Eράνισμα για τον θάνατο του βασιλιά Όθωνα.
Οι Βασιλείς εξόριστοι
Άφιξις εις Μόναχον
Ο Λουδοβίκος, καθ′ όν χρόνον έφθασεν εις Βαυαρίαν η αγγελία της εκθρονίσεως του Όθωνος, έλειπεν εις το Γαστάιν. Άμα δ′ έλαβε γνώσιν αυτής, έσπευσεν εις Μόναχον, όπου δια προκηρύξεώς του προέτρεψε και παρεκάλεσε τους κατοίκους να μη πειράξωσι τα Προπύλαια και τα λοιπά ελληνικά έργα, τα υπ΄αυτού ανεγερθέντα, διάκρισιν ποιούμενοι της πολιτικής αυτής επαναστάσεως – της εκθρονίσεως του Όθωνος – από της μεγάλης επαναστάσεως της Ελλάδος, εις την οποίαν αναφέρονται τα έργα. Και πράγματι ο λαός του Μονάχου, σεβόμενος και λατρεύων τον Λουδοβίκον εις ουδεμίαν έκτροπον προέβη πράξιν, αλλ΄ουδέ καν φωνήν ήγειρεν, ή άλλως πως εξεδήλωσε την δυσαρεσκειάν του.
Ο Όθων και η Αμαλία μετά της συνοδείας Των αφίκοντο εις Μόναχον ημέρα Κυριακή (20 Οκτωβρίου). Κατά περίεργον δε σύμπτωσιν η ημέρα αύτη ήτο λαμπρά, ως αι καλήτεραι ημέραι των Αθηνών.
Ολόκληρος η πόλις του Μονάχου ήτο σημαιοστόλιστος και πάντες, υπό διαφόρων συναισθημάτων κατεχόμενοι, ανυπομόνως περιέμενον να επανίδωσι τον δευτερότοκον υιόν του Λουδοβίκου, επανερχόμενον εις την πατρίδα του μετά 30η βασιλείαν εν Ελλάδι. Ο σταθμός του σιδηροδρόμου ήτο πολυτελέστατα διακεκοσμημένος. Πάντες οι μεγιστάνες, οι οπωσδήποτε εξέχοντες, και οι πρέσβεις ξένων Δυνάμεων προσήλθον εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, όπως προσφέρωσι το σέβας των εις τον εξόριστον Βασιλέα. Μεταξύ των πρώτων είχον προσέλθη εν σώματι και οι εν Μονάχω σπουδάζοντες ελληνόπαιδες, επί κεφαλής έχοντες τον αρχιμανδρίτην της πολυτελεστάτης ελληνικής εκκλησίας, ήτις ήτο δώρον του Λουδοβίκου από της εποχής, καθ΄ήν είχε κατά τον ελληνικόν αγώνα και κατόπιν περισυλλέξη πλείστα τέκνα στρατιωτικών και πολιτικών Ελλήνων προς εκπαίδευσιν δαπάναις αυτού.
Ο βασιλεύς Μαξιμιλανός μεθ′ απάσης της βασιλικής οικογενείας από πρωίας της ημέρας εκείνης εξήλθεν εις προϋπάντησιν του αδερφού του δύο ή τρεις ώρας μακράν του Μονάχου. Περί την μεσημβρίαν έφθασεν ή τους δύο αδελφούς κομίζουσα αμαξοστοιχία. Πρώτος εξήλθεν ο Μαξιμιλιανός, δους την χείραν του εις τον Όθωνα, όστις εξήλθε και αυτός ούτω και εν μέσω απείρων ζητωκραυγών εχαιρέτισε τους παρισταμένους δια κλίσεως μόνον της κεφαλής, μηδένα πλησιάσας, διότι, διακρίνας τον Έλληνα ιερέα και εννοήσας ότι οι περί αυτόν ήσαν Έλληνες, έσπευσε προς αυτούς. Ο αρχιμανδρίτης δια μικράς προσλαλιάς καταλλήλου επεχείρησε να τον παρηγορήση…
Κατόπιν ανεχώρησε μετά της Βασιλίσσης, ήτις δεν είχεν εξέλθει του βαγονίου, υπό λυγμών ακρατήτων κατεχομένη.
Kείμενο: Άγις Κλεομένους.
Εν Βαμβέργη
Εν Βαμβέργη, (όπου εγκαταστάθησαν οι Βασιλείς από του Οκτωβρίου 1863), διετηρήθη η αυτή οία και εν Αθήναις αυλική εθιμοτυπία. Αι κυρίαι όσαι εξ΄Ελλάδος ηκολούθησαν την Βασίλισσαν έφερον κατ΄απαίτησιν αυτής το ελληνικόν ένδυμα, η τοιαύτη απαίτησις επεξετάθη και μέχρι της κυρίας Βαλτινού, ήτις επί έτος διέμεινεν εν Βαμβέργη.
Μόνον ο Βασιλεύς ενδίδων εις προτροπάς του πατρός και των ιατρών, μετήλλαξε την εθνικήν στολήν προς την ευρωπαϊκήν, ίνα μετριάζηται η αιτία της μελαγχολίας και των συγκινήσεων αυτού.
Τα ανάκτορα της Βαμβέργης, έχοντα ογδοήκοντα δωμάτια, διεκοσμήθησαν βασιλικώς παρά της βαυαρικής Αυλής. Αίθουσαί τινες εγένοντο η πιανακοθήκη των λαμπρών εκείνων εικόνων, αίτινες πρότερον εκαλλώπιζον και τα εν Αθήναις ανάκτορα, αι αίθουσαι αύται εκλήθησαν Ελληνικαί.
Την μονοτονίαν της Αυλής, μετά παρέλευσιν χρόνου, εμετρίαζον φιλολογικαί τινες και μουσικαί εφεσπερίδες, γινόμεναι χάριν των πολλών ενδείξεων της στοργής και του σεβασμού των πριγκίπων και βαρώνων και άλλων υψηλών προσώπων της Βεμβέργης και των πέριξ, χάριν των Ελλήνων αυτών. Κατηρτίσθη εν τη Αυλή αίθουσα παραστάσεων, και από σκηνής επαίζοντο κωμωδίαι. Εδίδοντο γεύματα εν στενώ κύκλω προς τους εξέχοντας της πόλεως, αλλά και πας διάσημος καλλιτέχνης, ποιητής ή επιστήμων διερχόμενος εκ Βαμβέργης, ετύγχανε δεξιώσεως εν τοις ανακτόροις. Οι Βασιλείς, φύσει ποητικοί και φιλόμουσοι, εύρισκον ακανούφισιν και ησθάνοντο τέρψιν διερχόμενοι τας μελαγχολικάς αυτών εσπέρας εν φιλολογικώ και καλλιτεχνικώ κύκλω.
Εγένοντο οι αγαθοί άγγελοι της ευποιΐας εις τους κατοίκους της Βαμβέργης. Χρυσή σελίς εν τοις χρονικοίς αυτής εγκλείει εσαεί την ιεράν αυτών μνήμην. Είχον δε ονομάση την Βεμβέργην αποικίαν Ελλήνων. Και ότε τις των Ελλήνων επανέκαμπτεν εις Ελλάδα συνήθιζον να λέγωσιν: «ευτυχής επιστρέφει εις την Μητρόπολιν». Όταν η Κυρία της Τιμής Ασπασία Καρμπούνη συνεζεύχθη τον βαρώνον Σρόττεμβεργ, η Βασίλισσα επί λευκώματος ιδιοχείρως ενέγραψεν: «Η αγαπητή ελληνική αποικία Βαμβέργης, ήτις όντως ωραίαν εικόνα παριστά, εύχεται εις προσφιλές και αφωσιωμένον αυτής μέλος να ευτηχήση εις την νέαν πατρίδα του».
Ηρέσκοντο οι Βασιλείς να ζώσιν εν αντικατοπρτισμώ της Ελλάδος των. Είχον μετονομάση τα πέριξ της Βαμβέργης δι΄ελληνικών ονομάτων, το επί τινός λόφου κείμενον μοναστήριον: Ακρόπολιν, το παρ΄αυτώ δάσος: Ελαιώνα, και τας περί την πεδιάδα χέρσους γαίας: Μαραθώνα. Εκεί καθ΄εκάστην μεταβαίνοντες εν συνοδία των πιστών των Ελλήνων συνδιαλεγόμενοι ελληνηστί, ερρέμβαζον και ωνειροπόλουν.
Θάνατος του Όθωνος
…. Εν τούτοις ο βασιελύς Όθων, όστις εφαίνετο ησύχως και πράως φέρον την μετατροπήν… κατετήκετο ουχ΄ήττον υπό νόσου ανιάτου, της νοσταλγίας. Μόνον το άρωμα του θύμου των Αθηνών ηδύνατο να φέρη αυτώ την ίασιν, αλλά και μικρά αφορμή συγκινήσεως να καταστρέψη την ζωήν αυτού. Ευπαθές έχων το σώμα και ηθικώς πάσχων, ημέραν τινάν εκδραμών εις πλησίον χωρίον συνήντησε γραίαν χωρικήν, ήτις εζήτησεν ελεημοσύνην υπέρ της θυγατρός της, ασθενούσης και κατακειμένης εν καλύβη. Ενδίδων ο Βασιελεύς εις αίσθημα φιλανθρωπίας μετέβη να επισκεφθή την πάσχουσαν. Η αγαθοεργός καρδία ηττήθη υπό της αγαθοεργίας. Ο Βασιλεύς εμολύνθη εκ του νοσήματος της ιλαράς και επέστρεψεν εις Βαμβέργην πυρέσσων. Οι ιατροί, και ιδίως ο Ρέζερ διέταξαν αφαίμαξιν διαγνώσαντες πνευμονίαν. Μετά τρεις ημέρας εφάνησαν τα σημεία της νόσου, ότε πλεόν η επιστήμη ηδυνάτει να φέρη θεραπείαν, και επήλθεν ο θάνατος τη 14 Ιουλίου 1867.
Η ψυχή του απέπτη με την ελληνικήν φωνήν, μεθ΄ης απεχαιρέτισεν ονομαστί ένα έκαστον των παρόντων και ενετείλατο να δώσωσι τον τελευταίον αποχαιρετισμόν του και εις τους απόντας, όσοι έμειναν πιστοί και αφωσιωμένοι ονομάσας αυτούς.
Κατ΄εντολήν του ενεταφιάσθη φέρων την ελληνικήν φουστανέλλαν, ήτις ήτο η αχώριστος συντροφός των ευτυχών αυτού ημερών.
Κείμενο από το βιβλίο της Σωτηρίας Αλιμπέρτη: Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος
Οι τελευταίες ημέρες της ζωής του Όθωνος
Έν τω μεταξύ η μελαγχολική ζωή της Βαμβέργης είχεν επιδράσει ισχυρότατα επί της ψυχής του Όθωνος. Η μόνωσις και η αγωνία των μακρόθεν αναγγελομένων τον κατέβαλλε πλειότερον από ημέρας εις ημέραν οι δε ιατροί, θέλοντες να του αφαιρέσουν πάσαν αφορμήν συγκινήσεως τον διέταξαν ν΄αφήση την εθνικήν στολήν ήν έφερε και να προτιμήση την συνήθη της Βαυαρίας.
Αλλά ψυχικώς ο Όθων ήτο νεκρός πλέον. Από τας αρχάς Ιουνίου του 1867 η κατάστασις του ήρχισε να επιδεινούται.
Το εσπέρας της 10 Ιουλίου οι ιατροί συνέστησαν εις την αυλήν να αφήση τον βασιλέαν να μεταλάβη των αχράντων μυστηρίων. Ο Όθων ατάραχος εζήτησε να εξομολογηθή και όταν εξεπλήρωσε και το καθήκον αυτό είπε:
– Ας κάμωμεν τώρα πάτερ μου, την προσευχήν μας όπως την εκάμναμεν «εκεί κάτω».
