Η αισθηματική περιπέτεια του βασιλιά Γεωργίου Α΄με την Ευφροσύνη Σούτσου αναστάτωσε την τότε ελληνική κυβέρνηση, την οικογένεια του Γεωργίου στην Δανία, τους ξένους πρεσβευτές, τον Ελληνικό λαό και παραλίγο να στοίχιζε στον Γεώργιο τον θρόνο του!
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, την πρόταση για τον ελληνικό στέμμα στον Δανό πρίγκιπα Χριστιανό, Γουλιέλμο, Φερδινάνδο, Αδόλφο, που βασίλευσε ως Γεώργιος Α΄, την έκανε ο τότε παντοδύναμος πρωθυπουργός της Αγγλίας, υποκόμης Ερρίκος Ιωάννης Τεμπλ Πάλμερστον.
Σε όλες τις βασιλικές αυλές, αποκαλούσαν «ακάνθινο» το στέμμα της Ελλάδας, ύστερα από την άδικη εκθρόνιση του Όθωνα, που ήταν γνωστός για την αντιπάθειά του προς τους Άγγλους. Καταχθόνια μάλιστα πρωτοστάτησε τότε για την απομάκρυνσή του – ως πιστού φίλου της Πρωσίας και της Αυστρίας – ο ίδιος ο Πάλμερστον.
Τον τίτλο του «ακάνθινου» θρόνου, του τον έδωσαν εκείνη την εποχή καθώς δεν σταματούσαν στην Ελλάδα οι πολιτικές διαμάχες, οι εξεγέρσεις, η ακυβερνησία, οι κατατρεγμοί του λαού που ζητούσε ελευθερία και δικαιοσύνη.
Και αυτοί ήταν οι λόγοι που δέκα ξένοι πρίγκιπες, είχαν αρνηθεί στον Πάλμερστον τον ελληνικό θρόνο.
Οι γάμοι όμως του διαδόχου της θαλασσοκράτειρας «Γηραιάς Αλβιώνος» και πρίγκιπα της Ουαλίας Εδουάρδου, με την όμορφη πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Δανίας, αδελφή του Γεωργίου, έδωσαν την ευκαιρία στον Πάλμερστον – στην διάρκεια της μεγάλης δεξίωσης των γάμων τους στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ – να πλησιάσει το νεαρό πρίγκιπα, να κουβεντιάσει μαζί του και να εκτιμήσει ιδιαίτερα το θαυμασμό και την αγάπη του για την Αγγλία. Με την ανάθεση του θρόνου της Ελλάδος στον Γεώργιο, θα εξασφάλιζε μια διπλή επιτυχία! Την πιστή φιλία του νέου βασιλέως των Ελλήνων και του ελληνικού λαού, συγχρόνως δε και την πιστή φιλία της Δανίας. Δύο μικρών χωρών, που ήταν όμως τα κλειδιά και τα καραούλια δύο μεγάλων θαλασσών: της Μεσογείου και της Βόρειας Θάλασσας.
Ο Γεώργιος ήταν τότε, στα δέκα οκτώ του χρόνια, ένας ολόξανθος νέος με καταγάλανα μάτια και μια εύθυμη πάντα διάθεση.
Στην διάρκεια των σπουδών του, στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων της Δανίας, οι φίλοι του τον αγαπούσαν για την απλότητά του, το πηγαίο χιούμορ του και τη χρυσή του παιδική καρδιά.
Ιστορικά έχουν μείνει, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, αλλά και αργότερα, πολλά ανέκδοτά του για τις αθώες φάρσες του και τα τρελά του φερσίματα που έφερναν σε δύσκολη θέση πολλούς δημάρχους κι΄άλλους, καθώς τον προσφωνούσαν με κάθε επισημότητα στην διάρκεια επισήμων τελετών.
Μια φορά, στα εγκαίνια μιας σιδηροδρομικής γραμμής, στην Πελοπόννησο, ένα κοριτσάκι του προσέφερε το καθιερωμένο μπουκέτο και άρχισε να τον προσφωνεί…. στη γαλλική γλώσσα! Έτσι και η επαρχία θα έδειχνε πως …. δεν πάει πίσω από την πρωτεύουσα στις ξένες γλώσσες.
