Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λούρου «Περασμένα Χρόνια»
–«Τον Οκτώβριο του 1920 βρισκόμουν με την γυναίκα μου στη Βιέννη, όπου έλαβα ένα τηλεγράφημα από την Λουκέρνη του συναδέλφου μου Ανδρέα Αναστασόπουλου, ν΄αναχωρήσω αμέσως, κατά παράκλησι των Βασιλέων, για την Αθήνα, όπου ο Αλέξανδρος ήταν άρρωστος. Ανήσυχος πολύ, έφυγα αμέσως. Και, όταν έφθασα στην Αθήνα, τηλεγράφησα ότι βρίσκομαι με τον Σάββα στο πλευρό του Αλέξανδρου. Που νάξεραν όμως οι ταλαίπωροι γονείς, πως βρήκα το λατρευτό τους παιδί να πεθαίνει! Κι αυτοί, αλλοίμονο, σ΄απάντησι του τηλεγραφήματός μου, να εκφράζουν την παρηγορητική σκέψι, πως κοντά του βρισκόμαστε, τουλάχιστον, ο Σάββας κ΄εγώ! Όταν έλαβα το δεύτερο αυτό τηλεγράφημα, μου σπάραξε η καρδιά. Ήταν, αλήθεια, πολύ σκληρό κι απάνθρωπο η τότε Κυβέρνησις να μην επιτρέψει στη δυστυχισμένη τη μάννα να βρίσκεται πλάϊ στο επιθανάτιο κρεββάτι του παιδιού της! Κ΄έλαχε σε μένα ν΄αναπληρώσω τους άμοιρους γονείς, χύνοντας γι΄αυτούς τα αστείρευτα δάκρυά μου.
Στο Τατόϊ, όπου ενοσηλεύετο ο Αλέξανδρος, βρήκα τον Σάββα και, αφού μου διηγήθηκε πως ένα δάγκωμα στο πόδι από κάποιον πίθηκο κατέληξε σε σηψαιμία, του είπα:
— Μα γιατί οι γιατροί δεν του έκαναν εγκαίρως ακρωτηριασμό, να προληφθεί η γενική λοίμωξις και να σωθεί το κακόμοιρο το παιδί, έστω και μ΄ένα πόδι; Και μου απάντησε πως δεν τολμούσε κανένας ν΄αναλάβει μια τέτοια ευθύνη. Αυτό δυστυχώς παθαίνουν καμιά φορά οι γιατροί, όταν βρίσκωνται εμπρός σ΄επίσημα και υψηλά πρόσωπα. Δειλιάζουν και χάνουν την ψυχραιμία τους.
Τη στιγμή δε που περίμενα έξω από την πόρτα του Αλέξανδρου, για να του πουν ότι ήρθα να τον δω, άκουσα την άμοιρη γυναίκα του Ασπασία μα του φωνάζει δυνατά:
— Ο Λούρος γύρισε από την Βιέννη! Θέλεις να τον δεις;
Τότε για τελευταία, αλλοίμονο, φορά άκουσα τη σβησμένη Του φωνή:
— Ναι θέλω τον Λούρο!
Πήγα ν΄ανοίξω την πόρτα, για να μπω στο δωμάτιο, ο στρατηγός όμως Κόρακας μ΄εμπόδισε:
–Ο Πρόεδρος δεν επιτρέπει σε κανέναν να μπει στο δωμάτιο του Βασιλέως!
Η λύπη μου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε του απάντησα:
— Δεν φθάνει, στρατηγέ μου, που απαγορεύθηκε στη δόλια τη μάννα νάρθει ν΄αργρυπνήσει στο προσκέφαλο του παιδιού της που πεθαίνει, απαγορεύεται τώρα και σε μένα, τον γιατρό του; Σε μένα που όλοι σας ξέρετε πως τον έβγαλα στον κόσμο και τον αγαπώ σαν παιδί μου;
Κι άνοιξα απότομα την πόρτα και μπήκα, που καλύτερα να μην έμπαινα. Είδα τον αγαπημένο μου Αλέξανδρο ψυχορραγούντα. Γονάτισα και τον φίλησα. Χωρίς να με αναγνωρίσει, παρέδωκε την ψυχούλα του στον Ύψιστο στις 4.10΄, το απόγευμα της 12ης (25ης με το νέο ημερολόγιο) του Οκτωβρίου 1920.
Κράτησα γι΄ανάμνησι σκληρή το μαντηλάκι του, με το οποίο του καθάριζα την στιγμή που ξεψυχούσε το στόμα απ΄το αιμόφυρτο σάλιο του.
