Το πρώτο βήμα για τη δημιουργία μουσείου στο κτήριο του ανακτόρου Τατοΐου «Μουσείο Δυναστείας Γεωργίου Α′» έγινε από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων στις 15 Δεκεμβρίου 2016. Το ΚΝΣΜ εξέτασε, επιτέλους, την προμελέτη αποκατάστασης, η οποία ήταν έτοιμη εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου αλλά παρέμενε στα συρτάρια. Αν δεν ήταν οι πιέσεις του Συλλόγου Φίλων Κτήματος Τατοΐου και τα δημοσιεύματα για την τραγική κατάσταση του βασιλικού κτήματος, ποιος ξέρει πόσο θα ήταν ακόμα εκεί.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Η μελέτη που παρουσιάστηκε από τη διευθύντρια της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων Αμαλία Ανδρουλιδάκη και την αρχιτέκτονα Αναστασία Μαγκουρίλου για την αποκατάσταση του θερινού ανακτόρου στο βασιλικό κτήμα και πήρε ομόφωνη έγκριση για την επόμενη φάση, που είναι η σύνταξη της οριστικής μελέτης ήταν ένα καλό νέο.
Βέβαια, η μελέτη δεν είναι η μόνη που απαιτείται για τη μετατροπή του ανακτόρου σε μουσείο του εαυτού του. Χρειάζονται κι άλλες, μαζί και μουσειολογική μελέτη. Αλλά για να εκπονηθεί πρέπει να προηγηθεί καταγραφή των επίπλων και των έργων τέχνης της βασιλικής οικογένειας που είναι στοιβαγμένα σε αποθήκες. Μετά τόσα χρόνια, 450 με 500 κούτες παραμένουν σφραγισμένες χωρίς κανείς να γνωρίζει το περιεχόμενό τους.
Η κατάσταση του κτίσματος σήμερα, που αποτελεί αντίγραφο αγροικίας των θερινών ανακτόρων στο Πέτερχοφ της Ρωσίας, δεν είναι ιδιαίτερα κακή, παρά την πολύχρονη εγκατάλειψη. Η στατική προμελέτη μιλά, βεβαίως, για ανάγκη ενίσχυσης του σε διάφορα σημεία, ωστόσο δεν διαπιστώνει ανυπέρβλητα προβλήματα.
Το κεντρικό κτήριο των ανακτόρων, σε σχέδια Σάββα Μπούκη, θεμελιώθηκε το 1884 από τον βασιλιά Γεώργιο τον Α’ και γύρω του αναπτύχθηκαν ειδικά σχεδιασμένοι κήποι και ένα αισθητικό δάσος, τα οποία επίσης θα αποκατασταθούν. Μερικά από τα δέντρα είναι πλέον αιωνόβια και θα προστατευθούν.
Το 1937 έγιναν παρεμβάσεις με οπλισμένο σκυρόδεμα (τσιμέντο) οι οποίες άλλαξαν και την εικόνα των προσόψεων, καθώς φουρούσια και κομψές κατασκευές από χυτοσίδηρο ξηλώθηκαν, πόρτες τειχίστηκαν και ανοίχτηκαν άλλες. Το 1953 έγιναν αλλαγές και στο υπόγειο, ώστε να δημιουργηθεί κινηματογράφος. Επίσης, προστέθηκαν χώροι υγιεινής για κάθε δωμάτιο και πισίνα σε εξωτερικό χώρο, η οποία είχε εξαρχής αστοχίες και τώρα προτείνεται να κλείσει. Θα χρησιμοποιηθεί όμως ως αποθήκη νερού για πυρόσβεση.
Η αποκατάσταση θα έχει στο επίκεντρό της την αρχική εσωτερική και εξωτερική μορφή του ανακτόρου καθώς και της εσωτερικής κυκλοφορίας. Οι δύο όροφοι έχουν εμβαδόν από 1.100 τετραγωνικά μέτρα, η σοφίτα 582 και το υπόγειο 1219. Είναι αρκετοί για να στεγαστεί εκεί ένα μουσείο αλλά όχι και οι βοηθητικοί χώροι. Αυτοί θα λειτουργούν στο παρακείμενο κτήριο των μαγειρίων, από τα ελάχιστα που έχουν αναστηλωθεί.
Θα γίνει πάντως προσπάθεια για ανάκτηση του αρχικού διακόσμου σε κάθε δωμάτιο, αν και από ό,τι φαίνεται, η ατμόσφαιρα θα είναι από τα τελευταία χρόνια λειτουργίας του ανακτόρου, κατά τη δεκαετία του ’60 γιατί στο Τατόι έχει συγκεντρωθεί ό,τι βρέθηκε στην Ηρώδου Αττικού, το Μον Ρεπό καθώς και στο Πολυδένδρι μετά την μεταπολίτευση του 1973.
Πηγή κειμένου από το άρθρο της κ. Αντιγόνης Καρατάσου στο liberal.gr