Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ο Γεώργιος μακριά από την αγαπημένη του Δανία, χωρίς κανέναν συγγενή ή φίλο του, με βαριά καθήκοντα στην καινούργια του πατρίδα, με ατέλειωτες συνεργασίες υπουργών, πρεσβευτών, αυλικών, με πολύωρα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας από τον καθηγητή Στέφανο Κουμανούδη, ολομόναχος τα βράδια σ΄εκείνο το μεγάλο παλάτι με τόσους ολόγυρα φρουρούς, ένοιωθε φυλακισμένος.
Για να ψυχαγωγήσουν το νεαρό βασιλιά, πολλοί από τους διαλεχτούς της Αθηναϊκής τότε κοινωνίας – και πιο πολύ οι Φαναριώτες – άρχισαν να προσκαλούν τον Γεώργιο στους μεγάλους χορούς και δεξιώσεις που έδιναν στα αρχοντικά τους όπου η επίπλωση και η διακόσμησή τους ήταν πολλές φορές ανώτερη από αυτή των ανακτόρων. Πρέπει να αναφέρουμε πως οι εκλεκτές τότε Ατθίδες ήσαν περίκομψες, τα δε κοσμήματά τους , αγορασμένα από τους συζύγους τους σε φημισμένους κοσμηματοπώλες της Ευρώπης, δεν υστερούσαν σε τέχνη και λάμψη από τα βασιλικά κοσμήματα. Όταν ήρθε η βασίλισσα Αμαλία στην Αθήνα μετά την τέλεση των γάμων της με τον Όθωνα στην Γερμανία, της προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση αυτά τα «βασιλικά» κοσμήματα των κυριών. Μία κακόβουλη κριτική της σχετικά με την ενδυμασία και τα κοσμήματα της νύφης του Μιχαήλ Βόδα Σούτσου, οδήγησε αυτόν να υποβάλει την παραίτησή του από την θέση του στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ν΄αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο και να μην ξαναδεχτεί δημόσιο αξίωμα. Έκτοτε το σπίτι του έγινε κέντρο αντιπολιτευομένων και οι σχέσεις του με το παλάτι του Όθωνος περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ανταπέδιδε στο παλάτι του τις προσκλήσεις των επιφανών Αθηναίων. Στην αυλή του εκτός ελάχιστων Δανών, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους διαλεχτοί Έλληνες, όπως ο Σκαρλάτος Σούτσος (αυλάρχης), ο Δημήτρης Παπαδιαμαντόπουλος αλλά και απόγονοι των Καπεταναίων της Επανάστασης, όπως ο Δημήτρης Σαχτούρης, ο Δημήτρης Κριεζής, ο Πάνος Κολοκοτρώνης και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Με το γνήσιο ελληνικό ταμπεραμέντο τους, που ανέκαθεν διέκρινε τους Έλληνες όλων των κοινωνικών τάξεων, έμαθαν τον Γεώργιο να γλεντά μακριά από τις βασιλικές επισημότητες.
Μετά τον γάμο του με την μεγάλη δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας το 1867, τα γλέντια αυτά διεκόπησαν, οι κοινωνικές εμφανίσεις των βασιλικού ζεύγους περιορίστηκαν και οι επίσημοι χοροί στο Παλάτι μειώθηκαν.
Η Όλγα καθιέρωσε έθιμα της ρωσικής αυλής όπως η τελετή του χειροφιλήματος που γινόταν το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς στην μεγάλη αίθουσα των Ανακτόρων. Η Βασίλισσα, οι πριγκίπισσες και οι κυρίες επί των τιμών φορούσαν την εθνική ενδυμασία που είχε ως πρότυπο την ενδυμασία των χωρικών της Αττικής, με σιγούνα, λεπτή μπόλια, χρυσά φλουριά στο μέτωπο και χρυσή πόρπη στη ζώνη. Μόνο αντί του χωριάτικου κοντού πουκαμίσου, κατασκευασμένου από χονδρό ύφασμα, η Όλγα καθιέρωσε μακριά μεταξωτή φούστα. Όσες κυρίες δεν διέθεταν τέτοια εθνική ενδυμασία, έφεραν ένδυμα έξωμο χορού.
Το έθιμο αυτό είχε καθιερωθεί στην αυλή των Ρομανώφ από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης. Η Αυτοκράτειρα Πασών των Ρωσιών δεχόταν τις συζύγους των μεγάλων τιτλούχων της Αυλής και του κράτους και προσέφερε σ΄όλες από ένα δώρο. Η βασίλισσα Όλγα δεν προσέφερε δώρα αλλά γλυκίσματα της εποχής και αναψυκτικά και μετά το χειροφίλημα, συνομιλούσε με τις κυρίες. Τις επόμενες ημέρες ακολουθούσαν οι δύο επίσημοι χοροί του Νέου Έτους στο Παλάτι.
Ο Κωνσταντίνος Λούρος
Ο Κωνσταντίνος Λούρος, βασιλικός ιατρός, περιγράφει λεπτομερώς στο βιβλίο του «Περασμένα Χρόνια» τον πρώτο χορό του Νέου Έτους που παρέθεταν οι βασιλείς της νεοσύστατης τότε Ελλάδος.
«Ο πρώτος χορός πραγματοποιείτο στις 2 Ιανουαρίου, όπου εκαλούντο όλοι οι επίσημοι, το Υπουργικό Συμβούλιο, το Διπλωματικό Σώμα, οι πρώην Πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευταί, καθηγηταί του Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου, ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί της Φρουράς Αθηνών και Πειραιώς, οι δήμαρχοι Αθηνών και Πειραιώς, ανώτεροι υπάλληλοι Υπουργείων, διευθυνταί των μεγάλων Τραπεζών και άνθρωποι των γραμμάτων, ώστε οι αίθουσες του Παλατιού πλημμύριζαν από εκλεκτόν κόσμο των δύο φύλων.
Σειρά από αμάξια έφερνε τους προσκεκλημένους στην κεντρική είσοδο του Μεγάλου Παλατιού, κι αμέσως βρίσκονταν μέσα στο μεγάλο «χωλ», όπου παρέδιδαν οι κυρίες τις «σορτί ντε μπαλ» και οι κύριοι τα επανωφόρια τους. Από το «χωλ» ανέβαιναν τη μεγαλοπρεπή μαρμάρινη σκάλα, στρωμένη με παχύ τάπητα, στον πρώτο όροφο, στην Αίθουσα δηλαδή των Τροπαίων, που ζωντάνευε το Εικοσιένα με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες των ηρώων, τις εχθρικές σημαίες κατακουρελιασμένες, κατατρυπημένες και καταμαυρισμένες από το μπαρούτι και τις ελληνικές σφαίρες. Και με τους παρατεταγμένους ευσταλείς ευζώνους της φρουράς του Παλατιού. Από την αίθουσα των Τροπαίων οι προσκεκλημένοι έμπαιναν στην αίθουσα των εορτών, όπου οι Κυρίες της Τιμής υπεδέχοντο το ωραίο φύλο στη δεξιά πτέρυγα της αιθούσης και οι υπασπισταί τους κυρίους στην αριστερά. Κ΄έτσι εσχηματίζετο διάδρομος ανάμεσά τους για την Βασιλική πομπή. Στη μεγαλοπρεπή και πελώρια αυτή αίθουσα των εορτών, με άπλετο φωτισμό από τους απαστράπτοντας μεγάλους πολυελαίους και από τα μπρούτζινα στους τοίχους κηροπήγια, οι οικοδέσποινες με τις έξωμες μακριές τουαλέττες και τ’ αποστράπτοντα διαμαντικά τους και οι αιθέριες δεσποινίδες, ντυμένες άσπρα και ντεκολτέ, σαν αγγελούδια – που πρώτη φορά θα παρουσιάζοντο με καρδιοχτύπι από την Μεγάλη Κυρία στην Βασίλισσα, αποτελούσαν ένα είδος γυναικωνίτου. Οι πρέσβεις, ο Πρωθυπουργός, οι υπουργοί, με τις κυρίες τους και οι λοιποί επίσημοι λάβαιναν θέσι στην κορυφή της δεξιάς πτέρυγος της αιθούσης, την προωρισμένη για τους βασιλείς. Όλος ο ωραίος αυτός κόσμος ανέμενε την είσοδο των Βασιλέων. Τη στιγμή που παρουσιάζετο προπορευόμενος των Βασιλέων ο Αυλάρχης, η μουσική της Φρουράς, τοποθετημένη βαθιά, χωρίς να φαίνεται, μέσα σε μια εξέδρα, υψηλά στην αίθουσα, ανέκρουε τον Εθνικό Ύμνο. Και ο ωραίος, με την λεπτή και ευγενική μορφή του, Βασιλεύς Γεώργιος Α΄, με την πανέμορφη Βασίλισσα Όλγα μπράτσο και ντυμένη με έξωμη ατλαζένια άσπρη τουαλέττα, με το Βασιλικό διάδημα στο κεφάλι και με τον ελληνικό Μεγαλόσταυρο, έμπαιναν στην έκλαμπρη αυτή αίθουσα με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια. Ακολουθούσαν κατά σειράν ο Διάδοχος με την πριγκίπισσα Σοφία και οι λοιποί Πρίγκιπες και Πριγκίπισσες.
Η βασιλική πομπή περνούσε από τον μεταξύ των δύο φύλων σχηματιζόμενο διάδρομο, προπορευομένου του Αυλάρχου, και κατηυθύνετο στην προωρισμένη για τους Βασιλείς και τους επισήμους θέσι. Το θέαμα αυτό ήταν αληθινά μοναδικό.
Άρχιζε τότε η παρουσίασι των δεσποινίδων στη Βασίλισσα και αμέσως έπειτα ο χορός. Οι χοροί τότε της μόδας ήταν το βαλς, οι πόλκες, οι καντρίλλιες, οι λανσιέδες και στο τέλος το κοτιγιόν(1).
Οι βασιλείς και το Διαδοχικό ζεύγος εχόρευαν με τους επισήμους. Και ολόγυρά τους οι μη χορεύοντες απελάμβαναν το ωραίο θέαμα του Βασιλικού χορευτικού κύκλου. Ευθύς δε αμέσως όλη η αίθουσα γέμιζε από χορευτικά ζεύγη ανάμικτα με Πρίγκιπες και Πριγκίπισσες, ώστε το σύνολο παρουσίαζε κάτι το φαντασμαγορικό.
Ο Χρήστος Χατζηπέτρος (1873-1945). Πάντα οριζόταν ένας διευθυντής χορού, ο οποίος διηύθυνε τα χορευτικά ζευγάρια, που υπάκουαν στα παραγγέλματά του, κάνοντας τις ανάλογες φιγούρες. Ο Χρήστος Χατζηπέτρος και ο Γιάννης Γενήσαρλης ήσαν φημιστοί διευθυντές χορού της εποχής.
Τους χορούς τους διηύθυναν πότε ο Χρήστος Χατζηπέτρος, λοχαγός του Πυροβολικού, με το ωραίο του ανάστημα και την ομορφιά του, και πότε ο Ιωάννης Γενήσαρλης, λοχαγός κι αυτός του Πυροβολικού, με το μαύρο και στριμμένο με μαντέκα(2) μουστάκι του. Το φόρτε του Γενήσαρλη ήταν να διευθύνει με ζωηρότητα τις καντρίλλιες. Και άλλοτε ο Στέφανος Γεννάδης, λοχαγός, αν θυμάμαι καλά, του Μηχανικού. Στο μεταξύ δε του χορού, οι σερβιτόροι του Παλατιού γύριζαν με τους δίσκους ανάμεσα στον κόσμο με αναψυκτικά, λεμονάδες, πορτοκαλάδες, παγωτά και γλυκύσματα.
Τα μεσάνυχτα ο χορός σταματούσε και όλοι έτρεχαν στις αίθουσες του σουπέ, όπου εύρισκαν πλούσια και λογής λογής φαγητά· γαλοπούλες, διάφορα άλλα πουλερικά και κυνήγι, ψάρια, ποικιλία σαλάτας, γλυκύσματα, παγωτά, κρασιά και σαμπάνια. Οι δε Βασιλείς, μαζί με τους επίσημους και τις κυρίες τους, σε ιδιαίτερη αίθουσα έπαιρναν καθιστοί το σουπέ.
Κατά την διάρκεια του σουπέ η μεγάλη αίθουσα ετοιμαζόταν για το κοτιγιόν. Γύρω δηλαδή από την πελώρια αυτή αίθουσα ετοποθετούντο καρέκλες για τα χορευτικά ζεύγη, που αμέσως έπειτα από το σουπέ λάβαιναν τις θέσεις τους, και οι μη χορεύοντες έμειναν όρθιοι πίσω από τις καρέκλες και στις γωνίες, για να παρακολουθούν το ωραίο και πλούσιο σε φιγούρες κοτιγιόν.
Οι Βασιλείς, ακολουθούμενοι από τους επισήμους, κατηυθύνοντο στις θέσεις τους. Την έναρξι του κοτιγιόν την έδινε η Βασίλισσα μ΄ένα βαλς και με καβαλιέρο συνήθως τον Πρωθυπουργό. Ύστερα από λίγο οι Βασιλείς απεσύροντο, παρέμεναν όμως οι Πρίγκιπες και οι Πριγκίπισσες και όλοι οι επίσημοι. Ο Γενήσαρλης έδινε το πρόσταγμα για τις διάφορες πλούσιες και ευτράπελες φιγούρες κοτιγιόν και καντρίλλιες που δεν μπορώ να τις περιγράψω. Δεν τις θυμάμαι. Άλλωστε, συνήθως δεν έμενα σ΄αυτούς τους χορούς, που κρατούσαν ως τις τρεις πολλές φορές το πρωί, κ’ εγώ την άλλη μέρα είχα την δουλειά μου.
Ο δεύτερος χορός του Παλατιού ακολουθούσε αργότερα, σε στενό κύκλο από επισήμους και από τους ανωτέρους Αυλικούς, κατά τον ίδιο τρόπο, με την διαφορά ότι το σουπέ ήταν για όλους καθιστό.»
……………………………..
Ένας μοναδικός χορευτής εκείνης της εποχής στους χορούς των βασιλέων ήταν ο Άγγελος Βλάχος, πατέρας του εκδότη της εφημερίδος «Καθημερινή», Γεωργίου Βλάχου. Ο ιδιότυπος χαρακτήρας του δεν τον καθιστούσε πολύ «δημοφιλή» μεταξύ των Αθηναίων. Μια φορά που ήταν καλεσμένος στο χορό του παλατιού, του είχαν ετοιμάσει την επίσημη στολή του με τα παράσημα. Όταν ήρθε η ώρα να ετοιμασθεί, αντί να φορέσει την στολή του, προτίμησε να πέσει να κοιμηθεί…. Η βασίλισσα Όλγα επιζητούσε την παρουσία του στους χορούς της, γιατί οι επιδόσεις του στην μαζούρκα ήταν μοναδικές και οι ξένοι προσκεκλημένοι της διαπίστωναν πως οι χορευτικές ικανότητες των Ελλήνων δεν υστερούσαν από τις δικές τους.
Πρέπει δε να αναφέρουμε πως οι ελάχιστοι χοροδιδάσκαλοι της εποχής έκαναν «χρυσές δουλειές» αφού ήσαν περιζήτητες οι γνώσεις τους τόσο στις κυρίες όσο και στους κυρίους που προσκαλούντο στους χορούς του παλατιού. Οι καντρίλλιες, η πόλκα, η μαζούρκα, τα βαλς, δεν ήταν δυνατό να χορευτούν σωστά αν δεν είχε προηγηθεί κοπιώδης εξάσκηση.
Όμως δεν ήταν όλα ρόδινα για τους παρευρισκομένους σ’ αυτούς τους χορούς. Την εποχή που δεν υπήρχε ηλεκτροφωτισμός, έκαιγαν στους πολυελαίους κεριά για φωτισμό των αιθουσών. Τα κεριά έλιωναν και έσταζαν πότε πάνω στα ντεκολτέ των κυριών που ξεφώνιζαν από το αναπάντεχο ζεμάτισμα και πότε στα φράκα των καβαλιέρων, δημιουργώντας μια παράξενη διακόσμηση!! Οι άρρενες καλεσμένοι υπέφεραν από την ζέστη, μετά την εκτέλεση των πρώτων χορών, μέσα στα κλειστά επίσημα ρούχα τους και τα κολάρα τους από τον ιδρώτα παίρναν σχήμα φυσαρμόνικας.
Η εξασφάλιση προσκλήσεως σε αυτούς τους Πρωτοχρονιάτικους χορούς του παλατιού ήταν περιζήτητη και εθεωρείτο μεγάλη κοινωνική καταξίωση. Πολλοί Αθηναίοι επινοούσαν διάφορα τεχνάσματα για να προσέλθουν απρόσκλητοι αλλά ο βασιλιάς Γεώργιος είχε επιβάλει αυστηρό έλεγχο. Ευτυχώς δεν προσκάλεσε ποτέ έναν κύριο χωρίς την σύζυγό του, όπως έκανε κάποτε η βασίλισσα Αμαλία. Αντιθέτως όπως ήδη γράψαμε ήξερε να σέβεται την ελληνική νοοτροπία και να την ακολουθεί όσο το βασιλικό του αξίωμά του το επέτρεπε. Όταν οι προσκεκλημένοι του σιγά – σιγά χαλάρωναν από το ποτό και τους χορούς, και δεν ακολουθούσαν πιστά την βασιλική εθιμοτυπία, ήταν η ώρα γι΄αυτόν να αποχωρήσει με την όμορφη βασίλισσά του, αφήνοντας στην θέση τους τα παιδιά τους….
(1) Κοτιγιόν: Το σύνολο διαφόρων ευρωπαϊκών χορών κι πρόσχαρων σκηνών που διεξάγονται στο τέλος μεγάλης χοροεσπερίδας
(2)Μαντέκα: αρωματική αλοιφή σε σχήμα μικρού κυλίνδρου, για τον καλλωπισμό και την στερέωση του μουστακιού. (Lexikolefkadas.gr)
Κείμενο : Τέπη Πιστοφίδου
Βιβλιογραφία:
1)Ένας αιώνας ρωμαντισμού, Κώστα Δημητριάδη, Εκδόσεις «Εστία».
2) Νοσταλγίες, Δημητρίου Σκουζέ, Αθήνα 1957, Ιδιωτική έκδοση.
3) Η ιστορία της Αθηναϊκής Κοινωνίας, Εκδόσεις «Αετός», Αθήνα 1942.
4) Περασμένα Χρόνια, Κωνσταντίνου Λούρου, Αθήνα 1958, Ιδιωτική έκδοση.
5) Μια φορά και ένα καιρό ένας διπλωμάτης, τόμος Δ’ , Άγγελου Βλάχου, Εκδόσεις «Εστία».