Σε συνέχεια του χθεσινού μου άρθρου αναφορικά με το Γκλυξμπουργκ που εσφαλμένα προσάπτουν ως επώνυμο της Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας, μια ακόμη μεγάλη αδικία προς την Ελληνική Βασιλική Οικογένεια που επιθυμώ να αναλύσω είναι η μη απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας που αυθαιρέτως της αφαιρέθηκε από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου με τον νόμο 2215/1994.
Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Η αναφορά για δήθεν ανυπαρξία ελληνικής εθνικότητας και ιθαγένειας της Βασιλικής Οικογένειας επινοήθηκε τον καιρό της δικαστικής διαμάχης για την περιουσία της και αποτελεί ντροπή για την σημερινή Ελλάδα να μην αναγνωρίζονται τα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας ως Έλληνες πολίτες.
Η απόδοση της ιθαγένειας στην Βασιλική Οικογένεια είναι επιβεβλημένη ώστε να αποκατασταθεί μια μεγάλη αδικία και να τονιστεί η ανάγκη του σεβασμού των θεσμών, της ιστορίας, του παρελθόντος με το παρόν.
Στην χθεσινή κοινή συνέντευξη τους ο Διάδοχος Παύλος και ο Πρίγκιπας Νικόλαος απάντησαν στην δημοσιογράφο σχετικά με το επίθετο τους και γιατί δεν το δηλώνουν ώστε να λυθεί το ζήτημα της ιθαγένειας που τους έχει αφαιρεθεί. Ο Διάδοχος Παύλος είπε:
«Έχω επίθετο. Της Ελλάδος. Με αυτό ήμασταν πάντα, γιατί να αλλάξω το επίθετο μας; Όταν έγινε αυτός ο νόμος, ήταν για να μας επιτεθούν. Όταν ζήσαμε τόσα χρόνια εκτός Ελλάδος χωρίς να δημιουργήσουμε πρόβλημα στο πολίτευμα, όταν πρόβλημα δεν ήταν υπήρξε ποτέ… δεν καταλαβαίνω γιατί». Εξηγεί δε ότι το “της Ελλάδας”, δεν είναι τίτλος, αλλά όνομα. «Όπου και αν πάω, με αποκαλείτε με όποιο όνομα θέλετε. Εγώ είμαι ο Παύλος και είμαι αυτός που είμαι. Με αυτό γεννήθηκα, με αυτό έχουν περάσει όλη τους τη ζωή οι απόγονοί μου».
Ο Πρίγκιπας Νικόλαος προσέθεσε:
«Δεν είναι θέμα επιλογής επιθέτου. Είχα ιθαγένεια. Μας αφαιρέθηκε. Εννοείται ότι τη θέλω. Το να σου αφαιρέσουν την ιθαγένεια είναι κάτι γραφειοκρατικό. Το αν είμαι Έλληνας, το ξέρω εγώ. Στις φλέβες μου ρέει Ελλάδα. Είμαι Έλληνας και δε μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς αυτό.
Επί της ιστορικής αλήθειας….
Ο αείμνηστος Βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν απλώς πολίτης της χώρας. Ήταν ο πρώτος πολίτης της και η βασιλική οικογένεια της Ελλάδος ονομαζόταν παντού και πάντοτε, σε όλες τις νομικές διατάξεις «Ελληνική Βασιλική Οικογένεια», τα μέλη της οποίας είχαν την ελληνική ιθαγένεια και υπηκοότητα.
Ενδεικτικά αναφέρεται το Ν.Δ. 1298/1949, άρθρο α: «Ορισμός Βασιλικής Οικογενείας»
Άρθρον 2.
Την Ελληνικήν Βασιλικήν Οικογένειαν αποτελούσιν:
α. Άπαντες οι γνήσιοι και νόμιμοι απόγονοι (κατιόντες) του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ εφ όσον διατηρούσι την ελληνικήν ιθαγένειαν και το εκ του Συντάγματος δικαίωμα των ενδεχομένης διαδοχής εις τον θρόνον…
ΓΑΜΟΣ – Αρθρον 6
/ 1. Προς σύναψιν εγκύρου γάμου οποιουδήποτε μέλους της βασιλικής οικογενείας, πλην των υπό των διατάξεων του Αστικού Κώδικος οριζομένων προϋποθέσεων, προσαπαιτείται και η προηγούμενη συναινέσεις του βασιλέως… (Πως υπάγονται στις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα πρόσωπα που… δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια;)
/ 5. Όσα των θηλέων μελών της βασιλικής οικογενείας συζευχθώσιν εγκύρως μετ αλλοδαπού, διατηρούσι την ελληνικήν ιθαγένειαν… Επι των προσώπων τούτων, εφ όσον αποκτώσιν ελληνικήν διπλήν ιθαγένειαν, εφαρμόζεται ως δίκαιον ιθαγενείας το ημεδαπών δίκαιον…
(Κατά argumentum a contratio: Το θήλυ μέλος είναι «ημεδαπή», δηλαδή έχει την ελληνική υπηκοότητα. Αλλά κατά την άποψη μερικών, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του δεν υπήρξαν ποτέ Έλληνες πολίτες, μολονότι την ελληνική ιθαγένεια διατήρησε ακόμα και η Βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας…)
Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Δ. Ευρυγένης, αναφερόμενος στη διπλή (ορθόδοξη και καθολική) ιεροτελεστία του γάμου της τότε Πριγκίπισσας Σοφίας με τον Χουάν-Κάρλος, τονίζει ότι «τούτο θα ηδύνατο να αποφευχθή, είτε δια προσχωρήσεως της πριγκιπίσσης εις το δόγμα του μνηστήρος (Α.Κ. 1371), είτε δι ευλογίας του γάμου υπό μόνου ορθοδόξου ιερέως (Α.Κ. 1367). Αλλ υπό μόνου ορθοδόξου ιερέως τέλεσις του γάμου θα καθιστά μεν τούτο υποστατόν κατά το ελληνικόν δίκαιον, δεν θα εξησφάλιζε όμως το κύρος του κατά το κανονικόν δίκαιον της Καθολικής Εκκλησίας…»
Ώστε: «Ελληνική Βασιλική Οικογένεια, «Ελληνικός Αστικός Κώδικας», «Ελληνικό Δίκαιον». Αλλά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος «δεν ήταν Έλληνας», η οικογένεια του δεν είναι Έλληνες κατά την εξαιρετικά παράλογη αντίληψη, μολονότι η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου χορήγησε ελληνικά διαβατήρια για τον ίδιο και για τα μέλη της οικογενείας του.
Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ήταν (κατά το Jus Sanguinis -Δίκαιο του αίματος) Έλληνας τέταρτης γενιάς.
Ο προπάππος του Γεώργιος Α’ ορκίστηκε στην Εθνική Συνέλευση «Ομνύω εις το όνομα της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος…» Από τη στιγμή εκείνη ο ίδιος και τα μελλοντικά μέλη της βασιλικής οικογενείας «απέκτησαν αυτομάτως και αυτονόητος την ελληνική υπηκοότητα», αφού και τα τρία Συντάγματα της Εθνεγερσίας (1822, 1823 και 1827) όριζαν ότι:
«Όσοι αυτόχθονες η μη και οι τούτων απόγονοι έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν και ορκισθώσι τον ελληνικόν όρκον εισίν Έλληνες».
Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ήταν Έλληνας και κατά το (Jus Soli – Δίκαιο του εδάφους), αφού γεννήθηκε στην Ελλάδα (Ψυχικό).
1). Γράφηκε στο οικείο ληξιαρχείο, με ληξιαρχική πράξη υπογραφόμενη από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό δικαιοσύνης.
2). Γύρισε, σε ηλικία έξι ετών, μετά το δημοψήφισμα του 1946, στην πατρίδα του.
3). Φοίτησε σε ελληνικό δημόσιο σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης.
4). Φοίτησε σε ελληνικό δημόσιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης: Πρότυπο Γυμνάσιο Αναβρύτων.
5). Πήρε απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
6). Κατατάχτηκε ως Έλληνας υπήκοος στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις (Λ.Ο.Κ.). Του δόθηκε «εξ απονομής» ο βαθμός του ανθυπολοχαγού και αργότερα του υπολοχαγού και του λοχαγού, που μόνο Έλληνες υπήκοοι μπορούν να αποκτήσουν.
7). Έγινε κατά το Ν.Δ. 1298/49 διάδοχος του ελληνικού θρόνου, γιατί στο πρόσωπο του συνέτρεχαν οι τρεις προϋποθέσεις του νόμου: Ήταν γνήσιος και νόμιμος απόγονος του Γεωργίου Α’ , είχε την ελληνική ιθαγένεια, διατηρούσε το δικαίωμα διαδοχής.
8). Κατέκτησε πρώτη νίκη σε Ολυμπιακούς Αγώνες ως Έλληνας (Ρώμη 1960).
9). Νυμφεύτηκε κατά το ελληνικό ορθόδοξο δόγμα και ο γάμος του καταχωρίστηκε στο ληξιαρχείο.
10). Οι γεννήσεις των τέκνων του Αλεξίας και Παύλου, που είδαν το φως στην Ελλάδα, εντάχθηκαν στα βιβλία του ληξιαρχείου.
Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Κων/νος Σκαλτσάς τονίζει ορθότατα:
«Ουδείς εκ των επί ελληνικού εδάφους γεννηθέντων απογόνων του Βασιλέως Γεωργίου Α’ υπήρξεν ανιθαγενής… Τοιούτον τι, άλλωστε, θα ήτο αντινομικόν και εξωφρενικόν, λαμβανομένου υπ όψιν ότι το ελληνικόν κράτος ανεγνώρισεν ως έλληνας υπηκόους και εχθρικούς του υπηκόους, όπως τους Βουλγάρους υπηκόους, περί ων η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγί, Αλβανούς και Τούρκους υπηκόους, οι οποίοι είχον κατοικίαν εις τα μετά την 1-1-1913 ενσωματωθέντα εις την Ελλάδα εδάφη (Ήπειρος, Μακεδονία, κτλ.), που απελευθέρωσεν ο ελληνικός στρατός υπό την ηγεσίαν του Στρατηλάτου Κωνσταντίνου . Υπάρχει εις τον κόσμον άνθρωπος δυνάμενος να αμφισβητήσει την ελληνικότητα και την γενναιότητα του απελευθερωτού της Μακεδονίας μας Βασιλέως Κωνσταντίνου Α’ ;»
Μετά το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος το μόνο που έχασε ήταν τον θρόνος του. Τίποτα άλλο. Το δημοψήφισμα είχε ένα και μοναδικό ερώτημα: «βασιλευομένη» η «αβασίλευτη δημοκρατία». Ο ελληνικός λαός δεν κλήθηκε να αποφανθεί, αν ο Κωνσταντίνος, η Άννα-Μαρία και τα παιδιά τους θα διατηρούσαν η όχι την υπηκοότητα και ιθαγένεια τους.
Η πρωτοφανής άποψη ότι «ο Κωνσταντίνος ήταν Έλληνας ως βασιλιάς και όχι ως πολίτης και όταν απέβαλε την ιδιότητα του βασιλιά των Ελλήνων δεν δύναται να κατέχει την ελληνική ιθαγένεια» είναι εξαιρετικά γραφική και ανιστόρητη.
Πρώτον, η υπηκοότητα δεν παρέχεται σε τίτλους και ιδιότητες, αλλά σε πρόσωπα, που τη διατηρούν άσχετα από τυχόν ύπαρξη τίτλου ή ιδιότητας.
Δεύτερον, ο βασιλιάς ήταν πολίτης, ο πρώτος πολίτης της χώρας του, στους νόμους της οποίας (αστικό και ποινικό κώδικα κτλ.) υπαγόταν, αλλά, πάντως, πολίτης.
Ο επικεφαλής του ειδικού νομικού συμβουλίου της Βουλής, Αρ. Μάνεσης έκρινε αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο, που είχε κατατεθεί και που είχε συντάξει και αναδιατύπωση τρεις φορές ο συνάδελφος του Ευ. Βενιζέλος: αναφορικά με την περιουσία της βασιλικής οικογένειας, επειδή ήταν αντίθετο προς το άρθρο 17, παρ. 1,2 και 4 του Συντάγματος, και ως προς την ιθαγένεια που αφαιρέθηκε, επειδή παραβίαζε το άρθρο 4, παρ. 3 του Συντάγματος.
Κατά το άρθρο αυτό αποκλειστικά και μόνο σε δύο περιπτώσεις επιτρέπεται η αφαίρεση της ιθαγένειας Έλληνα υπηκόου:
Αν αποκτήσει εκούσια την ιθαγένεια άλλου κράτους.
Αν αναλάβει υπηρεσία σε ξένη χώρα αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα.
Συνέτρεξε ένας απ αυτούς τους λόγους στην περίπτωση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και των μελών της οικογενείας του; Όχι βέβαια!
Για την ιστορία: Η Δ’ Συντακτική Συνέλευση (24-3-1924, πρώτη αβασίλευτη δημοκρατία), μολονότι κήρυξε έκπτωτη τη δυναστεία, απαγόρευσε με ψήφισμα της μόνο τη μόνιμη διαμονή των μελών της στην πατρίδα (όχι τις επισκέψεις) και δεν αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Αυτές έμελλε να απαγορευτούν μαζί με την αφαίρεση περιουσίας, ιθαγένειας και διαβατηρίων στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ούτε η δικτατορία της 21ης Απριλίου δε διανοήθηκε να προβεί σε αφαίρεση της ιθαγένειας των μελών της βασιλικής οικογένειας (άρθρο 31, παρ. 2 Συντάγματος 1973).
Επίσης το άρθρο 15 της Παγκόσμιας Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948) προβλέπει:
«Όλα τα πρόσωπα δικαιούνται να διαθέτουν ιθαγένεια. Και δεν είναι επιτρεπτό να αφαιρείται αυθαίρετα ούτε η ιθαγένεια ενός ατόμου, ούτε το δικαίωμα του να τη μεταβάλει».
Ο Αλέξ. Σβώλος, πανεπιστημιακός καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου έγραφε:
«Νόμοι αφαιρετικοί της ιθαγενείας θα αντέκειντο εις το Σύνταγμα και ειδικώτερον εις το σύνολον των διατάξεων αυτού περί λαού και πολιτών, εν συνδυασμό προς την έννοιαν της ιθαγενείας ως συνδέσμου προς ορισμένον κράτος διαρκούς όσον και αποκλειστικής φύσεως».