Το 1894 ο Νικόλαος Μούρτζινος ήταν ο ιερέας της εκκλησίας του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου. Όταν αρρώστησε ξαφνικά στην θέση του τοποθετήθηκε προσωρινά ο αρχιμανδρίτης Κριεζής που έγινε μετά αρχιερέας στην Χαλκίδα. Μία μέρα ο αρχιμανδρίτης είδε κοντά στην πρόθεση του ναού, την κόγχη δηλαδή, που βρίσκεται αριστερά στην Αγία Τράπεζα και χρησιμεύει για την προπαρασκευή της θείας μεταλήψεως, ένα συρτάρι κλειδωμένο. Ο αρχιμανδρίτης προσπάθησε να τ΄ανοίξει αλλά δεν το κατόρθωσε. Όταν ρώτησε τους ανθρώπους του Αμαλιείου να του πουν τι περιέχει, κανείς δεν γνώριζε και γι΄αυτό ο Κριεζής πήρε την απόφαση να το παραβιάσει. Όταν άνοιξε το συρτάρι, βρήκε μέσα σ΄αυτό ένα δέμα τυλιγμένο μέσα σε άσπρο πανἰ. Ξετυλίγοντας το, είδε ότι περιείχε δύο θήκες. Η μία ήταν ολόχρυση, με τα αρχικά ψηφία «Δ. Υ.» και η άλλη από λευκό μέταλλο «κρυσταλλοσκεπές» με την υπογραφή : «Αλέξανδρος Υψηλάντης 1821».
Τις δύο αυτές θήκες ο αρχιμανδρίτης τις τοποθέτησε στην αγία τράπεζα και ζήτησε πληροφορίες για αυτές από την τότε διευθύνουσα του ορφανοτροφείου, Μαριέττα Βαγιανέλλη και την τότε πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, Ιφιγένεια Συγγρού. Και οι δύο όμως γυναίκες αγνοούσαν κάθε τι σχετικό με τις κρυμμένες σ΄εκείνο το συρτάρι θήκες, η Βαγιανέλλη μάλιστα έσπευσε τότε στο σπίτι του αρρώστου ιερέως Μούρτζινου για να τον ρωτήσει.
Ο Μούρτζινος στεναχωρήθηκε πολύ, γιατί ανοίχτηκε το συρτάρι χωρίς αυτός να το ξέρει και μαθεύτηκε το μυστικό της Μαρίας Υψηλάντη, συζύγου του Γεωργίου Υψηλάντη, αδελφού των ηρώων της Ελληνικής επαναστάσεως Αλέξανδρου και Δημητρίου Υψηλάντη.
Πως ιδρύθηκε το «Αμαλίειον»
Μέσα λοιπόν στην εκκλησία του ορφανοτροφείου η Μαρία Υψηλάντη είχε κρύψει τις καρδιές του Δημητρίου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, γιατί όπως είπε ο ιερέας Μούρτζινος στην διευθύντρια Βαγιανέλλη, ήθελε να μείνουν στην Ελλάδα. Η εξαιρετική αυτή Ελληνίδα με την τεράστια κτηματική περιουσία από τον παππού της Αλέξανδρο Μουρούζη, ηγεμόνα της Βλαχίας, είχε διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων της σε αγαθοεργίες. Μεταξύ των πολλών ευεργεσιών της καταλέγεται και το σημερινό νοσοκομείο η «Ελπίς», του οποίου πλήρωσε και την αξία του οικοπέδου και την δαπάνη της οικοδομής. Επίσης κατά την τραγική εκείνη περίοδο του 1854, που η χολέρα ερήμωσε σχεδόν την περιοχή των Αθηνών, η Μαρία Υψηλάντη μετέβαλε το σπίτι της σε άσυλο για τα ορφανά κορίτσια, που είχαν χάσει τους δικούς τους στα άσχημα εκείνα χρόνια. Τότε μάλιστα και η βασίλισσα Αμαλία δέχτηκε να αναλάβει της προστασία του ορφανοτροφείου της Υψηλάντη, που πήρε το όνομα «Αμαλίειον».
Τον Ιούνιο του 1855, η πρώτη διοικητική απόφαση που ελήφθη, ήταν η εύρεση καταλλήλου κτιρίου για τα ορφανά που φιλοξενούσε στο σπίτι της η Μαρία Υψηλάντη. Σαν κατάλληλο γι΄αυτή την δουλειά οίκημα κρίθηκε το σπίτι της κυρίας Αργυροπούλου, στην σημερινή πλατεία Ελευθερίας (Κουμουνδούρου), όπου και εγκαταστάθηκε με ενοίκιο το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και το ορφανοτροφείο, με την βοήθεια εράνων και δωρεών, κατόρθωσε να σχηματίσει περιουσία και τον Ιούλιο του 1856, απέκτησε δικό του οικόπεδο, στη θέση Καλλιρρόη (σημερινή οδό Ηρώδου του Αττικού), που ονομαζόταν και Μπουμπουνίστρα ή Χουσεΐμπεη. Η πρώτη οικοδομή άρχισε να κτίζεται τον ίδιο χρόνο και ολοκληρώθηκε το 1859. Κοντά στο κτίριο κτίσθηκε και μια μικρή εκκλησία που τιμήθηκε με το όνομα των Ταξιαρχών, σύμφωνα με την επιθυμία μάλλον της Μαρίας Υψηλάντη, διότι την ημέρα εκείνη, 8 Νοεμβρίου, έγινε ο γάμος της με τον Γεώργιο Υψηλάντη και ο γάμος του αδερφού του ανδρός της, Γρηγορίου, με την Χαρίκλεια Σκαναβή.
Η Μαρία Υψηλάντη είχε παρακαλέσει τον Μούρτζινο να κρύψει τις καρδιές στο ιερό βήμα του ναού των Ταξιαρχών και να το κρατήσει μυστικό, αλλά με την παραβίαση που έγινε από τον αρχιμανδρίτη Κριεζή, το γεγονός μαθεύτηκε και μάλιστα η πληροφορία έφθασε μέχρι την κυβέρνηση, η οποία και έστειλε έναν από τους Υπουργούς της στο Αμαλίειο για να ζητήσει την μεταφορά με επίσημη τελετή στο Εθνολογικό Μουσείο.
Το διοικητικό συμβούλιο του ορφανοτροφείου ύστερα από μια κοινή σύσκεψη με τους συγγενείς των Υψηλάντηδων, αρνήθηκε να εκτελέσει την επιθυμία της κυβερνήσεως και αποφάσισε να παραμείνουν οι καρδιές των δύο ηρώων στην εκκλησία του «Αμαλιείου».
Η αίτηση της μεταφοράς των δύο θηκών, που περιείχαν τις καρδιές του Δημητρίου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, επανελήφθη και ύστερα από χρόνια, όταν και πάλι οι αρχές θέλησαν να εκθέσουν τα πολύτιμα αυτά ευρήματα στο Εθνολογικό Μουσείο, αλλά και πάλι το διοικητικό συμβούλιο του «Αμαλιείου» αρνήθηκε να τα παραδώσει, γιατί θέλησε να τηρήσει την επιθυμία της Μαρίας Υψηλάντη, της οποίας το μυστικό, αν δεν γινόταν τότε γνωστό συμπτωματικά μπορεί και να μην μαθευόταν ποτέ.
Όταν αποφυλακίστηκε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στα 1827, με την μεσολάβηση του τσάρου Νικολάου Ι, από το υγρό κρατητήριο των φυλακών στο Τερέζινστατ της Βοημίας, εγκαταστάθηκε σ΄ένα ξενοδοχείο της Βιέννης. Την εποχή εκείνη ήταν βαριά άρρωστος και επειδή καταλάβαινε πως πλησιάζει το τέλος του, κάλεσε κοντά του τον αδερφό του Γεώργιο και του είπε:
-Επειδή εγώ θα πεθάνω και δεν θ΄αξιωθώ να κατέβω στην Ελλάδα, σε παρακαλώ, όταν ξεψυχήσω να πάρεις την καρδιά μου και να την μεταφέρεις στην αγαπημένη μας πατρίδα.
Πράγματι, μετά από λίγο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε και ο αδελφός του, εκτελώντας την επιθυμία του ήρωα της Επαναστάσεως, μετέφερε την καρδιά του στην Ελλάδα.
Έτσι όταν το 1832, στο Ναύπλιο, πέθανε και ο Δημήτρης Υψηλάντης, μαζί με την καρδιά του Αλέξανδρου, τοποθετήθηκε σε ειδική θήκη και η καρδιά του δευτερότοκου γιου του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, που έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και διεύθυνε την πολιορκία της Τριπόλεως στα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Η Μαρία Θεοδώρου Υψηλάντη, σύζυγος του Μεγάλου Σταυλάρχου των βασιλέων Κωνσταντίνου Α΄ και Γεωργίου Β΄ και σύμβουλος του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου στην δεκαετία του ’50, διηγείτο πως ένα βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, πηγαίνοντας με τον άνδρα της να παρακολουθήσει την ακολουθία της Αναστάσεως στην εκκλησία του «Αμαλιείου», ο ιερέας τους ρώτησε αν γνωρίζουν τίποτε σχετικό με δύο θήκες που είχε βρει κάποια κοπέλα του ορφανοτροφείου ξεσκονίζοντας την Αγία Τράπεζα. Οι δύο αυτές θήκες ήταν εκείνες που φυλάσσονται ακόμα και σήμερα στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στην οδό Στησιχόρου πίσω από το Προεδρικό Μέγαρο. Περιέχουν τις καρδιές των δύο αδελφών, Αλέξανδρου και Δημητρίου Υψηλάντη, των οποίων η προσπάθεια αν και απέτυχε τοπικά, είχε μεγάλη σημασία εθνικά και ιστορικά, γιατί χωρίς αυτήν θα ήταν ασφαλώς, αμφίβολη η έναρξη και η έκβαση του αγώνα της ανεξαρτησίας στην κυρίως Ελλάδα.
Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Αθηνά Μουμουλίδη , διευθύντρια του Αμαλιείου Οικοτροφείου για την πολύτιμη συμβολή της στην εύρεση και επιβεβαίωση δυσεύρετων πληροφοριών. Στο Τύπο αναφέρεται λανθασμένα πως η δεύτερη καρδιά ανήκει στον Γεώργιο Υψηλάντη.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.