Από την κουζίνα της Τατιάνα Μπλάτνικ δεν λείπει ποτέ το ελληνικό ελαιόλαδο και το μέλι. «Τα ονομάζω ο υγρός μου χρυσός». Απόφοιτος κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου Georgetown και με χρόνια εργασίας στη βιομηχανία της μόδας, η πριγκίπισσα Τατιάνα μοιάζει να έχει βρει ένα νέο δρόμο μέσα από καινούργιους στόχους, με την Ελλάδα σε ρόλο-κλειδί. Αυτές τις μέρες, πολλές από τις προσπάθειες της επικεντρώνονται στην προώθηση του «A taste of Greece» (Μια γεύση Ελλάδας), μιας αγγλόφωνης έκδοσης μαγειρικής με φιλανθρωπικό χαρακτήρα, στην οποία είχε την συν-επιμέλεια και τον γενικό συντονισμό. Πρωταγωνιστές του βιβλίου λάτρεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και της ίδιας.
Άρθρο: Εφημερίδας ″Καθημερινή″
Φωτογραφίες: Δημήτρης Βλάικος
Γεννημένη στη Βενεζουέλα, η Τατιάνα Μπλάτνικ μεγάλωσε στην Ελβετία, σπούδασε στην Αμερική και εργάστηκε στη Νέα Υόρκη. Το 2013 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Πώς προέκυψε η ιδέα γ’ αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο μαγειρικής;
Για μένα, αλλά και για όλους μας, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα βιβλίο μαγειρικής. Μετακόμισα στην Αθήνα με τον Νικόλαο στην Αθήνα το 2013 και είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με πολλές οργανώσεις. Όταν πέρσι τον Φεβρουάριο γνώρισα το Μπορούμε [την αστική μη-κερδοσκοπική εταιρεία που καταπολεμά την σπατάλη του φαγητού] θα έλεγα ότι ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Πρόκειται για ένα πραγματικό success story. Ξεκίνησαν το 2011 και νομίζω ότι έχουν σερβίρει περίπου 9 εκατομμύρια γεύματα από τότε – είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί. Δεν υπάρχουν μεσάζοντες, αλλά άμεση επικοινωνία μεταξύ αυτών που έχουν περίσσευμα και εκείνων που δεν καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες. Οι άνθρωποι του είναι πραγματικά παθιασμένοι με το πρότζεκτ, έχουν φοβερή ενέργεια. Πάντα είχαν την ιδέα για ένα βιβλίο μαγειρικής και εγώ επίσης. Το φαγητό είναι μια από τις μεγαλύτερες μου αγάπες κι έτσι η ιδέα του παντρέματος αυτών των δύο σε μια έκδοση για την ενίσχυση του Μπορούμε ήταν ο τέλειος ‘γάμος.’ Ήρθαμε σε επαφή με τη Νταιάνα Φαρ-Λούις, που συν-επιμελήθηκε το βιβλίο [Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφο γαστρονομίας που ζει χρόνια στην Ελλάδα] και είναι εξαιρετική. Προτείναμε το βιβλίο στον Γερμανικό εκδοτικό οίκο teNeues, ο οποίος αμέσως αποδέχτηκε την πρόταση μας. Να σας πω την αλήθεια ενθουσιάστηκα με την γενικότερη ανταπόκριση. Μετά απευθύνθηκα σ’ ένα διεθνές δίκτυο φίλων και σε φίλους φίλων και όλοι ήταν ιδιαίτερα θετικοί. Κάπως έτσι έγινε το βιβλίο.