Και όταν πρόφερε τις πρώτες λέξεις:
– «Sire….grand honneur pour notre ville……» ( Μεγαλειότατε …. μεγάλη τιμή για την πόλη μας….) , ο Γεώργιος την σταμάτησε γελαστός:
-Τη γλώσσα σου μικρή μου! Τη γλώσσα σου!, της είπε.
Εκείνη, ταραγμένη από την ξαφνική διακοπή του, και καθώς δεν είχε καταλάβει πως ο βασιλιάς εννοούσε να τον προσφωνήσει στα ελληνικά, του έβγαλε…. όλη την γλώσσα της και έμεινε σαν άγαλμα λίγη ώρα, ώσπου εκείνος την χάιδεψε στοργικά, και έπιασε κουβέντα με τον δήμαρχο…
Κατά την υποδοχή του πάλι σε κάποιο μικρό χωριό της Αττικής, την ώρα που ο τσέλιγκας πρόεδρος της κοινότητας τον καλωσόριζε, το βλέμμα του βασιλιά έπεσε σε μια γειτονική μάντρα, που πίσω από την χαμηλή πορτούλα της, είδε στριμωγμένo ένα κοπάδι με πρόβατα, γίδια κι ένα γάιδαρο.
Αφήνει τότε με φούρια την επίσημη υποδοχή όλου του χωριού στην πλατεία, τρέχει ανοίγει την πόρτα της μάντρας, καβαλάει τον γάιδαρο, διώχνει προς τα έξω τα ζώα, κι ενώ αυτά ξεχύνονταν τρομαγμένα ανάμεσα στον κόσμο, βγαίνει κι΄εκείνος πάλι καβάλα στον «κυρ- Μέντιο» φωνάζοντας:
– «Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω το Σύνταγμα!»και τράβηξε προς το βουνό.
Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ο Γεώργιος, μακριά από την αγαπημένη του Δανία, χωρίς κανέναν συγγενή ή φίλο του, με βαριά καθήκοντα στην καινούργια του πατρίδα – σε τόσο δύσκολους και αναταραγμένους καιρούς – με ατέλειωτες συνεργασίες υπουργών, πρεσβευτών, αυλικών, με πολύωρα μαθήματα Ελληνικής, από τον σοφό καθηγητή του, τον Στέφανο Κουμανούδη, ολομόναχος τα βράδια σ΄εκείνο το μεγάλο παλάτι με τόσους ολόγυρα φρουρούς, ένοιωθε σαν φυλακισμένος.
Γι΄αυτό και ξέσπαγε συχνά σε φάρσες που του πρόσφεραν λίγο γέλιο, και σ΄εκδρομές στα τοπία της Αττικής, με συντροφιά τον πιστό του Νικόλαο Θων, που τον είχε φέρει μαζί του από την Δανία και τον διόρισε επιμελητή των ανακτόρων.
Δεύτερος πιστός του φίλος ήταν ο …. σκύλος του Μπλακ, ένα πελώριο μπουλντόγκ, που βρισκόταν πάντα κοντά του και κατά τις ώρες ακόμα των επίσημων ακροάσεων.
Από τους πρώτους εκείνα τα χρόνια πρωθυπουργούς του, ο Γεώργιος εθαύμαζε τον ηρωικό «μπουρλοτιέρη» ναύαρχο Κανάρη, που είχε δεχθεί την πρωθυπουργία από καθήκον στα γεράματά του, και αγωνιζόταν να βάλει κάποια τάξη στις ατέλειωτες πολιτικές ταραχές της εποχής εκείνης. Επίσης εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Χαρίλαο Τρικούπη. Τον Δημήτριο Βούλγαρη και τον Θεόδωρο Δεληγιάννη, δεν τους συμπαθούσε. Αγαπούσε μόνον τον πρωθυπουργό του, Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, κι΄έλεγε κάποτε γι΄αυτόν: «Είναι ο μόνος που δεν με λύπησε ποτέ!»
Η ευστροφία του Γεωργίου ήταν εξαιρετική. Ποτέ του δεν έπαιρνε μιαν απόφαση σε ώρα θυμού. Γι΄αυτό και πέτυχε στην μακρόχρονη βασιλεία του, όσα δεν κατόρθωσε να πετύχει ο Όθωνας.
