Στην φωτογραφία η πριγκίπισσα Βικτώρια Λουίζα της Πρωσσίας, δούκισσα του Μπρούνβικ, φέρει το διαμαντένιο διάδημα σε στυλ empire που της είχε προσφερθεί ως δώρο, από την πόλη του Μπρούνσβικ, επ΄ ευκαιρία των γάμων της που έγιναν στις 24 Μαΐου 1913, με τον πρίγκιπα Ερνέστο Αυγούστο του Ανοβέρου.
Ο γάμος της μοναχοκόρης του Κάιζερ και του διαδόχου της δυναστείας του Ανοβέρου, συντέλεσε στην καλυτέρευση των σχέσεων μεταξύ της δυναστείας των Χοεντσόλερν με την δυναστεία του Γουέλφων. Λόγω του γάμου τους, ο πατέρας της Βικτώριας Λουίζας, Γουλιέλμος Β΄, προσέφερε το δουκάτο του Μπρούνσβικ στον σύζυγο της κόρης του Ερνέστο Αυγούστο. Έτσι το δουκάτο επανήλθε στον οίκο του Ανοβέρου. Μετά τον θάνατο του Γουλιέλμου το 1884, τελευταίου δούκα του Μπρούνσβικ, το δουκάτο ήταν υπό την κατοχή της Πρωσίας και είχε ανατεθεί η διοίκησή του σε έναν αντιβασιλέα, τον οποίο όριζε ο εκάστοτε γερμανός Αυτοκράτορας. Ο γάμος της Βικτώριας Λουίζας με τον Ερνέστο Αυγούστο τελέστηκε με απίστευτη μεγαλοπρέπεια. Μεταξύ των πολλών δώρων ήταν και αυτό το διάδημα, το οποίο αρχικώς ανήκε στην πρώτη σύζυγο του αυτοκράτορα της Γαλλίας, Ναπολέοντα Ι, Ιωσηφίνα ντε Μπωαρναί. Δεν είναι γνωστό πως από την Ιωσηφίνα κατέληξε στην Γερμανία.
Το 1913 το διάδημα ήταν στην κατοχή του κοσμηματοπώλη της Σαξονίας Moritz Elimeyer. Τα μεγάλα μπροστινά διαμάντια είχαν αφαιρεθεί. Αλλά το διάδημα ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνε ο κρατικός αξιωματούχος του Μπρούνσβικ, Adolf Hartwieg. Του είχε ανατεθεί να βρει ένα κατάλληλο γαμήλιο δώρο για να το προσφέρουν στην πριγκίπισσα Βικτώρια Λουίζα. Τελικά τα διαμάντια που έλειπαν προστέθηκαν από τον κοσμηματοπώλη της αυλής του Μπρούνσβικ, Hermann Jürgens και προσφέρθηκε στην Βικτώρια Λουίζα την παραμονή των γάμων της με τον Ερνέστο Αυγούστο. Όταν παρέλαβε το διάδημα η πριγκίπισσα Βικτώρια Λουίζα ενθουσιάστηκε και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα της.
Η Βικτώρια Λουίζα είχε λίγες ευκαιρίες να φορέσει αυτό το πολύτιμο διάδημα, ως δούκισσα του Μπρούνσβικ σε επίσημες τελετές, αφού ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε λίγο μετά τον γάμο της και το 1918 ακολούθησε η γερμανική επανάσταση που καθαίρεσε όλους τους ευγενείς από τα αξιώματά τους. Συνέχισε όμως να το φορά σε όλη την διάρκεια της ζωής της, σε γάμους συγγενών ή επίσημες τελετές άλλων βασιλικών οίκων με τους οποίους την συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί.
Όταν πέθανε το 198ο η Βικτώρια Λουίζα, προς μεγάλη έκπληξη όλων, αποκαλύφθηκε από την διαθήκη της, πως άφηνε τρία κουτιά γεμάτα με ιστορικά και πολύτιμα κοσμήματά στον τρίτο γιο της, πρίγκιπα Κρίστιαν Όσκαρ του Ανοβέρου, ο οποίος είχε χάσει όλη την προσωπική του περιουσία μετά από αποτυχημένες επενδύσεις. Το φημισμένο διάδημα που είχε μεγάλη ιστορική και εμπορική αξία, πίστευαν πως ήταν μεταξύ των κοσμημάτων που άφησε στον Κρίστιαν Όσκαρ και που ήσαν αποθηκευμένα στην Norddeutschen Landesbank.
Όταν ο πρίγκιπας Κρίστιαν Όσκαρ αποφάσισε να πουλήσει ένα μεγάλο μέρος των οικογενειακών κοσμημάτων που είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, ανακάλυψε πως το διάδημα αυτό δεν ήταν μεταξύ των κοσμημάτων. Ο Πρίγκιπας Κρίστιαν Όσκαρ πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1981. Τα κοσμήματα που είχε κληρονομήσει πουλήθηκαν σε δημοπρασία στο Ανόβερο δυο μέρες μετά τον θάνατό του.
Μετά τον θάνατο της δούκισσας του Μπρούνσβικ κανένα γυναικείο μέλος του οίκου του Ανοβέρου δεν είχε φορέσει το συγκεκριμένο διάδημα και πολλοί πίστευαν πως είχε πιθανώς πουληθεί από την ίδια την πριγκίπισσα Βικτωρία Λουίζα.
Στους γάμους του διαδόχου Φρειδερίκου με την Μαίρη Ντόναλντσον τον Μάιο του 2004 στην Δανία, εμφανίστηκε και πάλι. Το φορούσε η δεύτερη σύζυγος του πρίγκιπα Ερνέστου Αυγούστου, εγγονού της Βικτώριας Λουίζας και επικεφαλής του οίκου του Ανόβερου, πριγκίπισσα Καρολίνα (του Μονακό).
Το ζεύγος Ερνέστου Αυγούστου και Καρολίνας είναι σε διάσταση από το 2009, οπότε πιθανώς θα περάσουν μερικά χρόνια μέχρι να το ξαναδούμε φορεμένο από κάποιο γυναικείο μέλος του Οίκου του Ανοβέρου. Ελπίζουμε να μην το δούμε να πωλείται σε κάποια αίθουσα δημοπρασιών.
πηγές: 1) Royal Jewels, Ricardo Mateos Sainz de Medrano, Royalty Digest, November 1999
2)Order of Splendor.blogspot.gr
3) The courtjeweller.com
Eπιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου