Στο αρχείο του Αντιπλοιάρχου Χαρίλαου Μαυρογένη, υπασπιστή του διαδόχου Παύλου την περίοδο που αυτός βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια (1945-1946), μεταξύ των επισήμων εγγράφων που περιέχει, βρήκα μερικές κιτρινισμένες και ταλαιπωρημένες από τον χρόνο σελίδες. Αν και στην επιστολή αυτή δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο των δύο κύριων πρωταγωνιστών της υπόθεσης που αναφέρει, έκρινα πως πρέπει να την δημοσιεύσω. Έκανα έρευνα για τα πρόσωπα που αναφέρονται και διαπίστωσα πως όλα τα στοιχεία τους είναι απολύτως σωστά ως προς τον χρόνο και τον τόπο που κινούνται.
Δημοσιεύω τις κιτρινισμένες αυτές σελίδες θεωρώντας πως η εμφανής παλαιότητά τους αποτελεί μέρος της ιστορίας τους. Η απονομή του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ στον Έλληνα ομογενή από την Κωνσταντινούπολη, αποδεικνύει πως δεν ήταν πλαστά τα έγγραφα και οι χάρτες που παρέδωσε στον Ελληνικό Στρατό.
Το κείμενο της πρώτης σελίδας αναφέρει:
Κύριε Πρόεδρε,
Λαμβάνω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν υμών τα εξής:
Την τρίτην Σεπτεμβρίου 1914 είχον υποβάλει εις την Α.Μ. τον Βασιλέα υπόμνημα, εν τω οποίω εκθέτων εν πάση τη δυνατή λεπτομερεία, αλλά και συντομία, το ιστορικόν των προς το Έθνος σημαντικωτάτων υπηρεσιών μου, τας περιστάσεις και τους όρους , υφ΄ους αύται συνετελέσθησαν, ως επίσης και τα αίτια τα αναγκάσαντά με να αναχωρήσω εκ Κωνσταντινουπόλεως εγκαταλείψας εν αυτή την περιουσίαν μου και τα συμφέροντά μου, παρεκάλουν Αυτόν όπως ευδοκήση να λάβη πρόνοιαν τινα περί εμού, συμφώνως άλλως τε προς τας δοθείσας μοι υποσχέσεις υπό της προκατόχου Κυβερνήσεως.
Αντίγραφον του εν λόγω υπομνήματος είχον απευθύνει τη 29 Σεπτεμβρίου 1914 εις τον τότε Πρόεδρον της Κυβερνήσεως συνοδεύσας αυτό με επιστολήν, εν η παρεκάλουν αυτόν όπως λαμβάνων υπ’ όψιν, αφ’ ενός μεν την σπουδαιότητα των υπηρεσιών μου, αφ’ ετέρου δε το μέγεθος των ζημιών τας οποίας υπέστην αναγκασθείς να εκπατρισθώ, μεριμνήση ως υπεύθυνος αρχή δεόντως περί εμού συνεννοούμενος προς τούτο μετά του ανωτάτου Άρχοντος.
Επειδή έκτοτε, κύριε Πρόεδρε, ουδεμία περί εμού φροντίς ελήφθη, παρά τας δοθείσας μοι υποσχέσεις, επειδή δ’ εξ άλλου μανθάνω ότι εν τη προς το Υπ. των Εξωτερ. εκθέσει αυτής η επιτελική υπηρεσία του Στρατού ηθέλησε να μειώση κατά πολύ την αξίαν των υπ’ εμού παρασχεθεισών υπηρεσιων παραστήσασα με ως απλούν μεσάζοντα εις την όλην υπόθεσιν, δι’ αυτό θεωρών το τοιούτον ως θίγον αμέσως την ατομικήν μου αξιοπρέπειαν και φιλοτιμίαν, προστρέχω προς την υμετέραν ευθυδικίαν και παρακαλώ υμάς θερμότατα να ενεργήσητε καταλλήλως όπως αποκαλυφθή πλήρως επί του προκειμένου η αλήθεια και αποδειχθή τις ο αμέσως ενεργήσας και τις ο παρασχών τας πολυτίμους εκείνας υπηρεσίας, αι
Το κείμενο του οπισθόφυλλου της πρώτης σελίδας αναφέρει:
οποίαι συνετέλεσαν κατά μέγα μέρος εις την εκπόρθησιν των Ιωαννίνων.
Εν τω προς την Α.Μ. τον Βασιλέα υπομνήματί μου δεν ωμίλησα διεξοδικώς περί του τρόπου, καθ’ ον περιήλθον εις την κατοχήν της Ελλην. Κυβερνήσεως ο χάρτης της πόλεως και τα σχέδια μετά των περιγραφών των οχυρωματικών έργων των Ιωαννίνων, καθότι ήμην βέβαιος ότι ο Στρατιωτικός ακόλουθος της εν Κων/πόλει Ελλην. Πρεσβείας, κύρ. Αμβρόσιος Φραντζής, τον οποίον όλως τυχαίως κατέστησα ενήμερον των ενεργειών μου, θα είχεν εκθέσει τα πάντα συμφώνως προς την αλήθειαν. Επειδή όμως βλέπω ότι διαστρέφεται η αλήθεια ως διαδραματίσαντα πρόσωπον μεσάζοντος δι΄αυτό θεωρώ υποχρέωσίν μου, προς αποκατάστασιν την αληθείας, να εκθέσω υμίν πως επί του προκειμένου ενήργησα.
Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1912 ολίγας ημέρας προ της κηρύξεως του μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας πολέμου, μετέβην τρις εν τη αυτή ημέρα εις την εν Πέρα Ελλην. Πρέσβείαν προς συνάντησιν του πρεσβευτού κυρίου Ι. Γρυπάρη, εις τον οποίον επεθύμουν να κάμω ανακοίνωσιν υψίστης σπουδαιότητος. Δυστυχώς και τα τρεις φοράς δεν κατώρθωσα να συναντηθώ μετ’ αυτού, τας μεν δύο φοράς απουσιάζοντος, την δε τρίτην ευρισκομένου εν συμβουλίω.
Επειδή δεν επεθύμουν να αναβάλω την ανακοίνωσιν δια την επιούσαν εκ φόβου μη εν τω μεταξύ επέλθη η διακοπή των σχέσεων, εζήτησα να ίδω τον στρατιωτικόν ακόλουθον κύριον Φραντζήν, ευρισκόμενον κατ’ εκείνην την ώραν εν τη Πρεσβεία, όστις και με εδέχθη προφρόνως.
Εις τον κ. Φραντζήν ανεκοίνωσα όλως εμπιστευτικώς ότι φίλος μου Γερμανός αξιωματικός διατελέσας επί τρία συνεχή έτη μέλος της Γερμανικής αποστολής προς διοργάνωσιν του Τουρκικού Στρατού και ως τοιούτος υπηρετήσας εις το εν τω υπουργείω των Στρατιω-
Το κείμενο της δεύτερης σελίδας αναφέρει:
τικών εδρεύον τμήμα της γενικής επιθεωρήσεως των τεχνικών έργων και των οχυρών θέσεων, κατέχει τον χάρτην της πόλεως και τα σχέδια των οχυρωματικών έργων των Ιωαννίνων, τα οποία αυτός ο ίδιος εξεπόνησε και τα οποία υπεσχέθη να μοι δώση αυτοπροσώπως εάν μετέβαινον εις συνάντησίν του εις Βερολίνον. Επειδή όμως εγώ δεν ηδυνάμην κατ΄εκείνην την εποχήν να απουσιάσω εκ Κων/πόλεως, συνέστησα εις τον κ. Φραντζήν να συνεννοηθή περί τούτου μετά του κ. Πρέσβεως και τηλεγραφήση κρυπτογραφικώς εις την Ελλην. Κυβέρνησιν όπως αύτη θέση αμέσως εις επικοινωνίαν μετά του φίλου μου τον εν Βερολίνω επιτετραμμένον κ. Θεοτόκην, εις το οποίον θα εδίδοντο τη συστάσει και υποδείξει μου τα περί ων ο λόγος έγγραφα.
Εις τον κ. Φραντζήν αφήκα και το όνομα και την διεύθυνσιν του φίλου μου εις Βερολίνον και εις ΜΕΤΖ. Οφείλων να σημειώσω ενταύθα ότι ουδέποτε ο κ. Φραντζής συνηντήθη μετά του φίλου μου καθ’ όλην την διάρκειαν της τριετούς εν τω Τουρκικώ στρατώ υπηρεσίας του, ουδέ εξ όψεως δε εγνώρισεν αυτόν.
Και κατ’ αρχάς ο κ. Φραντζής εφάνη διστακτικός και με ύφος εμφαίνον ποιάν τινά ειρωνείαν με ηρώτησεν εάν ο φίλος μου και εγώ εννοούμεν να παράσχωμεν την υπηρεσίαν αυτήν επί αμοιβή και ποία.
Εις την απάντησίν μου όμως ότι ο μεν φίλος μου ουδεμίαν χρηματικήν αμοιβήν ζητεί, εγώ δε θα θεωρήσω εμαυτόν ευτυχή και υπερήφανον διότι μοι παρέχεται ευκαιρία να διατρανώσω τον αγνόν πατριωτισμόν μου και τα ακραιφνή προς το Έθνος αισθήματά μου επείσθη ότι πρόκειται περί ανακοινώσεως σπουδαίας και μοί υπεσχέθη να τηλεγραφήση την ιδίαν εσπέραν εις Αθήνας κρυπτογραφικώς, συνεννοούμενος προς τούτο μετά του κ. Πρέσβεως.
Ολίγας ημέρας μετά την συνέντευξίν μου ταύτην εκηρύχθη ο πόλεμος και μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και συνεπώς απήλθεν
Το κείμενο του οπισθόφυλλου της δεύτερης σελίδας αναφέρει:
εκ Κων/πόλεως μετά του λοιπού προσωπικού της Πρεσβείας και ο κ. Φραντζής, τον οποίον δεν είχον πλέον συναντήσει έκτοτε μέχρι του Ιανουαρίου 1914.
Εν τω μεταξύ ο φίλος μου μοί έγραφεν εν METZ υπό ημερ. 8 Φεβρουαρίου 1913 ν.κ. ότι συνηντήθη εις Βερολίνον μετά του κ. Θεοτόκη, εις τον οποίον εκτός του χάρτου και των σχεδίων της πόλεως και των φρουρίων των Ιωαννίνων, έδωκε και άλλα έγγραφα επίσης σπουδαία, μεταξύ των οποίων και τον χάρτην της Αδριανουπόλεως, ο οποίος δυστυχώς απεστάλη υπό της Ελλην. Κυβερνήσεως εις Βουλγαρίαν, παρά την ρητήν και αυστηράν απαγόρευσιν του φίλου μου. Εν τη επιστολή του ταύτη ετόνιζεν ιδία ο φίλος μου ότι ο κ. Θεοτόκης αφού τω εξέφρασε τας ευχαριστίας και την ευγνωμοσύνην της Ελλην. Κυβερνήσεως, τω υπεσχέθη ότι θα ενήργη αμέσως όπως τω απονεμηθή ο Σταυρός των Ταξιαρχών, αλλ΄ότι η υπόσχεσίς του αύτη έμεινεν ανεκτέλεστος, πράγμα το οποίον τον δυσηρέστησε πολύ. Εις απάντησιν τω έγραφον ότι, εάν μέχρι της καταπαύσεως των εχθροπραξιών δεν εξετελείτο η υπόσχεσις του κ. Θεοτόκη, θα μετέβαινον ο ίδιος εις Αθήνας όπως ενεργήσω αυτοπροσώπως δια την απονομήν του παρασήμου.