Το μαντηλάκι αυτό το έδωσα στο Μουσείο Μπενάκη.
Τι κρίμα! Να πεθάνει στο άνθος της ηλικίας του! Νέος, γεμάτος σφρίγος και μ΄ όλα τα χαρίσματα που η φύσις τον είχε προικίσει!
Ο Βασιλεύς Αλέξανδρος, που τον εγνώρισα από τότε που γεννήθηκε στα χέρια μου και παρακολούθησα από πολύ κοντά όλο το βραχύ του βίο, ήταν ένα παλληκάρι με μάτια ζωηρά, όμορφα σαν του πατέρα του και με ριψοκίνδυνο θάρρος. Ο φόβος και ο κίνδυνος ήταν αισθήματα άγνωστα σ΄αυτόν. Του άρεσαν τα σπορ και ιδίως τα αυτοκινητικά, που όταν έπιανε το τιμόνι του αυτοκινήτου, το τάραζε! Τον έβλεπε κανείς να τρέχει σαν αστραπή, σαν δαιμονισμένος, και σ΄αυτές ακόμα τις πιο επικίνδυνες κλειστές στροφές.
Θυμάμαι μια μέρα, που με πήρε στ΄αυτοκίνητό του για το Παλιό Φάληρο κ΄έτρεχε με εξωφρενική ταχύτητα, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Του έπιασα τα χέρια, καθώς κρατούσε το τιμόνι, και του είπα με θυμό:
–Ή σταματάς αμέσως ή πηδώ από τ΄αυτοκίνητο κι ας σκοτωθώ!
Έσκασε στα γέλια κ΄ελάττωσε πολύ την ταχύτητα. Μα, όταν φθάσαμε στο Καλαμάκι, άλλη πάλι τρομάρα μ΄έπιασε. Πέταξε από πάνω του τα ρούχα του μέσα στο αυτοκίνητο κ΄έπεσε στη θάλασσα! Τον έχασα απ΄τα μάτια μου για κάμποσα λεπτά. Σας δελφίνι βούτηξε βαθιά μέσα στην θάλασσα κι απομακρύνθηκε. Φοβήθηκα πως θα πνιγόταν.
Όταν βγήκε του είπα: – Αυτά που κάνεις παιδί μου είνα τρέλλες!
Με τον πατέρα του δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Συχνά τον τιμωρούσε για τα επικίνδυνα και τρελλά του σπορ και για την ανυπακοή του. Η Βασίλισσα, που τον λάτρευε, προσπαθούσε να του περιορίσει τον ατίθασο χαρακτήρα, να του δώσει να νοιώσει πως έπρεπε να συμμορφώνεται προς τις αξιώσεις της θέσεώς του.
Μιαν άλλη μέρα έπιασα καβγά μαζί του. Μου μίλησε για τον μελετώμενο γάμο του με την Ασπασία. Του υπέδειξα πως δεν έπρεπε, χωρίς τη συγκατάθεσι των γονέων του, να προβεί σ΄ένα τόσο σοβαρό διάβημα. Με θυμό τότε μου απάντησε:
-Την αγαπώ και, σ΄το λέγω καθαρά, θα την παντρευτώ!
Την αγαπούσε, το κακόμοιρο το παιδί, με τα σωστά του.
Παρ΄όλες όμως τις νεανικές του ζωηρότητες, ο Βασιλεύς Αλέξανδρος ήταν προικισμένος με υπέροχα ευγενικά αισθήματα, που τον έκαναν αγαπητό σε όλους. Ήταν ειλικρινής. Είχε καθαρή και βαθειά αντίληψη. Ήταν πραγματικά δημοκράτης. Δεχόταν τον καθένα με απλότητα και οικειότητα, χωρίς μ΄αυτό να ξεχνά πως ήταν και Βασιλιάς.
Αγαπούσε με τρυφερότητα τους γονείς του και, όταν του μιλούσα γι΄αυτούς την εποχή που έλειπαν, τα μάτια του ήταν έτοιμα να δακρύσουν. Μου είχε απαγορεύσει να τον αποκαλώ Μεγαλειότατο: -Δεν θέλω να με λες Μεγαλειότατο! Λέγε με Αλέξανδρο, Πρίγκιπα ή όπως αλλιώς θέλεις! Μεγαλειότατος είναι μόνον ο πατέρας μου, που του φυλάττω τον Θρόνο!»
Επίλογος
Ο Ουίστον Τσώρτσιλ ανέφερε: -«Το δάγκωμα ενός πιθήκου επέφερε τον θάνατο 250.000 ατόμων.»
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.