Στο τρίτο αφιέρωμα των βασιλικών γάμων, από τα έξι που θα παρουσιάσουμε, θα αναφερθούμε στους γάμους του βασιλιά Αλέξανδρου και της Ασπασίας Μάνου, στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 1919.
Ο Αλέξανδρος δεν προοριζόταν να βασιλεύσει. Τον πατέρα του, βασιλιά Κωνσταντίνο Α′, θα διαδεχόταν στον θρόνο ο μεγαλύτερος γιος του, Γεώργιος. Ως δευτερότοκος, ο Αλέξανδρος, έζησε αμέριμνα παιδικά χρόνια, χάρηκε τις πριγκιπικές ελευθερίες της εφηβείας, τελείωσε κανονικά τις σπουδές του στην Σχολή Ευελπίδων, έλαβε μέρος σε μάχες των βαλκανικών πολέμων και ύστερα επέστρεψε στους κανονικούς ρυθμούς της ζωής του.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Τίποτα περισσότερο. Οι σκοτούρες της πολιτικής βάραιναν στους ώμους του πατέρα του και του αδελφού του διαδόχου Γεωργίου. Ο Αλέξανδρος αγαπούσε τα σπορ, τα αυτοκίνητα, τις μηχανές και τις εκδρομές. Δεν άντεχε τις τελετές και την εθιμοτυπία. Ο ″εύθυμος πρίγκιπας″ ήταν ο χαρακτηρισμός που του δινόταν από τις εφημερίδες της εποχής.
Η μοίρα όμως τον ανέβασε στον πολυτάραχο ελληνικό θρόνο. Αν ήταν παράδοξος βασιλεύς ο Αλέξανδρος, πιο παράδοξη υπήρξε η εποχή της βασιλείας του. Ο πατέρας του, με τον διάδοχο και την βασιλική οικογένεια, εξαναγκάστηκαν σε εξορία από τις δυνάμεις της Αντάντ που είχαν καταλάβει τον Πειραιά και τον ισθμό της Κορίνθου, και εγκαταστάθηκαν στην Ελβετία. Οι Κωνσταντινικοί τον έβλεπαν με δυσπιστία όπως επίσης και οι Βενιζελικοί, που τον θεωρούσαν ″πράκτορα″ του Κωνσταντίνου. Με δυσπιστία τον έβλεπε ακόμη και ο πατέρας του, από το εξωτερικό, που του υπενθύμιζε πως δεν είναι παρά ο τοποτηρητής του.
Αυτός ο βασιλεύς, ο τραγικός εστεμμένος όπως τον αποκαλούν, ήταν δυστυχισμένος, πικραμένος γιατί δεν του επιτρεπόταν να παντρευτεί μια ″κοινή θνητή″, την Ασπασία Μάνου. Κανείς δεν ήθελε τον γάμο αυτόν. Ούτε ο Βενιζέλος, ούτε ο στρατός. Δεν τον ήθελε ούτε ο Κωνσταντίνος, ούτε η Σοφία (την συγκεκριμένη περίοδο, και κάτω από τις πολιτικές πιέσεις και τον πόλεμο).
Ένα τρυφερό ειδύλλιο…
Το ειδύλλιο του με την Ασπασία Μάνου ήταν δυνατό. Την γνώριζε από χρόνια, όταν μικρό κορίτσι έπαιζε με την αδελφή του, πριγκίπισσα Ελένη, στο βασιλικό περιβόλι. Έλειψε από την Ελλάδα για ένα διάστημα και επέστρεψε 18 ετών, σοβαρή, λιγομίλητη και όμορφη. Συναντήθηκαν για δείπνο τον Ιανουάριο του 1915 στο σπίτι του σταυλάρχη Υψηλάντη και εκεί ήταν που την ερωτεύτηκε αμέσως. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά του σάστισε, δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει προς παιδικό φίλο ή πρίγκιπα.
Αν για τον πρίγκιπα ο έρωτας ήρθε κεραυνοβόλα, για την Ασπασία πέρασε ένα εύλογο χρονικό διάστημα μέχρι να πειστεί ότι τα αισθήματα της ήταν αληθινά, ότι αυτό που ένιωθε ήταν πραγματική αγάπη. Και τότε αρχίζει να τον αποφεύγει. Μερικούς μήνες αργότερα, τέλη Ιουλίου, ζήτησε από τον φίλο του Ζαλοκώστα να πάνε μαζί στις Σπέτσες, όπου η Ασπασία παραθέριζε. Κάθε πρωί πήγαιναν μαζί για μπάνιο στη θάλασσα, κάθε απόγευμα περιπάτους (πάντα με την διακριτική συνοδεία του Ζαλοκώστα), εντούτοις όμως, η Ασπασία απέφευγε να μένει μόνη μαζί του, προσπαθούσε να ξεφύγει από τον κλοιό του. Εκεί, για πρώτη φορά, προσπάθησε να την φιλήσει, αλλά η Ασπασία του έδειξε επιτακτικά την πόρτα: «Πηγαίνετε, Υψηλότατε!»
Ο τόνος της φωνής, το παράστημα της έχουν επιβολή. Ο Αλέξανδρος χάνει το θάρρος του, ενώ η κοπέλα τον σπρώχνει από την ράχη προς την εξώπορτα λέγοντας του: «Πηγαίνετε, πηγαίνετε, Υψηλότατε!»
Ο Αλέξανδρος έφυγε απογοητευμένος, για να καταφύγει, αργότερα, στην βοήθεια της αδελφής του πριγκίπισσας Ελένης. Αυτή, ήταν, ίσως η μόνη που έδειξε τόση συμπάθεια για το ειδύλλιο αυτό. Προσκαλούσε την Ασπασία σε μακρινούς περιπάτους και εκεί βρισκόταν διακριτικά και ο Αλέξανδρος. Έτσι, σιγά, σιγά, ο Αλέξανδρος και η Ασπασία ήρθαν κοντά, με πολύωρες συζητήσεις και τρυφερή ματιές. Δεν μπορούσαν να μείνουν μόνοι οι δυο τους, αλλά έφτανε που ήταν μαζί.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1916, ο Αλέξανδρος δεν κρατήθηκε, και μόλις απομακρύνθηκε η αδελφή του Ελένη, είπε στην Ασπασία αυτό που εκείνη γνώριζε ήδη. Και την ρώτησε εκείνο που αυτός είχε καταλάβει από μήνες πριν. Ναι, η Ασπασία τον αγαπούσε όσο την αγαπούσε και εκείνος. Η ευτυχία τους όμως θα είχε την μοίρα της Ελλάδας της εποχής εκείνης.
Ο Αλέξανδρος βασιλιάς…
Δευτέρα, 29 Μαΐου 1917, είχε ήδη νυχτώσει, όταν ο Αλέξανδρος όρμησε σε έξαλλη κατάσταση στο σπίτι της Ασπασίας και σωριάστηκε εξουθενωμένος σε μια πολυθρόνα. Η Ασπασία, η οικογένεια της και οι φίλοι τους τον περικύκλωσαν με αγωνία. Μάντευαν τι είχε συμβεί αλλά κανείς δεν ρωτούσε, και έτσι ο Αλέξανδρος τους ενημέρωσε πως ο βασιλιάς, πατέρας του, για να αποφευχθεί αιματοκύλισμα, αποφάσισε να φύγει στην Ελβετία μαζί με όλη την βασιλική οικογένεια.
– «Αύριο φεύγει για την Ελβετία»
– «Και εσύ, φεύγεις και εσύ;» ρώτησε με αγωνία η Ασπασία.
– «Όχι, οι αδελφοί μου μόνο» απαντά ο Αλέξανδρος
– «Γιατί όχι εσύ; Άκουσα ότι γίνεται δημοκρατία»
– «Δε ζήτησε τέτοιο πράμα ο Ζοννάρ»
Η Ασπασία απορεί πως, ενώ όλη η βασιλική οικογένεια πρόκειται να φύγει, αυτός θα μείνει. Επικρατεί σιγή για αρκετή ώρα και τέλος, ο Αλέξανδρος τους λέει:
– «Εγώ γίνομαι βασιλεύς!»…. Αυτή του η ανακοίνωση άφησε έκπληκτους τους παρευρισκόμενους.
Η Ασπασία μελαγχόλησε σκεπτόμενη πως ως πρίγκιπας ο Αλέξανδρος ήταν δύσκολο να τον παντρευτεί. Ως βασιλιά θα ήταν αδύνατο. Δειλά τον ρώτησε αν μπορούσε να αρνηθεί…..«Ο πατέρας υπέγραψε το πρακτικό της ανακηρύξεως μου. Είμαι, ήδη, βασιλεύς των Ελλήνων.»
Εθνικές αγωνίες, προσωπικές αγωνίες. Ο πόλεμος συνεχιζόταν, όμως η αγάπη μεταξύ τους ήταν μεγάλη. Όλοι γνώριζαν το ειδύλλιο, και όλοι τους κουνούσαν το δάχτυλο απειλητικά, κυβέρνηση και στρατός.
Οι αντιδράσεις του Βενιζέλου…
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν αντιπαθούσε την Ασπασία Μάνου, αλλά σκεπτόταν πως, αν με τον γάμο αυτόν ο Αλέξανδρος έχανε τον θρόνο, τότε θα έχανε και αυτός το παιχνίδι αφού κατά πάσα πιθανότητα θα επέστρεφε ο εξόριστος Κωνσταντίνος. Η Μάνου, λοιπόν, έπρεπε να πάψει να απειλεί τον θρόνο, και για τον λόγο αυτό, μετά την μάχη του Σκρά, συνέστησε στον βασιλιά να την στείλει να υπηρετήσει σε νοσοκομείο εκστρατείας. Χρύσωσε και το χάπι λέγοντας του: «Για να επιβληθεί στην συνείδηση του λαού.»
Σαν να μην έφτανε, ο προσωρινός, χωρισμός του από την Ασπασία, ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε και την εκτέλεση του θείου του τσάρου Νικόλαου Β′. Έλαβε και επιστολή της γιαγιάς του βασίλισσας Όλγας, που του περιέγραφε πως την φυλάκισαν στην Μόσχα, πως εκεί οι Έλληνες έκαναν έρανο για να μην την αφήσουν να πεθάνει από την πείνα και πως, τέλος, έφυγε από τη Ρωσία, αφού οι Μπολσεβίκοι έσβησαν από το διαβατήριο της τον τίτλο ″βασίλισσα των Ελλήνων″ και έγραψαν ″Κυρία Όλγα των Ελλήνων″.
Η δυστυχία δεν διαρκεί αιώνια, και ο πόλεμος του μετώπου τελείωσε και άρχισε ο πόλεμος των διπλωματών. Όσο για τον Αλέξανδρο, αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει, ήταν πλέον δικαίωμα του να παντρευτεί την Ασπασία, και κατά βάση ούτε ο πατέρας του ούτε ο Βενιζέλος είχαν αντίρρηση, εντούτοις κανείς από τους δυο δεν ήθελε πραγματικά αυτόν τον γάμο. Ο Κωνσταντίνος του είχε διαμηνύσει να μην βιαστεί, να κάνει υπομονή όσο να γυρίσει για να τον στεφανώσει ο ίδιος. Η βασίλισσα Σοφία του έγραφε: «αυτό το πλήγμα δεν θα το καταφέρης εναντίον του Πατρός σου, του οποίου η υγεία είναι επισφαλής.»
Είχε αποτύχει ως τώρα δυο φορές να παντρευτεί την Ασπασία, πρώτα με Έλληνα παπά, που αρνήθηκε να ιερουργήσει χωρίς την άδεια του Μητροπολίτη, και ύστερα με Σέρβο αρχιμανδρίτη, που εξαφανίστηκε την τελευταία στιγμή, ίσως γιατί έμαθε και εκείνος πως η κυβέρνηση δεν ενέκρινε τον βασιλικό γάμο. Η αντίδραση, όμως, που συναντούσε, ακόμη και από τους φίλους του, ανέβαλε την επιστολή του προς την κυβέρνηση μέχρι τον Μάιο του 1919. Τότε πήρε οριστικά την απόφαση του και παρέδωσε στο υπουργείο Εξωτερικών την επιστολή του προς τον Βενιζέλο:
Η Κυβέρνηση ανησύχησε και ο αντιπρόεδρος Εμμ. Ρέπουλης, την ίδια ημέρα, έγραφε και αυτός προς τον Βενιζέλο:
«Ίνα μη υποθέσητε ότι έχομεν υπερβολικούς φόβους εξ ενδεχομένης τελέσεως γάμων Βασιλέως παρά την γνώμην της Κυβερνήσεως εξηγούμαι: Εντύπωσις δεν θα έχη βεβαίως αποτέλεσμα εξέργεσιν Λαού, θα είναι όμως, κατά μέγα μέρος, προεξοφλητική τύχης Θρόνου…
Αν τυχόν, όπερ απίθανον, τελέση γάμον προ της λήψεως υμετέρας απαντήσεως ημείς θα τηρήσωμεν πάσαν επιφύλαξιν μέχρι λήψεως οδηγιών σας…»
Ο Βενιζέλος αρνήθηκε να δώσει την άδεια του και κατέληγε, στην επιστολή, απάντηση του, προς τον Αλέξανδρο: «Δεν μου είναι δυνατόν από τόσον μεγάλης αποστάσεως να σφυγμομετρήσω την εν Ελλάδι κοινήν γνώμην ως προς αυτό το ζήτημα, και συνεπώς ελπίζω ότι η Μεγαλειότης Υμών θα αναμείνει την επιστροφήν μου μετά την υπογραφήν της ειρήνης προτού λάβη οριστικήν τινα απόφασιν.»