Πράγματι δε ελθών την 12 Ιανουαρίου 1914 εις Αθήνας, έτυχον την 17 του ιδίου ακροάσεως παρά τω τότε Υπουργώ επί των Εξωτερικών κ. Στρέϊτ, εις τον οποίον εξέθεσα λεπτομερώς το ιστορικόν όλων των ενεργειών μου, παρακαλέσας αυτόν όπως ενεργήση την ως τάχιστα απονομήν του υποσχεθέντος παρασήμου εις τον φίλον μου. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο κ. Στρέϊτ ηκροάσατο επισταμένως των λεγομένων μου, εφάνη αγνοών την υπόθεσιν, όπως την εξιστόρησα, υπεσχέθη να ενεργήση άνευ αναβολής δια την απονομήν του παρασήμου και εν τέλει με ηυχαρίστησεν ατομικώς δια τας υπηρεσίας μου, προσθέσας επί παρουσία και του συγγαμβρου μου κ. Αθανασούλα όστις με εισήγαγε παρ’ αυτώ ότι η Πατρίς μοί είναι ευγνώμων.
Το κείμενο της τρίτης σελίδας αναφέρει:
Την τοιαύτην υπόσχεσιν του κ. Στρέϊτ έσπευσα να καταστήσω γνωστήν εντεύθεν εις τον φίλον μου δι’ επί τούτω επιστολής.
Ολίγας ημέρας μετά την εις Κων/πολιν επιστροφήν μου επληροφορήθην εξ’ Αθηνών ότι η Α.Μ. ο Βασιλεύς, εκτιμών τας καλάς μου υπηρεσίας ηυδόκησε να μοί απονείμη τον Αργυρούν Σταυρόν του Σωτήρος, αν και κατά την μετά του κ. Στρέϊτ συνομιλίαν μου απέκρουσα κατηγορηματικώς πάσαν εις εμέ απονομήν παρασήμου, η οποία ηδύνατο να βλάψη τα εν Κων/πόλει συμφέροντά μου και να διεγείρη τας εναντίον μου υπονοίας των Τουρκικών αρχών.
Αι μετέπειτα υπηρεσίαι μου συνετελέσθησαν υπό τα εξής περιστάσεις:
Ότε κατά τον Φεβρουάριον του 1914 επανήλθεν εις Κων/πολιν ως στρατιωτικός και πάλιν ακόλουθος ο κ. Φραντζής, με παρεκάλεσε τη συστάσει και υποδείξει, ως μοί εδήλωσε της Ελλην. Κυβερνήσεως, να γράψω εις τον φίλον μου και ζητήσω παρ’ αυτού να μοί στείλη τον τοπογραφικόν χάρτην της Θεσσαλονίκης, εάν εννοείται κατέχη αυτόν και τούτο δια να μη ευρεθή εις την ανάγκην η Ελλην. Κυβέρνησις να αποσπάση και αποστείλη εις Θεσσαλονίκην αριθμόν αξιωματικών προς εκπόνησιν τοιούτου, μη δαπανήση δε και χρόνον. Έσπευσα αμέσως να γράψω εις τον φίλον μου, ο οποίος μοι απήντησεν ότι τοιούτον μεν χάρτην δεν κατέχει έχει όμως δύο ενδιαφέροντα έγγραφα, τα οποία δύναται να μοί δώση προσωπικώς εάν απεφάσιζον να μεταβώ εις METZ και τούτο διότι, κατόπιν της αποστολής του χάρτου της Ανδριανουπόλεως εις τους Βουλγάρους, εις ουδένα άλλον εκτός εμού έχει εμπιστοσύνην. Τα περί ων ο λόγος δύο έγγραφα ήσαν τα εξής:1) MEMOIRE DE VON DER GOLTZ SUR LA POSITION DE SALONIQUE και 2) MEMOIRE CONCERNANT LA DISTRIBUTION DES PROJECTEURS SUR LES COTES MARITIMES, συντεθέν υπό του ιδίου (φίλου), επιδοκιμασθέν υπό του VON DER GOLTZ και εφαρμοσθέν μετ’ άκρας
Το κείμενο του οπισθόφυλλου της τρίτης σελίδας αναφέρει:
επιτυχίας υπό των Τούρκων κατά τον Ιταλοτουρκικόν πόλεμον, ο κ. Φραντζής, εις όν ανεκοίνωσα το περιεχόμενον της επιστολής του φίλου μου, μοι απήντησεν ότι το ζήτημα είναι πολύ ενδιαφέρον και ότι θα γράψη περί τούτου εις τον Πρόεδρον του Επιτελείου κ. Δούσμανη.
Εν τω μεταξύ η απονομή του εις εμέ παρασήμου γενομένη γνωστή εν Κων/πόλει, αι συχναί μου επισκέψεις εις την Ελλην. Πρεσβείαν και αι συνεννοήσεις μου μετά του κ. Φραντζή και αι επισκέψεις αυτού εν τη οικία μου, διήγειραν υπονοίας των αρχών εναντίον μου, ήρχισα δε να γίνωμαι αντικείμενον συστηματικής κατασκοπείας, ως εβεβαιώθην και εξ επιστολών ας έλαβον εκ του Τουρκικού ταχυδρομείου με εσχισμένους τους φακέλλους, διό απεφάσισα και δια να αποφύγω την καταδίωξιν και την ενδεχομένην σύλληψίν μου και δια να δυνηθώ να συμπληρώσω τα προς την πατρίδα υπηρεσίας μου, να αναχωρήσω εκ Κων/πόλεως, εγκαταλείπων εν αυτή απροστάτευτον την οικογένειάν μου και θυσιάζων τα πολλαπλά συμφέροντά μου, ως επίσης και τα ποσά άτινα έχω λαμβάνειν από διάφορα κυβερνητικά τμήματα και των οποίων κατέχω επισήμους αποδείξεις. Την απόφασιν της αναχωρήσεώς μου μαθών ο κ. Φραντζής, με εφωδίασε δια συστατικής – εσφραγισμένης προς τον υποστράτηγον κ. Δούσμανην επιστολής, την οποίαν μοι επέδωκε κρυφίως επί του ατμοπλοίου την ημέραν της αναχωρήσεώς μου κλητήρ της Ελλην. Πρεσβείας. Την εν λόγω επιστολήν ενεχείρισα εις τον κ. Δούσμανην άμα τη ενταύθα αφίξει μου, την 21 Απριλίου 1914, την δε 29 του ιδίου μηνός ανεχώρουν δια Γερμανίαν προς εκπλήρωσιν της ανατεθείσης μοι υπό του Επιτελείου εντολής, συνισταμένης αποκλειστικώς εις την παραλαβήν των δύο ως άνω αναφερομένων εγγράφων, λαβών παρά του Υπουργείου των Εξωτερικών ως οδοιπορικά μου έξοδα το ποσόν των πέντε χιλιάδων δραχμών.
Το κείμενο της τέταρτης σελίδας αναφέρει:
Φθάσας εις ΜΕΤΖ και συναντηθείς μετά του φίλου μου κατώρθωσα να αποσπάσω απ’ αυτού, ουχί μετά πολλής ευκολίας, εκτός των δύο ωρισμένων εγγράφων και σειράν άλλην εγγράφων και σχεδίων, τα οποία παρέδωκα ουχί εις το Επιτελείον, αλλ’ εις χείρας της Α.Μ. του Βασιλέως, ότε έσχον την υψηλήν τιμήν να παρουσιαθώ ενώπιον Αυτής την 3ην Ιουνίου 1914 και περί της αξίας και σπουδαιότητος των οποίων ηδυνήθη Αύτη να κρίνη. Εκ των εγγράφων και σχεδίων τούτων, περί ων ουδεμίαν γνώσιν είχε ο κ. Φραντζής, εκείνα κυρίως άτινα απέσπασα μετά μεγίστης δυσκολίας είναι τα δύο σχέδια των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου, τα οποία μοι επέδωκεν ο φίλος μου μόνον αφού έμαθεν ότι ηναγκάσθην να εγκαταλείψω οριστικώς την Κων/πολιν, πεπεισμένος εκ των προτέρων ότι η Ελλην. Κυβέρνησις θα θελήση να ανταμοίψη κατ’αξίαν τας υπηρεσίας μου, αφού χάριν και εξ αιτίας αυτής εθυσίασα τα συμφέροντά μου.
Οφείλω εν τέλει να σημειώσω, προς αποφυγήν πάσης παρεξηγήσεως ότι τα πολλαπλά μου εν Κων/πόλει συμφέροντα περί ων ανωτέρω αναφέρω απέρρεον εκ της αντιπροσωπείας διαφόρων Γερμανικών βιομηχανικών οίκων, μεθ’ ων ειργάσθην λίαν επωφελώς, προμηθεύσας διάφορα είδη αυτών εις τα υπουργεία των Στρατιωτικών, του Εμπορίου και της Γεωργίας, ως επίσης και εις πολλάς γνωστάς ιδιωτικάς εταιρίας. Την εν Κων/πόλει, άλλως τε, δράσιν μου, κοινωνικήν τε και εθνικήν, ανέπτυξα δι’ ολίγων εν ιδαιτέρω σημειώματι, το οποίον μοι είχε ζητήσει δια του αντισυνταγματάρχου των Επιτελών κ. Εξαδακτύλου ο κ. Στρέϊτ και ούτινος επισυνάπτω ώδε αντίγραφον.
Ευπειθέστατος
Εν Αθήναις τη 18 Ιουλίου 1915.
Υ.Γ Από έρευνα που έκανα σε εφημερίδες της 4ης Ιουνίου 1914, στην εφημερίδα «Νέα Ημέρα» Τεργέστης, αναφερόταν πως «Η Α.Μ. ο Βασιλεύς εδέχθη χθες π.μ. εις συνεργασίαν τον κ. Υπουργόν των Ναυτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου». Τους παρέδωσε άραγε τα έγγραφα που μόλις είχε λάβει;
Στο εξαιρετικό άρθρο του κυρίου Μιχάλη Στούκα στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» με τίτλο : «21 Φεβρουαρίου 1913: Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων», βρήκα τα κάτωθι ιστορικά στοιχεία:
«Πολύτιμα στοιχεία για την οχύρωση των Ιωαννίνων, έδωσε ο ομογενής αξιωματικός Νικολάκης Εφέντης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Νικόλαος Τσεπτσίδης ή Μιζαντζιόγλου). Είχε μυηθεί στο κατασκοπευτικό «δίκτυο», από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γερβάσιο και τον Αθανάσιο Τσεκούρα.
Το ίδιο έκανε και ο Πολωνός μηχανικός Ζίγκμουντ Μινέικο (ναι, ο πεθερός του «Γέρου της Δημοκρατίας» Γεωργίου Παπανδρέου που νυμφεύθηκε την κόρη του Σοφία, παππούς του Ανδρέα Παπανδρέου και προπάππους του Γ.Α. Παπανδρέου!), που είχε συνεργαστεί με τους Γερμανούς στον σχεδιασμό των οχυρών του Μπιζανίου.» Μπορείτε να διαβάσετε όλο το άρθρο εδώ
Σύντομα βιογραφικά ορισμένων προσώπων που αναφέρονται στο κείμενο:
Αμβρόσιος Φραντζής.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1869 στην Κυπαρισσία. Αργότερα η οικογένειά του μετακινήθηκε στη Ζάκυνθο και από εκεί στην Κέρκυρα όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στη συνέχεια φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία εξήλθε το 1890 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Το 1892 φοίτησε στη Σχολή του Ιππικού και την περίοδο 1893 – 1895 συνέχισε σπουδές στη Γαλλία και το Βέλγιο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, δύο χρόνια αργότερα, το 1897, έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο ως αξιωματικός του Πυροβολικού.
Το 1909 συμμετείχε στην Επανάσταση στο Γουδί κατά μιμητισμό της επανάστασης των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη. Την διετία που ακολούθησε μέχρι το 1912 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως και στη Σόφια. Με το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού πολέμου τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Πληροφοριών του Στρατού και στη συνέχεια σύνδεσμος του Ελληνικού στρατού στο Βουλγαρικό επιτελείο. Χάρις των πληροφοριών που συνέλεξε επιτεύχθηκε η εσπευσμένη είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη και η παράδοση της τουρκικής διοίκησης στον τότε διάδοχο και αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Στη συνέχεια και μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων υπηρέτησε στο επιτελείο του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου Α΄ που ανήλθε στο μεταξύ στο θρόνο μετά τη δολοφονία του πατέρα του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄. Κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι μετά το τέλος του Πολέμου ο Φραντζής ανέλαβε με την ιδιότητά του ως Στρατιωτικός Ακόλουθος στην Πρεσβεία του Λονδίνου, σύμφωνα με τις οδηγίες των ανωτέρων τον επιτυχή διαφωτισμό των Ευρωπαίων επί της ελληνικότητας της Ανατολικής Θράκης.
Το 1917 όταν η Ελλάδα κατέστη προτεκτοράτο της Αντάντ διοικούμενη από Γάλλο Αρμοστή, διορίστηκε και πάλι στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο. Τον Μάιο του 1922 ορίσθηκε εκπρόσωπος της Πανελλήνιας Επιτροπής της Εθνικής Άμυνας για τη Μικρά Ασία και το 1926 διορίστηκε επικεφαλής του στρατιωτικού οίκου του Προέδρου της Δημοκρατίας, ναυάρχου Π. Κουντουριώτη, από τη θέση την οποία και αποσύρθηκε με το βαθμό του στρατηγού.
Πέθανε στην Αθήνα στις 1 Μαρτίου του 1953, σε ηλικία 84 ετών. Μετά το θάνατό του ο γιος του, διπλωμάτης, Ιωάννης Φραντζής, παραχώρησε όλο το προσωπικό αρχείο του πατέρα του στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα όπου και φυλάσσεται.
Πηγή κειμένου: Wikipedia
Αθανάσιος Εξαδάκτυλος
Ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος (1869–1936) ήταν Έλληνας αξιωματικός που έφτασε έως το βαθμό του υποστράτηγου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Μακεδονικό Αγώνα, ενώ υπηρέτησε επίσης σε αρκετές υψηλές επιτελικές θέσεις, μεταξύ αυτών και τη θέση του Αρχηγού ΓΕΣ.
Γεννήθηκε στο νησί της Άνδρου το 1869. Εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και αποφοίτησε το 1891 ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 πήρε μέρος ως διοικητής πυροβολαρχίας στη Θεσσαλία. Από το 1904 έως το 1908 συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα με το ψευδώνυμο Αντωνίου. Περιπλανήθηκε στην κεντρική Μακεδονία υπό ποικίλες μεταμφιέσεις, μεταξύ αυτών ως δάσκαλος ή πωλητής, δρώντας ως κατάσκοπος και σύνδεσμος με τις εκεί ελληνικές κοινότητες και αντάρτικες ομάδες.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ηγήθηκε του Γραφείου Πληροφοριών του Γενικού Στρατηγείου. Οι λεπτομερείς του χάρτες, που είχε συντάξει στα ταξίδια του κατά μήκος της Μακεδονίας τον καιρό του Μακεδονικού Αγώνα, αποδείχθηκαν ανεκτίμητοι κατά τη διάρκεια του πολέμου. Συμμετείχε επίσης ως στρατιωτικός ειδήμων στις ελληνικές αντιπροσωπίες των διαπραγματεύσεων ειρήνης του Λονδίνου και Βουκουρεστίου. Το 1915 τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Πληροφοριών και Πολιτικών Υποθέσεων του ΓΕΣ. Λόγω των βασιλικών του φρονημάτων, στάθηκε απέναντι στον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά τον Εθνικό Διχασμό και απολύθηκε γι΄ αυτό από το στράτευμα το 1917.
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία, προάχθηκε σε υποστράτηγο και τοποθετήθηκε στη θέση του υπαρχηγού του ΓΕΣ. Το 1921-22 υπηρέτησε για σύντομο διάστημα ως αρχηγός ΓΕΣ, ενώ το κύριο τμήμα του στρατού είχε εμπλακεί στη Μικρασιατική Εκστρατεία (Στρατιά Μικράς Ασίας). Μετά την ήττα στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο 1922, απομακρύνθηκε ξανά από το στράτευμα, και αποστρατεύθηκε οριστικά το 1923. Απεβίωσε το 1936.
Πηγή κειμένου: Wikipedia
Ιωάννης Γρυπάρης
Ο Ιωάννης Γρυπάρης (1848-1922) ήταν πολιτικός και διπλωμάτης.Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Μυκόνου. Αφού πραγματοποίησε σπουδές νομικών στην Αθήνα και στο Παρίσι ακολούθησε δικαστική σταδιοδρομία, την οποία διέκοψε για να πολιτευθεί. Στις εκλογές του 1879 εκλέγεται βουλευτής Σύρου με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη και επανεξελέγη το 1881. Από το 1886 μπήκε στον διπλωματικό κλάδο υπηρετώντας σε διάφορες θέσεις: πρόξενος στα Χανιά το 1886, όπου γνώρισε και τον Βενιζέλο, το 1890 διπλωματικός πράκτορας στη Σόφια και το 1892 στην Αλεξάνδρεια, το 1903 πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη για επτά χρόνια. Επί Ελευθερίου Βενιζέλου τέθηκε επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών (από 18/10/1910-29/04/1912). Για τις γερμανικές διπλωματικές υπηρεσίες θεωρείτο υπέρμαχος των φιλικών ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μετά η λήξη της Υπουργικής του θητείας επέστρεψε ως πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι το 1914, οπότε ανακλήθηκε λόγω των πολεμικών εξελίξεων. Με την ανάρρηση στο θρόνο του βασιλιά Αλέξανδρου ο Γρυπάρης διορίστηκε μέγας Αυλάρχης μέχρι το θάνατο του βασιλιά.
Πηγή κειμένου: Wikipedia
Νικόλαος Θεοτόκης
Ο Νικόλαος Θεοτόκης (20 Ιουλίου 1878 – 15 Νοεμβρίου 1922) ήταν Έλληνας πολιτικός και διπλωμάτης, βουλευτής Κέρκυρας.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 20 Ιουλίου του 1878 και καταγόταν από την αρχοντική κερκυραϊκή οικογένεια Θεοτόκη (κλάδος Θεοτόκη-Daviazzo). Ήταν πρωτότοκος γιος του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη και της Αμαλίας Δήμα, αδελφός του επίσης πρωθυπουργού Ιωάννη Θεοτόκη και της Ζαΐρας Θεοτόκη, μητέρας του πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη.
Σπούδασε νομική στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και στο Βερολίνο.
Το 1899 ο Νικόλαος Θεοτόκης ξεκίνησε την καριέρα του στο διπλωματικό σώμα, εισερχόμενος στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου των Εξωτερικών. Αρχικά διορίστηκε υποπρόξενος στο Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη) και τη Μαγνησία. Το 1905 μετακινήθηκε στο Παρίσι και αργότερα στη Βιέννη υπηρετώντας ως γραμματέας των αντίστοιχων ελληνικών πρεσβειών. Το 1909 ανέλαβε τη θέση του πρώτου γραμματέα στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και ακολούθως του Παρισιού και της Βέρνης. Το 1914, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Θεοτόκης μετακινήθηκε στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου και αργότερα και διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στο Βερολίνο.
Το 1917, μετά την επικράτηση του κινήματος της Εθνικής Άμυνας, εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, όπου μετέβη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, όταν εκθρονίστηκε.
Το 1920 επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκατέλειψε το διπλωματικό σώμα και ξεκίνησε η εμπλοκή του στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Κέρκυρας, συμμετέχοντας με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές της 1 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Από τις 24 Ιανουαρίου 1921 χρημάτισε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Νικόλαο Καλογερόπουλο και ακολούθως διετέλεσε Υπουργός Ναυτικών και Στρατιωτικών (20 Φεβρουαρίου-26 Μαρτίου 1921). Στις δύο κυβερνήσεις που σχημάτισε ο Δημήτριος Γούναρης (26 Μαρτίου 1921-3 Μαΐου 1922) διορίστηκε υπουργός Στρατιωτικών, αξίωμα που διατήρησε και στην κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη που ακολούθησε (9 Μαΐου-28 Αυγούστου 1922).
Μετά την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας και τις επακόλουθες εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις (Κίνημα στο στρατό υπό τον Στυλιανό Γονατά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, παραίτηση της κυβέρνησης και του βασιλιά), στις 28 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Νικόλαος Θεοτόκης συνελήφθη με απόφαση της Επαναστατικής Επιτροπής, ως ένας από τους υπεύθυνους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εκτός από τον Νικ. Θεοτόκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο που συγκροτήθηκε τότε παραπέμφθηκαν οι Δημ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Μ. Γούδας, Ν. Στράτος και Γ. Χατζηανέστης, όλοι με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι οκτώ κατηγορούμενοι «εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου… παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου».
Η Δίκη των Εξ, όπως έμεινε γνωστή, άρχισε στις 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου 1922 και ολοκληρώθηκε μετά από 14 συνεδριάσεις στις 14/27 Νοεμβρίου. Για την απόφαση του στρατοδικείου ωστόσο δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες ούτε πριν την έναρξη της δίκης ούτε κατά τη διάρκειά της. Παρά τις ευθύνες των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική καταστροφή, η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους, με βάση το κατηγορητήριο αυτό, υπήρξαν πράξεις σκοπιμότητας· «εθνικής σκοπιμότητος» όπως παραδέχθηκε αργότερα τόσο ο Θ. Πάγκαλος όσο και οι συμμετέχοντες ή μελετητές των γεγονότων της εποχής εκείνης. Το κατηγορητήριο τυπικά ήταν αστήρικτο καθώς η κατεχόμενη από τον ελληνικό στρατό περιοχής της δυτικής Μικράς Ασίας δεν ήταν ελληνικό έδαφος ούτε κατά το διεθνές ούτε κατά το ελληνικό Δίκαιο. Παρέμεινε και ουσιαστικά αστήρικτο καθώς από κανένα στοιχείο της ακροαματικής διαδικασίας δεν προέκυψε η έννοια του δόλου των κατηγορουμένων. Χρησιμοποιήθηκαν ωστόσο οι κατηγορίες αυτές με απώτερο σκοπό να κατευναστεί η εθνική αισχύνη που είχε υποστεί ο ελληνικός στρατός από την ήττα στη Μικρά Ασία αλλά και να πληγεί καίρια η βασιλική αντιβενιζελική παράταξη μέσα από την πολιτική δολοφονία των ηγετών της.
Η απόφαση του στρατοδικείου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρό του, στρατηγό Αλ. Οθωναίο τις πρώτες πρωινές ώρες της 15/28 Νοεμβρίου. Κρίθηκαν ένοχοι όλοι οι κατηγορούμενοι και καταδικάστηκαν παμψηφεί σε θάνατο οι Γ. Χατζηανέστης, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής και Ν. Θεοτόκης ενώ οι Μ. Γούδας και Ξ. Στρατηγός σε ισόβια δεσμά.
Οι έντονες διεθνείς αντιδράσεις με αίτημα την αναβολή ή ματαίωση της εκτέλεσης της ποινής και οι προσπάθειες για την σωτηρία των καταδικασθέντων σε θάνατο δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Έτσι οι Έξι τουφεκίστηκαν στο Γουδή στις 15 Νοεμβρίου 1922.
Το 2010, μετά από αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη από το 2008, εγγονού του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, παύθηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο η δίωξη των Έξι (ανάμεσά τους και του Νικόλαου Θεοτόκη) λόγω παραγραφής.
Πηγή κειμένου: Wikipedia
Γεώργιος Στρέιτ
Ο Γεώργιος Στρέιτ (1868-1948) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός.
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 25 Σεπτεμβρίου 1868 και ήταν γιος του νομικού Στέφανου Στρέιτ και της Βικτωρίας Λόντου. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την οικογένεια Λόντου και ήταν εγγονός του Ανδρέα Χ. Λόντου καθώς και πρώτος ξάδερφος του Δημήτριου Μάξιμου. Σπούδασε νομική στην Αθήνα και τη Γερμανία και σύντομα έγινε διδάκτορας της Νομικής στη Λειψία με την εναίσιμο διατριβή Περί αντιστάσεως κατά της Αρχής. Το 1893 διορίστηκε υφηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και το 1898 έγινε καθηγητής. Με προτάσεις και υπομνήματα, επισήμανε την εθνική ανάγκη ιδρύσεως Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, που θα συντελούσε στην εξέλιξή της σε εθνικό και πολιτισμικό κέντρο, συμβάλλοντας έτσι στην ίδρυση του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως νομικός σύμβουλος και διευθυντής του και το 1910 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βιέννη επί τριετία. Το 1913 χρημάτισε υπουργός εξωτερικών (από 22 Δεκεμβρίου 1913 έως 31 Αυγούστου 1914), ενώ το 1927 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ήταν πρόεδρος της το 1931, χωρίς να ασκήσει ποτέ τα καθήκοντά του. Από το 1929 ήταν μέλος του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης, και το 1933 εξελέγη τιμητικά γερουσιαστής.
Υπήρξε στενός φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως σύμβουλός του στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Τον ακολούθησε στην εξορία του το 1917 για να προβάλλει τις βασιλικές θέσεις στο εξωτερικό, ενώ το 1922 ανέλαβε πρωτοβουλίες για τους πρόσφυγες στην Κοινωνία των Εθνών. Από τότε δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική.
Πέραν των δημοσίων αξιωμάτων που κατείχε, ήταν ακόμη μέλος επιτροπών και συμβουλίων σε διάφορα υπουργεία. Ακόμη, ήταν μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ναυτικών, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, της Εταιρείας Υδάτων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων και της εταιρείας εκμετάλλευσης της Κωπαΐδας. Επιπλέον, μεταξύ 1896 και 1906 υπήρξε μέλος των επιτροπών των Ολυμπιακών Αγώνων.
Απεβίωσε στις 27 Δεκεμβρίου 1948 στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος με την Ιουλία Καραθεοδωρή και είχε μια κόρη την Δέσποινα, σύζυγο Ιωάννη Γερουλάνου.
Πηγή κειμένου:Wikipedia
Βίκτωρ Δούσμανης
Ο Βίκτωρ Δούσμανης (1861-1949) ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού, που έφτασε έως το αξίωμα του αρχηγού ΓΕΣ (1914-15, 1915-16, 1921, 1922-23).
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια ηπειρώτικης καταγωγής, η οποία συγγένευε με βασιλικούς και πριγκηπικούς οίκους. Παππούς του ήταν ο Αντώνιος Λευκόχειλος – Δούσμανης, διαπρεπής πολιτικός, ενώ μικρότερος αδερφός του ήταν ο ναύαρχος Σοφοκλής Δούσμανης.
Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους με το βαθμό του αντιστράτηγου. Επίσης διετέλεσε υπασπιστής του βασιλιά Κωνσταντίνου, υπαρχηγός και αρχηγός του Γενικού επιτελείου (ΓΕΣ) το 1914-16 και ξανά το 1921, καθώς και καθηγητής γεωδαισίας στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1917 εξορίστηκε από τους βενιζελικούς στην Κορσική και στη συνέχεια (1922) καταδικάστηκε σε θάνατο από το Ειδικό Στρατοδικείο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε τελικά. Αποστρατεύτηκε το 1923.
Ο Δούσμανης υπήρξε ικανότατος επιτελικός αξιωματικός και σε αυτόν οφείλεται εν πολλοίς η νίκη στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο καθώς διατελούσε αρχηγός του Επιτελείου. Εν τούτοις ήταν διαβόητος για την αλαζονική του συμπεριφορά ενώ, αν και υπήρξε απολύτως αφοσιωμένος προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, δεν δίστασε να γράψει άσχημα λόγια για τους παλαιούς του συντρόφους Ιωάννη Μεταξά και Ξενοφώντα Στρατηγό.
Πέθανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1949 σε ηλικία 88 ετών και κηδεύτηκε από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Πολυγραφότατος, συνέγραψε τα έργα «Γεωδαισία», «Στρατηγικαί τακτικαί οδηγίαι», «Ιστορία του πολέμου του 1913», «Η εσωτερική όψη της μικρασιατικής εμπλοκής», «Ιστορία και Γεωγραφία της Θεσσαλίας», «Απομνημονεύματα», κ.ά. Διάσημος για την ευρυμάθειά του, διετέλεσε διευθυντής σύνταξης της εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού.
Πηγή κειμένου: Wikipedia
Κόλμαρ Φράιχερ φον ντερ Γκολτς, (Colmar Freiherr von der Goltz)
Ο Κόλμαρ Φράιχερ φον ντερ Γκολτς (με πλήρες όνομα Wilhelm Leopold Colmar Freiherr von der Goltz) (1843 – 1916), ήταν Πρώσος στρατάρχης και συγγραφέας που είχε λάβει μέρος στον αυστρο-πρωσικό πόλεμο, τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο και ακολούθως ως αναδιοργανωτής του οθωμανικού στρατού στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, γνωστός και ως Γκολτς Πασάς, όπου διεύθυνε την εναντίον της Ελλάδας εκστρατεία, λαμβάνοντας τον τίτλο του μεσίρη (στρατάρχη), καθώς και στον Α’ Π.Π. ως γενικός διοικητής των οθωμανικών δυνάμεων στο μέτωπο της Βαγδάτης.
Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-1878) και την ατυχή έκβαση που είχε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία με την συνομολόγηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ο τότε Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ αντιλαμβανόμενος την άμεση ανάγκη της αναδιοργάνωσης και του εκσυγχρονισμού του οθωμανικού στρατού, προκειμένου ν΄ αντιμετωπίσει νέα ρωσική πρόκληση, ζήτησε από το στρατόπεδο των νικητών των μέχρι τότε μεγάλων πολέμων της Ευρώπης, δηλαδή από τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας, ειδική στρατιωτική αποστολή για τον παραπάνω σκοπό, καθώς και ανάλογο εξοπλισμό. Το αίτημα εκείνο έγινε αποδεκτό από τον Κάιζερ όπου και αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς που μετέβη στην Κωνσταντινούπολη (1883), στην οποία και παρέμεινε για δεκατέσσερα χρόνια, μέχρι το Καλοκαίρι του 1897.
Κατά την περίοδο αυτή ο Γκολτς Πασάς, κατά τον τίτλο που του αποδόθηκε, πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες δημιουργώντας τον πρώτο οθωμανικό τακτικό στρατό, εισάγοντας ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς βαθμούς ιεραρχίας, αλλά και επιβάλλοντας ομοιόμορφες στολές αξιωματικών και οπλιτών, τους λεγόμενους νιζάμηδες, διδάσκοντας και εκπαιδεύοντας ταυτόχρονα νέες τακτικές πολέμου όπως της φάλαγγας, αντί της μεσαιωνικής μετωπικής ανάπτυξης που ακολουθούσαν άλλες χώρες, τον αιφνιδιασμό κ.λ.π.. Παράλληλα βέβαια είχε αρχίσει και ο ανάλογος στρατιωτικός εξοπλισμός εκ μέρους της Γερμανίας.
Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του, μπορείτε να διαβάσετε στην αγγλική Wikipedia εδώ
Για τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄δεν αναφέρω βιογραφικά στοιχεία. Παραθέτω μόνο μερικές φωτογραφίες του από τον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο και συγκεκριμένα από τις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και την θριαμβευτική είσοδό του στις 22 Φεβρουαρίου 1913 (παλιό ημερολόγιο).
Έρευνα και κείμενο: Τέπη Πιστοφίδου