Του Νίκου Παπακωνσταντίνου
Η Πρωτοχρονιά του 1948, πρώτη Πρωτοχρονιά της βασιλείας Παύλου, γιορτάστηκε με τον Βασιλιά άρρωστο και απόντα και συνέπεσε με την επίθεση των κομμουνιστών ανταρτών εναντίον της Κόνιτσας. Ήθελαν να καταλάβουν την κωμόπολη αυτή κοντά στην αλβανική μεθόριο, να την ονομάσουν «Ελεύθερη Ελληνική Πρωτεύουσα» και να εγκαταστήσουν εκεί δική τους κυβέρνηση. Η επίθεση ήταν τρομακτική. Ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα προσπαθούσε να συγκρατήσει τέσσερες χιλιάδες αντάρτες.
Ο Βασιλιάς Παύλος ανησυχούσε πολύ. Πίστευε ότι όφειλε να βρίσκεται στην Ήπειρο για να εμψυχώνει τα στρατεύματα και τον πληθυσμό. Άρρωστος με τυφοειδή πυρετό εδώ και μήνες, ήταν αδύνατον να ταξιδεύσει κι αυτή του η αγωνία χειροτέρευε τα πράγματα και καθυστερούσε την ανάρρωση του. Ζήτησε από την Βασίλισσα Φρειδερίκη να πάει στην θέση του για να είναι κοντά στα στρατεύματα.
Η Βασίλισσα ξεκίνησε με αντιτορπιλικό, πέρασαν ξυστά σε μια επιπλέουσα νάρκη, έφθασαν όμως σώοι στην Πρέβεζα. Εκεί την περίμενε ο στρατιωτικός διοικητής και με αυτοκίνητο πήγαν στα Ιωάννινα. Η Φρειδερίκη ανακοίνωσε στον στρατηγό ότι ήθελε να πάει στην Κόνιτσα, αλλά εκείνος το απέκλεισε θεωρώντας το αδύνατον: οι δρόμοι ήταν αποκλεισμένοι και κανένα αυτοκίνητο δεν είχε κατορθώσει να τους διαβεί. Ο στρατηγός έφυγε, αλλά και ο επιτελάρχης του, ένας ταξίαρχος, ήταν το ίδιο αρνητικός στην επιθυμία της να πάει στην πολιορκημένη Κόνιτσα. Βλέποντας τις μέρες να περνούν, η Βασίλισσα μέσα στην απελπισία της μηχανεύτηκε ένα τέχνασμα για το οποίο αργότερα αισθάνθηκε ντροπή. Είπε στον ταξίαρχο: «Ξέρω γιατί δεν θέλετε να με βοηθήσετε. Δεν αγαπάτε την Βασίλισσα, διότι είστε αντιβασιλικός». Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, αλλά δέχτηκε να την αφήσει να πάει στην πολιορκημένη κωμόπολη, και φυσικά θα την συνόδευε ο ίδιος.
Ξεκίνησαν, με τον ταξίαρχο για οδηγό, και συνοδεία την πιστή Μαίρη Καρόλου, τον αυλάρχη της Παύλο Λελούδα, έναν υπασπιστή του Βασιλιά και την κυρία που ήταν υπεύθυνη της Παιδόπολης.
«Ήταν ένα θαυμάσιο χειμωνιάτικο πρωινό. Ο αέρας διάφανος σαν κρύσταλλο, τα ψηλά βουνά χιονοσκέπαστα και η ύπαιθρος, αν και άδεια από ζωή, πραγματικά όμορφη. Κάτι μου έλεγε πως ένα πρωινό γεμάτο από τόση ομορφιά δεν ήταν δυνατόν να κρύβει κινδύνους. Προχωρήσαμε σ’ έναν πραγματικά ελεεινό δρόμο. Κάθε φορά που συναντούσαμε μικρά μεμονωμένα αποσπάσματα, ο επικεφαλής αξιωματικός ερχόταν προς τον ταξίαρχο, έδινε την αναφορά του – και ξαφνικά με αναγνώριζε, έτρεχε προς το μέρος μου, έδινε σε μένα αναφορά κι αμέσως ξεσπούσε σε δάκρια. Αυτό συνέβη αρκετές φορές, ώσπου φθάσαμε σε δυο μικρές γέφυρες που είχαν ανατιναχτεί.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο και συρθήκαμε πεζή στα απόκρημνα χείλη, ώσπου βρήκαμε ένα μέρος και περάσαμε. Μας παρέλαβαν δύο τζιπ και μας πήγαν στην Κόνιτσα. Εκεί δεν φαινόταν ψυχή και, φυσικά, κανείς δεν με περίμενε. Πήγα κατ’ ευθείαν στο σπίτι που χρησιμοποιούσαν ως έδρα του επιτελείου. Βρήκα εκεί τον στρατηγό Δόβα, ξαπλωμένο σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας μέσα στο γραφείο του, σε φοβερή κατάσταση. Είχα πιστέψει την εποχή εκείνη ότι δεν θα επιζούσε. Τα πόδια του, τα χέρια του και το κεφάλι του ήταν γεμάτα πληγές. Κυτταχθήκαμε σιωπηλά, καθώς μου έσφιγγε πολλές φορές το χέρι. Χωρίς να μιλήσουμε, καταλάβαμε ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε ούτε ένας αξιωματικός χωρίς ελαφρά ή σοβαρά τραύματα και ήταν ακόμα αξύριστοι και βρώμικοι από τη μάχη: αλλά στα μάτια τους έλαμπε ο ενθουσιασμός και η ανδρεία. Μοιράστηκαν μαζί μου το πενιχρό γεύμα τους. Μου έδωσαν να δω μερικές από τις χειροβομβίδες που είχαν περιέλθει στα χέρια τους, και που είχαν τσεχοσλοβακικά και ρωσικά διακριτικά. Όταν ανακάλυψα πως οι χειροβομβίδες δεν ήταν άδειες έσπευσα να τους τις δώσω πίσω. Και οι αξιωματικοί δεν αντελήφθησαν ότι, παρ’ όλο που είχα καταφέρει να φθάσω στην Κόνιτσα, εξακολουθούσα πάντοτε να φοβάμαι τις γεμάτες χειροβομβίδες.
Δεν υπήρχε νοσοκομείο και τους τραυματίες νοσήλευαν οι κάτοικοι στα σπίτια τους. Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς το ανήσυχο ενδιαφέρον τους για τους νέους τους, που τόσο είχαν δεινοπαθήσει. Εν τω μεταξύ η πλατεία είχε γεμίσει από κόσμο, που συνωστιζόταν γύρω από το τζιπ μου, έτσι ώστε αυτό να μη μπορεί να προχωρήσει. Το μόνο που επιθυμούσαν να μάθουν ήταν: τι κάνει ο Βασιλεύς; «Εμείς είμαστε εντάξει», μου έλεγαν. «Να του πείτε πως οι κομμουνιστές ποτέ δεν θα περάσουν από τις γραμμές μας!»
Με την πρώτη ευκαιρία πήγα να επισκεφτώ την παιδόπολη. Η πόρτα της ήταν ακόμη κλειδωμένη. Την άνοιξα και βρήκα όλα τα παιδιά καθισμένα στο πάτωμα. Στους τοίχους υπήρχαν τρύπες, όχι πολύ πιο ψηλά από τα κεφάλια των παιδιών. Με ατένισαν στην αρχή με απόλυτη σιγή και δυσπιστία, κι έπειτα άκουσα ένα σπαρακτικό ψίθυρο: «Η Βασίλισσα;» Δεν ξέρω πως με είχαν αναγνωρίσει, γιατί ασφαλώς δεν έμοιαζα καθόλου σαν Βασίλισσα, με τα μαλλιά μου ξεχτένιστα και πεσμένα στο πρόσωπο μου, και μ’ ένα παλιό παλτό. Δεν μπορούσαν να φωνάξουν και να κραυγάσουν, όπως κάνουν συνήθως τα παιδιά: ήταν πολύ τρομαγμένα. Επί πολλές μέρες δεν είχαν φάει παρά ψωμί και τυρί, γιατί μαγείρεμα ήταν αδύνατον να γίνει. Η νεαρή διευθύντρια τα είχε βάλει να κάθονται κατά γης, με τα κεφάλια τους χαμηλά προς το πάτωμα. Ήταν θαύμα που κανένα παιδί δεν είχε πληγωθεί. Ρυθμίσαμε το θέμα της αμέσου μεταφοράς τους. Οι σποραδικές ριπές των αυτομάτων όπλων, που ακούγονταν από μακριά, αποδείκνυαν ότι η Κόνιτσα δεν ήταν ακόμη τόπος ασφαλής για παιδιά.
Έπειτα ήρθε η ώρα ν’ αναχωρήσω, γιατί οι στρατιωτικοί δεν επιθυμούσαν να ταξιδέψω νύχτα. Η ιδέα της αναχωρήσεως, μου ήταν πολύ αντιπαθής. Κατά κάποιον τρόπο, ο ηρωισμός και οι κακουχίες των ανθρώπων αυτών είχαν ασκήσει επάνω μου μια επίδραση εξαγνιστική: αισθανόμουν εσωτερικώς ελεύθερη και συνεπαρμένη. Εδώ ήταν η ανθρωπότης στις καλύτερες στιγμές της. Εδώ ήταν η γενναιοψυχία, ήταν ακόμη και ο οίκτος.
Αργά τη νύχτα επέστρεψα στα Ιωάννινα. Η Κόνιτσα υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της ζωής μου. Είναι ένα χωριό που συμβολίζει την Ελλάδα των ημερών εκείνων, ένα χωριό όπου η ανθρώπινη τραγωδία και η ανθρώπινη δόξα ζουν κοντά-κοντά στη μικρή λωρίδα της γης του».
Όταν η Βασίλισσα Φρειδερίκη έγραφε το 1971 το «Μέτρον Κατανοήσεως» ήταν υποχρεωμένη να περιγράφει τα γεγονότα όπως είχαν χαραχτεί στην μνήμη της. Δεν μπορούσε να έχει βοήθεια από τα Ημερολόγια της που κάθε μέρα κατέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα και τις δραστηριότητες της. Αυτά η χούντα τα είχε κλειδωμένα στο Αυλαρχείο της οδού Στησιχόρου και δεν επέτρεπε σε κανένα την πρόσβαση. Σήμερα φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και χάρη στον Κώστα Σταματόπουλο και τις Εκδόσεις Καπόν μπορούμε να τα μελετήσουμε στους τρεις τόμους που μόλις κυκλοφόρησαν.
Η περιγραφή που κάνει η Βασίλισσα έχει την αξία της γιατί είναι τα γεγονότα, οι εντυπώσεις και τα συναισθήματα της, όπως τα έζησε και όπως χαράχτηκαν ανεξίτηλα στην μνήμη της. Η περιγραφή που κάνει στο Ημερολόγιο η Κυρία Μαίρη Καρόλου έχει κι αυτή την αξία της γιατί γράφτηκε το ίδιο βράδυ, αμέσως μετά την επιστροφή από την Κόνιτσα, είναι νωπή η μνήμη και στην διάθεση της όλα τα στοιχεία και τα ονόματα.
«7 Ιανουαρίου 1948, Ώρα 8.30, Η Α.Μ. η Βασίλισσα, συνοδευομένη υπό του υποστρατήγου Κου Αντωνοπούλου, της Κας Καρόλου, της Διδος Λυκουρέζου, του Κου Λελούδα και του υπασπιστού Κου Δουμπιώτη, ανεχώρησε δι’ αυτοκινήτου Ford Station Wagon δια Κόνιτσαν. Προηγούντο και ήποντο τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και jeep. Εις την διακλάδωσιν των οδών Κονίτσης και Βασιλικού εγένετο συνάντησις μετά στρατιωτικών τμημάτων τα οποία επρόκειτο να προωθηθούν εις Κόνιτσαν και δι’ αυτών επλαισιώθη η Βασιλική φάλαγξ. Προ της αναχωρήσεως η Βασίλισσα εχαιρέτησε τους παρατεταγμένους άνδρας προς ους μετέδωσεν τον χαιρετισμόν της Α.Μ. του Βασιλέως ενώ ούτοι εζητωκραύγαζον ενθουσιωδώς. Καθ’ οδόν συνηντήθη η Βασίλισσα μετά πεδινού πυροβολικού το οποίον επεθεώρησεν και εχαιρέτησεν εκ μέρους του Βασιλέως. Την Βασίλισσαν προσεφώνησεν ο Λοχίας Κούζης διατρανώσας τα πατριωτικά αισθήματα υπό των οποίων κατέχεται ο στρατός και παρακαλέσας Αυτήν να βεβαιώση την Α.Μ. τον Βασιλέα και όλους τους Έλληνας ότι ενόσω υπάρχει ο Στρατός πόδι συμμορίτου δεν θα πατήση πουθενά.
Ώρα 11.00, Η Α.Μ. η Βασίλισσα αφίχθη εις την άρτι ζευχθείσαν γέφυραν του ΜΠΟΥΡΑΖΑΝΗ, την οποίαν διήλθεν πρώτη πεζή υπό τας ζητωκραυγάς των εκεί ακόμη εργαζομένων τμημάτων μηχανικού και εθελοντών πολιτών. Εις την Γέφυραν (ΚΕΝΟ) όπου μόλις είχεν αρχίσει η ζεύξις αυτής η Βασίλισσα κατήλθεν του αυτοκινήτου και διεκπεραιώθη πεζή εις την απέναντι όχθην όπου ανέμενον Αυτήν οι αντικαθιστώντες τον τραυματισθέντα Ταξίαρχον Δόβαν, ήρως Ταγματάρχης Μπαλλαντάς και ο Ταξίαρχος Καρδαράς ο διοικών τα πρώτα τμήματα που ηνώθησαν με τους υπερασπιστάς της Κονίτσης. Η ιστορική αυτή συνάντησις ήτο συγκινητικωτάτη.
Ώρα 11.55, Άφιξις εις ΚΟΝΙΤΣΑΝ όπου όλος ο πληθυσμός ανέμενε την Βασίλισσαν με συγκινητικάς εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Η Βασίλισσα επροχώρησε πεζή δια μέσου του πλήθους, κατευθυνθείσα αμέσως εις τας διαφόρους οικίας όπου εστεγάζοντο οι ηρω’ι’κοί τραυματίαι. Την Βασίλισσαν ωδήγη ο Επίατρος Παπαδάκης όστις παραδειγματικώς εξετέλεσε το καθήκον του επιδείξας τελείαν επιστημονικήν κατάρτισιν και ηρω’ι’σμόν κατά την επιδεσιν και νοσηλείαν των 150 τραυματιών. Εις όλους τους θαλάμους όπου κατέκειντο οι ηρω’ι’κοί τραυματίαι η εμφάνισις της Βασιλίσσης προεκάλει αυθορμήτους εκδηλώσεις αφοσιώσεως και ευγνωμοσύνης δια την επίσκεψήν Της. Η Βασίλισσα ωμίλει εις ένα έκαστον απονέμουσα ιδιοχείρως αναμνηστικόν σταυρόν. Η επίσκεψίς Της εις τα εσπαρμένα καθ’ όλην την πόλιν οικήματα όπου εστεγάζοντο οι τραυματίαι διήρκησεν υπέρ της ώρας, μεθ’ ο ανήλθεν εις την Ταξιαρχίαν όπου εγένετο δεκτή από τους αξιωματικούς της Ταξιαρχίας. Η Βασίλισσα αμέσως κατηυθύνθη εις το δωμάτιον όπου ενοσηλεύετο ο Ταξίαρχος Δόβας. Η μετ’ αυτού συνάντησις ήτο λίαν συγκινητική. Η Βασίλισσα κάθησε παρά το προσκέφαλόν του, συνομιλούσα μετ’ αυτού και του απένειμεν ιδιοχείρως αναμνηστικόν σταυρόν.
Ευθύς κατόπιν η Βασίλισσα επέβη jeep διά να μεταβή εις την ΠΑΙΔΟΠΟΛΙΝ. Εις την πλατείαν το πλήθος εσταμάτησεν το jeep με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις, η δε Βασίλισσα σταθείσα ορθία επ’ αυτού τους ωμίλησεν ως εξής: «Ήλθα διά να σας φέρω τον χαιρετισμόν του Βασιλέως. Ξέρετε ότι είναι άρρωστος και ότι η θέσις της γυναικός είναι εις το πλεύρον του ανδρός της. Ξέρετε πόσον με αγαπά ο Βασιλεύς, όμως αγαπά σας περισσότερον διότι μ’ έστειλε σε σας». Ο κόσμος παρελήρησεν από ενθουσιασμόν και συγκίνησιν. Κατόπιν η Βασίλισσα επεσκέφθη την ΠΑΙΔΟΠΟΛΙΝ «ΑΓΙΑΝ ΕΛΕΝΗΝ» όπου παρέμεινε μεταξύ των παιδιών και ηρωϊκών διευθυντριών Δίδων Στεφανίδου και (ΚΕΝΟ).
Ώρα 14.15, Η Βασίλισσα επανήλθεν εις την Ταξιαρχίαν όπου παρετέθει πρόγευμα εσπευμένως ετοιμασθέν και εις το οποίον παρεκάθησαν η Α.Μ. η Βασίλισσα μετά της ακολουθίας Της, ο Ταξίαρχος Κος Αντωνόπουλος, ο Αντισυνταγματάρχης Κος Μπαλλαντάς, ο Ταξίαρχος Κος Καρδαράς και όλοι οι αξιωματικοί.
Ώρα 15.30, Η Α.Μ. η Βασίλισσα επέβη και πάλιν jeep και ανεχώρησεν υπό τας ζητωκραυγάς των πάντων κατευθυνομένη δι’ Ιωάννινα. Καθ’ οδόν και μετά την γέφυραν Μπουραζάνη συνήντησεν τους υπουργούς Κους Κους Λόντον (Ανοικοδομήσεως), Δεσύλλαν (Προνοίας) και Γ. Μελάν και Δ. Μπότσαρην οι οποίοι μετέβαινον εις Κόνιτσαν, αργότερον δε τον Μητροπολίτην Καστοριάς ο οποίος με τους ξένους και Έλληνας ανταποκριτάς μετέβαινεν εις Κόνιτσαν.
Ώρα 19.30, Άφιξις εις Ιωάννινα όπου ανέμενον την Α.Μ. την Βασίλισσα τα μέλη της Βαλκανικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών ΚοιΚοι (ΚΕΝΟ)
Ώρα 21.00, Εις το Βασ. Δείπνον παρεκάθησαν πλην της ακολουθίας και του Δημάρχου και της Κας Βλαχλείδη, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Κος Σπυρίδων, ο παραιτηθείς λόγω παρεξηγήσεως Γεν. Διοικητής Ηπείρου και η Κα Ρέππα, ο Μέραρχος Κος Αντωνόπουλος, ο Επιτελάρχης Κος Λασπιάς, η Δις Λυκουρέζου και ο Διοικητής της Χωροφυλακής. Μετά το δείπνον η Βασίλισσα εδέχθη τον άρτι αφιχθέντα βουλευτήν Κον Χ. Ζαλοκώστα περί ώραν δε 23.30 απεσύρθη».
Η επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης στην Κόνιτσα είχε έντονη απήχηση. Η προπαγάνδα της «Ελεύθερης Ελλάδας», του ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ, εμφάνιζε σαν σίγουρη και απλά θέμα χρόνου την πτώση της πολιορκημένης μικρής πόλης και την εγκατάσταση σ’ αυτή κυβέρνησης των ανταρτών. Τότε εμφανίζεται η Βασίλισσα, μια γυναίκα 31χρόνων, να φτάνει μόνη της, πρώτη αυτή, αφού διένυσε 75 χιλιόμετρα σ’ ένα δρόμο που δεν ήταν καθόλου ασφαλής. Η προπαγάνδα της μιας πλευράς κατέρρευσε εντελώς, και το ηθικό κουρελιάστηκε. Ο ενθουσιασμός, η εμψύχωση και η αισιοδοξία της άλλης πλευράς ανέβηκαν στα ύψη. Η Βασίλισσα Φρειδερίκη κατόρθωσε να γίνει τότε, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, το δημοφιλέστερο πρόσωπο στην Ελλάδα.
Το 1953, στήθηκε άγαλμα της Βασίλισσας Φρειδερίκης στην πλατεία της Κόνιτσας.
Το 1971, το άγαλμα απομακρύνθηκε με διαταγή της χούντας.
Το 2012, δεν κατάφεραν να το επανατοποθετήσουν, παρά την απόφαση της πλειοψηφίας του δημοτικού συμβουλίου, λόγω έντονης αντίδρασης κυρίως των κομμουνιστών δημοτικών συμβούλων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Μέτρον Κατανοήσεως, Βασίλισσα Φρειδερίκη, Βιβλιομεταφραστική, Αθήνα 1971.
2. Ημερολόγιο Βασίλισσας Φρειδερίκης, 1938-1951, Επιμέλεια Κώστας Μ. Σταματόπουλος, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2019.
3. Frederica, Queen of the Hellenes, Lilika Papanicolaou, Publishers Enterprises Group, Malta 1994.
4. Φωτιά και τσεκούρι, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1975.
5. Ginaikes: Layout.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Παπακωνσταντίνου για την συνεργασία.