Εβδομήντα έξι χρόνια από την δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου ΙΙ, σαράντα χρόνια από την εκθρόνιση του τσάρου Νικολάου ΙΙ και την ανατροπή του μοναρχικού καθεστώτος, συμπληρώνονταν στις 14 Μαρτίου 1957, όταν η μεγάλη δούκισσα Ελένη, χήρα του πρίγκιπος Νικολάου της Ελλάδος, μία από τις τελευταίες αυτοκρατορικές Υψηλότητες της δυναστείας των Ρομανώφ – Χολστάιν – Γκόττορπ, έσβησε ήρεμα στην κατοικία της στο Ψυχικό, αριστοκρατικό προάστιο της Αθήνας. Η μοίρα δημιουργεί απρόβλεπτες συμπτώσεις. Έτσι καθόρισε όπως ο θάνατος της εγγονής του Αλέξανδρου ΙΙ να επέλθει στην επέτειο της δολοφονίας του και στην επέτειο της καταρρεύσεως της δυναστείας από την οποίαν καταγόταν αυτή.
Η μεγάλη δούκισσα ήταν το τέταρτο παιδί και η μόνη κόρη του μεγάλου δούκα Βλαδίμηρου (1847-1909), τριτότοκου γιου τού Αλέξανδρου ΙΙ. Γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1882, δέκα μήνες μετά την δολοφονία του παππού της (13 Μαρτίου 1881), στο μεγάλο ανάκτορο στο Τσάρκοε Σέλο. Η μητέρα της ήταν η πριγκίπισσα Μαρία του Μεκλεβούργου Σβέριν (Μαρία Πάβλοβνα, 1854-1920), ενός από τα πιο μικρά γερμανικά κρατίδια που αποτελούσαν την Γερμανική Αυτοκρατορία, υπό την ηγεμονία της Πρωσίας.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής της μεγάλης δούκισσας Ελένης σημειώθηκαν βαθύτατες μεταβολές στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της Ρωσίας. Ο διάδοχος του Αλέξανδρου ΙΙ, ο δευτερότοκος γιος του, Αλέξανδρος ΙΙΙ ( ο πρωτότοκος Νικόλαος είχε πεθάνει το 1865), εγκατέλειψε τα φιλελεύθερα μέτρα του πατέρα του. Στο διάγγελμα που απηύθυνε στον Ρωσικό λαό, μόλις ανέβηκε στο θρόνο, τόνισε πως ο Τσάρος υπακούοντας στην φωνή του Θεού, ήταν πλήρης πίστεως στην δύναμη και την αλήθεια της απολυταρχικής εξουσίας και ότι θα την υποστήριζε εναντίον κάθε επιθέσεως για το καλό του λαού. Λόγω της εγκαταλείψεως των φιλελεύθερων μέτρων ή λόγω δραστηριοποιήσεως της αστυνομίας, γεγονός είναι ότι μετά την άνοδο του Αλέξανδρου ΙΙΙ σταμάτησαν οι τρομοκρατικές εκδηλώσεις. Η αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης επέτρεψε στον νέο τσάρο να προβεί σε εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από διάφορα στοιχεία που δεν του ενέπνεαν εμπιστοσύνη λόγω της γερμανικής καταγωγής τους. Επί πλέον ο Αλέξανδρος ΙΙΙ εγκατέλειψε την παράδοση της πολυτελούς διαβίωσης των προκατόχων του και έκανε μίαν ζωή εντελώς αστική, της οποίας η μονοτονία, διακοπτόταν από τις ετήσιες επισκέψεις στους γηραιούς γονείς της αυτοκράτειρας στην Δανία, από μερικές οικογενειακές εκδρομές στους φιλανδικούς κόλπους ή από κανένα κυνήγι. Ας σημειωθεί ότι το αυτοκρατορικό ζεύγος, λόγω του φόβου που είχε για ενδεχόμενες απόπειρες δολοφονίας του, προτιμούσε να διαμένει στο ανάκτορο της Γκατσίνα, που βρισκόταν 40 χιλ. μακριά από την Πετρούπολη, πρωτεύουσα της Ρωσίας. Ακόμη μεγαλύτερη μεταβολή σημειώθηκε στην εξωτερική ρωσική πολιτική. Ο Αλέξανδρος ΙΙΙ εγκατέλειψε την γραμμή της προσεγγίσεως με την Γερμανία και την Αυστρία και προέβη σε συνεννόηση με την Γαλλία που κατέληξε στην γαλλορωσική συνθήκη συμμαχίας. Ήταν το μεγάλο γεγονός της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνος και αποτέλεσε μία από τις αιτίες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Την πολιτική του πατέρα του, εσωτερική (με κάποιες παραλλαγές) και εξωτερική (πότε με μεγαλύτερη έμφαση και πότε με αμφιταλαντεύσεις ) θα ακολουθήσει και ο Νικόλαος ΙΙ που ανήλθε στον θρόνο σε ηλικία 26 ετών, τον Οκτώβριο του 1894. Η μεγάλη δούκισσα Ελένη ήταν 13 χρονών όταν ο πρώτος της ξάδελφος έγινε τσάρος. Ο Νικόλαος ΙΙ, όπως και ο θείος της τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ, συνέχισε τον αυστηρό και λιτό τρόπο διαβίωσης. Στα πρώτα δέκα χρόνια της βασιλείας του Νικολάου, η Αυτοκρατορική Αυλή τόσο με τα ήθη της όσο και με την πίστη της, υπήρξε απολύτως υποδειγματική. Ο ξάδελφος του τσάρου, ο μέγας δούκας Κύριλλος – αδελφός της Ελένης – κινδύνευσε να χάσει τίτλους, αξιώματα και την περιουσία του, γιατί παντρεύτηκε την διαζευγμένη από τον πρίγκιπα Ερνέστο της Έσσης και πρώτη του ξαδέλφη, πριγκίπισσα Βικτώρια Μελίτα. Βέβαια σ΄αυτό συνέβαλε και το γεγονός πως ο Ερνέστος ήταν αδελφός της τσαρίνας. Ο Νικόλαος ΙΙ και η σύζυγός του Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα, προτιμούσαν την ήρεμη οικογενειακή ζωή μακριά από τις κοσμικότητες της Ρωσικής Αυλής. Το κενό αυτό συμπλήρωσε ο μέγας δούκας Βλαδίμηρος και η σύζυγός του Μαρία Πάβλοβνα. Στο παλάτι τους εδέχοντο ευγενείς, πολιτικούς αλλά και καλλιτέχνες. Παρέθεταν λαμπρές δεξιώσεις των οποίων η μεγαλοπρέπεια και η πολυτέλεια δεν είχαν κανένα όριο. Η μεγάλη δούκισσα διέθετε μία από τις πιο πλούσιες συλλογές κοσμημάτων στην οικογένεια των Ρομανώφ.
Σ΄αυτήν την ατμόσφαιρα μεγάλωσε και ήρθε σε ηλικία γάμου η μεγάλη δούκισσα Ελένη. Η μητέρα της είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για τον γάμο της. Πίστευε πως η κόρη της έπρεπε να παντρευτεί τον διάδοχο ενός ευρωπαϊκού θρόνου ώστε να γίνει βασίλισσα.Ο πρώτος υποψήφιος σύζυγος ήταν ο Πρίγκιπας Μαξιμιλιανός της Βάδης (1867-1929), περιζήτητος γαμπρός της εποχής. Οι αρραβώνες του με την Ελένη ανακοινώθηκαν το 1898 αλλά δεν κράτησαν πολύ. Εντελώς ξαφνικά ο Μαξιμιλιανός τους διέκοψε προς μεγάλη θλίψη της Ελένης και δημιουργώντας μια θύελλα κακόβουλων κουτσομπολιών στην Ρωσική Αυλή. Ένας άλλος υποψήφιος γαμπρός ήταν ο διάδοχος του Βελγικού θρόνου Αλμπέρτος (ο μετέπειτα βασιλιάς Αλμπέρτος Ι του Βελγίου). Η μητέρα της Ελένης ζήτησε από τον Νικόλαο ΙΙ να καλέσει τον Αλμπέρτο να επισκεφθεί την Ρωσία με κρυφό σκοπό να του γνωρίσει την μοναχοκόρη της. Ο διάδοχος του Βελγίου όμως ανήγγειλε τους αρραβώνες του με την πριγκίπισσα Ελισάβετ της Βαυαρίας. Η Έλενα κρυφά από την μητέρα της αρχίζει το καλοκαίρι του 1900 να κάνει στενή παρέα με τον Πρίγκιπα Νικόλαο της Ελλάδος. Όταν η μεγάλη δούκισσα Μαρία αντιλήφθηκε το τρυφερό ειδύλλιο της κόρης της, αμέσως πληροφόρησε τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος, πως ο αδερφός του Νικόλαος δεν πρέπει να ελπίζει σ΄έναν μελλοντικό γάμο με την Ελένη. Ήταν ο πλέον ακατάλληλος γαμπρός αφού δεν επρόκειτο ποτέ να γίνει βασιλιάς αλλά ούτε διέθετε προσωπική περιουσία.
Η μητέρα του Νικολάου, η βασίλισσα Όλγα της Ελλάδος, ήταν πρώτη ξαδέλφη με τον μεγάλο δούκα Βλαδίμηρο, πατέρα της Ελένης. Το ενδεχόμενο ενός πιθανού γάμου του γιου της Νικολάου με ένα μέλος του Οίκου των Ρομανώφ, από τον οποίο και η ίδια καταγόταν, την ενθουσίαζε. Εξάλλου είχε ήδη παντρέψει τις δύο κόρες της, τις πριγκίπισσες Αλεξάνδρα και Μαρία, με μέλη της ίδιας δυναστείας. Παλαιότερα ο πρίγκιπας Νικόλαος ήταν ερωτευμένος με την ξαδέλφη του, πριγκίπισσα Μωντ της Αγγλίας, κόρη του μετέπειτα βασιλέως Εδουάρδου του 7ου. Αλλά αυτή προτίμησε (ή οι γονείς της) τον άλλον της ξάδελφο, τον πρίγκιπα Κάρολο της Δανίας (ο Εδουάρδος είχε παντρευτεί την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, αδερφή του βασιλέως Γεωργίου Α΄των Ελλήνων). Η προτίμηση του Καρόλου, μετέπειτα βασιλέως Χάκωνος την Νορβηγίας, πλήγωσε τον Νικόλαο ο οποίος δεν απέκρυψε την λύπη του. «Γιατί ο Κάρολος και όχι εγώ;» αναρωτήθηκε. Η τύχη όμως του επιφύλαξε ως σύζυγο μία πριγκίπισσα γοητευτική και πολύ πιο όμορφη από την Μωντ της Αγγλίας…..
* Δείτε ΕΔΩ το δεύτερο μέρος!
Κείμενο : Τέπη Πιστοφίδου