Η Αλεξάνδρεια υπήρξε στην αρχαιότητα μια ένδοξη πόλη. Στα τέλη του 18 αιώνα ήταν ένα μικρό ψαροχώρι. To 1806 είχε έξι χιλιάδες κατοίκους και ο Φρανσουά Ρενέ ντε Σατομπριάν την περιέγραφε, μετά την επίσκεψή του το ίδιο έτος, ως «τον πιο θλιβερό και έρημο τόπο στον κόσμο» . Το 1849 είχε εκατό χιλιάδες κατοίκους. Την αναγέννησή της την οφείλει στον Χεδίβη Μεχμέτ Αλή (1769-1849) που γεννήθηκε στην Καβάλα και ήταν ο ιδρυτής της τελευταίας βασιλικής δυναστείας της Αιγύπτου. Δημιούργησε το Mahmoudieh Canal (ολοκληρώθηκε το 1820) και μέσω αυτού η Αλεξάνδρεια επικοινωνούσε με το Κάιρο.
Τότε άρχισαν να καταφτάνουν και οι πρώτοι Ευρωπαίοι έποικοι – κυρίως Έλληνες- οι οποίοι δημιούργησαν ένα Δημοτικό Συμβούλιο που ξεκίνησε τεράστια φιλανθρωπικά και δημόσια έργα. Στις αρχές το 20 αιώνα είχαν δημιουργηθεί σχολεία, νοσοκομεία, θέατρα, μια υπέροχη βιβλιοθήκη και ένα άριστο σιδηροδρομικό δίκτυο. Από την Αλεξάνδρεια δεν έλειπε κανένα από τα στολίδια που διέθεταν οι ευρωπαϊκές πόλεις. Τα ονόματα των προαστίων της αντανακλούσαν το κοσμοπολίτικο χρώμα της. Τα προάστια με αραβικά ονόματα, Sidi Gaber και Ramleh ήσαν δίπλα- δίπλα με αυτά με ευρωπαϊκά ονόματα, San Stefano, Ibrahimieh, Γλυμενόπουλο και Stanley Bay.
Ο κεντρικός πυρήνας της πόλης ήταν η περιοχή του Ανατολικού λιμένα. Στο δυτικό άκρο αυτού κοντά στο Κάϊντ Μπέη, στην θέση της βάσης του αρχαίου Φάρου της Αλεξανδρείας, ο Μεχμέτ Αλή έκτισε το Ras-el-Tin Palace.
Στο ανατολικό άκρο, το παλάτι Montazah κτίστηκε για τον Χεδίβη Abbas II Hilmi και ανακαινίστηκε από τον βασιλιά Φουάντ το 1920.
Λίγο αργότερα άρχισαν εργασίες για την προκυμαία που είναι ευρέως γνωστή ως Corniche. Κατά μήκος της προκυμαίας είχαν οικοδομηθεί κτίρια μοναδικής αρχιτεκτονικής, λειτουργούσαν κομψά καταστήματα, νάιτ κλαμπ και το φημισμένο Cecil Hotel.
Στο εσωτερικό της πόλης, υπήρχαν πανέμορφα πάρκα, μεγάλες πλατείες, δημόσιοι κήποι αλλά και μοντέρνες κατοικημένες περιοχές. Τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν το Κάιρο γινόταν ανυπόφορα ζεστό, η βασιλική οικογένεια και όλη η Κυβέρνηση, μετακόμιζαν στην Αλεξάνδρεια, η οποία γινόταν ανεπίσημα η πρωτεύουσα της Αιγύπτου. Ήταν μια πόλη που ανταγωνιζόταν σε καλαισθησία και κοσμοπολιτισμό την Νίκαια, το Μόντε Κάρλο και το Σαν Ρέμο.
Πολλοί βασιλείς συχνά επισκεπτόντουσαν την Αλεξάνδρεια για περάσουν τις διακοπές τους. Το κλίμα της την καθιστούσε τον ιδανικό τόπο για ξεκούραση.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για πολλές βασιλικές οικογένειες, της νοτίου και νότιο-ανατολικής Ευρώπης, η Αλεξάνδρεια ήταν ένας πολύτιμος προορισμός, όταν βιαστικά αναγκαζόντουσαν να εγκαταλείψουν τις χώρες τους για να διαφύγουν από τα γερμανικά στρατεύματα εισβολής ή τα επικίνδυνα για την ζωή τους πολιτικά καθεστώτα της χώρας τους. Η Αίγυπτος έπαιξε τον ίδιο ρόλο όπως η Αγγλία για τις βασιλικές οικογένειες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης στις διάρκεια του ίδιου Πολέμου. Επιπλέον ασχέτως με την γνώμη που είχαν για τον Φαρούκ ως βασιλιά της Αιγύπτου, αυτός ήταν ένας ευγενέστατος και καλοπροαίρετος οικοδεσπότης προς τους υψηλούς επισκέπτες της χώρας του, και τους το υποδεχόταν όλες με τις ανάλογες τιμές.
