Ο Βασιλόπαις Νικόλαος, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 1872. Ήταν το τέταρτο παιδί και ο τρίτος γιος του Βασιλέα Γεωργίου Α′ των Ελλήνων και της Βασίλισσας Όλγας. Πριν από τον Πρίγκιπα Νικόλαο είχαν γεννηθεί: o Διάδοχος Κωνσταντίνος (1862-1923), ο Πρίγκιπας Γεώργιος (1869-1957) και η Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα (1870-1891). Μετά τον Νικόλαο γεννήθηκαν η Πριγκίπισσα Μαρία (1876-1940), η Πριγκίπισσα Όλγα (1880-1880), ο πρίγκιπας Ανδρέας (1882-1944) και ο Πρίγκιπας Χριστόφορος (1888-1940).
Η Βασιλική Οικογένεια περνούσε τα καλοκαίρια της στην έπαυλή τους στο Τατόι. Συχνά φιλοξενούσαν τους συγγενείς τους, μέλη των Βασιλικών Οίκων της Δανίας, της Ρωσίας. της Αγγλίας και άλλων. Ο πατέρας του Νικολάου και ιδρυτής της Ελληνικής Δυναστείας, ήταν ο τριτότοκος γιος του Βασιλέα της Δανίας Χριστιανού ΙΧ, αποκαλούμενου «πεθερού της Ευρώπης». Η κόρη του Αλεξάνδρα, είχε παντρευτεί τον Διάδοχο του Αγγλικού θρόνου Εδουάρδο και η δεύτερη κόρη του τον διάδοχο του Ρωσικού θρόνου, Αλέξανδρο. Για να τον ξεχωρίζουν από τον ξάδερφό του τσάρεβιτς Νικόλαο της Ρωσίας, οι συγγενείς του, τον ανέφεραν ως «Greek Nicky».
«O πατέρας μου είχεν αυστηράς θεωρίας περί αγωγής, περιέβαλε δέ μέ σοβαροτάτην προσοχήν τήν ανατροφήν μας» αναφέρει ο Πρίγκιπας Νικόλαος στα Απομνημονεύματά του. Οι καλύτεροι παιδαγωγοί της Αθήνας αναλαμβάνουν την σωματική και ψυχική εκπαίδευση του Νικολάου. Μαθαίνει τρεις ξένες γλώσσες συγχρόνως, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Με τους γονείς και τα αδέρφια του χρησιμοποιεί την αγγλική γλώσσα.
O Δημήτρης Σκουζές στο τρίτο βιβλίο του της τριλογίας η «Αθήνα που έφυγε» γράφει στο κεφάλαιο «Ο φιλαθήναιος Πρίγκιπας»: «Φέτος συνεπληρώθησαν εικοσιπέντε χρόνια από την εποχή που πέθανε μία κατ’εξοχήν φιλαθηναία φυσιογνωμία ο Πρίγκιψ Νικόλαος, τριτότοκος γιος του Βασιλέως Γεωργίου Α′. Όλοι οι παλιοί Αθηναίοι με εξαιρετική συγκίνηση θυμούνται την εκλεκτή αυτή ύπαρξη, που είχε προσφέρει πολλά στην Αθήνα και υπό την υψηλή του ιδιότητα του Πρίγκιπα, αλλά ιδίως σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης. Ο Πρίγκιψ Νικόλαος εγνώριζε κι αγαπούσε καλύτερα απ’ όλους την «Αθήνα που έφυγε», σ′όλη δε τη διάρκεια της ζωής του δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για ό,τι αφορούσε τη ζωή της. Είτε εδώ, είτε εξορία, έγραφε, καθοδηγούσε, συμβούλευε κι είχε ως κυρία του μέριμνα την διάσωση της παλιάς Αθήνας. Στο «Σύλλογο των Αθηναίων», του οποίου ηυδόκησε να είναι επίτιμο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, είχε δώσει επανειλημμένως οδηγίες και ενθαρρύνσεις. Θυμάμαι μάλιστα από τις πολλές φορές μια, που μας έκανε την τιμή να επισκεφθή τον Σύλλογό μας, στο παλιό γραφικό σπίτι της Πλάκας στην οδό Κέκροπος, εκείνο που του εκίνησε εξαιρετικά το ενδιαφέρον ήταν το χρώμα και η ατμόσφαιρα του παλιού αυτού αθηναϊκού σπιτιού. Με πολύ τρυφερότητα ατένιζε την πλακόστρωτη αυλή, τις λίγες γλάστρες με τα γεράνια, την κληματαριά και το τζαμωτό χαγιάτι του. Στάθηκε αρκετή ώρα στην ταράτσα του, από όπου φαινότανε τόσο κοντά η Ακρόπολη.
«Να», μου είπε, «σ′ ένα τέτοιο σπίτι θα ήθελα να κλείσω τα μάτια μου….»
Ο αλησμόνητος Βασιλόπαις Νικόλαος ήταν σε όλη του την ζωή πρίγκιψ των λεπτών αισθημάτων, της διανοήσεως και της τέχνης, όπως ήταν και γενναίος στρατιώτης . Γεννήθηκε το 1872 κι από τα παιδικά του χρόνια έδειξε όλη την αγνότητα των αισθημάτων του σε κάθε εκδήλωση. Εκληρονόμησε πολλές αρετές από τον λαοφιλή πατέρα του. Το καθήκον, καθώς και η βοήθεια προς τον πλησίον του, ήταν γι’ αυτόν η δεύτερη θρησκεία του. Πολύ νωρίς εγράφη στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε ως αξιωματικός του Πυροβολικού το 1890. Ο ίδιος γράφει στα Απομνημονεύματά του, ότι φόρεσε την στολή του Ευέλπιδος με ενθουσιασμό . Επί λέξη γράφει τα εξής για τις πρώτες ημέρες της φοιτήσεως του:
«Ήρχισα την στρατιωτικήν μου εκπαίδευσιν εις το Σχολείον Ευελπίδων εις Πειραιά εις ηλικίαν δεκατεσσάρων ετών. Κατέβαινα εξ’ Αθηνών εφ αμάξης με τον παιδαγωγόν μου δίς της εβδομάδος δια να μετάσχω των στρατιωτικών ασκήσεων. Ήμην πολύ υπερήφανος δια την νέαν στολήν μου, βαθυκύανον χιτώνιον με κίτρινον περιλαίμιον, εκ του οποίου οι αδελφοί μου μου απέμειναν την προσωνυμίαν «το κίτρινο παιδί» , η δε αδελφή μου Μαρία με αποκαλούσε «το καναρινάκι μας».»
Αυτό όμως το καναρίνι έπειτα από λίγα χρόνια έγινε ένας εξαιρετικός αξιωματικός, που έσπευδε πάντοτε πρώτος στο καθήκον. Πήρε μέρος στην ατυχή εκστρατεία του 1897 και στους ένδοξους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, προκαλώντας πάντα την αγάπη και τον θαυμασμό των συναδέλφων του. Απλός, ήρεμος, αγαθός και με σπινθηροβόλο πνεύμα, ο Νικόλαος αγαπούσε πολύ τα γράμματα και τις τέχνες. Ήταν συγγραφέας, ζωγράφος και προστάτης των καλλιτεχνών, καθώς και συνετός όσο και τολμηρός στρατιωτικός, που εκτελούσε τέλεια κάθε εντολή.
Ο πρίγκιπας Νικόλαος ήταν ακόμη πρότυπο οικογενειάρχη. Παντρεύθηκε την ανιψιά του Τσάρου, Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας Ελένη Βλαδιμήροβα και απέκτησε τρεις πολύ ωραίες θυγατέρες, την Όλγα, έπειτα σύζυγο του Πρίγκιπος και Αντιβασιλέως Παύλου της Σερβίας, την Ελισάβετ που πέθανε πρόωρα, και την Μαρίνα, μετέπειτα σύζυγο του Δούκα του Κεντ.
Τις πιο πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος τις προσέφερε ο Νικόλαος όταν ήταν στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης το 1912. Πράγματι, παρ′ ολίγο να χάναμε τότε την Θεσσαλονίκη, αν ο πρίγκιπας δεν ενεργούσε με τόση σύνεση και οξύτατη πολιτική αντίληψη. Αμέσως μετά την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στην πόλη, που θεωρείται σήμερα συμπρωτεύουσα, δημιουργήθηκαν ακανθώδη διπλωματικά, φυλετικά, θρησκευτικά και οικονομικά προβλήματα. Παράλληλα, οι εχθροί τότε της Ελλάδος, οι Βούλγαροι αντιδρούσαν συνεχώς κατά της ελληνικής διοικήσεως και των ελληνικών δικαίων.
Ιδιαίτερα μάλιστα ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης, που τότε ήταν κατοικημένη με τόσες φυλές με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, πάλευε διαρκώς με τις διάφορες απαιτήσεις και τις ατέλειωτες μηχανορραφίες των ξένων προπαγανδών, στις οποίες τον κύριο λόγο έπαιζε ο δαιμόνιος Άγγλος δημοσιογράφος φιλοβούλγαρος Μπάουτσερ. Ο Πρίγκιψ Νικόλαος, σχεδόν μόνος επί ένα διάστημα, με οξύνοια, πολιτική διορατικότητα, ευστροφία και δικαιοσύνη, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά όλες τις μηχανορραφίες και συνωμοσίες και να επιβάλλει τάξη και ισοπολιτεία.
Ο πρίγκιπας αντελήφθη εγκαίρως τον άμεσο βουλγαρικό κίνδυνο και την ανάγκη συμμαχίας με την Σερβία πού πρώτος αυτός, πρότεινε στον πρωθυπουργό, καθώς ξέρω από τον ίδιο. Το αποκορύφωμα της μεγαλοψυχίας του, της συνέσεως και της διπλωματικής του ιδιοφυΐας είναι, αναμφισβήτητα, οι διαταγές που έδωσε το ίδιο απόγευμα της δολοφονίας του Πατέρα του, αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου Α′. Πράγματι απόλυτη τάξις επεκράτησε στην Θεσσαλονίκη. Η διαταγή που έδωσε ο καθ’όλα αντάξιος επιτελάρχης του Πρίγκιπος, Αριστοτέλης Βλαχοπουλος, ήταν κατά τέτοιο τρόπο συνταγμένη, ώστε να κατευνάση τα πνεύματα και να μη επιτραπή η παραμικρότερη αταξία. Ασφαλώς, στην εκτέλεσι συτής της διαταγής, που έσωσε τη Θεσσαλονίκη σε μία κρίσιμη στιγμή της ελληνικής ιστορίας, συνετέλεσε πολύ η σθεναρή στάσι κι η ενεργιτικότητα του επιτελάρχου του.
Κατά τα τελευταία χρόνια, αναγνωρίσθηκαν στον Πρίγκιπα Νικόλαο οι πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφερε στην Πατρίδα του σ′ αυτές τις περιστάσεις, κι ήταν δικαία τιμή εκείνη πού αποδόθηκε στιν πρώτο Στρατιωτικό Διοικητή της Θεσσαλονίκης Πρίγκιπα Νικόλαο, όταν επί κυβερνήσεως Παπάγου εστήθη ο ανδριάς του μπροστά στο Στρατιωτικό Διοικητήριο αυτής της πόλεως.
Εκτός όμως από τη διορατικότητα που επέδειξε ο Πρίγκιψ στις πολιτικές του αποφάσεις και τις στρατιωτικές του ικανότητες στην εκτέλεση του καθήκοντος, την προσωπικότητά του συνεπλήρωσαν και άλλα σπάνια χαρίσματα. Στην αθηναϊκή κοινωνία ο Πρίγκιψ ήταν γνωστός ως «ο καλιτέχνις Πρίγκιψ», γιατί όχι μόνο ήταν ικανός συγγραφέας θεατρικών έργων που τα υπέγραφε με το ψευδώνυμο Μάρκος Μαρής, αλλά και ευαίσθητος ζωγράφος, όπως μαρτυρούν οι λεπτές ακουαρέλες του και τα σκίτσα του σε πορτραίτα και τοπία που φέρνουν τ′ όνομα του ή την υπογραφή «Le Prince».
O Πρίγκιψ Νικόλαος είχε ανεβάσει ως σκηνοθέτης πολλά έργα στο Βασιλικό Θέατρο, αλλά και στην Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου, όπως το «Κάρβουνο στη στάχτη» και την «Αθώα αμαρτωλή», που ασφαλώς θυμούνται οι παλαιότεροι Αθηναίοι.»
Σημείωση Royal Chronicles: Ως «ανταμοιβή» για την προσφορά του στη Θεσσαλονίκη, και εν μέσω Εθνικού Διχασμού, η οδός Πρίγκιπος Νικολάου μετονομάστηκε σε Στρατηγού Σαράηγ, ενώ παίρνει και πάλι το όνομα της μετά την Παλινόρθωση του 1936. Κατά τα χρόνια μετά τη «μεταπολίτευση» του 1974, μετονομάζεται ξανά σε Αλεξάνδρου Σβώλου, ο οποίος ήταν ο πρόεδρος της λεγόμενης «Κυβέρνησης του Βουνού» και ουδεμία σχέση είχε με τη Θεσσαλονίκη…