Ήταν 14 Δεκεμβρίου 1901, ο ιατρός γυναικολόγος της Βασιλικής Οικογενείας, Κωνσταντίνος Λούρος παρουσία του Γερμανού γυναικολόγου Κeller τον οποίον επέβαλε να είναι παρών στον τοκετό της αδελφής του, ο Αυτοκράτωρ της Γερμανίας Γουλιέλμος Β′, ανήγγειλε στον ευτυχή πατέρα και διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο: «Υψηλότατε, αποκτήσατε και τρίτο γιο και είναι αληθινός παίδαρος. Θα γίνει πανύψηλος όταν μεγαλώσει».
Το βάρος του νεογέννητου πρίγκιπα, 4.750 γραμ. και τα 55 εκατοστά μήκος έκαναν τον Κωνσταντίνο Λούρο να μαντέψει σωστά για την μελλοντική σωματική ανάπτυξη του Παύλου. Ήταν το τέταρτο παιδί και ο τρίτος και τελευταίος γιος του μετέπειτα βασιλέως Κωνσταντίνου Α′ της Ελλάδος και της συζύγου του Σοφίας, πριγκίπισσας της Πρωσίας. Όλα τα πρεσβύτερα αδέλφια του βασίλευσαν. Ο Γεώργιος Β′ και ο Αλέξανδρος έγιναν βασιλείς της Ελλάδος πριν από τον Παύλο. Η μεγαλύτερη αδελφή του Ελένη έγινε βασίλισσα της Ρουμανίας. Μετά τον Παύλο ακολούθησαν δυο αδελφές, η πριγκίπισσα Ειρήνη, η οποία νυμφεύθηκε τον Δούκα της Αόστης και τελευταία η Αικατερίνη που παντρεύτηκε τον Άγγλο Ταγματάρχη Ρίτσαρντ Μπράντραμ. Η σειρά γέννησής του απέκλειε την διαδοχή του στον θρόνο της Ελλάδος. Για τον λόγο αυτό η ανατροφή του ήταν λιγότερο αυστηρή από αυτή που έλαβε ο πρωτότοκος αδελφός του Γεώργιος με τον όποιον είχε ένδεκα χρόνια διαφορά και οκτώ με τον δευτερότοκο Αλέξανδρο. Λόγω αυτής της μεγάλης διαφοράς με τα αδέλφια του ο Παύλος αναζήτησε την φιλία με παιδιά της ίδιας ηλικίας με αυτόν. Ο αυστηρός παιδαγωγός δρ. Χονγκ για να τον σκληραγωγήσει οδηγούσε τον Παύλο και τα αδέλφια του χειμώνα- καλοκαίρι κάθε πρωί για μπάνιο στις Τζιτζιφιές. Εκεί στην παράλια ο Παύλος απέκτησε τους πρώτους του φίλους στους οποίους προστεθήκαν και άλλοι όταν άρχισαν οι μακρινές πορείες στην Πάρνηθα. Οι παιδικές αυτές φιλίες κράτησαν όλη του την ζωή. Ο Παύλος από τότε εξεδήλωσε την αγάπη του για την θάλασσα και την άθληση.
Ο παππούς του βασιλέας Γεώργιος Α′ επιθυμούσε τα εγγόνια του να λάβουν Ελληνική ανατροφή όπως έδωσε ο ίδιος και στα παιδιά του. Αντιθέτως η μητέρα του Παύλου, πριγκίπισσα Σοφία ήθελε να τους προσφέρει μια ανατροφή κατά τα πρότυπα της Αγγλίας, όπως είχε λάβει και η ίδια, αφού η μητέρα της, αυτοκράτειρα Φρειδερίκου της Γερμανίας, ήταν η πρωτότοκη κόρη της Βασίλισσας Βικτωρίας της Αγγλίας. Τελικά η Σοφία συμβιβάστηκε να στέλνει τον Παύλο τα καλοκαίρια στην Αγγλία για εκπαίδευση. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε εκτάκτως τον Παύλο στην Ελλάδα από την Αγγλία όπου είχε σκοπό να σπουδάσει στο Βασιλικό Ναυτικό Κολέγιο του Πόρτσμουθ. Ένα χρόνο νωρίτερα, στις 18 Μαρτίου 1913 δολοφονείται ο παππούς του Γεώργιος Α′ στην Θεσσαλονίκη και γίνεται βασιλέας ο πατέρας του Κωνσταντίνος Α′. Ο Παύλος στα δώδεκα του χρόνια έρχεται αντιμέτωπος με την απώλεια του αγαπημένου του παππού και ένα πολύ σοβαρό γεγονός της οικογενείας του, το όποιο καθόρισε σε μεγάλο βαθμό της τύχη της Ελληνικής Βασιλικής Δυναστείας.
Οι νίκες του πατέρα του Κωνσταντίνου Α′, στους Βαλκανικούς πολέμους και η αύξηση της έκτασης της Ελλάδος που σχεδόν έχει διπλασιαστεί τον έχουν καταστήσει έναν λαοφιλή βασιλιά. Ο Βενιζέλος τον Απρίλιο του 1914 τον προάγει σε στρατάρχη και του απονέμει τη στραταρχική ράβδο. Ενώ διαρκούσε ακόμα ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Παύλος κατατάσσεται στην Σχόλη Ναυτικών Δοκίμων όπου φοίτησε κανονικά χωρίς να του γίνει καμιά ευνοϊκή μεταχείριση. Η φοίτηση του διεκόπη όταν ακολούθησε τον πατέρα του Βασιλέα Κωνσταντίνο στην πρώτη του εξορία στην Ελβετία τον Ιούνιο 1917. Ο θρόνος της Ελλάδος είχε ανατεθεί στον δευτερότοκο γιο του Κωνσταντίνου, Πρίγκιπα Αλέξανδρο. Ο Παύλος προσπάθησε να συνεχίσει τις ναυτικές σπουδές του στην Γερμάνια με την προτροπή του θείου του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β′. Η επανάσταση της Γερμανίας εξ’ αιτίας της όποιας έχασε τον θρόνο ο θείος του, ανάγκασε τον Παύλο να επιστρέψει στην Ελβετία όπου διέμενε η εξόριστη οικογένειά του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Αλεξάνδρου στις 12 Οκτωβρίου 1920 (με το Ιουλιανό ημερολόγιο), ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσέφερε το Στέμμα της Ελλάδος στον Πρίγκιπα Παύλο. Ο νεαρός πρίγκιπας (19 ετών) το αρνήθηκε. «Μόνον εις τον Ελληνικόν λαόν απόκειται να εκλέξει τον βασιλέα του» απάντησε στον πρεσβευτή Αλεξανδρή. Με την παλινόρθωση του πατέρα του, Βασιλέα Κωνσταντίνου Ι στις 6 Δεκεμβρίου 1920( Ιουλ. Ημ.), επέστρεψε μαζί του και ο Παύλος στην Ελλάδα. Μια εβδομάδα μετά την επιστροφή ο Παύλος συνεχίζει την φοίτησή του στην Σχόλη Δοκίμων και ξαναβρίσκει τον μεγάλο του έρωτα, την θάλασσα. Μετά την αποφοίτηση του ανέλαβε αμέσως υπηρεσία στο καταδρομικό «Έλλη» τον βαθμό του σημαιοφόρου. Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο μετέπειτα ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης και μέλλοντας δεύτερος σύζυγος της θείας του πριγκίπισσας Μαρίας (αδελφής του πατέρα του, Κωνσταντίνου). Ο Παύλος έδειξε την λεβεντιά του. Στεκόταν ασάλευτος στην μέση της γέφυρας με το μέτωπο ψηλά καθώς τα εχθρικά βλήματα σφύριζαν γύρω του και ενώ οι άλλοι Αξιωματικοί προσπαθούσαν να προφυλαχθούν όπως- όπως. «Υψηλότατε φυλαχτείτε» του φώναζαν . Ο Παύλος , ολύμπιος και γελαστός απαντούσε : «Κύριοι μην το ξεχνάτε, οι Έλληνες δεν χάνουμε ποτέ μάχη στην θάλασσα!»
