Πριν λίγο καιρό δημοσιεύτηκαν τα απομνημονεύματα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄. Ο βίος του μόνο από το γεγονός πως υπήρξε διάδοχος ενός βασιλικού οίκου εν ενεργεία, κατόπιν βασιλιάς και τέλος εξόριστος βασιλιάς, δεν θα μπορούσε παρά να προσελκύσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Ο Κωνσταντίνος Β΄είναι ο μοναδικός βασιλιάς της Ελλάδος που δημοσίευσε τα απομνημονευματά του. Ο προπάππους του, βασιλιάς Γεώργιος Α΄, κρατούσε αναλυτικό ημερολόγιο από την αρχή της βασιλείας του στην Ελλάδα, το οποίο δυστυχώς κατέστρεψε ο ίδιος.
Πολλοί ευγενείς, τόσο γυναίκες όσο και άνδρες, σε διάφορες εποχές, έχουν γράψει αυτοβιογραφικά βιβλία. Πολλά είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα ενώ άλλα είναι απίστευτα ανιαρά. Η αυτοβιογραφία είναι ένα δύσκολο συγγραφικό εγχείρημα, γιατί ο αναγνώστης απέχει του συναισθήματος και πιθανώς αγνοεί την περιρρέουσα ιστορική ατμόσφαιρα στην οποία εξελίσσεται η ζωή του συγγραφέως. Πολλοί ευγενείς επαναλαμβάνουν στις βιογραφίες τους πολύ συχνά την λέξη «εξάδελφος» για διαφορετικά πρόσωπα με αποτέλεσμα να μπερδευόμαστε στα γενεαλογικά τους δένδρα. Αναμενόμενο βέβαια αν σκεφτούμε πως παντρευόντουσαν μεταξύ τους πρώτα εξαδέλφια ή ο θείος την ανιψιά του. Αναπόφευκτα όλοι είχαν ένα βαθμό συγγένειας και κάποιοι την προφασίζονταν δημοσίως ακόμα και όταν δεν υπήρχε. Ο κόμης Ερρίκος της Γαλλίας λόγω της «γαλατικής» ευγένειάς του όταν συναντήθηκε με την πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη το 1962 στην Αθήνα, στους γάμου της Πριγκίπισσας Σοφίας με τον ινφάντη Χουάν-Κάρλος, την αποκάλεσε «θεία μου» λόγω της διαφοράς ηλικίας, ενώ κανονικά θα έπρεπε να την αποκαλέσει «εξαδέλφη». Η Μαρία Βοναπάρτη και η αδερφή του Φραγκίσκη, ήσαν συννυφάδες.
Οι ευγενείς μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα είχαν οι περισσότεροι μια ενδιαφέρουσα ζωή όχι μόνο γιατί γεννήθηκαν πρίγκιπες και έγιναν κάποιοι από αυτούς βασιλείς, αλλά γιατί πίσω από τις λαμπερές στολές τους, τα υπερήφανα και αγέρωχα χαμόγελα, η ζωή τους από την παιδική ηλικία δεν ήταν πάντα ευτυχισμένη. Έβλεπαν τους γονείς τους ελάχιστα ενώ την φροντίδα και ανατροφή τους επέβλεπαν «στεγνές» και κατηφείς γκουβερνάντες. Την μόρφωση τους αναλάμβαναν δάσκαλοι και καθηγητές που μετέβαιναν οι ίδιοι στο παλάτι και οι οποίοι ακολουθούσαν στο μέγιστο βαθμό τις οδηγίες των γονέων, να είναι αυστηροί με τους μαθητές τους. Αν τύχαιναν να είναι καλοί άνθρωποι αυτοί ή αυτές, τότε η παιδική ψυχή των νεαρών πριγκιπικών βλαστών δεχόταν την τρυφερότητα, διαφορετικά η βία, λεκτική και σωματική, άφηνε ανεξίτηλα τα ίχνη της στο κορμί και στην ψυχή τους. Αν για προσωπικούς λόγους, δεν επιθυμούσαν να παντρευτούν, ήταν αναγκασμένοι να το πράξουν, όπως και τις στρατιωτικές σπουδές ακόμα και αν δεν είχαν καμία κλίση σ΄αυτές. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον μια ειλικρινής αφήγηση της πραγματικής ζωής τους πίσω από το θεαθήναι , αλλά όπως είναι φυσικό έπρεπε πάντα η κοινωνία να έχει τις καλύτερες εντυπώσεις για αυτούς και την δυναστεία τους. Λίγοι είναι αυτοί που εξιστόρησαν την ζωή τους με ψυχική διαφάνεια και ιστορική αμεροληψία.
Τρία από τα παιδιά του βασιλιά Γεωργίου Α΄ το έπραξαν. Ο Νικόλαος, η Μαρία και ο Χριστόφορος, έγραψαν τις αναμνήσεις τους πριν πολλά χρόνια και τα βιβλία τους είναι μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Λόγω της στενής συγγένειάς τους με τις βασιλικές οικογένειες, της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Δανίας, η παρουσία τους στις βασιλικές αυτές αυλές ήταν πολύ συχνή. Ιδιαιτέρως πολύτιμες σήμερα είναι οι πληροφορίες που παρέχουν για την δυναστεία των Ρομανώφ. Η αυτοκρατορική οικογένεια της Ρωσίας ήταν πολυπληθής , τα μέλη της με τον τρόπο ζωής τους, τον πλούτο τους αλλά και τον ουσιαστικό τους ρόλο στην πολιτική σκακιέρα της Ευρώπης, προσέλκυε πάντα το ενδιαφέρον. Κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ποτέ πως ο μεγαλόσωμος και αυστηρός Τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ της Ρωσίας, έκανε σκανδαλιές σαν μικρό παιδί, όταν περνούσε τις διακοπές του στην Δανία, αν δεν το ανέφεραν οι έλληνες πρίγκιπες στα βιβλία τους. Ο πρίγκιπας Νικόλαος μέσα από τα γραπτά του αφήνει να διαφανεί ο ρομαντισμός του, η πριγκιπική αγωγή του και η ειλικρινής αγάπη του για την Ελλάδα. Η πριγκίπισσα Μαρία διηγώντας μας την ζωή της, φανερώνει τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητα του χαρακτήρα της, που εκδήλωσε από πολύ νέα με τις μικρές της επαναστάσεις προς το βασιλικό κατεστημένο, ενώ στο βιβλίο του Χριστόφορου διαφαίνεται ο σλαβικός χαρακτήρας του, ο κοσμοπολιτισμός του και η αγνή ψυχή του.
Ο πρίγκιπας Ανδρέας και ο πρίγκιπας Γεώργιος κατέθεσαν γραπτώς δύο ιστορικές περιόδους, πολύ σημαντικές στην ιστορία της Ελλάδος. Ο πρίγκιπας Γεώργιος εξιστόρησε στο βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ Κρήτης» τα ιστορικά δρώμενα της περιόδου 1898-1906, όταν ήταν Ύπατος Αρμοστής στην Μεγαλόνησο. Ο πρίγκιπας Ανδρέας στο βιβλίο του «Δορύλαιον – Σαγγάριος» παραθέτει τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Kαι ο πρίγκιπας Νικόλαος δημοσίευσε ένα δεύτερο βιβλίο το 1928 πολιτικού περιεχομένου. Κάνουμε εκτενή αναφορά λίγο πιο κάτω.
Βιβλία πρίγκιπος Νικολάου
Ο πρίγκιπας Νικόλαος έγραψε το 1926, και δημοσίευσε στην Ελλάδα το ίδιο έτος-ο ίδιος ζούσε εξόριστος στο Παρίσι-την βιογραφία του, με τίτλο «Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου». Την ίδια εποχή δημοσιεύτηκε και στην Αγγλία μεταφρασμένη, με τον τίτλο «My fifty years». Στην Ελλάδα είναι εφικτό ακόμα να βρεθεί το βιβλίο του. Την ύπαρξη του βιβλίου αυτού την αγνοούσαν ακόμα και οι απόγονοι του Νικολάου. Επανεκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα, από τις εκδόσεις Eurohistory.com, με τον ίδιο αγγλικό τίτλο της πρώτης έκδοσης. Στην νέα αγγλική έκδοση έχουν προστεθεί από τον εκδότη τέσσερα κεφάλαια που αναφέρονται στην πριγκίπισσα Νικολάου και στις τρεις κόρες του ζεύγους, Όλγα, Ελισάβετ και Μαρίνα με πολλές φωτογραφίες όλων των απογόνων τους.
Το βιβλίο του πρίγκιπος Νικολάου είναι η χρυσή βίβλος των ιστορικών. Δεν υπάρχει ιστορικό άρθρο σχετικό με την βασιλική ιστορία της Ευρώπης των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ου, που να μην παραθέτει κάποια παράγραφο του. Ευχόμαστε να γίνει και στην Ελλάδα σύντομα η επανέκδοση του.
Η διαχρονική επιτυχία αυτού του βιβλίου οφείλεται στην υπέροχη εξιστόρηση του Νικολάου. Ο «καλλιτέχνης πρίγκιπας» με απλό λόγο, με απόλυτη μετριοφροσύνη, σχεδόν ως κοινός θνητός, διηγείται την παιδική του ηλικία στο κρύο παλάτι που κτίστηκε όταν βασίλευε ο Όθωνας και την απλή οικογενειακή ζωή του στο Τατόι, τις επισκέψεις του στους συγγενείς του στην Δανία, στην Αγγλία και στην Ρωσία. Το πρωτόκολλο στην αυλή της Αθήνας δεν μπόρεσε ποτέ να είναι ιδιαίτερα αυστηρό. Όταν τα παιδιά του Γεωργίου Α΄φιλοξενούντο στους συγγενείς τους, ξεχώριζαν για την ζωηρότητα και τις σκανδαλιές τους. Η βασιλεία στην Ελλάδα διένυε μια περίοδο σταθερότητας όσο βασίλευσε ο Γεώργιος Α΄. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Νικολάου πληροφορούμαστε τις λεπτομέρειες της τέλεσης των γάμων του διαδόχου Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας. Την άρνηση του πατέρα του να κτιστούν το ανάκτορα του διαδόχου στην θέση που ήταν ο λαχανόκηπος του. Τα καλοκαίρια στην Κέρκυρα που λάτρευε να την επισκέπτεται η βασίλισσα Αλεξάνδρα του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, η οποία υποχρέωνε τον Χριστομάνο – καθηγητή της των ελληνικών – να της μιλά ελληνικά ακόμα και όταν την χτένιζαν.. Μας μελαγχολεί όταν αναφέρεται στον απρόσμενο θάνατο της αδερφής του Αλεξάνδρας, μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας, λίγες μέρες μετά την γέννηση του δευτέρου παιδιού της. Μας γεμίζει υπερηφάνεια όταν περιγράφει την διεξαγωγή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στη Αθήνα το 1896 και την είσοδο του Σπύρου Λούη στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο: –«Είναι αδύνατον να περιγραφή η πυρετώδης διέγερσις του λαού προ της αφίξεως του νικητού. Ερρίφθη πυροβολισμός δια να γνωσθή, ότι οι δρομείς απείχον εν μόνον μίλιον από τας Αθήνας. Τότε ο λαός ήρχιζε να ζητωκραυγάζη έως ότου έφθασεν ο νικητής· κατ΄εξαιρετικήν τύχην ήτο Έλλην. Όλον το πλήθος τότε έγινεν έξαλλον. Από τις τσέπες των έβγαλαν σημαίες και τις έδεσαν εις μεγάλα κοντάρια, προερχόμενα ο Θεός ξεύρει από που. Εκινούντο και εφώναζαν και εκραύγαζαν και εζητωκραύγαν και εχόρευαν και επετούσαν τα καπέλλα των εις τον αέρα. Ουδέποτε είδον παρομοίαν διαδήλωσιν, ουδέποτε ήκουσα παρόμοιον πανδαιμόνιον. Και ημείς όλοι καταληφθέντες υπό του λαϊκού ενθουσιασμού εφωνάξαμεν. Ο Βασιλεύς επίσης επευφήμει. Ποιός ημπορούσε να συγκρατηθή; Εκείνην ακριβώς την κρίσιμον στιγμήν ο Βασιλεύς Αλέξανδρος(της Σερβίας) εστράφη προς τον πατέρα μου και τον ηρώτησε, «Ποίας εθνικότητος είναι ο νικητής;» Χωρίς καν να μειδιάση ο πατέρας μου απήντησε: «Αν κρίνη κανείς από τον ενθουσιασμόν του πλήθους θα είναι ή Τούρκος ή Βούλγαρος.» Ακολουθεί ο πόλεμος του 1897 με την τραγική κατάληξη και τους πολιτικούς να κατηγορούν το βασιλιά και τον διάδοχο αλλά ποτέ τις δικές τους πράξεις. Η περιγραφή του γάμου του στην Ρωσία με την μεγάλη δούκισσα Ελένη Βλαδιμήροβα είναι πολύ λιτή αλλά μας πληροφορεί πως ήταν ένας πολύ ευτυχισμένος γάμος σε όλη την διάρκεια του βίου του. Όταν το 1905 επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη δεν παρέλειψε εκτός από τον Σουλτάνο Αβδούλ-Χαμήτ να συναντήσει τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ γράφοντας: «Ουδείς Έλλην, όστις εμελέτησε την ιστορίαν και ηννόησε την ταπείνωσιν και την σκληρότητα της τουρκικής τυραννίας, ηδύνατο να συναντήση ένα Πατριάρχην χωρίς να αισθανθή όχι μόνον βαθύν σεβασμόν, αλλά πραγματικήν ευγνωμοσύνην, διότι εις την ορθόδοξον εκκλησίαν, της οποίας είναι ο εκπρόσωπος, η Ελλάς οφείλει την διατήρησιν της εθνικότητος, της γλώσσης και της θρησκείας της, δια μέσου των αιώνων της δουλείας.» Όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του, βασιλιάς Γεώργιος Α΄, ο Νικόλαος βρισκόταν και αυτός στην Θεσσαλονίκη. -«Εκείνην την ημέραν, την 18ην Μαρτίου, είχομεν γευματίσει μαζί, ευρίσκετο δε εις εξαιρετικώς καλήν διάθεσιν, ομιλών και αναφερόμενος εις τα τελευταία στρατιωτικά γεγονότα της Ηπείρου με μεγάλην υπερηφάνειαν. …(..) Αποχαιρετήσας τον πατέραν μου, επέστρεψα εις το σπίτι μου, εις απόστασιν περίπου διακοσίων μέτρων. Ήμην εις τον κήπον μου, όταν περί την τετάρτην και ημίσειαν ένας απλούς στρατιώτης σπεύδων δρομαίως ήλθεν ενώπιόν μου. Παρά την έκπληξίν μου δια την απροσδόκητον αυτήν εμφάνισιν, αντελήφθην την ταραχήν του πριν φωνάξη τα μοιραία λόγια- «Χτύπησαν τον Βασιλιά». Κατ΄αρχάς αυτό το τρομερό άγγελμα ουδέν συναίσθημα μου προκάλεσε. Τον διέταξα να εξηγηθή. Δάκρυα τότε ανέβρυσαν από τα μάτια του και επανέλαβε τας λέξεις προσθέτων: «Τον επήγαν στο νοσοκομείο». Επί τίνα δευτερόλεπτα ολόκληρος είχον παραλύσει εκ συγκινήσεως συγκεντρώνων όμως εμαυτόν, τον ηρώτησα μήπως ο δράστης ήτο Βούλγαρος· δεν ήξευρε. Ωμίλησα με τους ιδικούς μου, διέταξα να ετοιμασθή το αυτοκίνητόν μου και εις ολιγώτερον χρόνον παρ΄όσον απαιτεί η αφήγησις, είχα φύγει με τον στρατιώτην καθήμενον παραπλεύρως του σωφέρ, για να του δείξη το μέρος, όπου είχε κτυπηθή ο Βασιλεύς. Ήτο εις το λιθόστρωτον έναντι σιδηρού κυγκλιδώματος, όπου ο πατήρ μου περιεπάτει εκείνο το απόγευμα. Ο δολοφόνος εκάθητο εις το κάτω τοίχωμα του κιγκλιδώματος και ακριβώς την στιγμή που ο Βασιλεύς εγύρισε δια να επιστρέψη, τον επυροβόλησεν εκ των νώτων εκ μικράς αποστάσεως. Το βλήμα διέτρησε την καρδίαν του Βασιλέως, ο οποίος χωρίς να εκφέρη λέξιν, έπεσεν. Μόλις ήκουσεν τον πυροβολισμόν ο υπασπιστής του Βασιλέως εστράφη αποτόμως, συνέλαβε τον δολοφόνον και τον παρέδωκεν εις τους αστυνομικούς. Καλέσας δε μίαν διερχομένην άμαξαν, μετέφερε τον Βασιλέα εις το πλησιέστερον στρατιωτικόν νοσοσκομείον. …(..) Μόλις έφθασα εις το νοσοκομείον, ωδηγήθην εις ένα ιδιαίτερον θάλαμον, ο οποίος ήτο πλήρης κόσμου. Παρεκάλεσα όλους πλην των ιατρών να φύγουν. Ο ατυχής πατήρ μου έκειτο νεκρός επί της κλίνης. Έως τότε δεν είχα νοιώσει ότι είχεν αποθάνει· μόνον όταν ήκουσα έναν ιατρόν να ερωτά ποίαν στιγμήν απέθανεν, μου εφάνη ότι η τρομερά αλήθεια ενεχαράχθη εις τον νουν μου.» Κάθε σελίδα του βιβλίου του Νικολάου είναι μια ιστορική παρακαταθήκη της βασιλικής ιστορίας τόσο της Ελλάδος όσο και της Ευρώπης που άλλαξε εντελώς μετά με την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως το πιο συγκινητικό είναι η στωική αντιμετώπιση της ζωής του στην εξορία. Αντιμετωπίζοντας μεγάλες οικονομικές δυσκολίες ποτέ δεν καταφέρθηκε εναντίον των Ελλήνων.
Δεν θα μπορούσαμε να μην κάνουμε αναφορά σε μια μικρή παράγραφο που έχει αντιγραφεί πολλές φορές από ιστορικούς στα άρθρα τους και θεωρείται πλέον ένα κλασικό κείμενο.
Πριν φθάσει στο τέλος του βιβλίου του ο Νικόλαος στο 45ο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Μετέπειτα» έγραψε το 1926 ένα κείμενο που σε πολλά σημεία του είναι επίκαιρα:
« Όταν ο Βασιελύς Γεώργιος ΙΙ απήλθε της χώρας και η Δημοκρατία επεβλήθη εις τον λαόν, η δυναστεία ετερματίσθη. Οι νυν κυβερνήται της Ελλάδος, μας επήραν τα πάντα, ακόμη και την εθνικότητά μας, και ταξειδεύομεν τώρα με Δανικά διαβατήρια. Αν και τρέφουν μεγάλον θαυμασμόν και σεβασμόν δια τον πατέραν μας, ως συνταγματικόν μονάρχην, εν αντιθέσει προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνον, τον αποδιοπομπαίον των, οι νέοι κυβερνήται τελείως αγνοούν τας τελευταίας του επιθυμίας. Το κτήμα του Τατοΐου, αγορασθέν, κτισθέν, φυτευθέν και αναπτυχθέν με το χρήμα του και κληροδοτηθέν δια της διαθήκης του εις τα τέκνα του, κατησχέθη· παν ό,τι έχει σχέσιν με την βασιλικήν οικογένειαν.
Και τώρα, τα μακρά έτη της ζωής μας, τα αφιερωθέντα εις τα συμφέροντα της χώρας την οποίαν εκ καρδίας αγαπώμεν, διεγράφησαν και τίποτε δεν δύναται να μεσολαβήση υπέρ αυτών. Και όμως, παρά την πικροτέραν απαγοήτευσιν ποτέ δεν επαύσαμεν να προσευχώμεθα δια την ευτυχίαν της Ελλάδος και αν αληθώς ο Ελληνικός λαός δύναται να εύρη την εθνικήν ένωσιν και τον τερματισμόν των ανωφελών και αποσυνθετικών κομματικών αγώνων εις το δημοκρατικόν καθεστώς, θα είμεθα οι πρώτοι όπως ευχηθώμεν εις την γενετειράν μας να θάψη το παρελθόν και να μας λησμονήση.»
Παραθέτουμε το τέλος του βιβλίου. Η εικόνα του κιτρινισμένου χαρτιού μεταφέρει νοερά τον αναγνώστη στην εποχή που γράφτηκαν τα απομνημονεύματα του Νικολάου και δημιουργεί την ουτοπία πως το παρελθόν και το παρόν στιγμιαίως ενώνονται, προβάλλοντας τα γνήσια πατριωτικά αισθήματα του πρίγκιπος Νικολάου, που αν και δεν έφερε ούτε μια σταγόνα ελληνικού αίματος στις φλέβες του, όπως ένας δάσκαλος είχε πει στην αδερφή του, πριγκίπισσα Μαρία, κάνοντάς την να κλαίει γοερά, αγάπησε πραγματικά της Ελλάδα, και ίσως περισσότερο από τους «αιματογνήσιους» Έλληνες. Γιατί ήταν Έλληνας.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1928, ο πρίγκιπας Νικόλαος δημοσίευσε και ένα δεύτερο βιβλίο στην αγγλική γλώσσα με τον τίτλο «Political Memoirs 1914-1917, pages from my diary» το οποίο δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Το αφιέρωσε στον αδερφό του, βασιλιά Κωνσταντίνο με τα εξής λόγια: «This book is dedicated to the memory of King Constantine, in the hope that it may clear the name of a man cruelly wronged, a great King, a great getleman and soldier and a great Hellene.»
Θα αντιγράψουμε δύο αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο. Το πρώτο είναι από τον πρόλογο του Νικολάου που αναφέρει: – « This book is not intended for Greek readers who know the situation as well as i do, if not better ; for have they not lived through the terrible moments which i describe in these pages?
I hesitated a long time before giving an eye-witness’ impression of those sad years in my own country which i should have preferred not to talk about at all. But, over and over again, friends have asked me to give the other version of a very one-sided story. When I, recently, published my reminiscensces and had only space to do little more than hint that there was another version to what was commonly credited, a great number of correspondents, both known and unknown to me, as well as many critics, wrote to me that they had always felt there must exist another aspect to the generally accepted story of King Constantine’s treasonable attitude towards the Allies.
«Another bell, another sound,» says the French proverb.
For nearly ten years, the «other story» held its ground, undisputed. It had been told at a moment when people’s minds, overwrought by the strain of war, easily took the impression of anything told them, and nothing, from the other side, was given to upset their firmly established belief. Propaganda had been so intense during war time that it would have needed a fortune to direct any kind of counter-propaganda. Besides, there was a class of people – and i am afraid there still is-who had been so well schooled by the war-version, that they would not even think of hearing that the subject could be looked upon from another angle.. and, much less, believed.
Lastly, it was my sacred duty to clear, as far as i was able, the memory of my King and brother who had been so grossly slandered. His whole life had been given to his country,and, in spite of what has been said to the contrary, it was only to save Greece from a great disaster, that made him keep her out of the war. As i shall explain in the pages that follow, his idea was to enter the war much later, when Greece, after putting her army in order – following on two hard Balkan campaings – would have been able to hold her own against her two traditional foes. His ambition was to bring into the field a united Greece and not a nation split in two and weakened by internal conflicts. Such a Greece, united, refortified, and strong in the conviction of the right of the Allies’ cause, would have been a far more serious help to the Allies than the humbled Greece that followed the leadership of Mr. Venizelos.
In telling my story, I have tried to keep to the main facts of the case. It has been neither an easy task, nor a pleasant story to write, particularly as the two most important characters are my brother and the man who wilfully misunderstood him.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αντιγράφουμε επίσης και ένα μέρος του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου αυτού, γιατί μέσα από το κείμενο του ζωντανεύει η ενδοξη εποχή της Ελλάδος. Η τελευταία φράση του κειμένου μπορεί να υποθεί και σήμερα.
THE TWILIGHT OF HAPPINESS
The happiest time for any Greek was, undoubtedly, the period extending between the end of the second Balkan war and the outbreak of the Great War.
Greece had achieved the fulfilment of the greater part, if not all, of her national and legitimate aspirations.
Out of the military and naval inefficiency which had reached its climax in the war of 1897, she had succeded in building up an army and a navy which enabled her to hold her own against her two great traditional foes – Turkey and Bulgaria.
A wave of national pride, a desire for progress and better things and a feeling of satisfaction at having asserted her right to count among the nations, had swept over the whole of Greece. Everyone, from the King to the humblest peasant, became conscious of his nationality, and, in Euporean drawing-rooms, Greeks came forward to receive the congratulations to which they were entitled after their amazing victories.
Having set aside all personal and political feuds which in the past had been a serious stumbling-block to their progress, every Greek turned with gratitude to the King and his Ministers who had brought about this era of hapiness.
More than ever did King Constantine, a Greek born, seem to fulfil the prophecy that he was indeed the succesor of Consantine Paleologus, the last of the Byzantine Emperors, who would revive the great traditions of the Greek people. His popularity was immense and his presence, wherever he went, called forth manifestations of joy, gratitude and boisterous enthusiasm which were often embarrassing to a man on his retiring nature. The King’s picture was in every house, rich and poor alike, and it seemed as if nothing could ever break this firm bond of friendship, esteem and thankfulness which united the people to their King who had led his troops to victory.
Following the victorious peace, all kinds of reforms for the betterment of social conditions were hurried into existence ; science, art in all its branches, trade and industry were given a new and unprecedented impetus. The Ministers, the Royal Family and everyone in authority, vied with each other to bring Greece in the line with the other countries, and nothing was too great an effort in the work of general reconstruction.
…… Alas, of that glorious period nothing remains!
. . . . . . . . . . . . . . . . .
τέλος του πρώτου μέρους.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.