Τον Μάιο του 1941 η Αλεξάνδρεια, που όφειλε την αναγέννηση της στους Έλληνες εποίκους της, προσέφερε φιλοξενία στην ελληνική βασιλική οικογένεια, η οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα λόγω της γερμανικής εισβολής. Μετά από μια σύντομη και πολυτάραχη διαμονή στην Κρήτη, τελικά ανεχώρησαν αεροπορικώς από τον κόλπο της Σούδας για την Αλεξάνδρεια. Την ομάδα αποτελούσαν η πριγκίπισσα διαδόχου Φρειδερίκη, τα παιδιά της, Σοφία και Κωνσταντίνος, η πριγκίπισσα Ασπασία (Μάνου), η κόρη της Αλεξάνδρα, ο πρίγκιπας Γεώργιος, η σύζυγός του, πριγκίπισσα Μαρία (Βοναπάρτη) και η πριγκίπισσα Αικατερίνη (η οποία στο ταξίδι της επιστροφής από την Αλεξάνδρεια προς την Αγγλία, θα γνώριζε τον μέλλοντα σύζυγό της). Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄και ο αδερφός του, διάδοχος Παύλος δεν τους ακολούθησαν επιθυμώντας να παρατείνουν όσο μπορούσαν περισσότερο την παραμονή τους στην Κρήτη.
H πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, μετέπειτα βασίλισσα της Γιουγκοσλαβίας, περιγράφει στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «For a King΄s love» την αναχώρησή τους από την Κρήτη και την άφιξή της ελληνικής βασιλικής οικογένειας στην Αλεξάνδρεια:
-«Στον κόλπο της Σούδας ένα αεροπλάνο μας περίμενε με προορισμό την Αίγυπτο. Την στιγμή της επιβίβασης επικράτησε αναστάτωση. Σκεφτόμαστε πως θα ανακτούσαμε τις βαλίτσες μας, που είχαν φύγει από την Αθήνα πριν τρεις εβδομάδες με ένα αντιτορπιλικό πλοίο. Αλλά το αντιτορπιλικό μετά από μια επίθεση που δέχθηκε, αναγκάστηκε να πετάξει στην θάλασσα τις μισές από τις αποσκευές μας.
Τελικώς επιβιβαστήκαμε όλοι στο αεροσκάφος, εκτός από τον θείο Γεώργιο και τον θείο Παύλο. Επιθυμούσαν να παραμείνουν στην Κρήτη όσο περισσότερο διάστημα θα ήταν εφικτό.
Για δεύτερη φορά υπεριπτάμεθα της Μεσογείου χωρίς να σκεφτόμαστε τους κινδύνους που μας απειλούσαν. Το αεροπλάνο μας θα μπορούσε να είχε καταρριφθεί από τον εχθρό ανά πάσα στιγμή. Είμαστε όμως τόσο καταπονημένοι και κουρασμένοι που δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τους κινδύνους που διατρέχαμε.
Καθώς πλησιάζαμε στην Αλεξάνδρεια, η θεία Μαρία (Βοναπάρτη) μας προειδοποίησε πως πιθανώς κάποιοι επίσημοι θα μας υποδεχόντουσαν στο αεροδρόμιο της Αλεξάνδρειας και πως ήταν φρόνιμο να προβούμε σε κάποιον καλλωπισμό.
-«Είναι χαμένος χρόνος» της απάντησα. «Βλέπετε σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε. Όσο δεν θα έχουμε κάνει ένα μπάνιο και με τα ρούχα που φοράμε, θα μοιάζουμε με ζητιάνους ό,τι και να κάνουμε».
Αλλά η θεία Μαρία δεν απελπίστηκε από τα πρησμένα και κοκκινισμένα πρόσωπά μας, τα θαμπά μαλλιά μας, τα σχισμένα και τσαλακωμένα ρούχα μας.
-«Βλακείες», μου απάντησε με ένα αποδοκιμαστικό τόνο. «Λόγω της κατάστασης που βρισκόμαστε, και η παραμικρή προσπάθεια βελτίωσης της εικόνας μας θα έχει ένα ευτυχές αποτέλεσμα. Από ψυχολογική άποψη ….»
Σκεφτόμουνα πως δεν επιθυμούσα ν΄ ακούσω περί ψυχολογίας σε αυτές τις δύσκολες περιστάσεις. Έβγαλα ένα μικρο καθρέπτη από την τσάντα μου και τον κράτησα μπροστά της. Τότε αυτή με μεγάλη φιλαρέσκεια βελτίωσε την εξωτερική της εμφάνιση.
Η καλή μου θεία είχε σωστά μαντέψει. Όταν το αεροπλάνο σταμάτησε στον διάδρομο προσγείωσης, αντιληφθήκαμε μια σειρά από κομψούς Έλληνες και Άγγλους διπλωμάτες που ανέμεναν να μας υποδεχτούν με το ανάλογο πρωτόκολλο που άρμοζε σε μια βασιλική οικογένεια.
Μια έκφραση έκπληξης πάγωσε στα πρόσωπά τους όταν μας αντίκρισαν. Η θεία Μαρία αποθανάτισε την σκηνή λεγοντάς μου «Σάντρα κρατήστε το καπέλο μου. Αυτή η σκηνή πρέπει να αποτυπωθεί. Ζούμε ιστορικές στιγμές».
Οικογένειες πλουσίων Ελλήνων της Αλεξάνδρειας προσφέρθηκαν να μας φιλοξενήσουν. Μας σύστησαν σε άτομα πολύ ευγενικά, την οικογένεια Χωρέμη. Σε λίγα λεπτά μερικά αυτοκίνητα μας μετέφεραν στην υπέροχη έπαυλη που διέθεταν, η οποία βρισκόταν στην μέση ενός πανέμορφου κήπου. Αφού μας πρόσφεραν μερικά ρούχα, αποσύρθηκαν διακριτικά, για να μπορέσουμε να κάνουμε ένα μπάνιο και να ξεκουραστούμε με την ησυχία μας.
Ξαπλωμένη μέσα στο νερό που ήταν υπέροχα ζεστό και αρωματισμένο , παρατηρούσα το ντεκόρ που με περιτριγύριζε, τις βρύσες που γυάλιζαν, τα λευκά πλακάκια στους τοίχους που άστραφταν, την σειρά των μπουκαλιών, άλλα με άλατα μπάνιου, και άλλα με αρώματα ή πούδρες, που είχαν την λεπτότητα να μας προσφέρουν οι οικοδεσπότες.»
Και ενώ η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας ξεκουραζόταν στην Αλεξάνδρεια, χάρη στην εγκάρδια φιλοξενία της οικογένειας Χωρέμη, ο πρίγκιπας Φίλιππος της Ελλάδας, συνοδευμένος από έναν ξάδερφό του από την οικογένεια της μητέρας του, τους επισκέφτηκε ανεπάντεχα. Είχε πάρει άδεια από το αγγλικό βασιλικό ναυτικό για λίγες ημέρες. Με την αστείρευτη ζωντάνια του και το χιούμορ του τόνωσε το πεσμένο ηθικό των συγγενών του και προκάλεσε τον θαυμασμό της νεαρής πριγκίπισσας Αλεξάνδρας που εξομολογείται στο βιβλίο της πως αισθανόταν τότε ερωτευμένη μαζί του.
Επειδή οι βομβαρδισμοί από τις δυνάμεις του Άξονα είχαν γίνει πολύ συχνοί και επικίνδυνοι, η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας μετακόμισε στο Κάιρο και από κει, στα τέλη Ιουνίου του 1941, ανεχώρησαν για την Νότια Αφρική μετά από πρόσκληση της Κυβέρνησής της. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ επέστρεψε στο Κάιρο μαζί με τον πρίγκιπα Παύλο. Λίγα χρόνια αργότερα, η πριγκίπισσα Φρειδερίκη, η οποία εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει το τρίτο της παιδί (1942), την πριγκίπισσα Ειρήνη, επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια.
Η βασίλισσα Φρειδερίκη αναφέρει στο βιβλίο της «Μέτρον Κατανοήσεως» για την Αλεξάνδρεια:
-«Ήταν να μείνωμε με τον Παύλο στην Αλεξάνδρεια, σ΄ένα πολύ μικρό σπίτι. Τόσο μικρό, ώστε το λέγαμε «παλάτι-σπιρτόκουτο». Είχε ένα μικρό σαλονάκι, που ήταν επίσης και τραπεζαρία, δύο μικρά υπνοδωμάτια, κι΄ένα δωμάτιο υπηρεσίας. Και γινόταν πολύ άβολο, αν συνέβαινε να έχωμε πολλούς επισκέπτες μαζί. Μια μέρα ήλθε ο Στρατηγός Σμάτς, έπειτα ο Βασιλεύς Γεώργιος, και τέλος ένας γηραιός κύριος, ο Πρίγκιψ Μαχμούντ Άλυ, ο οποίος ήταν Διάδοχος της Αιγύπτου. Ο Στρατηγός Σμάτς βρισκόταν στο σαλόνι. Ο σύζυγός μου ωδήγησε κοντά του τον Βασιλέα και κάθησαν οι δύο μαζί. Εγώ καθόμουν στις σκάλες, επειδή η υπηρεσία σιγύριζε τις κρεββατοκάμαρες και δεν μπορούσα να μπω μέσα. Ο σύζυγός μου είχε πάρει τον Πρίγκιπα Μαχμούντ Άλυ και πηγαινοερχόταν μαζί του στον κήπο, ο οποίος δεν ήταν μεγαλύτερος από γραμματόσημο, ώσπου ο Βασιελεύς και ο Σμάτς τερμάτισαν τη συνομιλία τους κι΄έφυγαν. Τότε εμείς οι δύο κρατήσαμε συντροφιά στον Πρίγκιπα Μαχμούντ Άλυ.
