Ο Γεώργιος Βλάχος(1886-1951), εκδότης της εφημερίδας «Καθημερινή» υπήρξε μια μεγάλη εθνική φυσιογνωμία και ένας ευπατρίδης της ελληνικής δημοσιογραφίας. Αν δεν είχε προϋπάρξει ο Βλάσης Γαβριηλίδης(1848-1920) ίσως να ανήκε σε αυτόν ο τίτλος του «πρύτανη της δημοσιογραφίας της σύγχρονης Ελλάδας». Σε όλη την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της Κατοχής τα άρθρα του έγραψαν την δική τους «Ιστορία». Τα πιο γνωστά άρθρα του εκείνης της περιόδου είναι το «Στιλέτον» που δημοσίευσε στην εφημερίδα του στις 29-10-1940 και το δεύτερο είναι η «Ανοιχτή Επιστολή προς τον Α.Ε. τον κ. Α. Χίτλερ, Αρχικαγκελλάριον του Γερμανικού Κράτους» που δημοσιεύτηκε στις 8 Μαρτίου 1941. Τα άρθρα αυτά έκαναν διεθνή εντύπωση, αλλά το κυριότερο ήταν πως οι Έλληνες συγκινήθηκαν και εμψυχώθηκαν. Σήμερα παραθέτουμε όλο το άρθρο «Το Στιλέτον» και θα αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα της περίφημης «Επιστολής προς τον Χίτλερ» . Αξίζει, μέσω αυτών των άρθρων, να πληροφορηθούν οι νεότερες γενεές για τους επικούς αγώνες των προγόνων τους που με τόσο σθένος και λεβεντιά διεκπεραίωσαν ηρωικά. Ο μοναδικός τρόπος γραφής του Γεωργίου Βλάχου, έφθασε σε υπέροχα ύψη τα ψυχικά χαρίσματα των Ελλήνων.
Το Στιλέτον
Τον πόλεμον αυτόν δεν τον εζητήσαμεν, δεν τον προεκαλέσαμεν, δεν τον ηθελήσαμεν. Μας επεβλήθη. Μας επεβλήθη. Μας επεβλήθη κατά τον χυδαιότερον, κατά τον σκαιότερον τρόπον. Άμα έμειναν οι προπηλακισμοί αναπάντητοι, άμα ηκούσθησαν με σιωπηλήν απάθειαν αι προκλήσεις, άμα κατεβλήθη προσπάθεια όπως αγνοηθή και αυτή η ταυτότης των γενναίων οι οποίοι έπνιξαν ηγκυροβολημένην την «Ελλην», εις το τέλος, επειδή φόβος υπήρχε μη αι ύβρεις, αι συκοφαντίαι και οι πνιγμοί δεν χρησιμεύσουν και δεν γίνη ο πόλεμος, κατέφθασε χθες ο κ. Γκράτσι εις τον οίκον του Πρωθυπουργού της Ελλάδος , εις τας τρεις το πρωί, και του εζήτησε, προχείρως, την άδειαν να μας καταλάβη. Την άδειαν να καταλάβη την Κέρκυραν, την Ήπειρον, την Κρήτην, τον Πειραιά, κάτι «στρατηγικά σημεία», χρήσιμα εις τους Ιταλούς. Και όταν και εις αυτόν το αυθάδες αίτημά του δεν εδόθη αμέσως απάντησις, αμέσως εδήλωσεν ότι μετά ώρας τρεις οι Ιταλοί θα εισέβαλλον εις το έδαφός μας.
-Τότε αποτελεί κήρυξιν πολέμου το διάβημά σας;
Ο πρεσβευτής δεν απήντησεν, αλλά περί τα εξημερώματα – μετά ώρας όχι καν τρεις αλλά δύο- απήντησαν από ξηράς και αέρος οι Ιταλοί. Επάνω, δια των συνόρων της υποδούλου των Αλβανίας, επεχείρησαν να προσβάλλουν τας θέσεις μας. Εδώ, έφθασαν με τα αεροπλάνα των και τας βόμβας των και εκτύπησαν τας Πάτρας, την Κόρινθον, το Τατόι. Διατί;….. Διότι κατά βάθος είναι μωροί. Διότι, έχοντες ανάγκην να νικήσουν εις αυτόν τουλάχιστον τον πόλεμον κάτι, επίστευσαν ότι εδώ, εις την Ελλάδα, θα τους δοθή η εύκολος νίκη, και ότι εδώ θα συναντήσουν ανθρώπους οι οποίοι θα τακτοποιήσουν με τους αριθμούς την τιμήν των και θα μετρήσουν τα όσα έχουν πυροβόλα και αεροπλάνα και άρματα μάχης, και, άμα πεισθούν ότι δεν έχουν ουδέ το δέκατον εκείνων τα οποία διαθέτουν οι Ιταλοί, θα παραδώσουν την γην των εις τους στρατούς των αμαχητί και αμαχητί τας παρειάς των εις τους κολάφους των.
Αλλά διατί πριν εδώ κινηθή προς τον πρωθυπουργικόν οίκον ο φαιδρότατος αντιπρόσωπός των και κινηθή εκεί εις την Ήπειρον ο στρατός των, δεν έρριπτον έν πρόχειρον βλέμμα εις την Ελληνικήν Ιστορίαν;… Πότε η Ελλάς παρεδόθη αμαχητί; Πότε ενικήθη πριν ποτίση το χώμα της με την τελευταίαν ρανίδα του αίματός της; Εις ποίαν στιγμήν έκαμε λογαριασμούς των δυνάμεών της προς τας δυνάμεις του αντιπάλου της, δια να μάθη έπειτα αν έχει την δυνατότητα να υπερασπίση την τιμήν της; Κράτος μικρόν με ιστορίαν μεγίστην, μήτηρ θηλάσασα την υφήλιον, φάρος λαμπροτάτου φωτός, η Ελλάς, καταυγάσασα τους αιώνας, έδωσεν εις όλην την ανθρωπότητα όχι μόνον την ζωήν, το φως, τον πολιτισμόν, τα γράμματα και τας τέχνας, αλλά και το παράδειγμα της αυτοθυσίας και του ηρωισμού, την Σαλαμίνα, τας Θερμοπύλας, το Ζάλογγον, το Σούλι, το Μεσολόγγι….
Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρείς από τον φόρτον τόσων θρύλων και τόσων παραδόσεων, πώς μας εφαντάσθησαν τώρα κύπτοντας εμπρός εις τα κατάστιχα των πετρελαίων και της βενζίνης και των μηχανοκίνητων μονάδων και αποφασίζοντας να παραδώσωμεν την ιστορίαν μας εις τους αριθμούς και εις τα πετρέλαια την τιμήν μας….
Θα αποθάνωμεν όλοι. Χωρίς να πρέπη, χωρίς να το θέλωμεν. Διότι όταν ο πόλεμος εξερράγη, όταν οι ισχυροί συνεπλάκησαν, προσεπαθήσαμεν παντί τρόπω να έχωμεν την πτωχήν μας ευτυχίαν εις μίαν γωνίαν απυρόβλητον και τιμίαν. Δεν είχομεν εχθρότητας, δεν είχομεν μίση. Ηθελήσαμεν να μείνωμεν έξω του αγώνος των άλλων , επιβάλλοντες σιωπήν και εις αυτούς τους παλμούς της καρδιάς μας. Δεν προεκαλέσαμεν κανένα, δεν ηπατήσαμεν κανένα, δεν ηθελήσαμεν ουδέ στόχοι υπονοιών να υπάρξωμεν απέναντι ουδενός. Αλλ΄ άλλως έδοξεν εις την Μοίραν και εις τους αιωνίους Βρούτους αυτής της γης. Εκεί εις την γωνίαν όπου ηλπίζαμεν ότι δεν θα μας φθάσουν αι σφαίραι και τα θραύσματα των οβίδων, παρουσιάσθη εξαφνικά το στιλέτον. Θα το υποδεχθώμεν – το υποδέχθημεν ήδη – με το μέτωπον υψηλά, με το στήθος προτεταμένον, με τας χείρας ενόπλους , με κάτι ανώτερον από τον χάλυβα, τα αεροπλάνα και το πετρέλαιον: με το θάρρος και με τα πτερά της ψυχής. Θα αποθάνωμεν όλοι, χωρίς να πρέπη και χωρίς να το θέλωμεν. Και αν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν ένα λαόν ο οποίος έχει αποφασίσει να αποθάνη, έ, τότε θα είναι η από αιώνων πρώτη μεγάλη και παράδοξος νίκην των. Αλλ΄αυτό δεν θα συμβή. Η Ελλάς θα νικήση, θα νικήση η αυτοθυσία, το θάρρος, η Ιδέα – και το στιλέτον θα ηττηθή.
Αποσπάσματα από το άρθρο «Ανοιχτή Επιστολή προς την Α.Ε. τον κ. Α. Χίτλερ» όπως το παρουσιάζει ο Δημήτρης Χρονόπουλος στο βιβλίο του «Ελληνικές Θύελλες»:
«Φαίνεται – λέγουν του κόσμου τα ραδιόφωνα- ότι οι Γερμανοί θα εισβάλλουν εις την Ελλάδα. Σας ερωτώμεν: Διατί; Άν η κατά της Ελλάδας επιχείρησις ως συμφέρουσα εις τον Άξονα ήτο απ’ αρχής αναγκαία, τότε δεν θα παρουσιάζετο προ τεσσάρων μηνών μόνος ο κ. Γκράτσι εις τις τρεις το πρωί. Θα παρουσιάζοντο η Ιταλία και η Γερμανία μαζί άλλως, με άλλο τελεσίγραφον, άλλου περιεχομένου, άλλης προθεσμίας, άλλης μορφής. Δεν υπήρξε, λοιπόν, απ’ αρχής η κατά της Ελλάδος επιχείρησις αναγκαία. Είναι, λοιπόν, τώρα. Αλλά διατί;….»
Και συνεχίζει ο Γ. Βλάχος, αφού αντικρούει την θεωρίαν δημιουργίας μετώπου εις τα Βαλκάνια:
«Μη δια να σωθούν εις την Αλβανία οι Ιταλοί;… Αλλά περί ποιου είδους σωτηρίας πρόκειται; Οι Ιταλοί δεν θα είναι ηττημένοι οριστικώς, τελεσιδίκως, παγκοσμίως και αιωνίως μόλις εις μόνον Γερμανός στρατιώτης πατήση εις την Ελλάδα; Δεν θα φωνάζη όλος ο κόσμος ότι 45 εκατομμύρια αυτοί, αφού επετέθησαν εναντίον ημών που είμεθα μίλις οκτώ, εζήτησαν τώρα την βοήθειαν άλλων 85 εκατομμυρίων δια να σωθούν;…»
Και στο επιχείρημα του Άξονος ότι έπρεπε να αποχωρήσουν οι Άγγλοι από την Ελλάδα ο Βλάχος γράφει:
«Και έστω, να τους είπουμε να φύγουν. Αλλά σε ποιούς; Εις τους ζωντανούς. Πως όμως να διώξωμεν τους νεκρούς, αυτούς που έπεσαν, εις τα βουνά μας, αυτούς που προσγειώθηκαν εις την Αττικήν πληγωμένοι και αφήκαν εδώ την τελευταίαν πνοήν, αυτούς οι οποίοι ενώ εκαίετο η πατρίς των ήλθαν και αγωνίσθησαν εδώ και έπεσαν εδώ, και εύρηκαν έναν τάφον; Ακούτε, Εξοχώτατε, υπάρχουν ατιμίαι αι οποίαι εις την Ελλάδα δεν γίνονται. Και αυταί είναι καθαραί ατιμίαι. Ούτε τους νεκρούς ούτε τους ζωντανούς ημπορούμεν να διώξωμεν. Δεν θα διώξωμεν κανένα, και θα σταθώμεν μαζί των, εδώ, μέχρις ότου κάποια λάμψη ακτίς ηλίου και περάση η καταιγίς».
Και αφού χαρακτηρίζει ως «πράξιν παναθλίαν» την πλευροκόπησιν της Ελλάδος από την αναμενομένην εισβολήν του Γερμανικού στρατού καταλήγει με μιαν Αισχύλειο, θα έλεγα, αποστροφήν:
«…. Διότι τι θα κάμη ο στρατός αυτός, Εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών, στείλη η Ελλάς εις τα σύνορά της είκοσι χιλιάδες τραυματιών, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια με τα αίματα και τους επιδέσμους δια να τον υποδεχθούν; Αυτούς τους φύλακας θα υπάρξη στρατός δια να τους κτυπήση; Αλλά όχι. Δεν πρόκειται να γίνη αυτό. Ο ολίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων, όπως εστάθη εις την Ήπειρον, θα σταθή, αν κληθή, εις την Θράκην. Και τι θα κάμη; Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θα αποθάνη. Και εκεί. Και θα αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβεν από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και να φέρη την πυρκαίαν εις το μικρόν την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει να τον μάθη τώρα και να αποθνήσκει».
Αυτή η υπερήφανη κραυγή αγωνίας που εξέπεμψε ένα εκλεκτό τέκνο της Ελλάδος, ενέπνευσε θάρρος σε όλους. Και στην ηγεσία, και στον αγωνιζομένο στρατό και στην μαχομένη δημοσιογραφία. Αλλά, φυσικά, τα αμείλικτα γεγονότα ακολουθούσαν την πορεία τους. (1)
Βιβλιογραφία: Γεωργίου Βλάχου, Άρθρα στην «Καθημερινή» (1919-1951), Εκδόσεις «Ζήδρος», 1990, σελ. 397.
(1) Αντιγραφή από το βιβλίο του Δημητρίου Χρονόπουλου «Ελληνικές Θύελλες» Εκδόσεις «Εστία», σελ. 87 .
Φωτογραφία «Καθημερινής» από το σάιτ «Newsbeast».
Κείμενο: Τέπη Πιστοφίδου