Η παρούσα εισήγηση για τη Βασίλισσα Όλγα έγινε από τον Ιστορικό κ. Κώστα Σταματόπουλο στο 4ο Ελληνορωσικό Κοινωνικό Forum, που πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο στις 1 και 2 Νοεμβρίου.
Όλγα βασίλισσα των Ελλήνων (1851-1926)
Α. – Τι γνωρίζομε στην Ελλάδα για την προσωπικότητα και τον ρόλο της.
Β. – Η προσφορά της στον πόλεμο του 1897.
Α.
Όπως όλα τα είδη ιστορίας έτσι και η ιστορία του βασιλικού πολιτεύματος, καθώς και εκείνη των μελών της οικογένειας που βασίλευσε στην Ελλάδα, χρειάζονται πηγές για να μελετηθούν και να γραφτούν με επιστημονική ειλικρίνεια. Και καθώς εμείς τις πηγές αυτές είτε τις εξαφανίσαμε, είτε τις κρατούμε παρατύπως απροσπέλαστες στον ερευνητή ή τέλος εκ προοιμίου τον αποθαρρύνομε με κάθε τρόπο να ενσκύψει στην μελέτη κάποιας πτυχής του μεγάλου αυτού θέματος, με το να χωρίζομε το πεδίο της έρευνας σε επιτρεπτό/ πολιτικά ορθό και σε μη επιτρεπτό/πολιτικά μη ορθό να ερευνηθεί και έχοντας τοποθετήσει τα περί της βασιλείας στην δεύτερη κατηγορία, προσερχόμαστε τώρα σχεδόν γυμνοί σε αυτή την επιστημονική σύναξη.
Γυμνοί από ερευνητική προσπάθεια, γυμνοί από γνώσεις, για μία γυναικεία μορφή διόλου τυχούσα, επιβλητική και προσιτή ταυτόχρονα, η οποία επί 46 χρόνια υπήρξε η πρώτη κυρία της χώρας μας. Γι’ αυτό και σας είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες αγαπητοί Ρώσοι συνάδελφοι γι’ αυτό το συνέδριο, χάρη στο οποίο επί τέλους θα μάθουμε για τα καθ’ ημάς που εν μέρει, φυσικά, είναι και δικά σας.
Ο μέσος Έλληνας δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε για την βασίλισσα Όλγα, εξ αιτίας του πυκνού πέπλου σιωπής, όταν δεν ήταν κατασυκοφάντηση, που καλύπτει εδώ οτιδήποτε είχε σχέση με το βασιλικό πολίτευμα. Ίσως, κάποιοι να θυμούνται ορισμένους ανευλαβείς στίχους του Γεωργίου Σουρή ή αμυδρώς μία σχέση της βασίλισσας με το θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός», στο πάρκο μπροστά στο οποίο υπάρχει, διακριτικό, το άγαλμά της.
Και τίποτε άλλο. Ελάχιστοι δε Αθηναίοι, περνώντας μπροστά από τα Εξωτερικά ιατρεία του Οφθαλμιατρείου, γωνία Πανεπιστημίου και Σίνα, ίσως να διάβασαν, σηκώνοντας κάπως τα μάτια, πως το μικρό αυτό κτίριο ανεγέρθη δαπάνη της βασίλισσας Όλγας, καθότι η επιγραφή που το αναφέρει πάνω από το ανώφλι της εισόδου δεν έχει ξηλωθεί… Αλλά και εμείς οι ιστορικοί, μια δράκα άνθρωποι που υποτίθεται πως κάτι παραπάνω ξέρομε, διαπιστώνομε για τους λόγους που προηγουμένως εξέθεσα, ότι αγνοούμε εξευτελιστικά πολλά. Εξευτελιστικά διότι η άγνοιά μας είναι η απόδειξη ότι αποδεχθήκαμε τις ανελεύθερες καταστάσεις που μας επιβλήθηκαν και στρέψαμε ένοχα το βλέμμα μας προς τα αλλού.
Τι έχομε στα ελληνικά το προσιτό για την βασίλισσα; – Μια βιογραφία της Ιουλίας Σωμάκη-Καρόλου, γραμματέως και επί τέταρτο του αιώνος στενής συνεργάτιδος και φίλης της βασίλισσας, – τις αναμνήσεις δύο από τα παιδιά της του Νικολάου και της Μαρίας (το ημερολόγιο του βασιλόπαιδος Ανδρέα παραμένει αδημοσίευτο και απρόσιτο), – δύο ή τρία βιβλία αναμνήσεων αυλικών της εποχής, – ορισμένα σύντομα αποσπάσματα κυρίως στο μνημειώδες πολύτομο έργο του «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» του Σπύρου Μαρκεζίνη που είναι από τους ελάχιστους ιστορικούς που εξετάζει πτυχές του ζητήματος σοβαρά και επομένως αντικειμενικά… – Επίσης υπάρχουν τα βιβλία μου για την σύνταξη των οποίων εξήντλησα όποια προσιτή πηγή υπήρχε στην Ελλάδα, καθώς και ορισμένες ανέκδοτες πηγές σε αρχεία του εξωτερικού: πρώτο το «Περί της βασιλείας στην νεώτερη Ελλάδα» – του οποίου πρόσφατα ολοκληρώθηκε η έκδοση στα γαλλικά, ενώ περατώνεται η αγγλική του μετάφραση – , δεύτερο το δίτομο έργο « Το Χρονικό του Τατοΐου» (1800-2003), του οποίου η «αρετή» είναι ότι άντλησε εξονυχιστικά πληροφορίες από τον ημερήσιο τύπο ενός αιώνα, αλλά και από κάποια, δυστυχώς λίγα, προσωπικά έγγραφα της βασιλικής οικογένειας που μπόρεσα να συμβουλευτώ σε αρχεία του εξωτερικού, πάντοτε όμως σε συνάρτηση με το Τατόι, που ήταν το κύριο αντικείμενο της ερευνάς μου, και τρίτον, «Το ημερολόγιο του πρίγκιπος Νικολάου», του οποίου εξέδωσα τον τόμο των ετών 1909-1912, ενώ προχωρεί η εργασία για την έκδοση άλλων δύο τόμων που καλύπτουν τα επίσης κρισιμότατα έτη 1918-1920.
Όπως είναι φυσικό, στις περί τις 3.000 χειρόγραφες σελίδες του Ημερολογίου συχνή είναι η παρουσία της μητέρας του συγγραφέως του. Υπάρχουν επίσης, όμως στα αγγλικά, τα δημοσιευμένα σώματα αλληλογραφίας ηγεμόνων ή συγγενών της βασίλισσας Όλγας, όπως της Βικτωρίας της Αγγλίας – που πολύ την εκτιμούσε και την θεωρούσε εξαίρεση – αυτή που δεν αγαπούσε τίποτε το ρωσικό – σε σχέση με τους λοιπούς Ρωμανώφ – της πρεσβύτερης κόρης της αυτοκράτειρας Φρειδερίκου που συχνά επισκεπτόταν την Ελλάδα και μιλά πολύ συμπαθητικά για την βασίλισσα ή, τα λίαν αποσπασματικά που γράφει η Σοφία, πριγκίπισσας διαδόχου και μετά βασίλισσα των Ελλήνων, εγγονή και κόρη των προηγουμένων, η σχέση της οποίας με την πεθερά της δεν ήταν εύκολη.
Τέλος αρυόμεθα αποσπασματικά στοιχεία από δημοσιευμένες βιογραφίες προσωπικοτήτων του οικογενειακού περιβάλλοντος της Όλγας, όπως για παράδειγμα του μετέπειτα βασιλέως Γεωργίου Ε΄ της Αγγλίας, αγαπημένου ανηψιού της βασίλισσας των Ελλήνων που κατ’ επανάληψη στα νιάτα του φιλοξενήθηκε στα ανάκτορα Αθηνών και στο Τατόι, ή της αυτοκράτειρας Μαρίας Φεοντώροβνα, της Δανίδος την καταγωγή πριγκίπισσας Ντάγκμαρ, για την οποία λέγεται ότι ευνόησε το συνοικέσιο του αδελφού της με την πρώτη εξαδέλφη του συζύγου της, παρά την αρχική αντίρρηση του πατέρα της ενδιαφερομένης μεγάλου δουκός Κωνσταντίνου Νικολάεβιτς.
Ας πούμε παρενθετικά ότι οι δύο ηγεμονίδες παρέμειναν στενά συνδεδεμένες δια βίου, μέσα από ευχάριστες, αλλά κυρίως από κοινές τραγικές εμπειρίες. Η Όλγα ήταν παρούσα στην στέψη του Αλεξάνδρου Γ΄ και της Μαρίας Φεοντώροβνα, και μοιραζόταν με την κουνιάδα της ενίοτε τις διακοπές της στην Ρωσία, πότε έξω από την Αγία Πετρούπολη, η Όλγα στην Στρέλνα ή αργότερα στο Παυλώφσκ, στο Cottage η Μαρία Φεοντώροβνα την μικρή νεογοτθική έπαυλη στο πάρκο του ανακτόρου του Πέτερχοφ, αλλά και στην Λιβαδειά της Κριμαίας στην έπαυλη Μάλυ – και ήταν η Ελληνίδα βασίλισσα που εισήγαγε εκεί τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης στον ετοιμοθάνατο Αλέξανδρο Γ΄- ή στο θαλασσινό περίπτερο Λανγκικόβσκυ στις φιλανδικές ακτές, αλλά και στην Δανία, στην τεράστια ετήσια οικογενειακή σύναξη με τα ταυτοχρόνως παρόντα 36 εγγόνια του Χριστιανού Θ΄ του επονομαζόμενου «πατέρα της Ευρώπης», ή τέλος στην Ελλάδα, στην Αθήνα, το Τατόι και κυρίως την Κέρκυρα.
Η βασίλισσα Όλγα υπήρξε η ανάδοχος της πρώτης κόρης της Μαρίας, μεγάλης δούκισσας Όλγας Αλεξανδρόβνα, στην οποία έδωσε το όνομά της, δραπέτευσαν δε από την Ρωσία που αιματοκυλίετο, χάρη στον ίδιο άνθρωπο, τον Δανό διπλωμάτη και πληρεξούσιο υπουργό Χάραλντ Σκαβένιους∙ οι δύο γυναίκες θα ξανασμίξουν για τελευταία φορά, λίγους μήνες πριν από τον θάνατο της Όλγας, έχοντας αμφότερες περάσει ως δια πυρός, με δεκάδες τα τραγικά πένθη γύρω τους, κι εξόριστες από τις πατρίδες τους, στο Hvidore, την έπαυλη έξω από την Κοπεγχάγη, την οποία είχε κτίσει η Μαρία μαζί με την αδελφή της βασίλισσα Αλεξάνδρα της Αγγλίας.
Η Μαρία Φεοντώροβνα ήταν επίσης μία από τις συγγενείς με επιρροή προς τις οποίες στρεφόταν η Όλγα για να ζητήσει βοήθεια υπέρ της χώρας της, γνωρίζοντας την επίδραση που αυτή ασκούσε στον γιο της Νικόλαο Β΄. Τούτο συνέβη τουλάχιστον δύο φορές: μια πρώτη το 1897, ώστε να σταματήσει η προέλαση των Τούρκων προς την απροστάτευτη και σε επαναστατικό αναβρασμό ευρισκόμενη Αθήνα και μία δεύτερη, το 1913, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ενσωμάτωση της Καβάλας στην Ελλάδα. Ωστόσο, τόσο στην όψη, όσο και στον χαρακτήρα δεν υπήρχαν γυναίκες πιο διαφορετικές.
Ο αρραβώνας της μεγάλης δούκισσας Όλγας Κωνσταντίνοβνα με τον Γεώργιο των Ελλήνων στις 4/16 Μαΐου 1867, αιφνιδιάζοντας την κυβέρνηση, προκάλεσε κυβερνητική κρίση λόγω κυρίως της υπερβολικής κοινοβουλευτικής ευθιξίας του πολιτικά ακόμη κάπως άγουρου Χαριλάου Τρικούπη, υπουργού των Εξωτερικών, ο οποίος τότε δυσφορούσε με τον βασιλέα εξ αιτίας του ότι ο Γεώργιος στηρίζοντας μεν με κάθε τρόπο την υπόθεση της επαναστατημένης Κρήτης, ήταν απολύτως αντίθετος στη υποδαύλιση εκ μέρους της φτωχής και διπλωματικά απομονωμένης Ελλάδος επαναστατικών κινημάτων στην Θεσσαλία και την Ήπειρο.