Και είπεν ελληνηστί το «Πάτερ ημών» με το οποίον και εξεψύχησε προς την πρωίαν της 14 Ιουλίου.(παλαιό ημερολόγιο) . Εκηδεύθη δε ο βασιλεύς εις το Μόναχον, φέρων την εθνικήν ελληνικήν στολήν.
Κείμενο από το βιβλίο του Γ. Τσοκόπουλου: Η βασίλισσα Αμαλία.
«Ελλάς μου, Ελλάς μου, γλυκιά μου Ελλάς…»
-«Καλοκαίρι του 1867, μέσα Ιουλίου. Ο Όθων επισκέπτεται ένα χωριό έξω από το Μπάμπεργκ. Έχει ξεσπάσει επιδημία ιλαράς και ο Όθων θυμάται ανάλογες περιπτώσεις επιδημιών στην Ελλάδα. Επιστρέφοντας στο Μπάμπεργκ εμφανίζει βαριά συμπτώματα εξανθηματικής νόσου»ασυνήθους μορφής». Στην αρχή οι γιατροί νομίζουν ότι προσεβλήθη από ιλαρά. Τελικά αποδεικνύεται ότι πρόκειται για ερυσίπελας. (1)
Η κατάστασή του επιδεινώνεται ραγδαίως, με υψηλό πυρετό και παραληρήματα. Φωνάζει δυνατά: » Έλληνες, μην ασχολείσθε με κινήματα, να υποστηρίξουμε τον βασιλέα Γεώργιο να μην χάσουμε την Κρήτη!
Σε μία αναλαμπή διακρίνει την Αμαλία που κλαίει δίπλα του. Για να την παρηγορήσει, της λέει: «Αμαλία, μη λυπείσαι, δεν αποθνήσκω. Αλλ΄εάν αποθάνω, να με ενδύσετε το ελληνικό φόρεμα και να θέσητε επί της νεκρικής μου κλίνης την ελληνικήν σπάθην…»
Καθώς πλησιάζει το τέλος, όλο και περισσότερο σκέπτεται τη χώρα που αγάπησε. Ζητάει από τον υπασπιστή του Δράκο να του φορέσουν τη στολή με την φουστανέλα. Θέλει με αυτήν να πεθάνει και να ταφεί…
Τώρα ο Όθων τρέμει. Ανασηκώνεται λίγο στο μαξιλάρι του και ψιθυρίζει: «Ελλάς μου, Ελλάς μου, γλυκιά μου Ελλάς…»
Σπεύδει ένας καθολικός παπάς να του διαβάσει την τελευταία ευχή, κι αρχίζει να τη διαβάζει στα γερμανικά. Ο Όθων, με αγωνία, τον προλαβαίνει και του λέει: «Ελληνιστί, σας παρακαλώ, ελληνιστί….» Και σβήνει…
Η σορός του ενταφιάστηκε απέναντι από τα ανάκτορα του Μονάχου, σε μια μικρή εκκλησία, την Theatinerkirche. Στο Εθνικό Μουσείο του Μονάχου υπάρχουν πολλά αντικείμενα του Όθωνος, ακόμα και φουστανέλες, καθώς και ενδυμασίες της Αμαλίας.
Τον Μάιο του 1875, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της, απέθανε και η Αμαλία, σε ηλικία μόλις 57 ετών. Ο Όθων είχε αποβιώσει ακόμη νεότερος, στα 52 του.
(1) Τον παλιό καιρό η λοιμώδης αυτή νόσος με τα μεγάλα ερυθήματα, κυρίως στα άκρα, εθεωρείτο θανατηφόρος. Οφειλόταν σε στρεπτόκοκκο.
Κείμενο από το βιβλίο του Αλέξανδρου Ζαούση: Αμαλία και Όθων.
Σημείωση: Ο Ε. Θωμόπουλος στο δικό του αφιέρωμα για τον Όθωνα και την Αμαλία αναφέρει πως η άρρωστη ήταν μια φτωχή Ελληνίδα της παροικίας.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου