωσε αν δεν φρόντιζε η κυβέρνηση να επανέλθει ο Πέτρος, όχι μόνο δε θα κατέβαινε σε εκλογές, αλλά θα σήκωνε σημαία για εθνική ανεξαρτησία!
Τελικά, οργανώθηκε απελευθερωτική εκστρατεία. Ξεκίνησαν όσα καΐκια και βάρκες υπήρχαν στο νησί, επανδρωμένοι με πολεμοχαρείς Μυκονιάτες ηλικίας από οκτώ ως ογδόντα, έκαναν απόβαση στο νησί, βρήκαν τον Πέτρο και τον φέρανε πίσω σε θριαμβευτική υποδοχή με σημαίες και κωδωνοκρουσίες. Και η Μύκονος ψήφισε και κανείς δεν τόλμησε να αγγίζει πάλι τον Πέτρο».
Η ιστορία του Πέτρου
Ήταν Οκτώβρης του ΄55. Ένας Μυκονιάτης, ο καπετάν Αντώνης ο Χαριτόπουλος,
είδε για πρώτη φορά στη ζωή του πελεκάνο. Κολυμπούσε μισοπεθαμένο. Ήταν
ένα μεγαλόσχημο πουλί, που θες από ζαλάδα, θες από τύχη, βρέθηκε στις
δικές μας θάλασσες. Γιατί, όσο έχω ακουστά, πελεκάνοι σαν κι αυτό της
Μυκόνου, δεν ευδοκιμούν στα μέρη μας. Περνάνε από άλλους αέρινους δρόμους,
όταν δυο φορές το χρόνο μεταναστεύουν στις ζεστές και δροσερές λίμνες.
Ας ξαναφέρουμε όμως το νου μας στην ιστορία του καπετάν Αντώνη.
Μόλις λοιπόν εκεί που ήταν στο ψάρεμα, έπιασε τον πελεκάνο που τα είχε
χαμένα, τον έβαλε στη βάρκα και τον γύρισε στο λιμάνι.
Τον συμβούλεψαν να το δώσει το ταλαιπωρημένο πουλί στον Θοδωρή, γνωστό
στην Μύκονο, για τα φιλοζωικά του αισθήματα.
Ο Θοδωρής κι ο πελεκάνος, αφού γνωρίστηκαν και τα βρήκαν, άρχισαν τις
τσάρκες στην πόλη. Η σχέση τους εκτιμήθηκε πολύ από τους Μυκονιάτες.
Ζευγάρι αχώριστο. Όπου σεργιανούσε ο Θοδωρής, από πίσω του κουρδιστός κι ο
πελεκάνος. Μια στην αγορά τους έβλεπες και μια στο καφενεδάκι, να τρώνε
τους μεζέδες τους. Το τσιπουράκι του ο Θοδωρής και τη γοπίτσα του ο
πελεκάνος.
Τον βάφτισαν «Πέτρο». Γιατί ο Πέτρος, ήταν ένας ηρωικός ψαράς, φίλος του
Θοδωρή, που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί στην κατοχή. Το είχε λοιπόν τάμα ο
Θοδωρής, ότι όταν με το καλό θα έκανε παιδί, θα τ΄ ονομάτιζε στη μνήμη
του χαμένου του συντρόφου.
Ο «Πέτρος» ο πελεκάνος, έγινε το σήμα κατατεθέν της Μυκόνου. Όπου
φωτογραφία του νησιού κι αυτός μέσα της. ‘Όπου οπίσθια κι εμπρόσθια
καλλίπυγων τουριστριών κι ο «Πέτρος» τ’ απαραίτητο ντεκόρ.
Μια μέρα όμως ο «Πέτρος» βαρέθηκε.και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, τους
απαρνήθηκε για την Τήνο.
Οι Μυκονιάτες πάθανε πλάκα. Βρε ο «Πέτρος» από ‘δω, βρε ο «Πέτρος» από
κει, ο «Πέτρος» πήγε στην Χώρα της Τήνου, για νέες κατακτήσεις!
Όταν μάθανε τα μαντάτα στη Μύκονο, κίνησε ο δήμαρχος, ο αστυνόμος κι ο
παπάς, να φέρουν πίσω τον «Πέτρο» στον τόπο του. Έγινε θέμα στην Τήνο.
Στύλωσαν τα πόδια τους οι τηνιακοί και δεν άφηναν να φύγει το πουλί.
Φώναξαν τον νομάρχη από τη Σύρο για να δώσει λύση. Τελικώς η κηδεμονία του
«Πέτρου» δόθηκε στην Μύκονο. Όταν το πουλί γύρισε πίσω στο νησί, το τι
παντερντί έγινε, δεν περιγράφεται. Οι καμπάνες κτυπούσαν, οι νοικοκυρές
του πρόσφεραν ψάρια κι ο δήμαρχος τον ανέδειξε σε μέγα ευεργέτη!
Ο «Πέτρος» όμως το μόνο που ήθελε ήταν ένα θηλυκό, για να ζευγαρώσει.
Είχε πέσει σε κατάθλιψη.
Η συμπονετική Τζάκι Κένεντυ, όταν πήγε στο νησί το 1963, εντυπωσιάστηκε
από τον «Πέτρο», γι’ αυτό και όταν γύρισε στην πατρίδα της, έστειλε ένα
ζευγάρι πελεκάνων, τον «Αλφόνσο» και την «Ωμέγα», από την Λουϊζιάνα, για
να μεγαλώσουν την κοινότητα στην Μύκονο.
Τα δυο όμως άμοιρα πουλιά, δεν άντεξαν τις δημόσιες σχέσεις και πέθαναν.
Στη συνέχεια τον ψυχοθεραπευτή του «Πέτρου» τον ανέλαβε μια γαλλική
κινηματογραφική εταιρεία, που πήγε στο νησί την πελεκάνα «Ειρήνη», για να
του κρατάει συντροφιά. ‘Όμως η «Ειρήνη» δεν του έκανε του «Πέτρου» κι
άρχισε να την περιφρονεί! Λένε ότι κόλλησε με τα χρόνια .το «μικρόβιο» της
Μυκόνου. Απάθεια!
Όμως επειδή η ιστορία είχε χρήμα, οι Μυκονιάτες βάλθηκαν να βρουν κι άλλο
ξέμπαρκο πελεκάνο. Τελικά τους έκατσε ο «Δήμος», που είχε πάει κατατύχη
στην Άνδρο. Οι Ανδριώτες δεν χολόσκασαν για δαύτο. Το περήφανο πουλί είχε
καταντήσει .ζητιάνος ψαριών, στις ταβέρνες του Γαυρίου.
Ο «Δήμος» μεγαλούργησε στην Μύκονο. Πήγε και για ρεκλάμα του νησιού στην
Αμερική. Μεγαλεία. Έκανε πασαρέλα στα καλύτερα κέντρα της ομογένειας!
Κι ενώ ο «Δήμος» ανέλαβε τον τομέα εξωτερικού εμπορίου και διαφήμισης, ο
«Πέτρος» έμεινε στη Μύκονο για να τον χαϊδεύει η Τέϊλορ, η Σοράγια κι
άλλες επώνυμες πριμαντόνες.
Μόνο η άλλη η πελεκάνα, η «Ειρήνη», τελικά έμεινε ξέμπαρκη, γεροντοκόρεψε
και τόσα χρόνια στο νησί, δεν έκανε ούτε ένα αυγό. Ψάχνει κι αυτή για
άντρα, αλλά άντρα δεν βρίσκει.
Το 1985, ήρθαν τα κακά μαντάτα. Ο «Πέτρος» έφυγε από το μάταιο τούτο
κόσμο. Πήγε από τροχαίο ατύχημα. Τον πάτησε καταλάθος τροχοφόρο. Το νησί
τον έκλαψε πολύ. Μέχρι κι οι σημαίες κυμάτισαν πένθιμα.
«Ο Ποσειδώνας έστειλε τον Πέτρο στο νησί,
.να περπατά αγέρωχος, σαν τον Καραμανλή», τραγούδησαν οι βιολιτζήδες.
Το 1986, αφού χρόνισε ο συγχωρεμένος, φέρανε ένα καινούργιο πελεκάνο στην
Μύκονο και τον είπαν πάλι «Πέτρο». ‘Έτσι σαν τον Τζέιμς Μποντ, ο ήρωας
συνέχισε την ιστορία, με άλλο πρωταγωνιστή.
Του «Δήμου», του άλλου πελεκάνου, στο μεταξύ χάθηκαν τα ίχνη. Είπαν ότι
ξεχάστηκε κάπου σε μια δεξίωση και έπειτα εξαφανίστηκε. Δεν άντεξε να
είναι όλα αυτά τα χρόνια δευτεράντζα.
Την «Ειρήνη» που μαράζωνε, την πήραν οι Οικολόγοι στην Αίγινα, στο Κέντρο
Περίθαλψης. Όμως γιατρειά δεν βρήκε κι ο κυρ-δήμαρχος Μυκόνου, πήγε και
την ξανάφερε στο νησί, για να ζήσει τελικά με τις αναμνήσεις της.
Κείμενο: Μιχάλη Μιχελή, Εφημερίδα «Άποψη», Σύρου.