Συμπληρώνονται σήμερα 109 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Ελληνικό Στρατό. Πρόκειται για μια σημαντικότατη στιγμή της νεότερης ελληνικής ιστορίας καθώς η πρωτεύουσα της Ηπείρου που είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών το 1430 ήταν και πάλι ελεύθερη. Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των ελληνικών και οθωμανικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912-18 Μαΐου 1913). Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Ο Ελληνικός Στρατός του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι. Από τα τέλη Νοεμβρίου 1912 όλες οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς είχαν στον στόχο την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
Παρ’ όλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.
Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.
Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.
Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.
Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.
Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου. Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.
Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 έφθασε στο μέτωπο ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος μετά την ενημέρωσή του από τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη, έδωσε εντολή την επόμενη ημέρα για κατάπαυση του πυρός. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος που ανέλαβε πλέον ο ίδιος τη διοίκηση των στρατιωτικών τμημάτων βρήκε αποδεκατισμένο τον στρατό, όχι τόσο από τις απώλειες στη μάχη, όσο από τα επακόλουθα του σκληρού χειμώνα και της υπερκόπωσης των ανδρών. Οι μάχιμοι από 40.000 είχαν περιοριστεί στις 28.000 άνδρες, δύναμη μικρή για τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να επιχειρήσει την τρίτη επίθεση για την κατάληψη του Μπιζανίου, που θα σήμαινε και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Στις 30 Ιανουαρίου ο Κωνσταντίνος ζήτησε ενισχύσεις, αλλά ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος απέρριψε το αίτημα του, καθώς δεν μπορούσαν να διατεθούν μονάδες από τη Μακεδονία.
Στις 16 Φεβρουαρίου ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του κατέστρωσαν σχέδιο γενικής επίθεσης της ελληνικής πλευράς στις 20 Φεβρουαρίου. Την παραμονή της γενικής επίθεσης, ο Κωνσταντίνος με κάποιες ενισχύσεις της τελευταίας στιγμής, διέθετε 41.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και 105 κανόνια, τα οποία άρχισαν να βάλουν με επιτυχία κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπιζάνι. Ο Εσάτ Πασάς παρέταξε 35.000 στρατιώτες, άγνωστο αριθμό ατάκτων και 162 κανόνια.
Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας τα ελληνικά στρατεύματα με εφ’ όπλου λόγχη και μάχες εκ του συστάδην είχαν φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.
Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού. Οι εύζωνες φρόντισαν να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της, που παρέμενε αποκομμένος, αλλά άθικτος στο Μπιζάνι.
Η παράδοση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Εσάτ Πασά. Στις 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ρεούφ και ανθυπολοχαγός Ταλαάτ. Έφεραν μαζί τους επιστολή, που υπογραφόταν από τους προξένους στα Ιωάννινα της Ρωσίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας και περιείχε πρόταση του Εσάτ Πασά προς τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου.
Στις 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου οι τρεις απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφθασαν στο στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας. Εκεί περίμεναν την άφιξη ενός αυτοκινήτου, που τους οδήγησε στις 4:30 π.μ. στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου έδρευε το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της επιστολής και στις 5:30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 284 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και 8.600 αιχμάλωτοι.
Η επίσημη παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων ορίσθηκε για τις 8 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου. Υπεγράφη και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Το υπέγραφε ο διοικητής της οχυρωμένης τοποθεσίας Τούρκος αντισυνταγματάρχης Βεχήπ Μπέης και οι Έλληνες λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός.
Με τηλεγραφήματα του Γενικού Στρατηγείου προς τον Βασιλιά Γεώργιο Α’, τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο και το Υπουργείο Στρατιωτικών, μεταδόθηκε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση. Ο ελληνικός λαός πανηγύρισε έντονα τη νίκη του στρατού και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δίνοντας διέξοδο στη συναισθηματική φόρτιση από την παρατεταμένη πολιορκία των οχυρών του Μπιζανίου.
ΤΑ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
«ΕΜΙΝ-ΑΓΑ, 21 Φεβρουαρίου, 6 π.μ.– Αλωθέντος υπό του Ελληνικού στρατού ολοκλήρου του δυτικού μετώπου των φρουρίων των Ιωαννίνων και κυκλωθείσης της γραμμής των ρευμάτων Μπιζάνι και Κατρίτζας, ο Εσσάτ πασσάς μοι εδήλωσεν ότι ο στρατός του παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου. Λεπτομερείας της μεγίστης νίκης του ανδρείου στρατού μας τηλεγραφήσω προσεχώς.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ»
«ΕΜΙΝ-ΑΓΑ, 21 Φεβρουαρίου, 8 π.μ.– Σήμερον την 2 1/2 μετά το μεσονύκτιον ο Εσσάτ πασσάς εδήλωσεν εις την Α.Υ. τον Διάδοχον ότι επιθυμεί να παραδοθή. Μετά δύο περίπου ώρας αυτοκίνητον φέρον τον Ρεούφ πασσάν και τον Ταλαάτ βέην μετά του Πρωτοσυγγέλου Μητροπόλεως Ιωαννίνων έφθασαν εις Εμίν-Αγά.
Οι αντιπρόσωποι του ηττημένοι αρχιστρατήγου άνευ περιφράσεων ωμολόγησαν ότι η κατάστασις του Τουρκικού στρατού είνε τελείως απελπιστική μετά την χθεσινή γενικήν των ημετέρων επίθεσιν και ότι η παράδοσις είνε η ευκταία διά τον Εσσάτ λύσις.
Από της στιγμής ταύτης ο εχθρικός στρατός κατέστη αιχμάλωτος πολέμου. Έκαστον τμήμα της Τουρκικής στρατιάς θα υψώνη λευκήν σημαίαν και θα παραδίδεται εις τους ημετέρους.
Η μεγάλη είδησις γνωσθείσα εις το στρατόπεδον περί το λυκαυγές, εχρησίμευσεν ως το πλέον ευφρόσυνον εγερτήριον σάλπισμα διά τον αναπαυόμενον μετά τους μόχθους του χθεσινού αγώνος στρατόν μας.
Οι άνδρες, εγείροντες αλλήλους, αναφωνούν: «Χριστός Ανέστη», ζητωκραυγάζουν υπέρ της Α.Β.Υ. του Διαδόχου και εορτάζουν με σεμνότητα νικητών τον ηρωικών θρίαμβον των Ελληνικών όπλων».
«ΕΜΙΝ-ΑΓΑ, 21 Φεβρουαρίου, 4.30 μ.μ.– Εις τας 3.40′ επανήλθον εξ Ιωαννίνων οι πληρεξούσιοι του Διαδόχου διά την υπογραφήν του πρωτοκόλλου.
Το φρούριον και η φρουρά παραδίδεται άνευ όρων.
Το συνταχθέν πρωτόκολλον περιλαμβάνει τας τέσσαρας επομένας παραγράφους:
1) Το φρούριον των Ιωαννίνων παραδίδεται εις τον Ελληνικόν στρατόν.
2) Τα σήμερον εν τω φρουρίων ευρισκόμενα στρατεύματα παραδίδονται ως αιχμάλωτοι πολέμου.
3) άπαν το πολεμικόν υλικόν, όπλα, σημαίαι και ίπποι, τα ανήκοντα εις τον στρατόν, παραδοθήσονται των Ελληνικών στρατεύματι εις ην κατάστασιν ευρίσκονται.
4) Πάντες οι αξιωματικοί και στρατιώται, οι πληγωμένοι και ασθενείς υπάγονται εις τον νόμον του πολέμου.
Κατά τας πληροφορίας του απεσταλμένου του Εσσάτ παρά τω Στρατηγείω εις Εμίν Αγά, σήμερον την πρωίαν η όλη φρουρά συνέκειτο εκ 33.000 ανδρών.
Ο υπίλαρχος Στάικος αναφέρει εξ Ιωαννίνων, όπου απεστάλη παρά του Στρατηγού, ότι χθες το εσπέρας ισχυρόν σώμα στρατού εν τελεία αποσυνθέσει απεχώρησε προς Λυκόστομον.
Ο Εσσάτι πασσάς εδικαιολογήθη λέγων ότι δεν ηδυνήθη να εμποδίση την υποχώρησιν τούτψν ναθ’ όσον ούτοι υπήγοντο εις την δικαιοδοσίαςν του Αρχιστρατήγου Αλή-Ριζά πασσά, επί τούτου δε ουδεμίαν είχε δικαιοδοσίαν ο Εσσάτ.
Η Α.Β.Υ. ο Διάδοχος καταγίνεται ήδη επί της λήψεως διαφόρων μέτρων σχετικών προς την νέαν κατάστασιν».
«ΕΜΙΝ-ΑΓΑ, ώρα 6 μ.μ.– Σήμερον το απόγευμα συνετάχθη το οριστικόν πρωτόκολλον περίπ αραδόσεως του στρατού και της πόλεως των Ιωαννίνων.
Εν ονόματι της Α.Β.Υ. του Διαδόχου υπέγραψαν οι λοχαγοί του Επιτελείου κ.κ. Στρατηγός και Μεταξάς, εκ μέρους δε των Τούρκων ο αδελφός του Εσσάτ και τέως διοικητής των Ιωαννίνων Βεχίπ βέης».
Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε στην πόλη στις 22 Φεβρουαρίου και μαζί με το Στράτευμα έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις.
Ωστόσο η απελευθέρωση των Ιωαννίνων παραλίγο να σκιαστεί από ένα τραγικό γεγονός.
Αλβανός με εκρηκτικά επιχείρησε να δολοφονήσει τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο επίδοξος δολοφόνος εξουδετερώθηκε από ευζώνους και ο Διάδοχος σώθηκε την τελευταία στιγμή. Είναι άγνωστο αν δρούσε μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ευρύτερου αλβανικού σχεδίου. Την εποχή εκείνη η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία, ιδιαίτερα η δεύτερη, Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, πρόσφεραν τη στήριξή τους στην ίδρυση του αλβανικού κράτους
Περισσότερες πληροφορίες για το, ελάχιστα γνωστό, αυτό συμβάν δίνει στο βιβλίο της «Η Πολιορκημένη Πόλη (Ιωάννινα 1912-1913)», η Guy Chanterpleure (Γκι Σαντεπλέρ, ψευδώνυμο της Jeanne-Violet-Dussap), που ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Η Chanterpleure ήταν σύζυγος του Γάλλου πρόξενου στα Γιάννενα Edgar Dussap.