Τέλος, τον Μάρτιο του 1944, φέραμε τα παιδιά μας στην Αίγυπτο. Αλλάξαμε και πάλι αρκετές φορές σπίτια. Ο Βασιλεύς έμενε στην ελληνική πρεσβεία του Καΐρου. Ο Παύλος κι΄εγώ προτιμήσαμε να μείνωμε στην Αλεξάνδρεια.
Εξακολουθούσαμε να έχωμε κάθε τόσο και μιά αεροπορική επιδρομή. Οι σειρήνες της Αλεξάνδρειας ήσαν ιδιαίτερα τρομακτικές. Εξέπεμπαν έναν απόκοσμο ήχο, σαν από βούκινο. Μιά νύχτα, ένας ορυμαγδός μας ξετίναξε σχεδόν από τα κρεββάτια μας. Ώρμησα στο δωμάτιο των παιδιών και βρήκα την Σοφία, ηλικίας επτά ετών, να κάθεται στο κρεββάτι του Κωνσταντίνου. Είχε περάσει τα χέρια της γύρω από τους ώμους του. Με κύτταζαν και οι δύο με πελώρια, έντρομα μάτια. «Μην κλαις, Κωνσταντίνε» είπα. «Όταν είναι κανείς πέντε χρονών δεν επιτρέπεται πιά να τρομάζη». «Εγώ δεν τρόμαξα» μου απάντησε ο Κωνσταντίνος, «η κοιλιά μου τρόμαξε».
Είχαμε πολλούς φίλους ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες και εθνότητες. Την εποχή εκείνη η Αλεξάνδρεια ήταν ουσιαστικά πόλις ελληνόφωνη και οι Έλληνες φίλοι μας ήσαν για μας μια σπουδαία ενθάρρυσις. Υπήρχαν Εβραίοι και Κόπται, Ορθόδοξοι, Διαμαρτυρόμενοι και Καθολικοί, οι οποίοι ζούσαν όλοι μαζί στην Αλεξάνδρεια και σχημάτιζαν έναν πολύ ενδιαφέροντα κύκλο.
Διατηρώ οδυνηρές αναμνήσεις από την εποχή όπου μερικά αντιτορπιλλικά μας, αγκυροβολημένα στον λιμένα της Αλεξάνδρειας, κατελήφθησαν ξαφνικά από κομμουνιστάς στρατιώτες. Μια φήμη κυκλοφορούσε στην Αλεξάνδρεια, πως οι στασιασταί θα επιχειρούσαν ν΄απαγάγουν τον μικρό γυιό μας, για να τον χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο στις διαπραγματεύσεις τους με την ελληνική Κυβέρνησι. … Αργότερα η ελληνική Κυβέρνησις διέταξε επισήμως την ανακατάληψι των σκαφών, αλλ΄οι κομμουνισταί ήσαν προετοιμασμένοι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι παρά την επιτυχία της επιχειρήσεως, υπήρξαν πολλά θύματα».
Στην Αλεξάνδρεια κατέφυγε και ο πρίγκιπας Πέτρος με την μοργανατική του σύζυγο, Ειρήνη. Η τελευταία ανέλαβε την φιλανθρωπική δράση της πριγκίπισσας διαδόχου Φρειδερίκης, χωρίς να ζητήσει την άδειά της. Όταν το πληροφορήθηκε ο πριγκίπισσα Φρειδερίκη, η οποία διέμενε εκείνο το διάστημα στην Νότιο Αφρική, δυσαρεστήθηκε πολύ.
Την εποχή που η ελληνική βασιλική οικογένεια αναχωρούσε για την Νότια Αφρική, στην Αλεξάνδρεια έφτανε ο βασιλιάς Πέτρος ΙΙ της Γιουγκοσλαβίας. Αναγκάστηκε και αυτός να εγκαταλείψει την χώρα του μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων. Ο βασιλιάς Πέτρος ανεχώρησε σε σύντομο χρονικό διάστημα για το Λονδίνο, όπου επίσης είχε καταφύγει εκεί η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα με την μητέρα της, επειδή δεν της άρεσε η μονότονη ζωή της στο Κέιπ Τάουν. Αν και γνωρίστηκαν το 1942 οι γάμοι τους τελέστηκαν το 1944 γιατί τόσο η μητέρα του Πέτρου -βασίλισσα Μαρία- όσο και η εξόριστη κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας, είχαν μερικούς ενδοιασμούς. Από την Αλεξάνδρεια πέρασε και ο πρίγκιπας Παύλος της Γιουγκοσλαβίας μαζί με την σύζυγό του, πριγκίπισσα Όλγα, γεννημένη πριγκίπισσα της Ελλάδας, μαζί με τα τρία τους παιδιά. Ανεχώρησαν από την Αλεξάνδρεια με προορισμό την Κένυα όπου θα διέμεναν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και υπό αγγλική επιτήρηση. Ο πρίγκιπας Παύλος, μετά την δολοφονία του βασιλιά Αλέξανδρου της Γιουγκοσλαβίας, είχε εξασκήσει τα καθήκοντα του αντιβασιλέα επί 7 χρόνια (1934-1941).
Όταν τέλειωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος η βασιλική οικογένεια δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει αμέσως στην Ελλάδα. H πολιτική κατάσταση της χώρας ήταν ασταθής. Μετά την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος που έγινε την 1η Σεπτεμβρίου του 1946, το αποτέλεσμα του οποίου έδειξε πως ο ελληνικός λαός επιθυμούσε την παλινόρθωση της μοναρχίας, η βασιλική οικογένεια επέστρεψε στις 27 Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα. Ο βασιλιάς Γεώργιος επέστρεψε αεροπορικώς από το Λονδίνο με αεροπλάνο που είχε ναυλώσει ο ίδιος, ενώ ο διάδοχος Παύλος με την οικογένειά του ανεχώρησε ατμοπλοϊκώς από την Αλεξάνδρεια στις 26 Σεπτεμβρίου 1946 με το αντιτορπιλικό «Θεμοστοκλής» .
Και ενώ ο Παύλος με την Φρειδερίκη έφευγαν χαρούμενοι από την Αλεξάνδρεια με τα παιδιά τους, θέτοντας τέλος στην πολύχρονη εξορία τους, άλλες βασιλικές οικογένειες κατέφθαναν εξόριστες από την χώρα τους. Ο βασιλιάς Φαρούκ τους υποδεχόταν αποδίδοντας μεγαλοπρεπείς βασιλικές τιμές, κάνοντάς τους να αισθανθούν πως η βασιλική τους αίγλη δεν είχε ακόμα εντελώς χαθεί.
Η πρώτη βασιλική οικογένεια που έφτασε στην Αίγυπτο τον Ιανουάριο του 1946 ήταν του βασιλιά Ζογ Α΄της Αλβανίας. Είχε αναχωρήσει από την Αλβανία το 1939 αφού προηγουμένως είχε παραδώσει (16 Απριλίου 1939) τo βασίλειό του στον βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε Γ΄ της Ιταλίας. Ο Ζογ ανεχώρησε από το Λονδίνο μετά από πρόσκληση που του έγινε από τον Πρέσβη της Αιγύπτου, Nachat Πασά. Προσδοκούσε πως με την βοήθεια του βασιλιά Φαρούκ και άλλων Αράβων βασιλέων, θα μπορούσε να επανακτήσει τον χαμένο του θρόνο. Μετά από μία σύντομη παραμονή στο Κάιρο, εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάνδρεια. Ο Ζογ εκτός από την νέα και όμορφη γυναίκα του, συνοδευόταν και από τις πέντε (από τις έξι) αδερφές του, από τις οποίες οι 4 δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Αλλά επειδή η ζωή έχει πολλά απρόοπτα, τον Μάιο του 1946, έφτασε στην Αλεξάνδρεια και ο βασιλιάς Βιττόριο Εμανουέλε Γ΄ της Ιταλίας με την συζυγό του Έλενα (γεννημένη πριγκίπισσα του Μαυροβουνίου), ο οποίος είχε παραιτηθεί από τον θρόνο υπέρ του γιου του, Ουμβέρτου ΙΙ. Οι δεσμοί μεταξύ της Ιταλικής και Αιγυπτιακής βασιλικής οικογένειας ήταν παλιοί. Ο Χεδίβης Ισμαήλ (1830-1895) όταν είχε εκδιωχθεί από τον Σουλτάνο το 1879, απέπλευσε με το βασιλικό γιοτ «Al Μahroussa» από την Αλεξάνδρεια με προορισμό την Νεάπολη της Ιταλίας. Επίσης ο βασιλιάς Φουάντ (1868-1936) έζησε στην Ρώμη όταν ήταν διάδοχος και υπηρέτησε στον ιταλικό στρατό. Για τον λόγο αυτό ο βασιλιάς Φαρούκ υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές τον παραιτηθέντα βασιλιά της Ιταλίας που ταξίδευε με το όνομα κόμης Πολλέντζο. Στις 9 Ιουνίου 1946 η μοναρχία στην Ιταλία καταργήθηκε και ο βασιλιάς Ουμβέρτος Β΄, αναχώρησε και αυτός εξόριστος για την Πορτογαλία.
Στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιήθηκε η συμφιλίωση των δύο πλέον εξόριστων βασιλέων. Ο βασιλιάς της Ιταλίας Βιττόριο Εμανουέλε Γ΄ εξομολογήθηκε πως ουδέποτε επιθυμούσε να παύσει από τα βασιλικά του καθήκοντα τον Βασιλιά της Αλβανίας Ζογ Α΄. Διαβεβαίωσε τον Ζογ πως ήταν αναγκασμένος να υπακούσει στα σχέδια και τις επιθυμίες του Μουσολίνι.
Για να γιορτασθεί η συμφιλίωση των δύο πρώην άσπονδων εχθρών, ο βασιλιάς Φαρούκ παρέθεσε επίσημο γεύμα στο παλάτι Montazah της Αλεξάνδρειας.
Η τρίτη βασιλική άφιξη την ίδια χρονιά ήταν της βασίλισσας μητέρας Ιωάννας (Giovanna) της Βουλγαρίας με τον γιό της, βασιλιά της Βουλγαρίας Συμεών B΄. Έφθασαν στην Αλεξάνδρεια στα τέλη Σεπτεμβρίου 1946. Η βασίλισσα Ιωάννα επιθυμούσε να είναι κοντά στους γονείς της, βασιλείς της Ιταλίας, Βιττόριο Εμανουέλε και Έλενα. Η Ιωάννα είχε αναχωρήσει από την Βουλγαρία με τα δύο παιδιά της, την κόρη της Μαρία Λουίζα και τον γιο της Συμεών, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς από το 1943, σε ηλικία μόλις 6 ετών, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Βόριδος Γ΄. Αναχωρώντας από την Βουλγαρία τους είχε επιτραπεί να πάρουν ελάχιστα από τα προσωπικά τους αντικείμενα. Οι εκπρόσωποι του κομμουνιστικού πολιτεύματος τους υποσχέθηκαν πως όλα τα υπόλοιπα προσωπικά τους αντικείμενα θα τους τα έστελναν στο τόπο όπου θα διέμεναν, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο δεν το έπραξαν ποτέ. Το προσωπικό του παλατιού προτίμησε να συσκευάσει σ΄ένα μεγάλο πακέτο σκεύη κουζίνας και τρόφιμα για να πάρουν μαζί τους στην εξορία, ενώ οι πολύτιμοι πίνακες της οικογένειας έμεναν στην θέση τους! Για να επιζήσει η βασίλισσα Ιωάννα αναγκάστηκε να πουλήσει προσωπικά της κοσμήματα που είχαν μεγάλη συναισθηματική αξία. Πολλά χρόνια αργότερα ο βασιλιάς Συμεών προσπάθησε να ξαναβρεί τα ίχνη ενός απ΄αυτών, να το αγοράσει και να το προσφέρει στην μητέρα του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στην Αλεξάνδρεια η βασίλισσα Ιωάννα έγινε επιστήθια φίλη με την βασίλισσας Ζεραλτνίν της Αλβανίας. Η φιλία τους δεν έσβησε ποτέ αν και οι τόποι διαμονής τους αργότερα ήταν διαφορετικοί.
Στη βασιλική παρέα της Αλεξάνδρειας είχε προστεθεί και η μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας, Μίλιτσα, γεννημένη πριγκίπισσα του Μαυροβουνίου. Ογδόντα ετών πια η μεγάλη δούκισσα, χήρα του μεγάλου δούκα Πέτρου Νικολάγιεβιτς, έπαιρνε για δεύτερη φορά στην ζωή της, τον δρόμο της εξορίας. Αναχώρησε μετά από πολλές περιπέτειες από την Ρώμη όπου είχε καταφύγει, για να βρίσκεται μαζί με την αδερφή της, βασίλισσα Έλενα της Ιταλίας. Η μεγάλη δούκισσα Μίλιτσα, με την αδερφή της Αναστασία (Στάνα), σύζυγος του αδερφού του άνδρα της Μίλιτσα, μεγάλου δούκα Νικολάου Νικολάγιεβιτς, ανέπτυξαν στενή φιλία με την τσαρίνα Αλεξάνδρα. Η τσαρίνα μοιραζόταν μαζί τους τις πνευματικές της ανησυχίες και σε αυτές οφείλεται η είσοδος του Ρασπούτιν στον αυτοκρατορικό περίγυρο.
Η μεγάλη δούκισσα Μίλιτσα ήταν πολύ μορφωμένη. Μιλούσε πέντε γλώσσες και λάτρευε τα βιβλία. Θεωρούσε την Αλεξάνδρεια ως έναν επίγειο παράδεισο. Το ωραίο κλίμα της πόλης και το φθηνό κόστος ζωής σε σχέση με την Γαλλία και Ιταλία, όπου είχε καταφύγει μετά την αναχώρησή της από την Ρωσία το 1919, της έκαναν πολύ ευτυχισμένη. Όταν η αδερφή της, βασίλισσα Έλενα της Ιταλίας, ανεχώρησε το 1949 από την Αλεξάνδρεια, η Μίλιτσα δεν την ακολούθησε. Παρέμεινε στην Αλεξάνδρεια όπου και πέθανε το 1951. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Γαλλία και ενταφιάστηκε στην ορθόδοξη εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ στις Κάννες, κοντά σ΄αυτή του συζύγου της.
Όπως ήταν φυσικό οι πλούσιοι Αλεξανδρινοί με μεγάλη χαρά προσκαλούσαν στα σπίτια τους τα εξόριστα μέλη των βασιλικών οικογενειών και οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια τις κοσμικές αυτές συγκεντρώσεις.
Η ζωή των εξόριστων ευγενών, χάρη στο κοσμοπολίτικο χρώμα της Αλεξάνδρειας, την ευημερία των κατοίκων της και την εύνοια του βασιλιά Φαρούκ, συνέχιζε να τους προσφέρει νότες ευτυχίας.
Επειδή η ζωή δεν σταματά ποτέ, φέρνοντας άλλοτε χαρές και άλλοτε πίκρες, στην Αλεξάνδρεια τελέστηκαν βασιλικοί γάμοι αλλά και κηδείες. Ο βασιλιάς Φαρούκ άνοιγε τις πόρτες του παλατιού του με την πρώτη ευκαιρία για να δεξιωθεί τους έκπτωτους βασιλείς, να γιορτάσει μαζί τους σημαντικά γεγονότα αλλά και να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές όταν έφευγαν από την ζωή.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1947 πέθανε σε ηλικία 78 ετών, ο βασιλιάς της Ιταλίας Βττόριο Εμμανουέλε Γ΄, μετά από οξεία πνευμονική συμφόρηση. Κρύωσε σοβαρά εξασκώντας το αγαπημένο του χόμπι το ψάρεμα. Η σύζυγός του, Έλενα και η κόρη του Ιωάννα ήσαν συνέχεια δίπλα του. Λίγο πριν πεθάνει είπε στην κόρη του : -«Ιωάννα αισθάνομαι πως θα πεθάνω. Αλλά μια σκέψη βαραίνει την ψυχή μου. Θέλω να σου εξομολογηθώ πως συλλαμβάνοντας τον Μουσολίνι στην έπαυλή μου «Σαβοΐα» πρόδωσα το αίσθημα της φιλοξενίας μου».
Στις 31 Δεκεμβρίου ο βασιλιάς Φαρούκ οργάνωσε μεγαλειώδη κηδεία για τον προσωπικό του φίλο. Το φέρετρο ήταν σκεπασμένο με την βασιλική σημαία της Ιταλίας. Αναχώρησε αρχικώς από την έπαυλη του βασιλιά και αφού διέσχισε τις κεντρικές οδούς της Αλεξάνδρειας, όπου πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί, έφτασε στην Μητρόπολη της Αγίας Αικατερίνης όπου αφού τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία έγινε και ο ενταφιασμός του βασιλέως.
Τον Ιανουάριο του 1948 πέθανε η αδερφή του βασιλιά Ζογ, η πριγκίπισσα Ruhije από σοβαρή ασθένεια. Ο βασιλιάς Φαρούκ διέταξε να γίνει επίσημη κηδεία όπως άρμοζε σε μια πριγκίπισσα. Η σορός της ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Bektashi του Καΐρου.
Τον επόμενο χρόνο η βασιλική οικογένεια της Ιταλίας θα έδινε λάμψη στην κοσμοπολίτικη ζωή της Αλεξάνδρειας με την τέλεση των γάμων της εγγονής του βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε. Η κόρη της πριγκίπισσας Γιολάντας της Σαβοΐας, Μαρία Λουδοβίκα Κλαβι ντι Μπέργκολο, θα παντρευόταν έναν από τους πιο πλούσιους κατοίκους της Αιγύπτου, τον Robert Gasche.
Στον γάμο αυτό παρέστησαν 20 μέλη της ιταλικής βασιλικής οικογένειας , που συγκεντρώθηκαν στην Αλεξάνδρεια μετά από πολλά χρόνια. O βασιλιάς Ουμβέρτο ήρθε από την Πορτογαλία λίγες μόνο ώρες πριν τον γάμο της ανιψιάς του. Ήρθαν επίσης και τα παιδιά της αδικοχαμένης πριγκίπισσας Μαφάλντα, γεννημένη πριγκίπισσα της Σοβοΐας. Η Μαφάλντα είχε παντρευτεί τον Φίλιππο της Έσσης και έχασε την ζωή της το 1944 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Buchenwald. Λόγω του σχετικά πρόσφατου θανάτου του βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε, η νύφη δεν φορούσε κοσμήματα και μετά την τέλεση των γάμων ακολούθησε ένα απλό οικογενειακό δείπνο. Παρέστησαν επίσης οι βασιλικές οικογένειες της Αλβανίας και της Βουλγαρίας. Το βασιλικό πρωτόκολλο του οίκου της Σαβοΐας τηρήθηκε απόλυτα και οι κυρίες συναγωνιζόντουσαν σε κομψότητα η μία την άλλη. Πάντα οι πιο καλοντυμένες σε αυτά τα μεγάλα γεγονότα της Αλεξάνδρειας ήταν οι Ελληνίδες καλεσμένες.
Η πολιτική κατάσταση στην Αλεξάνδρεια άρχιζε ν΄αλλάζει μετά το 1947. Γινόταν όλο και πιο εμφανές πως δεν θα παρέμενε για πολύ καρό ακόμα ο παράδεισος των εξόριστων βασιλικών οικογενειών.
Άρχισαν τότε αυτές να μετακινούνται σταδιακώς προς την Ευρώπη. Η βασίλισσα Έλενα της Ιταλίας το 1950 πήγε στην Γαλλία. Ακολούθησε το 1951, η αναχώρηση της βασίλισσα Ιωάννας της Βουλγαρίας με τα δύο της παιδιά στην Ισπανία. Τον επόμενο χρόνο ο βασιλιάς Φαρούκ αντιμετώπισε την μεγαλύτερη κρίση στα χρόνια της βασιλείας του.
Μόνο ο βασιλιάς της Αλβανίας παρέμενε στην Αλεξάνδρεια με την οικογένειά του μετά το 1951. Η βασίλισσα Ζεραλντίν έγραψε στα απομνημονεύματά της:«Ένα απόγευμα από το παράθυρο της οικίας μας που είχε θέα προς το λιμάνι, παρατηρήσαμε ασυνήθιστη κίνηση κοντά στο βασιλικό σκάφος. Χρησιμοποιώντας κιάλια αναγνώρισα την γνωστή φιγούρα του βασιλιά Φαρούκ καθώς επιβιβαζόταν στο σκάφος του. Στην Αλεξάνδρεια επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Γύρισα προς τον σύζυγό μου και του είπα: -Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και χωρίς να χυθεί αίμα αλλά στο άμεσο μέλλον σίγουρα θα υπάρξουν αλλαγές στην ζωή της χώρας. Δεν θα είναι σωστό να συνεχίσουμε να κατοικούμε σε μία χώρα της οποίας ο βασιλιάς αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να φύγει εξορία. Ήρθε η ώρα να αναχωρήσουμε και εμείς τώρα». Στις 26 Ιουλίου 1952, στις 6 το απόγευμα, ο βασιλιάς Φαρούκ (1920-1965) αναχωρούσε εξόριστος για πάντα από την Αλεξάνδρεια.
Ο βασιλιάς Ζογ Α΄ και η όμορφη βασίλισσα Ζαραλντίν ανεχώρησαν από την Αίγυπτο το 1955. Όλες οι προσπάθειες του βασιλιά Ζογ να ανακτήσει τον θρόνο του είχαν αποβεί άκαρπες. Πέθανε πάμφτωχος το 1961 στην Γαλλία.
Με την δική τους αναχώρηση το κεφάλαιο της Αλεξάνδρειας ως βασιλικού παράδεισου έκλεισε για πάντα.
βιβλιογραφεία: Siméon II de Bulgarie, Un destin singulier.
Tόνις Breidel – Xατζηδημητρίου, Οι Αγίες των Ρομανώφ.
Αστέριου Τόπη, Αλεξάνδρεια, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Ματούλα Τομαρά -Σιδέρη, Αλεξανδρινές Οικογένειες, Εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ
Royalty Digest, October 2001, Alexandria: A Royal Haven by Alexander Borg.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.
♦ Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή του παρόντος άρθρου ολόκληρου ή μέρους αυτού καθώς και η αναδημοσίευση του με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσον!