Του Νίκου Παπακωνσταντίνου
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ πόζαρε δύο φορές για τον Laszlo. Την πρώτη φορά στα 1914, στην Αθήνα, και την δεύτερη φορά στα 1935, στο Λονδίνο.
Την άνοιξη του 1914, ο Laszlo παρέμεινε ένα περίπου μήνα στην Αθήνα και ζωγράφισε τα τρία πορτραίτα του Βασιλέως Κωνσταντίνου, το πορτραίτο της Βασίλισσας Όλγας, το παραπάνω πορτραίτο του διαδόχου Γεωργίου και το πορτραίτο της πριγκίπισσας Ελένης του Νικολάου που θα γνωρίσουμε σε προσεχές άρθρο. Ο Γεώργιος ήταν τότε ένας όμορφος νέος εικοσιτεσσάρων ετών. Ήταν ευχαριστημένος από την δεμένη οικογενειακή ζωή με τους γονείς του, τα αδέρφια του, τους θείους και τα ξαδέρφια του. Ήταν περήφανος για τον πατέρα του και για τις πρόσφατες νίκες του που διπλασίασαν το Ελληνικό Βασίλειο. Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που κάποια μέρα θα βασίλευε με την σειρά του σε μια Ελλάδα που θα ευημερούσε και όπου όλος ο λαός ενωμένος, θα αγαπούσε και θα βοηθούσε τον Βασιλιά του. Τότε ήταν ευτυχισμένος και ανέμελος, οι έγνοιες και τα προβλήματα θ’ αρχίσουν σύντομα, με την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου και θα κρατήσουν …ως το τέλος της σύντομης ζωής του.
Η βασιλόπαις Μαρία γράφει για τις μέρες εκείνες : «Όλοι επειράζαμε τον Laszlo φοβερά και του σκαρώναμε διάφορες φάρσες. Ο ανεψιός μου Γεώργιος αγόρασε μία φρικτή, φθηνή και κακοφτιαγμένη εικόνα της Βασιλικής Οικογενείας, την εκάρφωσε στον τοίχο του στούντιο του καλλιτέχνου και αντέγραψε με κάρβουνο την υπογραφή του στο κάτω μέρος, πράγμα που τον εξώργισε πολύ.»
Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την πορεία του πορτραίτου αυτού στα 102 χρόνια της ζωής του. Στον The Catalogue Raisonné of Work by Philip de Laszlo τον τοποθετούν στους χαμένους πίνακες (Missing Paintings) και αναζητούν πληροφορίες.
Ο βασιλόπαις Νικόλαος, στην ελληνική έκδοση του 1926 του αυτοβιογραφικού του βιβλίου «Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου» μεταχειρίζεται την φωτογραφία του πίνακα αυτού.
Τελικά το πορτραίτο έφυγε από την Ελλάδα το 1923 μαζί με τον Γεώργιο και την Ελισάβετ, ή έμεινε εδώ και χάθηκε τα χρόνια της Αβασίλευτης Δημοκρατίας;
Χάθηκε στην Ρουμανία γιατί παρέμεινε εκεί και μετά την αναχώρηση του Γεωργίου, και μετά το διαζύγιό του το 1935, και μετά την επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος και την αναχώρηση το 1948 και της Ελισάβετ;
Πήγε στο Λονδίνο μαζί με τον Γεώργιο και στόλισε την κατοικία της κυρίας Τζόυς Μπρίττεν-Τζόουνς και παρέμεινε εκεί και μετά το 1935 και την επιστροφή στην Ελλάδα του Γεωργίου, και μετά το 1946 και την δεύτερη επιστροφή του, και μετά τον θάνατό του, 6 μήνες μετά;
Ή ήρθε στην Ελλάδα το 1935 ή το 1946 και βρίσκεται στα κινητά αντικείμενα που η χούντα κατέγραψε και κατάσχεσε; Όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά.
Θα επανέλθουμε στους προβληματισμούς για την τύχη του αφού γνωρίσουμε και το δεύτερο πορτραίτο του Γεωργίου Β’.
Ο Γεώργιος πόζαρε στον Laszlo για το δεύτερο πορτραίτο τον Ιούνιο του 1935. Μολις τον Μάιο είχε επιστρέψει στο Λονδίνο μετά πολύμηνο ταξίδι στις Ινδίες. Η επιστροφή του στην Ελλάδα φαινόταν πλέον πολύ πιθανή. Στις 9 Ιουνίου έγιναν εκλογές με αποχή των αντιβασιλικών κομμάτων. Ο Βασιλιάς δηλώνει παντού ότι «δεν εννοεί να επανέλθει πραξικοπηματικώς, αλλά μόνον δι’ ελευθέρας ψήφου του Λαού». Στις 3 Νοεμβρίου 1935 έγινε Δημοψήφισμα και ο Γεώργιος επέστρεψε στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου μετά δώδεκα χρόνια απουσίας.
Μαζί του έφερε και το καινούργιο πορτραίτο του από τον Laszlo και το εγκατέστησε στον πρώτο όροφο των Ανακτόρων της οδού Ηρώδου του Αττικού, εκεί όπου ήταν τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, αλλά και το γραφείο του και η επίσημη τραπεζαρία των Ανακτόρων. Αν και όταν πόζαρε ήταν ακόμη στην εξορία του Λονδίνου, επειδή φαινόταν σχεδόν σίγουρη η επιστροφή του στον θρόνο του, πόζαρε φορώντας στρατιωτική στολή που δεν φορούσε ποτέ κατά την διάρκεια των χρόνων της Αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Θα πρέπει να έμεινε πολύ ευχαριστημένος ο Βασιλιάς απ’ αυτό το πορτραίτο. Ζήτησε από άγνωστο καλλιτέχνη να φιλοτεχνήσει μερικά αντίγραφα της προσωπογραφίας του και τα προσέφερε σε πιστούς φίλους του ή μέλη της Αυλής του. Μεταξύ άλλων έλαβαν αντίγραφο του πορτραίτου ο αρχηγός του πολιτικού του γραφείου καθηγητής Θεόδωρος Αγγελόπουλος και ο σταυλάρχης του στρατηγός Δημήτριος Παπαδιαμαντόπουλος. Η παρακάτω φωτογραφία είναι από το αντίγραφο του πορτραίτου που ο Γεώργιος προσέφερε στον στρατηγό Παπαδιαμαντόπουλο, και ο Μαρκεζίνης δημοσίευσε στην Ιστορία του, μη μπορώντας να εξασφαλίσει φωτογραφία του πρωτότυπου πίνακα.
Στις 23 Απριλίου 1941, ο Γεώργιος Β’ αναγκάζεται να φύγει από την Αθήνα για την Κρήτη, για να συνεχίσει απ’ εκεί τον αγώνα μήπως και καταφέρει να κρατήσει ελεύθερο έστω μόνο αυτό το κομμάτι της Ελλάδας. Τα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού κλείνουν. Ο Αθανάσιος Φίλων, επιμελητής της Βασιλικής Χορηγίας, μεταφέρει και αποθηκεύει όλα τα έπιπλα, τα βιβλία, τους πίνακες και ότι πολύτιμο στα υπόγεια. Σκοπός του είναι να τα προστατεύσει από πιθανούς βομβαρδισμούς αλλά και να παρουσιάσει ένα Ανάκτορο άδειο και αφιλόξενο στους Γερμανούς που θα ήθελαν να το επιτάξουν και να το χρησιμοποιήσουν. Ο Αθανάσιος Φίλων! Ο πιστός και ικανός! Ο Σπύρος Μαρκεζίνης γράφει γι’ αυτόν:«Ως επιμελητής της Βασιλικής Χορηγίας υπήρξε ανεπανάληπτος. Αρκεί μόνον να μνημονευθεί ότι δεν υπήρχε προηγούμενο επιτυχίας περισσευμάτων από την Βασιλική Χορηγία. Φρόντιζε με σχολαστικότητα όχι μόνο για την αποφυγή οποιασδήποτε σπατάλης, αλλά και την οικονομία σε όλα. Δεν συνήντησε άλλωστε ποτέ διαμαρτυρία του αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου Β’ για τούτο.»
Ο Αθανάσιος Φίλων
Πολλές φορές στην διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί προσπάθησαν να επιτάξουν τα Ανάκτορα. Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1944 δηλώνουν στον Φίλωνα ότι θα προχωρήσουν στην επίταξη και ότι ενεργούν με την έγκριση της κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη. Τελευταία στιγμή πείθονται και υποχωρούν. Σ’ όλη την Κατοχή δεν θα πατήσει πόδι Γερμανού στην Ηρώδου Αττικού!
Αντίθετα η πριγκίπισσα Ελένη του Νικολάου, που είχε παραμείνει στην Αθήνα, θα βρει τότε εκεί φιλόξενο καταφύγιο σε δύσκολες κι επικίνδυνες μέρες.
Γράφει στο ημερολόγιό της στις 18 Σεπτεμβρίου 1944: «Είδα Μαρκεζίνη στις 11, επάνω. Με συνεβούλευσε να κατέβω στην πόλη. Φοβόμουν ότι θα συμβεί αυτό. Τα συζητήσαμε όλα. Κανένας δεν γνωρίζει τι είναι για μένα ν’ αφήσω το σπίτι μου…». Τρεις ημέρες αργότερα συναντά τον Φίλωνα και την Μίκα Σκουζέ και κατεβαίνει στην Αθήνα, στα Ανάκτορα «στα ίδια δωμάτια κάτω, όπου έζησα σχεδόν πριν πέντε χρόνια…».
Η πριγκίπισσα Ελένη θα μείνει μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών στα Ανάκτορα και μετά σπεύδει να επιστρέψει στο σπίτι της στο Ψυχικό. Τα δύσκολα όμως δεν πέρασαν, είναι μπροστά! Τώρα έχουμε τα Δεκεμβριανά!
4 Δεκεμβρίου 1944: Ο ταγματάρχης Γκρην την ενημερώνει εκ μέρους του Σκόμπι για την κατάσταση, η οποία διαρκώς χειροτερεύει. Στερείται των πάντων. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό, τηλέφωνο, ψωμί. Το φωτιστικό πετρέλαιο είναι ελάχιστο. Την επομένη ο Σκόμπι συμβουλεύει την κάθοδό της στην Αθήνα. Ειδοποιεί τον Φίλωνα.
6 Δεκεμβρίου 1944: «Στις 3.30 μαζί με τον Γκρην, προπορευομένου ενός βρεταννικού αστυνομικού αυτοκινήτου, κατέβηκα στην πόλη. Όλοι οι δρόμοι ήταν άδειοι, αλλά συνεχώς πυροβολούν. Στα Ανάκτορα με περίμεναν ο Φίλων και ο Παπαδιαμαντόπουλος, οι οποίοι μου ανήγγειλαν την θλιβερή είδηση για τον θάνατο του Πρίγκιπος Ανδρέου…Τώρα ζει μόνον ο Γεώργιος από τα πέντε αγαπημένα αδέλφια».
Οι πυροβολισμοί είναι συνεχείς και οι επιθέσεις των κομμουνιστών γενικεύονται και στον Πειραιά. Τα Ανάκτορα βάλλονται από όλμους. Ο Σκόμπι τη συμβουλεύει να μετακομίσει στο μέγαρο του Πρίγκιπος Γεωργίου, όπου έμενε και η Πριγκίπισσα Αλίκη, για περισσότερη ασφάλεια.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1946 έγινε το Δημοψήφισμα για την επάνοδο του Γεωργίου. Το ποσοστό υπέρ του Βασιλέως υπερέβη το 70%.
Ο Βασιλιάς έρχεται! Το Παλάτι που ο Φίλων κράταγε κλειστό και απλησίαστο για όλους πρέπει να ετοιμαστεί στα γρήγορα για να υποδεχτεί τον νόμιμο ιδιοκτήτη του. Ο Φίλων καταφεύγει σε μια κίνηση γεμάτη συμβολισμούς. Ζητά από νεαρά αγόρια και κορίτσια της αθηναϊκής κοινωνίας να τον βοηθήσουν να ξαναστήσουν το Παλάτι. Αυτά θα μεταφέρουν από τα υπόγεια όλα όσα είχαν αποθηκευτεί για να προστατευτούν. Με την καλαισθησία και τις γνώσεις που είχαν αποκτήσει στα αστικά σπίτια τους, θα τακτοποιήσουν τα βιβλία στις βιβλιοθήκες, τα μπιμπελό στις θέσεις τους, τα φωτιστικά, τους πίνακες. Τι καλύτερος συμβολισμός! Τα νέα παιδιά, η ελπίδα, το μέλλον της Ελλάδας, εθελοντικά, με ενθουσιασμό, φροντίζουν την κατοικία του Βασιλιά τους που αγωνίστηκε με σθένος κατά των κατακτητών και θα συνεχίσει να αγωνίζεται για την ευημερία της χώρας και την προστασία της από άλλους εχθρούς και καινούργιους κινδύνους.
Τελευταίο ανεβαίνει την μεγαλόπρεπη κλίμακα της Ηρώδου Αττικού το πορτραίτο του Γεωργίου από τον Laszlo και τοποθετείται και πάλι στην παλιά του θέση. Είναι η τελική σφραγίδα, η τελική επιβεβαίωση, όλα είναι έτοιμα, ο Βασιλιάς γυρίζει σπίτι του!
Ο Γεώργιος επιστρέφει στις 28 Σεπτεμβρίου και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από έναν κόσμο που θέλει να ελπίζει και να αισιοδοξεί.
Ας τα δούμε όλα αυτά στο δίλεπτο απόσπασμα από την υπέροχη εκπομπή του Frédéric Mitterrand, «Les Amants du Siècle: Frédérika et Paul de Grèce.»
Και αυτόν τον πίνακα στον The Catalogue Raisonné of Works by Philip de Laszlo, έχοντας 70 χρόνια να πληροφορηθούν νέα για την τύχη του, τον τοποθετούν στους χαμένους πίνακες (Missing Paintings) και αναζητούν πληροφορίες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναρωτηθούμε τι έγινε το πορτραίτο αυτό τα επόμενα είκοσι χρόνια. Θεωρώ ότι ακόμα κι αν άλλαξε θέση παρέμεινε πάντα στην Ηρώδου Αττικού. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης γράφει στην Εισαγωγή του Πρώτου Τόμου της Πολιτικής Ιστορίας της Νεωτέρας Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1966:
«Θα διατηρήσω ευγνώμονα ανάμνησιν της προθυμίας την οποίαν έδειξεν η Α.Μ. ο Βασιλεύς να επιτρέψη την έγχρωμον φωτογράφησιν των εις τα Ανάκτορα των Αθηνών και της Δεκελείας ευρισκομένων προσωπογραφιών και πινάκων, σχετικών με την σύγχρονον Ελληνικήν ιστορίαν, οφειλομένων δε κατά κανόνα εις διασήμους ζωγράφους.»
Ο Μαρκεζίνης, λάτρης των πορτραίτων του Laszlo, τα οποία κυνήγησε σε διάφορα μέρη της Ευρώπης προκειμένου να τα δημοσιεύσει στην Ιστορία του, προφανώς είχε κατά νου και το πορτραίτο του Γεωργίου Β’, του 1935. Δεν εκμεταλλεύτηκε εγκαίρως την άδεια που εξασφάλισε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, δεν πρόλαβε να φωτογραφίσει κανένα πίνακα στα Ανάκτορα, κι έτσι στο Επιλογικό Σημείωμα του Τετάρτου Τόμου, τον Απρίλιο του 1968 γράφει:
«Αντιθέτως υπήρξεν ατύχημα, όσον αφορά την πρώτην τετράτομον σειράν του έργου, ότι τα εμφιλοχωρήσαντα γεγονότα δεν μου επέτρεψαν να κάμω χρήσιν της μετ’ απολύτου προθυμίας παραχωρηθείσης αδείας του Βασιλέως Κωνσταντίνου Β’ δια την έγχρωμον φωτογράφησιν των εις τα Ανάκτορα των Αθηνών και της Δεκελείας υπαρχόντων πινάκων, συνδεομένων με την ιστορίαν της νεωτέρας Ελλάδος.»
Τι έγινε όμως μετά τις 13 Δεκεμβρίου 1967 και την αναχώρηση των Βασιλέων από την Ελλάδα; Τα κινητά κατεγράφησαν και όλα τα ανάκτορα σφραγίστηκαν. Ο Βασιλιάς και οι δικοί του άνθρωποι δεν είχαν καμία δυνατότητα πρόσβασης. Η ασάφεια της καταγραφής προσέφερε πολλές δυνατότητες ατασθαλιών! Στην αγορά παλαιών αντικειμένων άρχισαν να εμφανίζονται κομμάτια από το Τατόι και άλλες βασιλικές κατοικίες. Το 1973 ο Παπαδόπουλος κήρυξε έκπτωτο τον Βασιλιά και προχώρησε σε αναγκαστική απαλλοτρίωση της ακίνητης και κινητής περιουσίας του.Ο Κωνσταντίνος λέει σε συνέντευξή του: «Ως προς τα προσωπικά μου αντικείμενα, το μόνον που είχα ζητήσει από τη χούντα ήταν το καντήλι που έκαιγε πλάι στο προσκέφαλο του αειμνήστου πατρός μου, αλλά αρνήθηκαν να μου το δώσουν, μολονότι ήταν το προσφιλέστερόν μου ενθύμημα.»
Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 5ης Οκτωβρίου 1973, κάτω από το πουλί της χούντας, υπάρχει ο νόμος της απαλλοτρίωσης και σε 160 σελίδες όλα τα κινητά αντικείμενα που ανήκαν στην βασιλική οικογένεια, απ’ όλες τις κατοικίες. Αναζητώντας τα δυο πορτραίτα του Γεωργίου Β’ από τον Laszlo, συναντάμε στις σελίδες της καταγραφής κάποια πορτραίτα του Βασιλιά, χωρίς να αναγράφεται ο ζωγράφος που τα φιλοτέχνησε. Παντού ασάφεια, γενικότητες και άγνοια. Ας δούμε μερικά, ενδεικτικά:
472. Ελαιογραφία, προσωπογραφία του Βασιλέως Γεωργίου Β’, εντός ξύλινου πλαισίου.
913. Πίναξ, ελαιογραφία, εντός πλαισίου επιχρύσου, παριστών Βασίλισσαν.(Ποια βασίλισσα;)
914. Πίναξ, ελαιογραφία, εντός πλαισίου επιχρύσου, παριστών τον Βασιλέα Γεώργιον. (ποιον Γεώργιο;)
915. Πίναξ, ελαιογραφία, εντός πλαισίου επιχρύσου, παριστών Πρίγκιπα.(Ποιον πρίγκιπα;)
1527. Δύο πιάτα τοίχου με διακόσμησιν, το έν παριστά το ζεύγος Γεωργιου Α’ και Αμαλίας (!!!) το έτερον τοπίον με έν τζαμί.
842. ‘Εν (1) Βασιλικόν σκήπτρον του Βασιλέως Όθωνος χρυσούν σκαλιστόν με σμάλτον σπασμένον βάρους οκτακοσίων τεσσαράκοντα δύο γραμμ. μη αποτιμώμενον ως Ιστορικής αξίας.
1295. Μία (1) σπάθη του Βασιλέως Όθωνος εκ χρυσού με σμάλτον, σκαλιστή και παραστάσεις βάρους μικτού χιλίων διακοσίων ενενήκοντα πέντε γραμμ. μη αποτιμώμενον ως Ιστορικής σημασίας.
1660. ‘Εν (1) στέμμα του Όθωνος εκ χρυσού σκαλιστόν και με παραστάσεις, βάρους μικτού χιλίων εξακοσίων εξήκοντα γραμμ. μη αποτιμώμενον ως Ιστορικής σημασίας. (Με ποια λογική τα τρία αυτά κομμάτια δεν είναι ιστορικής σημασίας;)
Τελος προσέχουμε: 981. Προσωπογραφία γυναικός, διαστάσεων 1,00Χ0,71 μ μετά πλαισίου ξυλίνου και γυψίνων διακοσμήσεων, έργον Λάσλο.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος γράφει για τα κινητά αντικείμενα μετά το Δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974:
«Λίγο αργότερα, ο Καραμανλής έστειλε μήνυμα να μαζέψω τα πράγματά μου από τα Ανάκτορα Αθηνών. Η όλη διαδικασία κράτησε αρκετούς μήνες. Τα μαζέψαμε όλα και τα πήγαμε στο Τατόι. Όταν τελικά τον Ιούνιο του 1975 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, που ήταν και καθηγητής μου, εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μου έστειλε τηλεγράφημα με το οποίο μου ζητούσε να του αφήσω έπιπλα και άλλα αντικείμενα για το Προεδρικό πλέον Μέγαρο. Δεν είχα καμία αντίρρηση και έτσι, πήγε στο Τατόι, διάλεξε περίπου τριακόσια κομμάτια και τα πήρε.»
Τον Νοέμβριο του 1990, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος υπέβαλε αίτηση να του επιτραπεί να εξαγάγει στο εξωτερικό ορισμένα από τα αντικείμενα που του ανήκαν, εφ’ όσον το επιτρέπουν οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές. Τον Δεκέμβριο η προϊσταμένη του Τελωνείου Αθηνών μαζί με υπάλληλο της Εθνικής Πινακοθήκης επισκεφτήκαν το Τατόι και είχαν μια πρώτη ενημέρωση για τα αντικείμενα για τα οποία ζητούσαν άδεια να εξαχθούν. Τον Φεβρουάριο του 1991 έγινε η φόρτωση. Η προϊσταμένη του Τελωνείου Αθηνών πήγαινε στο Τατόι από τις 6.30 το πρωί, ενημερωνόταν από τους αρχαιολόγους για τα αντικείμενα που μπορούσαν να εξαχθούν, παρακολουθούσε την συσκευασία τους σε κιβώτια, το κλείσιμο τους με μονωτικές ταινίες, και υπέγραφε πάνω στις ταινίες. Κάθε όχημα που γέμιζε, ένας τελωνοφύλακας το μολυβοσφράγιζε και το όχημα έφευγε.