Ο γάμος του Γεωργίου και της Όλγας τελέσθηκε σύμφωνα με το μεγαλοπρεπές τυπικό των Ρωμανώφ στις 15/27 Οκτωβρίου 1867, στην Αγία Πετρούπολη, και στις 11/23 Νοεμβρίου, το βασιλικό ζεύγος έκαμε την είσοδό του στην μικρή Αθήνα των 35.000 κατοίκων. Η δεκαεξάχρονη καστανόξανθη κοπέλα που ντυμένη στα γαλανόλευκα αποβιβάσθηκε στον Πειραιά από τον ατμοδρόμωνα «Μεσολόγγιον» που μετέφερε το βασιλικό ζεύγος από το Καλαμάκι του Ισθμού, κέρδισε αμέσως τις καρδιές των Αθηναίων. Ανάμεσα στα προσωπικά της πράγματα που συνταξίδεψαν μαζί της από την Ρωσία, υπήρχαν κιβώτια με τις κούκλες της. Ωστόσο την ζωή η Όλγα τόσο ως βασίλισσα, όσο και ως σύζυγος και ως μητέρα, μόνον ως παιχνίδι δεν αντιμετώπισε. Τούτο δε από την πρώτη στιγμή.
Στην δημοτικότητα της νεαρής βασίλισσας μεγάλο ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι ήταν ορθόδοξη. Με την άφιξή της και ένα έτος αργότερα με την βάπτιση του πρωτότοκου γιου της Κωνσταντίνου, αμβλυνόταν σοβαρά – διότι ο Γεώργιος παρέμεινε διακριτικά προτεστάντης μέχρι τέλους – η ανωμαλία που ίσχυε από τα 1832/33 να είναι δηλαδή τα μέλη του βασιλεύοντος οίκου διαφορετικής ομολογίας από εκείνη της τεράστιας πλειονότητας του λαού. Μαζί δε με αυτό, προχώρησε ένα ουσιαστικό βήμα ο εγκλιματισμός του βασιλικού πολιτεύματος στην νεώτερη Ελλάδα, πολιτεύματος του οποίου είχε ανανεωθεί και περίτρανα επικυρωθεί η νομιμότητα στο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του 1862, στο οποίο επί συνόλου 244.202 ψηφισάντων, οι υπέρμαχοι του αβασίλευτου καθεστώτος ήσαν μόλις 93.
Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πόσο η Ελλάδα του 1867 ήταν στους αντίποδες του ό,τι είχε γνωρίσει η νεαρή βασίλισσα. Ζώντας αναγκαστικά σε συνθήκες σχετικής απομόνωσης που αίρονταν σταδιακά όσο μεγάλωνε η επαφή με την ελληνική πραγματικότητα που και αυτή διήνυε μεταβατικό στάδιο από το οποίο θα απορρεύσει βαθμηδόν η πρώτη ελλαδική αστική τάξη, η Όλγα- στην οποία δίδαξε τα ελληνικά ο Στέφανος Κουμανούδης – παρά την τεράστια ικανότητά της προσαρμογής, ήταν φυσικό να νιώθει έντονη νοσταλγία για την γενέτειρά της. Μόνον στο Τατόι – όπως η ίδια έλεγε- κατάφερνε κάπως να ξεγελασθεί, παρ’όλο που τα δύο πρώτα χρόνια αναγκάσθηκε να στριμωχτεί στην μικρή και χωρίς την παραμικρή άνεση αγροικία του Σκαρλάτου Σούτζου, του προηγούμενου ιδιοκτήτη του κτήματος… Η νοσταλγία αυτή ήταν κάτι κοινό που μοιραζόταν με τον άνδρα της. Έτσι αμφότεροι έτρεχαν να επισκεφθούν όποιο δανέζικο ή ρωσικό πολεμικό έριχνε άγκυρα στον Πειραιά και έσπευδαν να προσκαλέσουν τους αξιωματικούς του κάθε βαθμού, στο Τατόι. Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα όλα αυτά.
Κι ήταν φυσικό η νοσταλγία αυτή να αποτυπωθεί σε ορισμένους από τους ιδιωτικούς χώρους κατοικίας της βασίλισσας. Στα ανάκτορα Αθηνών επί παραδείγματι, το σημερινό δηλαδή μέγαρο της Βουλής, ο μακρύς διάδρομος που περνώντας πίσω από την αίθουσα των Ηρώων και την αίθουσα του Θρόνου, ένωνε την αίθουσα των Τροπαίων με τα διαμερίσματα της βασίλισσας, ήταν κοσμημένος και στις δύο του πλευρές με τα πορτραίτα σε λάδι των ρώσων και γερμανών προγόνων της Όλγας, ενώ επίσης υπήρχαν τοποθετημένα σε εταζέρες που σχημάτιζαν πυραμίδες, μικρά ομοιώματα των ζώντων συγγενών… Στην νότια άκρη του διαδρόμου αυτού ήταν το λεγόμενο Ναυτικό Δωμάτιο, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν αποκλειστικώς ρωσικό, καθώς ήταν γεμάτο ενθυμήματα των πολεμικών, των αξιωματικών και των ναυτών της Β΄ μοίρας του ρωσικού στόλου της Μεσογείου, της οποίας η Όλγα ήταν η επίτιμη αρχηγός (1*).