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την εξέγερση του στρατού στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α′ θα υποβάλει την παραίτηση του και στις 27 Σεπτεμβρίου 1922 ο θρόνος περνάει στον γιο του και διάδοχο Γεώργιο. Ο Κωνσταντίνος φεύγει για δεύτερη και τελευταία φορά εξόριστος στην Ιταλία οπού και πεθαίνει λίγο καιρό αργότερα στις 11 Ιανουαρίου 1923. Ο Πρίγκιπας Παύλος δεν ακολουθεί αυτήν την φορά τον πατέρα του στην εξορία. Ο Γεώργιος αν και έχει παντρευτεί την πριγκίπισσα της Ρουμανίας Ελισάβετ από το 1921 δεν έχει αποκτήσει παιδιά. Ο Παύλος είναι επισήμως ο διάδοχος του θρόνου, τίτλο που θα κατέχει τα επόμενα 25 χρόνια. Ο Γεώργιος Β′ βασίλευσε μόνο ένα χρόνο. Στις 19 Δεκεμβρίου 1923 με υπόδειξη της κυβέρνησης Γονατά θα αναχωρούσε για το Βουκουρέστι. Τον ακολούθησε ο Παύλος, τον όποιον φιλοξένησε η αδελφή του, πριγκίπισσα διαδόχου της Ρουμανίας, Ελένη. Η ζωή της Ρουμανικής Αυλής δεν άρεσε στον Παύλο. Αποφάσισε να μεταβεί στην Φλωρεντία όπου διέμενε η μητέρα του βασιλομήτωρ Σοφία μαζί με τις δυο μικρότερες αδελφές του, πριγκίπισσες Ειρήνη και Αικατερίνη. Στην Φλωρεντία θα αρχίσει και τα πρώτα μαθήματα πιάνου. ″Παράθυρα ανοιχτά στο Ιόνιο, θαλασσινά θυμητικά κι′ ένα πιάνο με κάποιο κομμάτι του Μπαχ ανοιχτό στο αναλόγιο, ήταν ο αποκλειστικά δικός του κόσμος″ έγραψε η Μαρία Καραβία. Οι μελωδίες του θα ακούγονται στην σιωπή του Τατοΐου τις καλοκαιρινές ζεστές νύχτες της Αττικής, συνοδευόμενος αργότερα από την κόρη του Ειρήνη. Όμως το κενό της ψυχής του δεν γεμίζει και αποφασίζει να μεταβεί στην Αγγλία. Η χώρα αυτή του είναι γνώριμη από τα παιδικά του χρόνια όταν παρακολουθούσε καλοκαιρινά μαθήματα και επιπλέον είναι στενός συγγενής με την βασιλική οικογένεια της Αγγλίας. Με την μεσολάβηση καλών του φιλών, προσλαμβάνεται ως μηχανικός σε εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων στο Κόβεντρυ (Coventry) της Αγγλίας.
Υιοθετεί το ψευδώνυμο Πωλ Μπεκ (Paul Beck) και για ένα χρόνο εργάζεται ως ένας απλός κοινός θνητός, δημιουργώντας φιλικές σχέσεις με κάποιους συναδέλφους του. «Ένιωθα ελεύθερος και ξέγνοιαστος» εξομολογείτο ο ίδιος για την περίοδο αυτή της ζωής του. «Και χαιρόμουν πλούσια την ξενοιασιά αυτή – γιατί προαισθανόμουν ότι η ζωή θα μου έδινε τις ευθύνες που μου χρωστούσε…». Μετά μεταβαίνει στο Λονδίνο όπου αρχίζει μια έντονη κοινωνική ζωή. Αυτή την χρονική περίοδο συνδέεται σοβαρά με νεαρή Αγγλίδα και σκέφτεται σοβαρά να την παντρευτεί. Η μητέρα του πληροφορείται τα νέα του. Τον επισκέπτεται αιφνιδίως στον Λονδίνο. Τον συμβουλεύει να μην επισημοποιήσει τον δεσμό του, γιατί ένας μοργανατικός γάμος εκ μέρους του θα έθετε σε κίνδυνο την δυναστεία και το μέλλον της στον Ελληνικό Θρόνο.. Ο αδελφός του Γεώργιος παρέμενε άτεκνος, η κόρη του Αλεξάνδρου δεν είχε κανένα δικαίωμα διάδοχης στο θρόνο, άρα το μέλλον της οικογενείας είχε άμεση σχέση με τον γάμο του Παύλου. Το 1925 πήγε για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες και έμεινε εκεί δυο χρόνια περίπου. Δούλεψε στο εργοστάσιο αυτοκίνητων «Φορντ». Συγχρόνως γνώρισε τον αμερικανικό τρόπο ζωής και μελέτησε την οργάνωση και την λειτουργιά των μορφωτικών ιδρυμάτων και πλησίασε με απλότητα τους ομογενείς και τους απλούς πολίτες. Στην διάρκεια του 1927 συνόδευε την μητέρα του Σοφία σε επίσκεψη της στον στενό τους συγγενή, Ερνέστο Αύγουστο Γ′, δούκα του Μπράουνσβαϊκ και πρίγκιπα του Ανοβέρου. Σ′ αυτήν την επίσκεψη ο Παύλος θα γνωρίσει για πρώτη φορά την δεκάχρονη πριγκίπισσα Φρειδερίκη που ένδεκα χρόνια μετά θα γινόταν γυναίκα του. Ο Παύλος νοσταλγούσε πολύ την χώρα του. Το 1930 αποφάσισε να επισκεφτεί ινκόγκνιτο την Ελλάδα. Με τον φίλο του Φρεντερίκ Γουέσελ πραγματοποιούν με το γιοτ «Φρεφράντα» κρουαζιέρα στα Ελληνικά νησιά. Ο Παύλος χρησιμοποιεί πλαστό διαβατήριο με το όνομα Πίτερ Γουέσελ παριστάνοντας τον ξάδελφο του φίλου του. Έχει αφήσει μούσι και φορά μαύρα μεγάλα γυαλιά. Σε μια στάση του σκάφους στον Πειραιά με ένα αγοραίο όχημα μεταβαίνει στο αγαπημένο του κτήμα στο Τατόι για να προσκυνήσει τον τάφο του παππού του και του αδικοχαμένου του αδελφού Αλέξανδρου. Στην επιστροφή ο οδηγός του ταξί παρατηρεί την ομοιότητα του πελάτη του με τον «διάδοχο». Ο Παύλος αναχωρεί αμέσως από τον Πειραιά πριν γίνει γνωστή η άφιξη του στην Αθήνα. Το 1932 πεθαίνει στην εξορία η μητέρα του μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Θα θαφτεί δίπλα στον αγαπημένο της σύζυγο άλλα μακριά από την πατρίδα της. Με την παλινόρθωση της συνταγματικής βασιλείας το 1935, ο Παύλος επέστρεψε ως διάδοχος στην Ελλάδα συνοδεύοντας τον αδελφό του Γεώργιο. Λένε πως τα πρώτα λόγια που είπε γυρίζοντας πίσω ήταν: «Πατρίδα μου, γλυκιά πατρίδα.» Ο Γεώργιος Β′ δεν επιδιώκει να έχει καμιά ουσιαστική συνεργασία με τον αδελφό του στα κρατικά θέματα. Ο Παύλος ανέλαβε πάλι ενεργό υπηρεσία στο βασιλικό ναυτικό με το βαθμό του Πλοιάρχου. Έγινε αρχηγός του Σώματος Προσκόπων και Πρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων 1936 ζήτησε να εκπαιδευτεί ως πιλότος της Βασιλικής Αεροπορίας. Άλλα η θάλασσα ήταν πάντα το πάθος του. Έλεγε ο ίδιος: «Μου αρέσει καλύτερα να πετώ στα κύματα, παρά στον αέρα». Νέες φήμες για κρυφό ειδύλλιο του Παύλου με νεαρά Αθηναία άρχισαν να κυκλοφορούν.
Ο Παύλος δεν αναφερόταν πότε στους συνεργάτες του για την προσωπική του ζωή. Την μοναδική φορά που το έκανε ήταν στον στενό του συνεργάτη Χαράλαμπο Ποταμιάνο, «Ξέρω ότι ο κόσμος βοά ότι έχω σχέσεις μαζί της. Το περίεργο είναι ότι δεν την γνωρίζω και δεν θυμάμαι αν την έχω ποτέ γνωρίσει». Οι φήμες αυτές έσβησαν με την αναγγελία των αρραβώνων του με την πριγκίπισσα του Ανοβέρου Φρειδερίκη, εγγονή του τελευταίου αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β′. Είχαν συναντηθεί το 1934 στο Λονδίνο στο γάμο της πριγκίπισσας Μαρίνας (εξαδέλφης του Παύλου) με τον Δούκα του Κεντ άλλα το αίσθημα τους αναπτύχθηκε λίγα χρόνια αργότερα στο σπίτι της αδελφής του Ελένης, στην Φλωρεντία. Ο γάμος τους τελέστηκε στις 9 Ιανουαρίου 1938. Το εννέα ήταν ο τυχερός αριθμός του Παύλου. Με τον γάμο του ο Παύλος έγινε ένας αφοσιωμένος σύζυγος, ένας στοργικός πατέρας και ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης. Το Νοέμβριο του 1938 το ζεύγος απόκτησε το πρώτο του παιδί, που ονομάστηκε Σοφία, όπως η γιαγιά της, κατά επιθυμία του πλήθους που είχε μαζευτεί έξω από το σπίτι του διαδοχικού ζεύγους στο Ψυχικό, φωνάζοντας το όνομα της.
Ο πατέρας της νεογέννητης πριγκίπισσας Σοφίας της ευχήθηκε να πάρει όλες τις χάρες της γιαγιάς της άλλα να την απαλλάξει ο Θεός από τις πικρίες της. Τον Ιούνιο του 1940 γεννήθηκε ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος. Το διάστημα 1938 – 1940, τα δυο αυτά ήρεμα χρόνια του γάμου τους, το διαδοχικό ζεύγος επισκέφτηκε πρώτα τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά όπως και αυτά του Ιονίου. Οι νησιώτες φώναζαν τον Παύλο με το μικρό του όνομα, του μιλούσαν στον ενικό, ήταν ο δικός τους άνθρωπος. Το διαδοχικό και αργότερα βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος μόνοι τους και αργότερα συνοδευόμενοι από τα παιδιά τους επισκέφτηκαν τα πιο απομακρυσμένα και τα πιο ορεινά χωριά της χώρας. Κοιμήθηκαν σε σκληρά παπλώματα γεμάτα ψύλλους και το πρωί με το μόνο διαθέσιμο μεταφορικό μέσο , τα γαϊδουράκια έφταναν στον προορισμό τους. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941 ο Παύλος απέδειξε τις στρατιωτικές του ικανότητες, την μαχητικότητα και το θάρρος του. Πήγε τρεις φορές στο μέτωπο και έμεινε με τους στρατιώτες του στο πεδίο της μάχης. Υπηρετούσε στο Γενικό Στρατηγείο, εκτέλεσε με επιτυχία πολλές και σημαντικές αποστολές και βοήθησε τον αδελφό του στην γενική διεξαγωγή του αγώνα. Το Έπος του ’41 είχε μιλήσει βαθιά μέσα του. Συχνά έλεγε: «Κάθε φαντάρος ήταν και είναι ένας μικρός θεός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα αξύριστα εκείνα πρόσωπα με τα φλογισμένα από την αϋπνία μάτια, δεν θα ξεχάσω εκείνη την υπερηφάνεια
που έκαιγε σαν πολύτιμη φλόγα μέσα στην παγωμένη ερημιά της Αλβανίας…..» Και ύστερα εξορία. Η τελευταία της ζωής του και ίσως η λιγότερο πικρή. Γιατί αυτήν την φορά δεν τον έδιωχναν οι Έλληνες άλλα οι ξένοι , οι εχθροί που
τους είχε πολεμήσει και θα τους πολεμούσε με πάθος στα τέσσερα επόμενα χρόνια.
Όταν έγινε η Γερμανική εισβολή έφυγε με την οικογένεια του, τον Βασιλέα Γεώργιο και άλλα μέλη της βασιλικής οικογενείας για την Κρήτη. Από κει αναχώρησε για την Αίγυπτο. Ύστερα από την συμβουλή του αδελφού του, ο Παύλος αποφασίζει να αφήσει την οικογένεια του στην ασφάλεια της Νοτιάς Αφρικής, όπου πρωθυπουργός είναι ο εξαιρετικά φιλέλληνας γηραιός στρατηγός Γιαν Σματς. Ο Παύλος συνοδεύει την σύζυγο του και τα δυο του παιδιά στο Κέιπ Τάουν και μετά επιστρέφει στο πλοίο για να ακολουθήσει τον Βασιλιά Γεώργιο και την κυβέρνηση στο Λονδίνο. Μια βαθιά και ειλικρινής φιλία θα αναπτυχθεί μεταξύ του πρωθυπουργού Γιαν Σματς και του διαδοχικού ζεύγους. Το τρίτο τους παιδί, η πριγκίπισσα Ειρήνη ήρθε στον κόσμο στις 11 Μαΐου 1942. Ο στρατηγός Σματς έγινε ο ανάδοχος της. Στην Ελλάδα γύρισαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1946. Η Φρειδερίκη και ο Παύλος έφτασαν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο με το αντιτορπιλικό ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ. Λίγο πιο έξω από την Κρήτη συναντούν τρικυμία, τα κύματα κατακλύζουν το κατάστρωμα, το νερό μπαίνει στις αποσκευές της πριγκίπισσας που είναι στοιβαγμένες εκεί πάνω. Όλα τα ρούχα ξεβάφουν και δεν της μένει παρά μονάχα ένα άσπρο φόρεμα και ένα σιέλ καπέλο που είχε την πρόνοια να πάρει στην καμπίνα της. Ο Βασιλεύς Γεώργιος έρχεται αεροπορικώς από το Λονδίνο. Τα έξοδα της ναύλωσης ου αεροπλάνου , τα καλύπτει από το προσωπικό του ταμείο. Ιστορικοί αναφέρουν πως ο Γεώργιος επιθυμούσε να επιστρέψει μόνος του στην Ελλάδα χωρίς την συνοδεία του διαδοχικού ζεύγους. Την 1η Απριλίου 1947 πεθαίνει ο Βασιλέας Γεώργιος Β′. Στενοί συνεργάτες του στην ανακοίνωση του θανάτου του, πιστεύουν πως είναι ένα κακόγουστο πρωταπριλιάτικο αστείο. Η πένθιμη μουσική του ραδιοφώνου τους πείθει. Ο Παύλος γίνεται βασιλιάς και ορκίζεται στις 21 Απριλίου 1947. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Παύλος αφοσιώθηκε στην ανοικοδόμηση και στην ανύψωση του βιοτικού επίπεδου του λαού. Υπήρξε ένας στοχαστής και αφιέρωνε καθημερινά κάποιες ώρες στο διάβασμα. Τα βιβλία που τον ενδιέφεραν ήταν τα φιλοσοφικά, τα φιλολογικά και τα ιστορικά. Η δημοκρατική απλότητα στην συμπεριφορά του ξάφνιαζε πολλές φορές, άλλα δεν έφθανε ποτέ στο επίπεδο της αγοραίας οικειότητας η της απρεπούς συμπεριφοράς. Ήταν ευγενικός και προς τους συνεργάτες του, τους υπουργούς, τους συμβούλους του άλλα και προς τον κηπουρό, τον υπασπιστή ή τον απλό στρατιώτη που συναντούσε. «Είμαστε όλοι μια οικογένεια» συνήθιζε να λέει, και χαιρόταν όταν μπορούσε να κουβεντιάσει με τους χωρικούς, με τους φίλους του στις εκδρομές, στις ορειβασίες και στα θαλασσινά αθλήματα.
Ευτύχησε να δει τον γιο του Κωνσταντίνο να στέφεται Ολυμπιονίκης κερδίζοντας το χρυσό μετάλλιο στις 7 Σεπτεμβρίου 1960 στον κόλπο της Νάπολης στο άθλημα της Ιστιοπλοΐας. Παραβρέθηκε στους γάμους της κόρης του Σοφίας με τον διάδοχο του Ισπανικού θρόνου Δον Χουάν-Κάρλος το 1962 και λίγο καιρό πριν τον θάνατο του, κράτησε στην αγκαλιά του την πρώτη του εγγονή, την πριγκίπισσα Έλενα της Ισπανίας. Χάρηκε για την επιλογή του γιου του και τον αρραβώνα του με την πριγκίπισσα της Δανίας Άννα-Μαρία. Δεν πρόλαβε να παραστεί στους γάμους τους. Έφυγε στις 6 Μαρτίου 1964 ηττημένος από την επάρατη νόσο. «O γελαστός βασιλιάς δεν ζει πια» έγραφε μια ξένη εφημερίδα την επόμενη ημέρα του θανάτου του. Αναπαύεται στο αγαπημένο του Τατόι, στο μέρος που ο ίδιος είχε διαλέξει πολλά χρόνια πριν. Κάθε χρόνο την ήμερα των γενεθλίων του τοποθετούσε σε αυτό το σημείο μια πέτρα. Την τελευταία την τοποθέτησε στις 14 Δεκεμβρίου 1963.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Κώστας Μπάρμπης, Παύλος Α’, Ιστορία της χώρας 1901-1964.
2) Νο Οrdinary Crown, a biography of King Paul of the Hellenes, Stelios Hourmouzios
3) Σύγχρονη Πολίτικη Ιστορία της Ελλάδος, Σπύρος Μαρκεζίνης.
4) Περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ, αφιέρωμα στον Βασιλέα Παύλο, Ειδική Έκδοση 1964.
5) Κωνσταντίνου Λούρου, Περασμένα Χρόνια.