Αυτό ήταν το «ριφιφί» του Τατοΐου, ένα «ριφιφί» που κράτησε τέσσερις μήνες και έγινε με εγκρίσεις και άδειες όλων των αρμοδίων και υπευθύνων να υπογράψουν.
Το πραγματικό «ριφιφί» έγινε από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, στα 1994, με τον απίθανο νόμο Βενιζέλου 2215/1994. Τότε η Ελληνική Δημοκρατία θεώρησε σωστό να δημεύσει χωρίς καμία αποζημίωση τόσο την ακίνητη όσο και την κινητή περιουσία του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Κι αυτό είκοσι χρόνια μετά την επικράτησή της, και αφού όλο αυτό το διάστημα αναγνώριζε τον Βασιλιά, σαν τον νόμιμο ιδιοκτήτη αυτής της περιουσίας!
Που να αναζητήσει κανείς τα δυο πορτραίτα του Γεωργίου Β’ από τον Laszlo, όπως και την μικρών διαστάσεων προσωπογραφία γυναικός που συναντήσαμε στον κατάλογο του 1973;
Να τα αναζητήσει στα αντικείμενα που ο Κωνσταντίνος εξήγαγε το 1991; Όλα αυτά βρίσκονται αποθηκευμένα σε ασφαλές μέρος και αποτελούν τα μοναδικά τεκμήρια μιας οικογένειας που με την εθνική δράση της και τους αγώνες της σφράγισε για πάντα την Ιστορία της Ελλάδος.
Να τα αναζητήσει στα αντικείμενα που δημεύτηκαν το 1994; Αυτά έχουν φύγει από το Τατόι και βρίσκονται αποθηκευμένα στα υπόγεια του Υπουργείου Πολιτισμού. Εκεί γίνονται έργα συντήρησης και ίσως κάποια μέρα να έχουμε την τύχη να τα δούμε εκτεθειμένα στο Τατόι ή στην Εθνική Πινακοθήκη.
Εύχομαι και πιστεύω, τα πορτραίτα να βρίσκονται σε ένα από τα παραπάνω μέρη και να μην έχουν χαθεί, κλαπεί, καταστραφεί. Σε πρόσφατη αλληλογραφία μου με τον The Catalogue Raisonné of Work by Philip de Laszlo που ενδιαφέρονται και ανησυχούν για την τύχη των πινάκων αυτών, τους συνέστησα να απευθυνθούν αφ’ενός στο Υπουργείο Πολιτισμού και αφ’ ετέρου στον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Νομίζω ότι έτσι θα έχουν υπεύθυνη πληροφόρηση για το αν βρίσκονται και που βρίσκονται τα δυο πορτραίτα του Βασιλέως Γεωργίου Β’, ή μόνο το ένα, ή κανένα από τα δύο.
Μετά τις γιορτές θα γνωρίσουμε τα τέσσερα πορτραίτα της Βασίλισσας Ελισάβετ: το χαμένο, το καμένο, και τα δυο που βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
1. A brush with Grandeur, Philip A. de Laszlo, 1869-1937, Paul Holberton publishing, London, 2004.
2. Αναμνήσεις της βασιλόπαιδος Μαρίας, Εκδόσεις «Άλφα» Ι.Μ.Σκαζίκη, Αθήναι, 1951.
3. Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου, βασιλόπαιδος Νικολάου, Εκδόσεις ΓΚΡΕΚΑ, Αθήναι, 1926.
4. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β’, Επιμέλεια Διονυσίου Π. Καλογερόπουλου, Εκδόσεις Χαρ. Γ. Κορνάρου, Αθήναι, 1949.
5. Γεώργιος Β’, Παναγιώτου Ν. Πιπινέλη, Εκδόσεις «Στέγη του βιβλίου», Αθήναι, 1951.
6. Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Εκδόσεις Πάπυρος, Τόμος 1ος (1966) και Τόμος 4ος (1968).
7. Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Τόμος Πρώτος και Δεύτερος, 1994.
8. Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Χωρίς Τίτλο, Εκδόσεις Το Βήμα, Τόμος Γ’, 2015.
Φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του κυρίου Παπακωνσταντίνου τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για την άριστη και πολύτιμη συνεργασία του.