Όπως ήταν και η επίτιμη κυβερνήτης του θωρηκτού «Αζώφ», της ναυαρχίδας του στόλου. Στο Ναυτικό Δωμάτιο φυλασσόταν επίσης το πλήρες αρχείο του Ρωσικού Ναυτικού Νοσοκομείου Πειραιώς, του οποίου η Όλγα ήταν η ιδρύτρια και η υψηλή προστάτις. Ολόκληρη η βασιλική έπαυλη στο Τατόι (1880-1884-1886-1889) ήταν άλλωστε πιθανότατα καρπός νοσταλγίας, όντας αντίγραφο της Ferme, της κατοικίας του Αλεξάνδρου Β΄ στο πάρκο του Peterhof · ως ο ιστορικός του Τατοΐου θα ήμουν ευγνώμων στην κυρία Όλγα Σοκολόφσκαγια ή σε οποιονδήποτε άλλον ρώσο ερευνητή αν μας αποκάλυπτε μέσα από τα έγγραφα της βασίλισσας που μελέτησε, τον λόγο αυτής της επιλογής. Προσκρούοντας στην άρνηση του συζύγου της, η Όλγα δεν κατόρθωσε να κτίσει σε ρωσικό ρυθμό τους ναούς στα δύο ιδιωτικά κτήματα της βασιλικής οικογένειας, δηλαδή ούτε στο Τατόι ούτε στους Πεταλιούς, οι οποίοι, θυμίζω, ότι ήσαν μέρος της προίκας της.
Τέλος πάντρεψε αμφότερες τις θυγατέρες της με ρώσους πρίγκιπες. Την όμορφη Αλεξάνδρα/ Άλιξ με τον μεγάλο δούκα Παύλο Αλεξάνδροβιτς και την Μαρία/ Minnie με τον μεγάλο δούκα Γεώργιο Μιχαήλοβιτς. Η Αλεξάνδρα πέθανε στα 21 της χρόνια στο Ιλίνσκοϊε, έξω από την Μόσχα, λίγο μετά την γέννηση του δεύτερου τέκνου της και οι διάφορες – ανεξακρίβωτες- φήμες γύρω από την πραγματική αιτία του θανάτου της, άγγιξαν οδυνηρά τον βασιλέα Γεώργιο και προκάλεσαν την ψύχρανση των προσωπικών του σχέσεων με τον Αλέξανδρο Γ΄. Έτσι ο Έλλην βασιλεύς δεν ευνόησε το σχέδιο της γυναίκας του να παντρευτεί και η δεύτερη κόρη του έναν Ρομάνωφ.
Η κυρίως ενδιαφερομένη άλλωστε, φανατική Ελληνίδα, δεν ήθελε να εγκαταλείψει την χώρα της και επί πλέον λέγεται πως ήταν ερωτευμένη με έναν αξιωματικό που ήταν μέλος του στρατιωτικού οίκου του πατέρα της. Ο ρωσικός αρραβώνας της Μαρίας με τον Γεώργιο διακόπηκε και η ίδια προτίμησε να παραμείνει κοντά στον πατέρα της στην Αθήνα και να μη μεταβεί στην Μόσχα για την στέψη του Νικολάου Β΄, κάτι για το οποίο αργότερα θα δήλωνε ότι μετάνιωσε, χωρίς φυσικά να γνωρίζει ότι επρόκειτο για την τελευταία στέψη τσάρου στην Ιστορία. Ίσως ο Γεώργιος να ευνόησε γαμήλιο σχέδιο με τον Σέρβο βασιλέα Αλέξανδρο Ομπρένοβιτς· στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, έστειλε την βασιλική θαλαμηγό «Σφακτηρία» για να τον μεταφέρει από κάποιο αυστροουγγρικό πιθανώς λιμάνι στον Πειραιά και κάθισε δίπλα του την Μαρία, στις κερκίδες του Παναθηναϊκού σταδίου καθώς και στα γεύματα που παρέθεσε στο παλάτι… Η Μαρία δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται.
Η Όλγα τότε αύξησε την πίεση, παίρνοντας την κόρη της μαζί της πρώτα στην Αιδηψό, στις θέρμες του Σύλλα, για λουτρά κι έπειτα για μεγαλύτερο διάστημα στην Κρήτη, όπου παρέμειναν επί πολλές εβδομάδες κοντά στον πρίγκιπα αρμοστή Γεώργιο. Ο γάμος κατόπιν έγινε ταχύτατα, σχεδόν εσπευσμένα, στην Κέρκυρα, προτού η Μαρία και πάλι αλλάξει γνώμη… Μετά από μία τέτοια αρχή τα πράγματα σπανίως εξελίσσονται καλά. Από την άλλη, η Μαρία αναγνώριζε με κάποιο χιούμορ- και διέθετε από αυτό άφθονο- πως χάρη στην επιλογή της απέφυγε την τύχη της βασίλισσας Δράγκας που εκπαραθυρώθηκε, μαζί με τον Αλέξανδρο από συνωμότες στρατιωτικούς στο Βελιγράδι το 1903…
Ερχόμενη η Όλγα στην Ελλάδα δεν βρήκε αυλική παράδοση, εκλήθη επομένως να την δημιουργήσει η ίδια, προσαρμόζοντας στην λιτή ελληνική πραγματικότητα και στην λιλιπούτεια βασιλική Αυλή των Αθηνών, ορισμένες εθιμοτυπικές συνήθειες και ορισμένα τελετουργικά τυπικά από την Ρωσία. Κάποιες από εκείνες και κάποια από αυτά είχαν ωστόσο απώτατη «βυζαντινή» καταγωγή, καθώς είχαν περάσει στην Μοσχοβία το 1472, μαζί με την Σοφία/Ζωή Παλαιολογίνα, ανηψιά του τελευταίου Ελληνο-ρωμαίου αυτοκράτορα που παντρεύτηκε τον μεγάλο ηγεμόνα Ιβάν Γ΄. Ορισμένα, όπως η τελετή του χειροφιλήματος το Νέον Έτος ήσαν ανοικτά προς την αθηναϊκή κοινωνία, ενώ άλλα περιορίζονταν στενότερα στην οικογένεια και αφορούσαν κυρίως την θρησκευτική ζωή των μελών της: ένα από αυτά ήταν η τέλεση συχνών δοξολογιών με κάθε αφορμή (γέννηση, ονομαστική εορτή, γενέθλια, ίαση από ασθένεια, διάσωση από ατύχημα ή δολοφονική απόπειρα) – ενίοτε στην ρωσική εκκλησία της οδού Φιλελλήνων, όταν ο τιμώμενος ήταν μέλος της ρωσικής αυτοκρατορικής οικογενείας – , οι μακρές γονυκλισίες στην λειτουργία, η εδαφιαία μετάνοια στην διάρκεια της Επικλήσεως, η Μετάληψη άπαξ μόνον του έτους μετά από μεγάλη προετοιμασία αυστηρή νηστεία και εξομολόγηση, τα στέφανα των γάμων σε σχήμα βασιλικού στέμματος, η πολυφωνία στην παιδική ανακτορική χορωδία, παράδοση την οποία ανέστησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο βασιλεύς Παύλος.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει την έμπρακτη φιλανθρωπία, αν το χαρακτηριστικό αυτό δεν απαντάτο σε όλες σχεδόν τις Ελληνίδες βασίλισσες, αρχής γενομένης από την Αμαλία, για να μην πω σε όλες σχεδόν τις γυναίκες του βασιλικού ελληνικού οίκου. Στην Όλγα ωστόσο έλαβε εντονώτατο προσωπικό χαρακτήρα. Οι επισκέψεις της στον Ευαγγελισμό διαρκούσαν ώρες πολλές, ενίοτε ολόκληρη ημέρα, καθώς η βασίλισσα πήγαινε από κρεβάτι σε κρεβάτι, σταματούσε και μιλούσε επί ώρα με τον κάθε ασθενή και ζητούσε να ενημερωθεί για κάθε δύσκολη περίπτωση. Συγκρατούσε στην μνήμη της τα δύσκολα περιστατικά ώστε να μπορεί να τα παρακολουθεί και να τα φροντίζει, ενίοτε και από μακριά όταν βρισκόταν στην Ρωσία. Κάθε φορά που αναχωρούσε για την γενέτειρά της, ζητούσε από την διεύθυνση του νοσοκομείου να της συντάξουν τον πλήρη κατάλογο των οργάνων και μηχανημάτων που είχε ανάγκη το νοσοκομείο. Για την αγορά τους κινητοποιούσε τους Ρώσους συγγενείς της κι επέστρεφε στην Ελλάδα με την «Σφακτηρία» ή την «Αμφιτρίτη» κομίζοντας τα χρειαζούμενα.
Συχνά πήγαινε στον Ευαγγελισμό από το παλάτι πεζή, χωρίς συνοδεία, παίρνοντας μαζί της αρχικά την κόρη της Αλεξάνδρα κι αργότερα την Μαρία. Ο Gaston Deschamps που τύχαινε να συναντήσει την βασίλισσα και την Αλεξάνδρα να επιστρέφουν το βράδυ από το νοσοκομείο, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Κηφισιάς, όπως λεγόταν τότε η Βασιλίσσης Σοφίας, γράφει στην «Ελλάδα της σήμερον» (Α΄έκδοση, Οκτώβριος 1890), «πως βλέποντάς τες δεν ήξερες ποια από τις δυο ήταν η πιο νέα» (2*). Στο Τατόι, στο μικρό νοσοκομείο που είχε ιδρύσει για τους χωρικούς, εκτελούσε η ίδια χρέη νοσοκόμας. «Πες μέσα σου… ότι θα έχεις ως θρησκεία την θρησκεία του ανθρώπινου πόνου» συμβουλεύει σε μία της επιστολή – γραμμένη παραδόξως στα γαλλικά – τον ανιψιό της, μετέπειτα βασιλέα της Αγγλίας Γεώργιο Ε΄ (3*). Δεν θα μπορούσε να συνοψίσει καλύτερα το περιεχόμενο της δικής της πίστης για την βασιλική αποστολή. Ας αναφέρω εδώ και μία πρωτοποριακή της πρωτοβουλία: την εκτύπωση με δική της δαπάνη, και κείμενο του αυλικού υπίατρου Κωνσταντίνου Σάββα, πολλών χιλιάδων ενημερωτικών φυλλαδίων με τους τρόπους πρόληψης της χολέρας που διανεμήθηκαν το 1892, στον αθηναϊκό πληθυσμό…
Χωρίς ποτέ να υπάρξει ανάμιξη της Όλγας στην πολιτική – ο Γεώργιος Α΄ ουδέποτε της άφησε τέτοιο περιθώριο, ίσως όμως και η ίδια να μην το επεδίωξε ποτέ – η έκδηλη ρωσσοφιλία της σε μία περίοδο όπου ο Ελληνισμός αντιλαμβανόταν ως μείζονα απειλή όχι τον Τούρκο που έφθινε, αλλά την ανερχόμενη με την βοήθεια της Ρωσίας Βουλγαρία που επιβουλευόταν την Μακεδονία και την Θράκη, ήταν πηγή σοβαρής λαϊκής δυσαρέσκειας προς το άτομό της.
Η διασπορά ανυπόστατων φημών περί σλαυικής συνομωσίας πίσω από την αθώα μετάφραση του Ευαγγελίου στην νεοελληνική που παρήγγειλε η βασίλισσα όχι χωρίς να συμβουλευτεί τον προκαθήμενο της Ιεράς Συνόδου και η οποία ατυχώς συνέπεσε με την μετάφραση στην «μαλλιαρή» του Α.Α. Πάλλη εναντίον της οποίας τοποθετήθηκε το Οικουμενικό πατριαρχείο, προκάλεσαν τον Νοέμβριο του 1901, βίαια οχλαγωγικά επεισόδια, τα λεγόμενα «Ευαγγελικά» στα οποία ακούστηκε η κραυγή «κάτω η Σλαύα!», και που θα ήσαν κωμικά αν δεν είχαν προκαλέσει 7 θανάτους, περί τους 80 τραυματισμούς, την πτώση της πρώτης κυβερνήσεως Γεωργίου Θεοτόκη – που δεν αντελήφθη εγκαίρως την έκταση του προβλήματος, παραβλέποντας ότι στην Ελλάδα μπορεί να υπάρξει κάλλιστα καπνός χωρίς φωτιά – και την παραίτηση του μητροπολίτη Αθηνών. Θυμίζω ότι η πρωτοβουλία της Όλγας προήλθε από την διαπίστωση, καθώς στον πόλεμο του 1897 επισκεπτόταν νοσοκομεία με τραυματίες και καταυλισμούς με πρόσφυγες και συχνά προσέφερε στους ανθρώπους αυτούς την Καινή Διαθήκη, πως κανείς τους δεν καταλάβαινε το παραμικρό από το ιερό κείμενο…
Η «πολιτική » επιρροή της Όλγας υπήρξε ωστόσο έμμεση, μέσω δηλαδή των παιδιών της, στα οποία ενστάλαξε την μοναρχικότητα· σε επιστολές της, αλλά και στο ημερολόγιο του γιου της Νικολάου που πάντα δεν συντάσσεται μαζί της και βρίσκεται πλησιέστερα στον πατέρα του, την βλέπομε ενίοτε να επικρίνει τον Γεώργιο Α΄ γι’ αυτό που η ίδια εξελάμβανε ως υποχωρητικότητα, ως έλλειψη πυγμής, ως προσβολή της βασιλικής ιδέας και εικόνας, ενώ εκ μέρους του πολιτικότατου αυτού βασιλέως δεν ήταν παρά ωμός ρεαλισμός και προσαρμογή στην πραγματικότητα. Θεμέλιο των περί βασιλείας απόψεων της Όλγας ήταν η βαθύτατη χριστιανική της πίστη, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν μέσα από τους περιορισμούς της εποχής και της κάστας της, αλλά και μέσα από την παράδοση της γενέτειράς της. Έτσι η ελέω Θεού υπεροχή – άλλωστε για έναν πιστό, ποιο πράγμα και ποια κατάσταση δεν είναι ελέω Θεού; – είχε ως αντιστάθμισμα και περιεχόμενο την μέχρις αυτοθυσίας προσφορά στο πλησίον.
Στην απάντησή της προς την επαναστατική Τριανδρία της Θεσσαλονίκης που ευλαβώς την ενημέρωνε πως στην επέτειο της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης κατέθεσε στέφανο στο μνημείο του εθνομάρτυρος Γεωργίου Α΄, η βασίλισσα στέκεται ακόμη άκαμπτη. (4*). Δεν απαντά απ’ ευθείας, σε αυτούς τους οποίους θεωρεί στασιαστές και επίορκους, αλλά στέλνει από το Πέτρογκραντ όπου βρίσκεται από την άνοιξη του 1914, το τηλεγράφημά της στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, για να το προωθήσει εκείνος. Στην πρώτη αυτή κορύφωση του Εθνικού Διχασμού, το σύστημα αξιών και η εξ αυτού απορρέουσα πολιτική και κοινωνική οργάνωση, ιεραρχία και συμπεριφορά, δεν έχει μέσα της κλονισθεί. Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν πανάρχαιοι θρόνοι και κραταιές αυτοκρατορίες απαλείφθηκαν, όταν φρικτές δολοφονίες θέρισαν τους Ρομάνωφ και η Ορθοδοξία στην Ρωσία εδιώκετο με τον πλέον λυσσώδη τρόπο, όταν στην Ελλάδα η οικογένειά της κατασυκοφαντείτο και η κυβέρνηση Βενιζέλου ηρνείτο στην βασίλισσα Σοφία την άδεια να έλθει στο προσκέφαλο του γιου της Αλεξάνδρου που πέθαινε, – «τώρα Γιουλού μου μόνο τα απάνθρωπα είναι δυνατά» θα πει στην Ιουλία Καρόλου η βασίλισσα Όλγα -, η κοσμογονία που ανέτρεψε τον κόσμο της άφησε όρθια στην ψυχή της, την πάντοτε υποταγμένη στο θείο θέλημα, μόνο την πίστη στον Σταυρό και στην Ανάσταση.
Και όταν ο πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης – που την επαύριο των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920, ανέβηκε στο Τατόι για να της προσφέρει την Αντιβασιλεία – προσκρούοντας στην αντίρρησή της, γονάτισε παρά την ηλικία του μπροστά της, παρακαλώντας την να δεχθεί, η Όλγα βαθύτατα συγκινημένη γονάτισε και αυτή. Μπαίνοντας κανείς στο δωμάτιο, θα αντίκρυζε έκπληκτος δύο μαυροφορεμένους γέροντες, γονατιστούς τον ένα απέναντι στο άλλο, με τα δάκρυα να ρέουν και στων δυο τους τα μάγουλα: τον πρωθυπουργό και την βασίλισσα – μητέρα. Και η Όλγα αποδέχθηκε την πρόταση της κυβερνήσεως, έγινε αντιβασίλισσα μέχρι να διεξαχθεί το δημοψήφισμα και επιστρέψει ο Κωνσταντίνος. Αυτή ήταν και η τελευταία δημοσία πράξη της στα ελληνικά πράγματα.
Β.
Θεώρησα αναγκαίο να σκιαγραφήσω με τις λίγες αυτές πινελιές την προσωπικότητα και κάτι από το έργο της βασίλισσας Όλγας, επειδή τόσα λίγα γνωρίζομε πλέον εδώ στην Ελλάδα γι’ αυτήν. Η ανακοίνωσή μου συμπληρώνεται με την παρουσίαση της κοινωφελούς δράσεως της βασίλισσας στον πόλεμο του 1897.
Ας θυμίσω πως αυτός ο πόλεμος αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέπεια της πτωχεύσεως του 1893 και προέκταση της Κρητικής εξέγερσης του 1896, με τον νουνεχή βασιλέα Γεώργιο να βρίσκεται στριμωγμένος ανάμεσα στο πατριωτικό του καθήκον να συμπαρασταθεί στους Κρητικούς, καθήκον από το οποίο ουδέποτε απέκλινε, στο εθνικιστικό παραλήρημα της Εθνικής Εταιρίας που είχε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, στην κυβέρνηση του δημαγωγού Θεοδώρου Δεληγιάννη που για ψηφοθηρικούς λόγους υπερθεμάτιζε και έριχνε λάδι στην φωτιά και στην άφιλη ακαμψία των Μεγάλων Δυνάμεων, μία από τις οποίες, η Γερμανία ευνοούσε τον ελληνο-τουρκικό πόλεμο.
Αμέσως μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό, συνειδητοποιώντας την λαϊκή δυσφορία που εστρέφετο κατά του προσώπου του και βλέποντας τα θεμέλια του πολιτεύματος να κλονίζονται, ο Γεώργιος, κάνοντας στροφή στην μέχρι τότε ειρηνόφιλη πολιτική του, αιφνιδιάζει τους πάντες στέλνοντας στον πρωθυπουργό ανοικτή επιστολή με την οποία τον καλούσε να εντείνει με συγκεκριμένα μέτρα την πολεμική προπαρασκευή της χώρας. Στις 23 και 24 Ιανουαρίου 1897, οι Τούρκοι εξαπολύουν σφαγή κατά των χριστιανών στα Χανιά. Ο Έλληνας πρόξενος ζητεί από την Αθήνα την αποστολή πλοίων για την προστασία του πληθυσμού.
Ο Γεώργιος τότε όχι μόνον διέταξε την αποστολή στρατού στην Κρήτη, αλλά έθεσε επί κεφαλής πρόσωπα του αμέσου περιβάλλοντός του, από τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, διοικητή της μοίρας των τορπιλοβόλων, έως τον Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή του βασιλέως και τώρα αρχηγού του εκστρατευτικού σώματος… Ταυτόχρονα ο βασιλεύς προέβη σε δριμεία διαμαρτυρία προς τους πρεσβευτές των Δυνάμεων, στους κόλπους των οποίων παρατηρείται βαθμιαία σύγκλιση μεταξύ της Ρωσίας και της Αγγλίας, ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία προσεγγίζει την γερμανική όλο και πιο πολύ. Λίγο αργότερα τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα μετακινούνται προς βορράν. Στις 7 Φεβρουαρίου αναχωρεί με την πυροβολαρχία του για τον Βόλο, ο πρίγκιπας Νικόλαος.
Στις 15 Μαρτίου διορίζεται αρχιστράτηγος ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Αναχωρεί την ίδια ημέρα για την Λάρισα με την πεποίθηση ότι τόσον ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του και η χώρα του σύρονται στην καταστροφή. Αργότερα ο Δεληγιάννης θα ομολογούσε πως ο διορισμός του διαδόχου απέβλεπε στον φρονηματισμό των θερμοκέφαλων της Εθνικής Εταιρείας που σχεδίαζαν εισβολή ατάκτων στο τουρκικό έδαφος, εισβολή που δυστυχώς η παρουσία του Κωνσταντίνου δεν απέτρεψε και η Τουρκία αντέδρασε ως υφιστάμενη επίθεση. Οι διπλωματικές της σχέσεις με την Ελλάδα διεκόπησαν την νύχτα της 4ης προς 5η Απριλίου.
Μετά από κάποιες πρώτες ασήμαντες επιτυχίες οι μάχες που ακολούθησαν ήσαν για την Ελλάδα σειρά ηττών και συνακόλουθα μια συνεχής υποχώρηση του στρατού της. Στις 14 Απριλίου η μάχη του Βελεστίνου, στις 23 η μάχη των Φαρσάλων, στις 5 Μαΐου η μάχη του Δομοκού. Στις 6 Μαΐου, χάρη στην επέμβαση των Δυνάμεων, σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, ενώ οι τουρκικές εμπροσθοφυλακές πλησίαζαν την Λαμία και την Στυλίδα και ο δρόμος των Αθηνών ήταν ανοικτός. Στις 12 Μαΐου υπογράφηκε η ανακωχή. Στις 20 Ιουνίου η Τουρκία αποδέχθηκε την έναρξη διαπραγματεύσεων. Στις 6 Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη υπογράφονται οι προκαταρκτικοί όροι των διαπραγματεύσεων από τους πρεσβευτές των Δυνάμεων. Από τις 21 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Νοεμβρίου διεξάγονται διαπραγματεύσεις επί των ανωτέρω όρων. Στις 5 Δεκεμβρίου κυρώνονται οι τελικές αποφάσεις από την ελληνική Βουλή.
Από την έναρξη των εχθροπραξιών έως περίπου τις αρχές Οκτωβρίου, επί ένα δηλαδή εξάμηνο, η βασίλισσα Όλγα βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση. Καθώς η Ελλάδα ήταν εξ ίσου ανέτοιμη στα μετώπισθεν, όσο ήταν και στην οργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων για να αντιμετωπίσει πραγματικό πόλεμο, τα πάντα έλειπαν για την μεταφορά και την περίθαλψη των τραυματιών, όπως επίσης για την μέριμνα υπέρ των Θεσσαλών προσφύγων, τα πλήθη των οποίων έφευγαν μπροστά στον προελαύνοντα εχθρό. Τέλος έπρεπε να φροντίσει κανείς με τα πλέον χρειώδη, τις οικογένειες των απόρων επιστρατευομένων.
Καθώς ταχύτατα τα υπάρχοντα νοσοκομεία αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η βασίλισσα ενοικίασε την ευρύχωρη κατοικία του Αλέξανδρου Μαύρου – κάπου μεταξύ των σημερινών οδών οδό Ρηγίλλης, Μουρούζη, Στησιχόρου και Λυκείου – και την μετέτρεψε σε βοηθητικό νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, δαπάνη του μεγάλου δουκός Γεωργίου Μιχαήλοβιτς. Από τα μέσα δε Ιουνίου διέθεσε το σύνολο των διαθέσιμων κτισμάτων στο Τατόι στους τραυματίες ώστε να περάσουν εκεί και υπό την επίβλεψη των γιατρών της Αυλής, το τελευταίο στάδιο της αποθεραπείας τους. Οι άνδρες αυτοί αποστέλλονταν στο Τατόι από τα διάφορα νοσοκομεία της πρωτεύουσας και του Πειραιά κατ’ εντολήν της βασίλισσας. Δεν ήταν δε λίγες οι φορές που ανάμεσα σε μία κάθοδο στα νοσοκομεία των Αθηνών, η στον Πειραιά και το Λαύριο για την παραλαβή νέων τραυματιών ή αρρώστων, η Όλγα, μαζί με την νύφη και την κόρη της, εκτελούσαν χρέη νοσοκόμας.
Μία δε περίπου φορά την εβδομάδα, το αργότερο κάθε δεκαήμερο, μία άμαξα την πήγαινε στον σταθμό Κηφισιάς απ’ όπου με έκτακτη αμαξοστοιχία κατέβαινε στο Λαύριο, όπου την περίμενε υπ’ατμόν η βασιλική θαλαμηγός «Σφακτηρία» (την οποία στο τελευταίο διάστημα αντικατέστησε η «Αμφιτρίτη») για να την μεταφέρει είτε στην Αγία Μαρίνα, μεταξύ της Στυλίδος και της Λαμίας, όπου ήταν η έδρα του Επιτελείου, το κύριο στρατόπεδο, καθώς και καταυλισμοί προσφύγων, είτε στον Μώλο, παραθαλάσσιο χωριό κοντά στις Θερμοπύλες το οποίο υπήρχε μεγάλο στρατόπεδο και το οποίο επίσης κατακλυζόταν από πρόσφυγες. Ενίοτε η μεταφορά γινόταν με το οπλιταγωγό «Γεώργιος». Σε κάθε περίπτωση το πλοίο ταξίδευε νύχτα, και ξανάφευγε νύχτα για να ξημερώσει στο Λαύριο. Στην άνοδο μετέφερε φαρμακευτικό υλικό, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης, στην κάθοδο τραυματίες και ασθενείς.
Συνήθως η Όλγα ταξίδευε μόνη, αφήνοντας στο πόδι της στην Αθήνα, για τα νοσοκομεία, κυρίως όμως για τα συσσίτια απόρων και προσφύγων, την Σοφία και την Μαρία. Τρεις μόνον φορές πεθερά και νύφη συνταξίδευσαν τους μήνες αυτούς. Η πρώτη ήταν η 20ή Ιουλίου, όπου επισκέφθηκαν στην Αγία Μαρίνα τον Κωνσταντίνο που είχε τα γενέθλιά του – εξ αιτίας των οποίων εψάλη δοξολογία στο στρατόπεδο- και του Νικολάου που δεν είχαν κατεβεί στην Αθήνα από την ημέρα που είχαν αναχωρήσει για το μέτωπο. Η δεύτερη ήταν στις 12 -14 Αυγούστου, όπου φθάνοντας μέσω Λαυρίου στην Κηφισιά, η μεν Σοφία συνέχισε για το Τατόι, ενώ η Όλγα προωθήθηκε στην Αθήνα, όπου πέρασε την ημέρα της επιθεωρώντας τον Ευαγγελισμό. Η τρίτη από κοινού άνοδος έγινε με την «Σφακτηρία» στις 2 Σεπτεμβρίου και η απουσία αμφοτέρων διήρκεσε έως τις 11 Σεπτεμβρίου. Ο λόγος αυτής της μετάβασης και της τόσο παρατεταμένης παραμονής αμφοτέρων στην Αγία Μαρίνα ήταν ότι τόσον ο Κωνσταντίνος όσο και ο Νικόλαος είχαν αρρωστήσει με υψηλό πυρετό.
Στις 9 Αυγούστου το μεσημέρι παρέθεσε η βασίλισσα γεύμα στους τελευταίους αποθεραπευμένους τραυματίες του βοηθητικού νοσοκομείου του Ευαγγελισμού, που έκλεισε την επομένη. Στο Τατόι οι τελευταίοι στρατιώτες έφυγαν πριν από τα τέλη Οκτωβρίου, πλην του Μανιάτη Παύλου Κούζουνα, του οποίου η βασίλισσα είχε διατάξει τον ακρωτηριασμό ενός ποδιού και για τον οποίον αισθανόταν στο εξής υπεύθυνη. Τον τακτοποίησε, μαζί με την μητέρα του σε ένα σπιτάκι κοντά στο ελαιοτριβείο, τον διόρισε κωδωνοκρούστη στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία τις Κυριακές και του πρόσφερε μία πλεκτική μηχανή για να πλέκει κάλτσες για να αποκτά έτσι ένα επί πλέον εισόδημα…
Αλλά προτού ολοκληρώσω την πρόχειρη ανακοίνωσή μου και κάτι ακόμη: σε μια Ευρώπη που σπαρασσόταν από τους αντιμέτωπους εθνικισμούς, κι όπου ο αντίπαλος όλο και λιγώτερο είχε δικαίωμα να επιζήσει, η βασίλισσα Όλγα έδωσε το καλό παράδειγμα: «Γνωρίζεις ότι περιθάλπουν και Τούρκους στα νοσοκομεία τους» γράφει με θαυμασμό για την Όλγα – αλλά και την Σοφία – στην μητέρα της, την βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, η αυτοκράτειρα Φρειδερίκου, στις 27 Σεπτεμβρίου 1897 που και η ίδια είχε βοηθήσει την Ελλάδα στον πόλεμο, στέλνοντας εδώ εκπαιδευμένες Αγγλίδες νοσοκόμες και αγοράζοντας, μαζί με την Σοφία, μεγάλο αριθμό τεχνητών μελών για την εξυπηρέτηση και ανακούφιση των ακρωτηριασμένων. Ναι, εγίνοντο δεκτοί και Τούρκοι τραυματίες στα πολεμικά νοσοκομεία, κατ’ εντολήν της Όλγας που δεν επέτρεπε τέτοιες διακρίσεις. Σημειωτέον, πως το ίδιο έκαμε και το 1912-1913, όπου ιδιαιτέρως μερίμνησε και για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες που συνωστίζονταν κάτω από άθλιες συνθήκες στην Θεσσαλονίκη. Πώς ήταν δυνατό να πράξει διαφορετικά η χριστιανή βασίλισσα, η βασίλισσα του ανθρώπινου πόνου;
Κώστας Μ. Σταματόπουλος
Σημειώσεις:
- Κώστας Μ. Σταματόπουλος, Τα ανάκτορα επί βασιλείας Γεωργίου Α΄ (1863-1909), Το αργό λυκόφως (1909 – 1913- 1922), εν Το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων, τ. Α΄και Β΄, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2009, τ. Α΄, σελ.114-115.
- Gaston Deschamps, La Grèce d’aujourd’hui, Librairie Armand Colin, 11e édition, Paris 1907, σελ. 61.
- Κώστας Μ. Σταματόπουλος, Το Χρονικό του Τατοΐου 1800-2003, τ. Α΄και Β΄, εκδ. Καπόν, τ. Α΄, σελ.143, σημ. 137.
- Ιουλία Κ. Καρόλου, Όλγα η βασίλισσα των Ελλήνων, τυπογραφείον Εστία, σελ. 319-320.
Πρέβεζα- Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Σταματόπουλο για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου του.