Το παλάτι, το κυβερνούσε τότε δικτατορικά, ο Δανός κόμης Γουλιέλμος Κάρολος Σπόνεκ, τέως υπουργός στην πατρίδα του, που τον είχε στείλει με το νεαρό γιο του στην Ελλάδα, ο βασιλεύς της Δανίας Χριστιανός Θ΄, ως ιδιαίτερο σύμβουλό του. Και είχε εγκατασταθεί στο μεγάλο παλάτι στην Αθήνα, με την οικογένειά του, για να βρίσκεται πάντα κοντά στο Γεώργιο.
Δανοί υπασπιστές του ήταν ο Φουγγ, ο Γκύλντερκρον και ο Λεττ.
Έλληνες υπασπιστές και διαγγελείς τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν, ο αντισυνταγματάρχης Σκαρλάτος Σούτσος, αυλάρχης, και οι ανώτεροι αξιωματικοί: Γεράσιμος Μεταξάς, Δημήτρης Παπαδιαμαντόπουλος, Νικόλαος Σταματέλος, Δημήτρης Σαχτούρης, Τιμολέων Βάσσος, Δημήτρης Κριεζής, Χρήστος Γρίβας, Πάνος Κολοκοτρώνης και Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Όλοι τους σχεδόν γιοι ηρωικών Καπεταναίων του Ιερού Αγώνα.
Για να ψυχαγωγήσουν το νεαρό βασιλιά, πολλοί από τους διαλεχτούς της Αθηναϊκής τότε κοινωνίας – και πιο πολύ οι Φαναριώτες – όπως και οι πρεσβευτές της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Δανίας, άρχισαν να προσκαλούν τον Γεώργιο στους μεγάλους χορούς και δεξιώσεις που έδιναν στα αρχοντικά τους.
Ο πρώτος επίσημος χορός που ο Γεώργιος τίμησε με την παρουσία του, δόθηκε στο παλατάκι του πρίγκιπα Ιωάννου Σούτσου, καθηγητού της «Πλουτολογίας» , όπως ονόμαζαν τότε την έδρα της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, γιου του Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, Αλέξανδρου Σούτσου, που βρισκόταν στην εξοχική τότε τοποθεσία κάτω από τον Άγιο Μελέτιο, όπου χαράχτηκε αργότερα η οδός Αχαρνών.
Ονομαστός ήταν τότε ο ανθόκηπός του, ο πορτοκαλεώνας του και το δασύλλιο των πεύκων που κύκλωνε το αρχοντικό του.
Στα σαλόνια του Σούτσου, είχαν προσκληθεί εκείνη τη βραδιά όλοι οι ξένοι πρεσβευτές, η Κυβέρνηση, οι τελευταίοι στη ζωή Αγωνιστές του Εικοσιένα, οι ξεχωριστοί τότε στα γράμματα και στις επιστήμες, και όλα τα «μεγάλα» ονόματα της Αθήνας.
Όπως έγραφε στο ημερολόγιό της μια Αθηναία αρχόντισσα, ανάμεσα στους στρατηγούς με τις λαμπρές στολές, στους φρακοφορεμένους πρεσβευτές, στους σεβαστούς φουστανελοφόρους Αγωνιστές ξεχώριζες: το ναύαρχο Κανάρη, τον πρίγκιπα Μουρούζη, τον στρατηγό Μακρυγιάννη, τον Κοζάκη Τυπάλδο, τον Γρηγόρη Καμπούρογλου, πατέρα του Δημήτρη Καμπούρογλου, τον Ορφανίδη, τον Δεληγιώργη και άλλους.
Και από τις αρχόντισσες της Αθήνας και τις «ωραίες» κόρες τους: την Κουντουριώτη, την Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την Ρόζα Μπότσαρη, την Δραγούμη, την Μαυροκορδάτου.
Όταν σε λίγο ανήγγειλαν την άφιξη του βασιλιά, οι προσκεκλημένοι άνοιξαν μια δίοδο για να περάσει με τον Σπόνεκ και τους άλλους αυλικούς του.
Και όλοι καμάρωναν τον Γεώργιο καθώς τους χαιρετούσε, για την λεβεντιά του, όταν ο οικοδεσπότης Ιωάννης Σούτσος, που τον υποδέχτηκε στην είσοδο, τον οδήγησε στο βάθος της σάλας για να του παρουσιάσει την οικογένειά του.
Καθώς τότε ο Γεώργιος τους χαιρετούσε, ξαφνικά στάθηκε σαν μαρμαρωμένος μπροστά στην κόρη του οικοδεσπότη, την Ευφροσύνη – και χαϊδευτικά για όλους τότε Φρόσω – και την κοιτούσε σαν μαγεμένος….
Τόση ήταν η εντύπωση που του έκανε η ομορφιά κι΄η αρχοντιά της. Και αφού συνήλθε απ΄την συγκίνησή του και της ψιθύρισε λίγα λόγια για τη μεγάλη χαρά της γνωριμία της, την άφησε λίγο για να τον παρουσιάσει ο Σούτσος στους άλλους καλεσμένους του. Πάλι όμως ο Γεώργιος, γυρίζοντας στην Ευφροσύνη, της ζήτησε τον πρώτο της χορό.
Οι αυλικοί και ο Σπόνεκ που παρακολουθούσαν το τόσο ταιριαστό εκείνο ζευγάρι να χορεύει, άρχισαν να το σχολιάζουν. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν δει το νεαρό βασιλιά τόσο ευτυχισμένο. Ως τις πρωινές ώρες που κράτησε εκείνος ο χορός, ο Γεώργιος χόρεψε πολλές φορές με την Ευφροσύνη και βρισκόταν σχεδόν πάντα κοντά της.
Την άλλη μέρα, κατά την συνάντησή του με τον πιστό του Θων, τον τράβηξε από τους πολλούς αυλικούς, τον έφερε από την πλαϊνή σκάλα του Παλατιού στον Βασιλικό Κήπο – που ήταν τότε κλειστός για τον λαό – και δεν έπαυε με μια ξεχωριστή θέρμη να μιλάει για την εξαίσια ομορφιά της Ευφροσύνης.
Οι Σούτσοι ξεκίνησαν τον 16ον αιώνα από το Σούλι, με την ονομασία τότε των Δράκων, από τον γενάρχη της Σουλιώτικης εκείνης φάρας και αρχιαρματολό Πούλιο Δράκο, που με τους Τζαβελαίους, τους Μποτσαραίους κι΄άλλους γενναίους πατριώτες, θεμελιώσανε τα ελεύθερα Ηπειρωτικά καστροχώρια του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού.
Με τις γενιές που περνούσαν, οι απόγονοι των Δράκων εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και πήραν πλέον την ονομασία των Σούτσων ή των Σούτζων. Η ονομασία τους αυτή, έγινε από την τούρκικη λέξη «Σουτζής» που σημαίνει διανομεύς νερού, καθώς ένας από τους Δράκους, είχε διοριστεί από τον Σουλτάνο, με προνόμιο, υπεύθυνος για την ύδρευση της Πόλης.
Από την οικογένεια των Σούτσων χάρη στην ανώτερη μόρφωση και τη δημιουργική τους πνοή, ξεχώρισαν πολλοί σε ανώτατες θέσεις ηγεμόνων, μεγάλων διερμηνέων, μεγάλων Λογοθετών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και με τους γάμους τους συγγένεψαν με τις ξακουστές Φαναριώτικες οικογένειες των Κατατζάδων, των Μαυροκορδάτων κι΄άλλων.
Από τους πέντε κλάδους του οικογενειακού δέντρου των, πολλά μέλη διέπρεψαν στην Ελλάδα. Όπως οι λογοτέχνες Αλέξανδρος, Παναγιώτης και Ελίζα Σούτσου, ο δήμαρχος της Αθήνας, Δημήτριος Σούτσος, ο Σκαρλάτος Σούτσος (αδερφός του πατέρα της Ευφροσύνης) που εκτός από αξιωματικός του πυροβολικού και καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων, διετέλεσε και αυλάρχης του Γεωργίου Α΄.
Πολλά ήταν επίσης τα μέλη της οικογένειας των Σούτσων που είχαν ολόψυχα εργαστεί, μυστικά βέβαια, για την απελευθέρωση του Ελληνισμού από τον Οθωμανικό ζυγό, και που διέθεσαν την ατομική τους περιουσία για την Επανάσταση του Εικοσιένα. Προδόθηκαν όμως και άλλοι ρίχτηκαν σε σκοτεινά μπουντρούμια, και άλλοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από κρεμάλα ή αποκεφαλισμό.
Η Ευφροσύνη Σούτσου ήταν εγγονή του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, Αλέξανδρου Σούτσου (1758-1821), από την πλευρά του πατέρα της, αλλά και του Μιχαήλ Σούτσου ηγεμόνα πάλι της Μολδαβίας (1778-1864), από την πλευρά της μητέρας της.
Ένα απόγευμα ξεφεύγοντας ο Γεώργιος από τις ακροάσεις του, ξεκίνησε για μια εκδρομή με το άλογό του προς το Φάληρο, μαζί με τους υπασπιστές του, Μπότσαρη και Φουγγ. Φτάνοντας κοντά στην θάλασσα και καθώς οι τρεις άνδρες θαύμαζαν το παραθαλάσσιο τοπίο, άκουσαν από μακριά ποδοβολητά αλόγων. Και ξαφνικά είδαν να προβάλουν τρεις κομψές αμαζόνες και να σταματούν σε μια μικρή απόσταση τ΄άλογά τους για να χαρούν την αύρα της θάλασσας. Ο βασιλιάς αναγνώρισε μεταξύ των τριών γυναικών την αγαπημένη του Ευφροσύνη. Χωρίς να χάσει τότε καιρό τις πλησίασε και τις χαιρέτησε. Τους μίλησε ελληνικά για να τους δείξει την πρόοδο που είχε κάνει στην εκμάθηση της δύσκολης γλώσσας της νέας του πατρίδας, αλλά και για να κάνει καλή εντύπωση στην Ευφροσύνη.
Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ο βασιλιάς πρότεινε να τις συνοδεύσει μαζί με τους υπασπιστές του μέχρι την Αθήνα. Στις Κολώνες του Ολυμπίου Διός, οι κοπέλες τους χαιρέτησαν και τράβηξαν για τα αρχοντικά τους, ενώ οι τρεις άνδρες προχώρησαν για το παλάτι.
Ο Γεώργιος και η Ευφροσύνη είχαν την ευκαιρία να ξανασυναντηθούν σε χορούς Πρεσβειών, σε εκδρομές σε κοντινά χωριά της Αθήνας, αλλά και σε επισκέψεις του βασιλιά στο αρχοντικό της Ευφροσύνης.
Μια μέρα που συναντήθηκαν στην Ακρόπολη ο Γεώργιος της είπε απρόσμενα: «Αυτές τις μέρες θα έρθω να σε ζητήσω σε γάμο από τους γονείς σου».
«Αληθινά!…. Θα ήταν για μένα μια ονειρεμένη ευτυχία. Όμως, συγχωρείστε με. Δεν μου είναι δυνατόν να το πιστέψω. Δεν μπορώ… » του απάντησε η Ευφροσύνη.
Ο διάλογος αυτός έχει διασωθεί στο «Ημερολόγιο» της Ευφροσύνης, που διατήρησε η αδερφή της, Ρωξάνη Τυπάλδου- Κοζάκη.
Την ίδια εποχή σ΄όλη την Αθήνα δεν μιλούσαν παρά για το ειδύλλιο του Γεωργίου με την Ευφροσύνη. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που θα ήθελαν να δουν να γίνεται βασίλισσα της Ελλάδος η εγγονή του Ηγεμόνα Άλεκ Βόδα Σούτσου. Οι πιο πολλοί όμως έκριναν με δυσμένεια εκείνον τον έρωτα του βασιλιά τους γιατί ήθελαν για βασίλισσα μια πριγκίπισσα από μεγάλη ευρωπαϊκή δυναστεία.
Ο Σπόνεκ τότε ζήτησε από τον Γεώργιο ιδιαίτερη ακρόαση όπου τον πληροφόρησε πως πρέπει να διακόψει τον δεσμό του με την όμορφη κόρη του Ιωάννη Σούτσου, ο οποίος έθετε σε κίνδυνο τον νεοαποκτηθέντα θρόνο του. Δέχτηκε την οργισμένη άρνηση του Γεωργίου που του φώναξε:
-Και ποιος θα τολμήσει να εμποδίσει τον γάμο μου με την Ευφροσύνη;
-Εγώ,του απάντησε ο Σπόνεκ.
Ο Σπόνεκ πληροφόρησε γραπτώς τον πατέρα του Γεωργίου για την αισθηματική περιπέτεια του γιου του και την αντίδραση του ελληνικού λαού και της Κυβέρνησης και του ζητούσε την άμεση επέμβασή του πριν είναι πολύ αργά.
Ο βασιλιάς της Δανίας, Χριστιανός, έστειλε αμέσως στην Αθήνα τον αδερφό του, πρίγκιπα Ιωάννη, για να του μεταφέρει την αξίωση των γονέων του να διακόψει την σχέση του με την νεαρή Αθηναία. Πριν την άφιξη του πρίγκιπα Ιωάννη, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης πληροφόρησε και αυτός επισήμως τον Γεώργιο πως η Κυβέρνηση, η Βουλή και ο λαός ήταν αντίθετοι στα σχέδια γάμου του, ετοίμαζαν μάλιστα μεγάλη εξέγερση για να τον ματαιώσουν. Υπενθύμισε στον Γεώργιο πως σύμβολό του είχε το «Ισχύς μου η αγάπη του λαού». Ο βασιλιάς αρνήθηκε να συνεχίσει την συζήτηση και οργισμένος ανεχώρησε πρώτος από το γραφείο του χωρίς καν να χαιρετίσει τον Πρωθυπουργό. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Βούλγαρης πληροφόρησε τον αυλάρχη του Γεωργίου πως η Κυβέρνηση σκόπευε την επόμενη ημέρα να υποβάλει την παραίτησή της…
Ο πρίγκιπας Ιωάννης από την Δανία έφθασε την επόμενη μέρα. Κλείστηκε με τον ανιψιό του στο ιδιαίτερο γραφείο του. Αν και ηλικιωμένος στεκόταν όρθιος μπροστά στον νεαρό μονάρχη της Ελλάδας και του είπε:
– Οι γονείς σου είναι πολύ δυστυχισμένοι με την τρελή σου αυτή ερωτική περιπέτεια. Και έχουν την αξίωση να διακόψεις αμέσως τις σχέσεις σου με την δεσποινίδα Σούτσου, και να της γράψεις ο ίδιος, πως ο γάμος σου αυτός είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Μην ξεχνάς πως είσαι βασιλιάς με υψηλά καθήκοντα. Για το καλό της Ελλάδος και την διασφάλιση του θρόνου σου πρέπει να κάνεις αυτή την θυσία.
Με που ολοκλήρωσε τα λόγια του του, προσκόμισε ένα λευκό φύλλο λευκού χαρτιού και του ζήτησε να γράψει το κείμενο με το οποίο θα πληροφορούσε τον καθηγητή, Ιωάννη Σούτσο, πατέρα της Ευφροσύνης, πως λύνει τις υποχρεώσεις του λόγου του προς την κόρη του.
Όταν η Ευφροσύνη διάβασε το γράμμα του Γεωργίου έγραψε στο ημερολόγιό της:
«Σάββατο. Η επίσκεψη του Φουγγ με την επιστολή του βασιλέως δεν με εξέπληξε. Γνώριζα ήδη την απόφασή του από τον θείο μου, τον αυλάρχη (Σκαρλάτο Σούτσο) από την χθεσινή νύχτα. Δεν λυπούμαι. Το πρόβλεπα. Ήταν μοιραίον. Ένα παραμύθι υπήρξε όλη αυτή η ιστορία. Την επιστολή του, αφού την διάβασα, την έδωσα πάλι στον Φουγγ και του είπα: – Μια επιστολή βασιλέως σαν αυτή δεν πρέπει να μένει σε ξένα χέρια. Αναγνωρίζω όλη την ειλικρίνεια στα γραπτά της Μεγαλειότητας του και τον ευγνωμονώ για την εκτίμηση που έτρεφε για μένα. Να του ευχηθείτε, εκ μέρους μου κάθε ευτυχίαν».
Υ.Γ. Η Ευφροσύνη Σούτσου παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Σούτσο και πέθανε στην Αθήνα το 1917. Όσο για τον Γεώργιο η συνέχεια είναι γνωστή. Με τον γάμο του με την μεγάλη δούκισσα Όλγα Κονσταντίνοβνα της Ρωσίας, προσέφερε στον ελληνικό λαό μία αξιολάτρευτη βασίλισσα…..
βιβλιογραφία: Κώστα Δημητριάδη, Ένας αιώνας ρωμαντισμού, Εκδόσεις Εστία.
– Άλκη Ξανθάκη, Η Ελλάδα του 19ου αιώνα με τον φακό του Πέτρου Μωραΐτη.
– Grandes familles de Grèce, d΄Albanie et de Constantinople, Mihail-Dimitri Sturdza, Paris 1983, Ιδιωτική έκδοση του συγγραφέα.
Eπιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου