Πριν 94 χρόνια, στις 15 Νοεμβρίου 1922, η χώρα μας ζούσε μια από τις πιο μελανές στιγμές της ιστορίας της. Το Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο καταδίκαζε σε θάνατο πέντε πολιτικούς, ένα στρατιωτικό και άλλους δύο κατηγορούμενους σε ισόβια κάθειρξη.
Δεν υπάρχει ένας σκεπτόμενος Έλληνας που δεν αισθάνεται θλίψη όταν διαβάζει για την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, της Μικρασιατικής εκστρατείας, της Καταστροφής που ακολούθησε, των δύο εξοριών του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄και την εκτέλεση των Έξι. Όποια πλευρά και αν υποστηρίζει, θα διακρίνει θύτες και θύματα. Ο ξεριζωμός, ο θάνατος, η προδοσία, η μάταιη θυσία, τον ίδιο πόνο προκαλούν όποιες και αν είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις ενός ατόμου.
Τα απομνημονεύματα δημοσιογράφων που ασκούσαν το επάγγελμά τους εκείνη την εποχή είναι ελάχιστα. Γι ΄αυτό αποφασίσαμε να αντιγράψουμε το κείμενο του παλιού δημοσιογράφου Φώκου Κουντουριώτη(1) όπου περιγράφει τα γεγονότα με την δημοσιογραφική του έμπειρη γραφή. Μέσω του κειμένου του μας δημιουργείται η εντύπωση πως συμμετέχουμε και εμείς στην εξέλιξη των τραγικών αυτών στιγμών της ιστορίας της χώρας μας.
Η απόφαση του δικαστηρίου
Την 10.30 μ.μ. ώραν το δικαστήριον επανέρχεται εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων και καταλαμβάνει τας θέσεις του. Εν τω μεταξύ οι κατηγορούμενοι απεσύρθησαν από την αίθουσαν της συνεδριάσεως, διότι κατά την στρατιωτικήν ποινικήν δικονομίαν, οι κατηγορούμενοι δεν παρίσταντο κατά την απαγγελίαν της αποφάσεως. Την απόφαση τους την διαβάζει ο Επίτροπος του Στρατοδικείου που μετέβη γι΄αυτό τον λόγο στις φυλακές «Αβέρωφ» όπου κρατούνται.
Ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος εγείρεται εν μέσω απολύτου σιγής και ενώ η φρουρά παρουσιάζει όπλα αναγιγνώσκει την απόφασιν του δικαστηρίου. Δι΄αυτής καταδικάζει εις την ποινήν του θανάτου τους κατηγορόυμενους Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαον Θεοτόκην, Γεώργιον Μπαλταζήν και τον τέως αρχιστράτηγον Γεώργιον Χατζηανέστην. Επίσης επιβάλλει την ποινήν των ισοβίων δεσμών εις τους Μιχαήλ Γούδα και τον υποστράτηγο Ξενοφ. Στρατηγόν.
Το χρονικό της εκτέλεσης
Ως πρακτικογράφος της εφημερίδος «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ» παρακολούθησα την δίκη των πολιτικών και στρατιωτικών από της πρώτης συνεδριάσεως του δικαστηρίου και μέχρι την νύκτα της 14ης Νοεμβρίου οπότε εξεδόθη η απόφασις. Με τα χειρόγραφα των πρακτικών της τελευταίας συνεδριάσεως και το κείμενον της εκδοθείσης αποφάσεως έσπευσα αμέσως στο τυπογραφείο του «Ελεύθερου Τύπου» όπου με ανέμενε ο γραμματεύς της συντάξεως, ικανώτατος δημοσιογράφος και αγαπητός μου φίλος Γεώργιος Νούλης. Του παρέδωσα τα χειρόγραφα και ο Νούλης με ηρώτησε αμέσως ποια ατμόσφαιρα επικρατούσε στο κτίριο της Βουλής όπου διεξήχθη η δίκη μετά την έκδοση της αποφάσεως. Του απάντησα ότι εγώ έφυγα ευθύς μόλις επήρα το κείμενον της αποφάσεως για το τυπογραφείο και τουλάχιστον κατά το ολιγόστιγμο διάστημα της εκεί παραμονής μου δεν αντελήφθην καμμίαν μεταβολήν της ατμόσφαιρας.
Ο Νούλης μου συνέστησε να επιστρέψω αμέσως στο κτίριο της Βουλής και να παρακολουθήσω την όλη κίνηση και να γυρίσω να τον ενημερώσω. Έφυγα αμέσως. Όταν έφθασα όμως στο κτίριο της Βουλής η κατάστασις είχεν αλλάξει άρδην. Ένοπλοι στρατιώτες κυκλοφορούσαν στους διαδρόμους και με αυστηρό ύφος απεμάκρυναν από το κτίριο κάθε μη στρατιωτικό. Προσεπάθησα να πληροφορηθώ την αλλαγή της συμπεριφοράς της φρουράς και επληροφορήθην ότι πιθανώτατα τα μέτρα απομακρύνσεως παντός μη στρατιωτικού από το κτίριον ωφείλοντο εις το ότι εντός ολίγου οι καταδικασθέντες πολιτικοί και στρατιωτικοί θα μετεφέροντο στις φυλακές «Αβέρωφ». Παρέμεινα επ’ αρκετήν ώραν και παρηκολούθησα την μεταφοράν των καταδίκων στις φυλακές. Μαζί με τους καταδίκους απεχώρησε και η φρουρά και εντός ολίγου στο κτίριον επεκράτησε πλήρης ησυχία. Επέστρεψα στην εφημερίδα μου και ανέφερα στον γραμματέα συντάξεως όλα αυτά. Σε απάντηση με παρεκάλεσε να μη φύγω, να μείνω κοντά του διότι κατά πάσαν πιθανότητα θα εχρειάζετο την βοήθειά μου. Το ίδιο είπε και στο συνάδελφο συντάκτη της εφημερίδος Κυριάκο Αμοργιανό που ήλθε εκείνη την ώρα στο τυπογραφείο προκειμένου να γράψη μία τελευταία είδηση για την εφημερίδα. Εν τω μεταξύ ο Νούλης αφού παρέδωσε την τελευταία σελίδα στο τυπογραφείο με την εντολή ν΄αρχίση η εκτύπωση, γύρισε προς εμένα και τον Αμοργιανό και μας είπε να τον ακολουθήσωμε. Τα τυπογραφεία του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΤΥΠΟΥ» ήσαν εγκατεστημένα εις την στοά Πάππου, που όπως είναι γνωστόν άρχιζε από την οδό Σοφοκλέους. Κατέβαινε μέχρι που συναντούσε μια μικρότερη στοά που έβγαινε προς την οδόν Αιόλου και που έφερε το όνομα στοά Δημητρακοπούλου. Ο Γιώργος Νούλης, ο Αμοργιανός κι εγώ διασχίσαμε την στοά Δημητρακοπούλου και βγήκαμε στην οδό Αιόλου. Γυρίσαμε δεξιά με πρόγραμμα να φθάσωμε στα Χαυτεία, μήπως κατά τύχη βρίσκαμε εκεί κανένα αγοραίο αυτοκίνητο. Όπως όμως προχωρούσαμε και έξω ακριβώς από το μικρό κατάστημα Λαμπροπούλου φάνηκε να έρχεται πίσω μας ένα αυτοκίνητο αρκετά μεγάλο. Ήταν μάρκας «Γκόλτ». Ο Νούλης του έκανε νεύμα να σταματήση και τον ερώτησε αν είναι αγοραίο. Ο σωφέρ του απάντησε καταφατικά, ο Νούλης τον ερώτησε εάν θα εδέχετο να το «αγκαζάρη» για πολλές ώρες, ο σωφέρ δέχθηκε, συμφώνησε με την ώρα, μπήκαμε μέσα και ξεκινήσαμε. Ο Νούλης του είπε να κατευθυνθή προς τις φυλακές «Αβέρωφ» όπου είχαν μεταφερθή οι καταδικασθέντες από το Επαναστατικό Στρατοδικείο. Από τα μεσολαβήσαντα περιστατικά ο Νούλης άρχισε να σχηματίζη τη γνώμη ότι η εκτέλεση της θανατικής ποινής ήταν πιθανό να γίνη από τη μια στιγμή στην άλλη. Σαν παληός και έμπειρος δημοσιογράφος ο Νούλης απεφάσισε να παρακολουθήση τα γεγονότα για να εξασφαλίση μια πλήρη περιγραφή στην εφημερίδα. Επίστευε τότε ότι εάν η ποινή εξετελείτο θα επιτρεπόταν η δημοσίευση λεπτομερειών, γι΄αυτό όπως μας εξήγησε άρχιζε από τις φυλακές «Αβέρωφ» όπου είχαν μεταφερθή οι κατάδικοι. Ο σωφέρ πήρε την οδόν Ιπποκράτους και ανέβαινε σιγά – σιγά μέχρι που φθάσαμε στο τέρμα της. Κάναμε δεξιά και μπήκαμε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Δεν είχαμε όμως προχωρήσει παρά λίγα μέτρα όταν άγριες κραυγές «αλτ! μη προχωρήσετε άλλο»! μας υποχρέωσαν να σταματήσουμε. Ήταν στρατιώτες ακροβολισμένοι σε όλο το πλάτος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Απαγόρευαν όχι μόνο την διέλευση αλλά και την παραμονή οιουδήποτε αυτοκινήτου και πεζού ακόμη στο προ των φυλακών χώρο. Αναγκαστήκαμε τότε να κάνωμε στροφή και πήραμε την Λεωφόρο Αλεξάνδρας προς την αντίθετη κατεύθυνση και προς το δεξιό μέρος. Φθάσαμε εμπρός στο παληό ζυθοπωλείο του «Μουρούζη». Εξακολουθούσε να πέφτη χιονόνερο και το κρύο είχε γίνει δριμύτερο. Παρακαλέσαμε να μας ανοίξουν να μπούμε για να ζεσταθούμε πίνοντας λίγο τσάι. Μείναμε εκεί περίπου μία ώρα. Ύστερα ο Νούλης έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσωμε. Θα επιχειρούσαμε και πάλι να πλησιάσωμε τις φυλακές Αβέρωφ. Πήραμε με το αυτοκίνητο το δεξιό μέρος της λεωφόρου και προχωρούσαμε σιγά-σιγά χωρίς να συναντήσωμε φρουρούς. Έτσι φθάσαμε μέχρι το ύψος της πόρτας των φυλακών και παρκάραμε απέναντι από αυτές προς το δεξιό μέρος του δρόμου και σβήσαμε τα φώτα. Οι φρουροί είχαν αποσυρθή. Μόνο η φρουρά της εισόδου έμενε στην θέση της. Μπροστά και πάνω από την είσοδο των φυλακών άναβε ένα πολύ ισχυρό ηλεκτρικό φως. Αυτό μας επέτρεπε να παρακολουθούμε από το αυτοκίνητο, ο,τιδήποτε εγίνετο μπροστά στην είσοδο των φυλακών. Δεν πέρασε πολλή ώρα και έφθασε ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο. Είχε φέρει από την κλινική Ασημακοπούλου, όπου από μέρες ενοσηλεύετο, τον Δημήτριο Γούναρη. Με ένα φορείο από το αυτοκίνητο τον μετέφεραν μέσα στις φυλακές. Αργότερα έφθασε ο γραμματεύς του Στρατοδικείου προκειμένου να αναγνώση στους κρατουμένους την απόφαση του στρατοδικείου. Ακολούθησε η άφιξη ενός ιερέως με την θεία μετάληψη. Ήρθε για να εξομολογήση και μεταλάβη τους καταδίκους. Ήταν φανερό ότι είχε αποφασισθή η εκτέλεση της αποφάσεως του δικαστηρίου. Ειδοποιηθέντες άρχισαν σε λίγο να καταφθάνουν και οι συγγενείς των μελλοθανάτων για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Ένας εκ των πρώτων ήταν και ο υιός του Νικολάου Στράτου, όπως και η αδελφή του Χατζηανέστη λαίδη Λω. Η λάιδη Λω ήταν χήρα του λόρδου Εδουάρδου Λω, ο οποίος επί έτη είχε διατελέσει αντιβασιλεύς των Ινδιών. Η λαίδη Λω πήγε, είδε τον αδελφόν της, την πληροφόρησε ότι πρόκειται να εκτελεσθή και όταν έφευγε από τις φυλακές είχε καταληφθή από νευρική κρίση. Σε έξαλλη κατάσταση και γυρίζοντας προς το μέρος των φυλακών ακούστηκε να φωνάζη: «Είμαι η Λαίδη Λω. Η Αντιβασίλισσα των Ινδιών! Πήτε στον αδελφό μου να μην ανησυχή. Πηγαίνω αμέσως στην Αγγλική Πρεσβεία και σε λίγο θα είναι ελεύθερος». Μετά από αυτά τα λόγια μπήκε στην άμαξά της και έφυγε.
Ήταν πλέον βέβαιο ότι η εκτέλεση της θανατικής ποινής που επέβαλε το επαναστατικό στρατοδικείο στους πέντε πολιτικούς και τον πρώην αρχιστράτηγο Χατζηανέστη ήταν ζήτημα ωρών. Αλλά που θα εγίνετο η εκτέλεση; Γύρω από τη θέση της εκτελέσεως ετηρείτο αυστηρωτάτη μυστικότης. Τότε ο Νούλης μου είπε: «Πρέπει πάση θυσία να μάθωμε το χώρο της εκτελέσεως». Γι΄αυτό απεφάσισε να μην το κουνήση από τη θέση του μπροστά στις φυλακές. Θα παρακολουθούσε κάθε κίνηση. Θα περίμενε στην ανάγκη μέχρι την στιγμή που θα μετέφεραν τους καταδίκους και θα ακολουθούσε την πορεία τους. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα αναμονής. Άρχιζε σχεδόν να χαράζη. Για μια στιγμή ακούσαμε καλπασμό ίππου. Σε λίγο διακρίναμε έναν ιππέα που ήρχετο από την κατεύθυνση των Αμπελοκήπων. Όταν επλησίασε στην είσοδο των φυλακών αφίππευσε. Στο φως της εισόδου τον διακρίναμε καθαρά. Ήταν ένας υπολοχαγός του πυροβολικού. Βιαστικά μπήκε μέσα στο κτίριο των φυλακών. Κείνη την στιγμή ο Νούλης γύρισε και μου είπε: «Εάν το ένστικτό μου δεν με προδώση, αυτός ο υπολοχαγός μπορεί να μας οδηγήση στο χώρο της εκτελέσεως». Μετά μισή περίπου ώρα είδαμε τον υπολοχαγό να βγαίνη από τις φυλακές βιαστικός όπως όταν ήλθε. Ίππευσε το άλογό του και άρχισε να καλπάζη προς την κατεύθυνση των Αμπελοκήπων. Αμέσως τότε ο Νούλης διέταξε τον σωφέρ να ακολουθήση τον ιππέα από κάποια απόσταση. Δεν πέρασε πολλή ώρα για να αποδειχθή αλάνθαστο το ένστικτο του Νούλη. Ακολουθώντας τον υπολοχαγό φθάσαμε σε λίγο όχι απλώς στον χώρο που είχε ορισθή για την εκτέλεση, αλλά στο ίδιο το τετράγωνο της στρατιωτικής παρατάξεως.
Ήταν ένας ακάλυπτος χώρος στην περιοχή του Γουδί και σε μικρή απόσταση από το σανατόριο «Σωτηρία». Είχε αρκετά προχωρήσει η μέρα όταν από το σανατόριο έγινε αντιληπτή η κίνηση στο χώρο, που είχε σχηματισθή η στρατιωτική παράταξη. Αρκετοί ασθενείς άνδρες και γυναίκες άρχισαν να πλησιάζουν προς τον χώρο. Οι άρρωστοι εσταμάτησαν σ΄ενα μικρό ύψωμα απ΄όπου έβλεπαν όλο το χώρο. Μέσα στο τετράγωνο εβημάτιζαν μερικοί εξιωματικοί της χωροφυλακής με επικεφαλής τον Μοίραρχο Βοβολίνη, διευθυντή του τμήματος Ασφαλείας, στον οποίο είχεν ανατεθή η τήρηση της τάξεως στο χώρο της εκτελέσεως. Οι ώρες περνούσαν χωρίς να φαίνεται η συνοδεία με τους μελλοθανάτους. Λίγο μετά τις 11 εφάνηκαν τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα του στρατού με τους καταδίκους τα οποία επλαισίωναν αυτοκίνητα με την φρουρά τους. Οι παρατεταγμένοι στρατιώτες μετεκινήθησαν και άφησαν να περάσουν μέσα στο τετράγωνο παρατάξεως τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα. Σε λίγο άνοιξαν οι πίσω πόρτες τους και από αυτές άρχισαν να βγαίνουν ένας- ένας οι κατάδικοι. Πρώτος φάνηκε να κατεβαίνει ο Δημήτριος Γούναρης. Ήταν ωχρώτατος. Ύστερα από αυτόν κατέβηκε ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης που παρά την ηλικία του έσπευσε αμέσως και πήρε από το μπράτσο τον Γούναρη και τον υπεβάσταζε. Εν τω μεταξύ κατέβαιναν από τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και οι υπόλοιποι κατάδικοι και ο ιερεύς, ο οποίος έψαλλε το «Άμωμοι εν οδώ…αλληλούια». Προς στιγμήν επεκράτησε κάποια σύγχυση. Επειδή δεν τους είχαν υποδείξει που έπρεπε να σταθούν μέσα στο τετράγωνο της παρατάξεως, άλλοι πήγαιναν προς την μία κατεύθυνση και άλλοι προς άλλην. Τελικά κάποιος αξιωματικός τους υπέδειξε που να σταθούν. Πήραν θέσεις εμπρός σε ένα φυσικό ρηχό χανδάκι που εσχηματίζετο σε ευθεία γραμμή προς το βόρειο μέρος του τετραγώνου. Οι παρατεταγμένοι στρατιώτες απεσύρθησαν από εκείνη την πλευρά και έτσι έμεινεν ελεύθερος ο πίσω από τους καταδίκους χώρος. Ο Γούναρης στάθηκε έχοντας δίπλα του πάντα τον Πρωτοπαπαδάκη. Εφαίνετο σαν να μην είχε συνείδηση της καταστάσεως, σαν ο νους του να βρισκόταν αλλού. Ίσως αυτό να ωφείλετο και στην ασθένειά του. Ο Στράτος στάθηκε ψύχραιμος και ατάραχος. Ο Χατζηανέστης αφού έκαμε μερικούς βηματισμούς, τέλος στάθηκε ακίνητος σε στάση προσοχής. Ο Μπαλτατζής επίσης εφαίνετο ψύχραιμος. Τέλος ο Θεοτόκης, έκαμε νευρικές κινήσεις και ύστερα τράβηξε το λευκό μαντήλι του από την εξωτερική επάνω αριστερή τσέπη του σακακιού του, έβγαλε «το μονόκλ» του, το σκούπισε καλά-καλά και το έβαλε και πάλι στο μάτι του. Εν τω μεταξύ ο Στράτος φώναξε τον μοίραρχο Βοβολίνη, στον οποίο φάνηκε να παραδίδη κάποιο αντικείμενο. Όπως αργότερα έγινε γνωστό, επρόκειτο για την σιγαροθήκη του, που παρέδωσε στον μοίραρχο με την παράκληση να την δώση στον υιό του.
Εν τω μεταξύ το εκτελεστικό απόσπασμα πήρε θέση απέναντι από τους μελλοθανάτους. Σε λίγο ακούσθηκε το παράγγελμα του επικεφαλής αξιωματικού: «Προσοχή». Οι άνδρες εστάθησαν εις προσοχήν. Ευθύς αμέσως ακολούθησε το δεύτερο παράγγελμα: «Επί σκοπόν» και τέλος το τρίτον: «Πυρ». Μία ομοβροντία ακολούθησε. Και ενώ οι κατάδικοι εγονάτιζαν, όπως εδέχοντο τις σφαίρες, ένας αξιωματικός προσέτρεξε για να τους δώση με περίστροφο την «χαριστική βολή». Η όλη διαδικασία κράτησε λίγα δευτερόλεπτα. Αμέσως προσέτρεξαν στρατιώτες, που εσήκωσαν τους νεκρούς και τους μετέφεραν στα νοσοκομειακά αυτοκίνητα. Μόλις οι νεκροί εναπετέθησαν στα αυτοκίνητα, αυτά ανεχώρησαν αμέσως για το Α΄Νεκροταφείο Αθηνών, όπου παρεδόθησαν στους οικείους τους προς ενταφιασμόν. Μία ακόμη πτυχή της εθνικής καταστροφής είχε κλείσει.»
Η ανακοίνωσις της εκτελέσεως
Η Κυβέρνησις απαγόρευσε την αναγραφή οποιασδήποτε περιγραφής ή λεπτομέρειας της εκτελέσεως της καταδίκης σε θάνατο των πέντε πολιτικών και του τέως αρχιστρατήγου. Εξεδόθη μόνο λίγο μετά την 12ην μεσημβρινήν ανακοίνωση σχετικά με την εκτέλεση της αποφάσεως, που απεστάλη στας εφημερίδας και της οποίας το κείμενον είχεν ως εξής:
«Την 11 και 30΄π.μ. της σήμερον εις τον παρά το Γουδί χώρον εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των εξ καταδικασθέντων υπό του Έκτάκτου Στρατοδικείου υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το συμβούλιον πέντε πολιτικών, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη και του Αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζηανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί μεταφερθέντες εις το Α΄Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως, οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της ύστατης θελήσεώς των ουδέν είπον». (2)
Εκείνη την ημέρα εκτελέστηκε ψυχικώς και ηθικώς και ένα έβδομο άτομο. Η επιθανάτια αγωνία του κράτησε μερικές εβδομάδες. Ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄.
Επίλογος
Η καταδίκη και η εκτέλεσις των έξι ενόχων δεν έλυσε το εσωτερικό πρόβλημα της χώρας. (3)
Τέσσερις ημέρες αργότερα ακολούθησε η δίκη του πρίγκιπος Ανδρέα.
(1) Ο δημοσιογράφος Φώκος (Φωκίων) Κουντουριώτης γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1898 από Χιώτες γονείς που είχαν καταφύγει εκεί μετά τον καταστρεπτικό σεισμό που έπληξε το νησί το 1881. Το 1914 ο πατέρας του διώχθηκε από τους Τούρκους για την στρατιωτική του δράση. Για να γλυτώσει την ζωή του κατέφυγε οικογενειακώς στην Χίο. Ο Φώκος Κουντουριώτης ήταν τακτικός συνεργάτης από την Χίο της εφημερίδας «Αστήρ» της Αθήνας. Το 1918 μετέβη στην Σμύρνη ως απεσταλμένος της ίδιας εφημερίδας. Αργότερα ανέλαβε την ανταπόκριση της εφημερίδας «Καθημερινή» του Γεωργίου Βλάχου. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα ήταν μόνιμος συντάκτης μεταξύ άλλων της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» του Ανδρέα Καβαφάκη. Παρακολούθησε και κράτησε πρακτικά της δίκης «των εξ» από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία, οπότε εξεδόθη η απόφαση. Επίσης κράτησε πρακτικά της δίκης με κατηγορούμενο τον πρίγκιπα Ανδρέα. Την περίοδο της Γερμανοϊταλικής κατοχής έλαβε μέρος στην Αντίσταση με πολλούς τρόπους όπως και στον παράνομο τύπο.
(2) Την ανακοίνωση αυτή συνέταξε ο δημοσιογράφος Κώστας Αθάνατος με εντολή της Επαναστάσεως
(3) Φράση από το βιβλίο Απομνημονευμάτων του Περικλή Αργυρόπουλου.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου
Βιβλιογραφία: 1) Φώκος Κουντουριώτης, Εξήντα Χρόνια Δημοσιογραφία, Αθήνα 1975
Οι φωτογραφίες της δίκης και των πορτραίτων των έξι εκτελεσθέντων είναι από την Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος, τόμος Β, του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη. Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης αναφέρει για αυτά τα πορτραίτα: «Επί κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη ο τότε Δήμαρχος Πειραιώς, ιατρός Σ. Στρατήγης, προσκείμενος προς το Λαϊκόν Κόμμα, ανέθεσεν εις τους ζωγράφους Κ. Ρωμανίδην, Ι. Σκαρλάτον, Η. Φέρτη και Α. Βαρβαρέσον να φιλοτεχνήσουν τας πρωσοπογραφίας των Εξ εκτελεσθέντων κατά το 1922. Οι πίνακες ανηρτήθησαν εις το Δημαρχείον Πειραιώς».