Η έκδοση βασίζεται στις προσωπικές εμπειρείες αυτών που συμμετέχουν;
Όλοι τους έχουν σχέση με τη χώρα. Τους ρωτήσαμε τρία πράγματα: τι σημαίνει η Ελλάδα για σας, ποιες είναι οι αγαπημένες σας αναμνήσεις από την χώρα και ποια είναι τα τρία αγαπημένα σας ελληνικά φαγητά ή συνταγές. Αυτά που μας είπαν ήταν απίστευτα συγκινητικά. Ήταν σαν να ερωτεύτηκα την χώρα από την αρχή δουλεύοντας πάνω στο βιβλίο. Θα έλεγα ότι είναι μια μαρτυρία για την αγάπη που εμπνέει η Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η χώρα, αλλά κι οι άνθρωποι, οι παραδόσεις, η κουλτούρα, ο πολιτισμός, το φαγητό της…
Είσαστε λάτρης της υγιεινής ζωής…
Βρίσκομαι σε συνεχή αναζήτηση ενός φυσικού, υγιεινού τρόπου ζωής και μπορώ να πω ότι σήμερα βάζω σε εφαρμογή όλα αυτά που αγαπώ. Η Ελλάδα μου έδωσε αυτήν τη δυνατότητα. Να σας δώσω όμως και μια άλλη διάσταση. Με το Μπορούμε δημιουργήσαμε ένα «παρακλάδι». Ξεκινήσαμε μια συνεργασία με την Yoleni’s (διαδικτυακή πλατφόρμα που προωθεί ελληνικά προϊόντα στο εξωτερικό και ανοίγει ‘φυσικό’ κατάστημα στο Κολωνάκι αυτό το μήνα). Φτιάξαμε ένα A Taste of Greece καλάθι δώρου και μέρος των εσόδων θα πάνε στο Μπορούμε. Το καλάθι περιέχει λάδι κι άλλα εξαιρετικά προϊόντα και η παραλαβή του θα γίνεται οπουδήποτε στον κόσμο. Στο τέλος του μήνα θα βρίσκομαι στις Ηνωμένες Πολιτείες για την προώθηση του βιβλίου και της συνεργασίας αυτής. Αυτό το πρότζεκτ είναι ιδιαίτερο γιατί παντρεύει τη φιλανθρωπία με την επιχειρηματικότητα. Υπάρχουν πολλές νέες επιχειρήσεις που ανθίζουν αυτή την εποχή στην Ελλάδα, νέοι επιχειρηματίες που σκέφτονται εκτός πλαισίων. Αν μπορώ να τους βοηθήσω σε τοπικό επίπεδο και μετά να τους προωθήσω στο εξωτερικό είναι κάτι που θα ήθελα πολύ να κάνω.
Με τον σύζυγό της Νικόλαο στην παρουσίαση της έκδοσης «A taste of Greece» στο Μόναχο, τον Ιούνιο. Μεγάλο μέρος των εσόδων από το βιβλίο πάνε στην οργάνωση «Μπορούμε», την αστική μη κερδοσκοπική εταιρία που καταπολεμά τη σπατάλη του φαγητού.
Θα λέγατε ότι υπάρχει σήμερα μια αναβίωση του ελληνικού στυλ στη γαστρονομία ή στη μόδα, π.χ.;
Απολύτως. Πιστεύω ότι σήμερα αναζητούμε προϊόντα με νόημα, θέλουμε να ξέρουμε την προέλευση τους, τις ιστορίες πίσω απ’αυτά. Θέλουμε περισσότερη αυθεντικότητα και η Ελλάδα το προσφέρει αυτό. Μαζί με τις δύο συνεργάτιδες μου δημιουργήσαμε την TRIA (ελληνικό brand αξεσουάρ και οικιακών ειδών) όπου προσπαθούμε να ενώσουμε την ελληνική παράδοση με την καινοτομία. Πρόκειται για εξαιρετικά προϊόντα, το καθένα με τη δική του ιστορία. Ταξιδεύω σε όλη την Ελλάδα για να γνωρίσω τους τεχνίτες με τους οποίους συνεργαζόμαστε.
Γιατί αποφασίσατε να ζήσετε στην Ελλάδα;
Η αλήθεια είναι ότι το όνειρο του Νικόλαου ήταν πάντα να ζήσει εδώ (Ο Νικόλαος εργάζεται στο προσωπικό γραφείο του πατέρα του και είναι και φωτογράφος ). Ζούσαμε στο Λονδίνο για δέκα χρόνια όταν μια μέρα με κοίταξε και μου είπε, ″θες να το κάνουμε;″ Κι έτσι έγινε, ήταν καιρός για μια αλλαγή. Πακετάραμε, πήραμε το αυτοκίνητο μας, φτάσαμε και είπαμε, ″εδώ είναι το σπίτι μας.″
Όταν ζεις με κάποια προνόμια είναι καθήκον να δίνεις κάτι πίσω;
Προσωπικά το βλέπω σαν μια ευκαιρία το να βοηθήσεις για κάτι καλύτερο, περισσότερο από καθήκον.
Η ιδέα ενός τίτλου, ειδικά σε τόσο δύσκολες εποχές, μπορεί να είναι λίγο βαριά;
Είναι κάτι που βλέπω σαν τιμή το να είμαι μέλος της οικογένειας του συζύγου μου. Παντρεύτηκα τον Νικόλαο, ερωτεύτηκα αυτό που ήταν, όχι αυτός που ήταν, και συνεχίζω να ζω τη ζωή μου γύρω απ’αυτό.
Γεννηθήκατε στη Βενεζουέλα, μεγαλώσατε στην Ελβετία, δουλέψατε στη Νέα Υόρκη. Λέτε συχνά ότι δεν έχετε συγκεκριμένες ρίζες αλλά σήμερα αναφέρεστε στην Ελλάδα ως το «σπίτι» σας;
Μια από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις για μένα είναι το «από πού είστε». Δυσκολεύομαι να απαντήσω. Οπότε λέω ότι γεννήθηκα στη Βενεζουέλα και τα λοιπά. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ένα πράγμα το οποίο πάντα μου έδινε μια ταυτότητα ήταν το φαγητό. Όλα τα φαγητά που έχω συναντήσει, στη Βενεζουέλα,στη Γερμανία, στην Ελβετία, είναι μέρος της ταυτότητας μου, όπως και η βουτιά μου στην ελληνική γαστρονομία, αλλά και η ελληνική γλώσσα που μαθαίνω και καταλαβαίνω. Επίσης αγάπησα τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι απίστευτα φιλόξενοι, ανοίγοντας τις καρδιές και τα σπίτια τους. Αισθάνομαι λοιπόν σήμερα ότι έχω αποκτήσει ρίζες εδώ κι όσο πιο βαθιές οι ρίζες σου τόσο περισσότερο μπορείς να επεκτείνεις τις δραστηριότητες σου» λέει η ίδια, καθώς μιλάει για τη «μοναδική στην απλότητα της» ελληνική κουζίνα αλλά και τα δικά της «παιχνίδια» πάνω σε τοπικές συνταγές. Εδώ και λίγα χρόνια η σύζυγος του πρίγκηπα Νικόλαου, δευτερότοκου γιου του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, ζει ένα φρέσκο κεφάλαιο στην προσωπική και επαγγελματική της ζωή, μιας και η εγκατάσταση του ζεύγους στην Αθήνα φέρνει νέες εμπειρίες.
A Taste of Greece (Μια γεύση Ελλάδας)
«Ελλάδα σημαίνει ευτυχία» λέει η Ρίτα Ουίλσον, η ηθοποιός-παραγωγός και σύζυγος του Τομ Χανκς που γεννήθηκε στην Αμερική από Ελληνίδα μητέρα και Βούλγαρο πατέρα, ενώ ο πολυβραβευμένος Γάλλος σεφ Μισέλ Ρου αναπολεί κάποιες καλοκαιρινές βουτιές και τη δοκιμή αχινών πάνω στα βράχια. Ο Ινδός μαέστρος Ζούμπιν Μέτα αγαπάει τον μουσακά, ενώ κλασσικές γαστρονομικές αξίες έχει κι ο Τζιμ Γιαννόπουλος, o ελληνικής καταγωγής πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της 20th Century Fox, ο οποίος προτείνει συνταγές για σκορδαλιά και κακαβιά. Η Καναδή συγγραφέας Μάργκαρετ Άτγουντ επιλέγει μια σταθερή αξία, το γιαούρτι, σε μορφή σουφλέ, ενώ πιάτα με φέτα διαλέγει ο Ιταλός σχεδιαστής Βαλεντίνο μαζί με τον συνεταίρο του, Τζιανκάρλο Τζιαμέτι, όταν επισκέπτονται τη χώρα.
Χρειάστηκαν εννέα μήνες και χιλιάδες μέιλ για τη συγκέντρωση των αναμνήσεων και των αγαπημένων γεύσεων των φιλελλήνων και των Ελλήνων της διασποράς που περιλαμβάνονται στις φιλικές προς το περιβάλλον σελίδες του A Taste of Greece. Ένα μεγάλος μέρος των εσόδων του βιβλίου – το οποίο πωλείται διαδικτυακά αλλά και σε επιλεγμένα σημεία στην Ελλάδα – πάνε στην οργάνωση Μπορούμε, ενώ συζητήσεις γίνονται και για την έκδοση του στα ελληνικά.
«Ποτέ δεν έχω γνωρίσει κάποιον που επισκέφτηκε την Ελλάδα και δεν επιθυμούσε να ξαναγυρίσει στη χώρα,» επισημαίνει η Τατιάνα Μπλάτνικ, συντονίστρια του πρότζεκτ.