Πριν φύγει για το εξωτερικό, ο πρωθυπουργός, είχε υποδείξει στον Αλέξανδρο του κινδύνους που θα περνούσε ο θρόνος του αν παντρευόταν κοπέλα όχι από βασιλικό αίμα. Και ο Αλέξανδρος του είπε:
– «Με κάνετε να απορώ! Σείς, φιλελεύθερος και δημοκρατικός, δεν χαίρεσθε ότι αποφάσισα να παντρευτώ μίαν Ελληνίδα;»
Καθώς ο Βενιζέλος επέμενε, ο Αλέξανδρος τον ρώτησε:
– «Τι θα λέγατε για έναν άνθρωπο που, αφού υποσχέθηκε γάμο σε ένα κορίτσι, ύστερα το εγκατέλειπε; Πως θα τον χαρακτηρίζατε αυτόν τον άνθρωπο;»
– «Θα τον αποκαλούσα άτιμο»… απάντησε ο Βενιζέλος.
– «Τότε γιατί μου ζητάτε να κάμω πράξη που τη θεωρείτε άτιμη; νομίζετε πως, επειδή έγινα βασιλιάς, μπορώ να παραβώ το λόγο της τιμής μου;»
Έτσι, οι πιέσεις των δικών του ανθρώπων, οι απειλές της κυβέρνησης ότι θα χάσει τον θρόνο και αυτός και η οικογένεια του και η άρνηση του Βενιζέλου, κατόρθωσαν να αναβάλλουν για λίγο τους γάμους του βασιλέως. Τον Νοέμβριο, όμως, καθώς οι διαπραγματεύσεις του Βενιζέλου στο Παρίσι δεν έλεγαν να τελειώσουν, ο Αλέξανδρος, τελεσίδικα, πήρε την απόφαση του και ζήτησε από τον φίλο του Χρήστο Ζαλοκώστα, να τους στεφανώσει, και ο βασιλικός γάμος να τελεστεί το βράδυ της 12ης Νοεμβρίου 1919, στο σπίτι του. Έβρισκε ότι ήταν πια καιρός να ησυχάσει αυτός ο έρωτας με την τόσο μεγάλη υπομονή και να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στην Ασπασία.
Ο Γάμος…
Ούτε ετοιμασίες, ούτε κανονιοβολισμοί από τον λόφο Νυμφών, ούτε προσκεκλημένοι. Το βράδυ που ορίστηκε ο γάμος, έξι άτομα βρίσκονταν στο σπίτι του Ζαλοκώστα και περίμεναν τον αρχιμανδρίτη Ζαχαρία των ανακτόρων. Ο Αλέξανδρος, η Ασπασία, η μητέρα και η αδελφή της και οι φίλοι του Αλέξανδρου, Ζαλοκώστας και Σοφιανός. Στον Ζαχαρία είχαν πει, πως ο Ζαλοκώστας επρόκειτο να βαπτίσει το παιδί του Τάκη Καμπά. Εκείνος όμως κατάλαβε τι τον ήθελαν και αργούσε να φανεί.
Στις 10:30 ο Αλέξανδρος πήγε μόνος του και τον έφερε σχεδόν δια της βίας. Ήταν τόση η επιμονή του Αλέξανδρου, ώστε ο αρχιμανδρίτης δεν μπόρεσε να αντισταθεί και ακολούθησε. Είχε καταλάβει τι τον ήθελαν, στην πραγματικότητα, και μόλις έφτασαν στο σπίτι, άρχισε την παθητική αντίσταση, λέγοντας ότι δεν έχει αντίρρηση να ευλογήσει τον γάμο αυτόν, αλλά δεν είχε τα απαραίτητα άμφια για την τελετή.
– «Δεν πειράζει, στεφάνωσε με χωρίς άμφια»… απάντησε ο βασιλιάς.
– «Δεν θα ήταν έγκυρος ο γάμος, Μεγαλειότατε»
– «Πήγαινε να τα φέρεις»… του είπε.
– «Τα αφήνω πάντοτε στην Μητρόπολη»… απάντησε
– «Πάμε στην Μητρόπολη»
– «Είναι κλειστή Μεγαλειότατε, και για να ανοίξουμε πρέπει να ζητήσουμε τα κλειδιά, οπότε θα μαθευτεί η αλήθεια»
– «Πολύ καλά. Περίμενε και εγώ θα σου φέρω άμφια» είπε ο Αλέξανδρος.
Συνοδευόμενος από τους δυο φίλους του, ο Αλέξανδρος άρχισε να ψάχνει μέσα στη νύχτα να βρει άμφια. Αρχικά πήγαν να ζητήσουν άμφια στην εκκλησία της Ριζαρείου Σχολής, όμως, ο νεοκόρος δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Ο Αλέξανδρος τότε σκέφθηκε να πάνε στο νοσοκομείο ″Ευαγγελισμός″, όπου η γιαγιά του Όλγα είχε χτίσει ένα εκκλησάκι το οποίο έμενα πάντοτε ανοιχτό. Εκεί, προσποιούμενος ότι κάποιος γείτονας κινδυνεύει και ο παπάς χρειάζεται άμφια για να τον μεταλάβει, πέτυχε να πείσει τον θυρωρό του ναού να πάει στο ιερό και να φέρει τα άμφια, χωρίς να αναγνωρίσει τον βασιλιά, ο οποίος φορούσε στολή Ναυάρχου. Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι τρεις φίλοι, ενθουσιασμένοι που βρήκαν άμφια, τα έδωσαν αμέσως στον αρχιμανδρίτη Ζαχαρία, που μόλις τα είδε άλλαξε στάση. Αρνήθηκε να ιερουργήσει. Τελικά, ο Αλέξανδρος τον έπεισε εξηγώντας του, για μισή και πλέον ώρα, ότι, πολιτικοί λόγοι δεν επιτρέπεται να επηρεάζουν έναν πνευματικό λειτουργό σαν αυτόν, και δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί την ευλογία της τέλεσης του γάμου. Ο γάμος έγινε. Μα οι τόσες δυσκολίες και η επιμονή του αρχιμανδρίτη είχαν δημιουργήσει ατμόσφαιρα παγερή και εκνευριστική, κατά την τελετή.
Μετά το μυστήριο, ο αρχιμανδρίτης αρνήθηκε να πληρωθεί και να πιει έστω ένα ποτήρι κρασί, δίπλωσε τα άμφια και τα άφησε πάνω σε μια πολυθρόνα, υπόγραψε βιαστικά το πιστοποιητικό γάμου και έφυγε δυσαρεστημένο σπεύδοντας να ενημερώσει τον Μητροπολίτη. Την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση ενημέρωσε τον Βενιζέλο, στο Παρίσι, ενώ οι δημοκρατικοί των Αθηνών σκέφτονταν πως ήταν μοναδική ευκαιρία να απαλλαγούν από την δυναστεία. Ο Βενιζέλος, όμως, φοβόταν τον Κωνσταντίνο περισσότερο από τον Αλέξανδρο. Γι′ αυτό και αρκέστηκε να παραπονεθεί μονάχα στον βασιλιά, για την απείθεια του.
Ευτυχές το τέλος του μεγάλου ειδυλλίου. Ευτυχές όντως; Ταξίδι του μέλιτος δεν έγινε παρά μονάχα τον επόμενο Μάιο. Πήγαν στο Παρίσι αλλά χωριστά. Τον Αλέξανδρο τον υποδέχτηκαν με επίσημες υποδοχές και δεξιώσεις. Την Ασπασία, οι πλαϊνές πόρτες των ξενοδοχείων. Και όμως, ήταν ευτυχισμένοι. Και παρέμειναν ευτυχισμένοι, έναν ολόκληρο, σχεδόν, χρόνο, όσο ακόμα έζησε ο άτυχος βασιλιάς Αλέξανδρος…
* Δείτε ΕΔΩ το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στους Βασιλικούς Γάμους στην Ελλάδα!