Tα δύο αυτά γράμματα εκπροσωπούν το παγκοσμίως γνωστό ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία. Οι Αμερικανοί επισκέπτες του ξενοδοχείου για λόγους συντομίας το αποκαλούσαν μόνο με τα αρχικά του γράμματα. Για το ξενοδοχείο αυτό ο γνωστός φιλέλληνας Γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ έγραφε χαρακτηριστικά: «Μετά τον Παρθενώνα, το περισσότερον γνωστόν κτίριον εις τας Αθήνας για τους ξένους, είναι ασφαλώς το ξενοδοχείον της «Μεγάλης Βρεταννίας». Και δεν είχε άδικο.
Η «Μπρετάννια» όπως την έλεγαν οι παλιοί Αθηναίοι εκτός των δικαίων εγκωμίων που έχει αποκομίσει εκ μέρους των ξένων που έχει φιλοξενήσει έχει και αξιόλογη ιστορία. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το όνομα του ξενοδοχείου αυτού είναι στενά συνυφασμένο επί εκατόν πενήντα περίπου χρόνια με την ζωή της Αθήνας και με όλα σχεδόν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της πρωτεύουσάς μας. Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τα υπόγειά του είχαν στεγάσει το υπό την αρχηγεία του Βασιλέως Γεωργίου Β΄Γενικόν Επιτελείον Στρατού, καθώς και τα γραφεία της Προεδρίας της Κυβερνήσεως.
Από εκεί εξεδόθη το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, το πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου αναφέροντας τα εξής: «Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5ης πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας ιδρύθηκε στα μέσα του 1866 από τον Σάββα Κέντρο αλλά σε διαφορετικό σημείο, σε οίκημα επί της Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας. Από το 1874 ο Κέντρος το μετέφερε στο κτίριο που βρισκόταν στις οδούς Πανεπιστημίου και Γεωργίου Α΄γωνία, όπου και εγκαταστάθηκε μονίμως. Στο κτίριο αυτό λειτουργούσε από το 1852 ως ξενών του εφοπλιστή Αντωνίου Δημητρίου, στον οποίον ανήκε το οίκημα. Τα σχέδια της βίλας του Δημητρίου ετοίμασε ο Δανός αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν σε ρυθμό Γαλλικής Αναγέννησης και τα ενέκρινε ο ίδιος ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄. Εκεί έμεναν οι διάφοροι επίσημοι επισκέπτες της Ελλάδος. Αυτό το κτίριο είχε το προνόμιο να βρίσκεται απέναντι από τα Ανάκτορα (το σημερινό κτίριο της Βουλής ) και τον Βασιλικό Κήπο. Εκεί μετέφερε το ξενοδοχείο του ο Σάββας Κέντρος. Η ξενοδοχειακή όμως τέχνη είναι ολόκληρη επιστήμη και ο Κέντρος είχε περιορισμένες γνώσεις. Ευτυχώς το 1878 εισήλθε στην επιχείρηση ο Ευστάθιος Λάμψας. Ο Ευστάθιος Λάμψας αντιπροσωπεύει στην μικρή κοινωνία των Αθηνών παράδειγμα φιλοπρόοδου και ικανού Έλληνα. Πολύ νέος ο Λάμψας προσλαμβάνεται ως μάγειρας στο παλάτι του Γεωργίου Α΄ και γρήγορα διακρίνεται για το ταλέντο του και την εργατικότητά του. Τόσο που ο ίδιος ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄αποφασίζει να τον στείλει στο Παρίσι προκειμένου να εμβαθύνει τις γνώσεις του στην γαστρονομία. Στο Παρίσι θα γνωρίσει και την μέλλουσα σύζυγό του Παλμύρα Παλφρουά. Παντρεύονται και επιστρέφουν στην Ελλάδα. Στην γαλλική πρωτεύουσα ο Λάμψας είχε την τύχη να γνωρισθεί με τον βαθύπλουτο Έλληνα του Λονδίνου Παύλο Σκυλίτση, θείο της Έλενας Βενιζέλου και τον γνωστό Ισραηλίτη τραπεζίτη Οππενχάιμ. Αυτοί εκτίμησαν τις ικανότητές του και τον ενίσχυσαν λίγο καιρό αργότερα με ένα υπέρογκο δάνειο ύψους 800.000 δραχμών! Το 1878 ο Σάββας Κέντρος συνεταιρίζεται με τον Στάθη Λάμψα. Λόγω της θέσης του ξενοδοχείου, διέμεναν σ’αυτό οι αυλικοί που συνόδευαν τους βασιλείς και πρίγκιπες που φιλοξενούνταν στο παλάτι ακριβώς απέναντι. Η μεγάλη πελατεία της εποχής είναι Άγγλοι που επισκέπτονται την Αίγυπτο, το Σουέζ και την Ινδία και κάνουν μια στάση στην Αθήνα για να γνωρίσουν τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Έτσι το ξενοδοχείο ονομάζεται «Βρεταννία». Λόγω του ότι η σύζυγος του Λάμψα είναι Γαλλίδα το όνομα αποδίδεται στα γαλλικά. Με την συνεργασία του Σάββα Κέντρου και του Στάθη Λάμψα αρχίζει η αλματώδης εξέλιξη της ξενοδοχειακής τους επιχειρήσεως. Σιγά-σιγά η «Μεγάλη Βρεταννία» αναδεικνύεται ως το καλύτερο ξενοδοχείο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η καλή συνεργασία των δύο συνεταίρων κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια, κατά το διάστημα των οποίων κατόρθωσαν να αγοράσουν από τους πολλούς κληρονόμους του Αντωνίου Δημητρίου το οίκημα σε συμφέρουσα τιμή. Όταν το 1888 ο Κέντρος πέθανε, ο Λάμψας αγόρασε το μερίδιο του συνεταίρου του από την χήρα του. Έτσι έγινε ο μόνος ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Το ίδιο έτος το ξενοδοχείο ήταν από τα πρώτα κτίρια της Αθήνας που ηλεκτροδοτήθηκε. Ο Λάμψας επεκτείνει το ξενοδοχείο στην οδό Πανεπιστημίου. Με τον εορτασμό της πεντηκοστής επετείου της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Αθηνών εγκαινιάζεται ο κοινωνικός ρόλος που θα διαδραματίζει έκτοτε στην Αθήνα.
Πρώτη φροντίδα του Λάμψα ήταν να οργανώσει νέο εστιατόριο πολυτελείας. Αυτή ήταν η αρχή των χρυσών ημερών του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία. Ακόμη και ο Γιώργος Σουρής , ο οποίος δεν ήταν καθόλου κοσμικός, έγραψε το παρακάτω ποιήμα στον «Ρωμιόν» του της 23 Νοεμβρίου 1891:
Τα «diners-dansants» που πρώτη καθιέρωσε η Μεγάλη Βρεταννία λαμπρύνουν τις μεγάλες της αίθουσες και γρήγορα αλλάζουν την εικόνα της νυχτερινής ζωής των Αθηνών. Το 1896, κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, στα δωμάτιά της θα καταλύσουν οι περισσότερες αντιπροσωπείες των ξένων κρατών και ανάμεσά τους ο ίδιος ο Ντεν Κουμπερντέν. Στην παλιά βεράντα που ήταν στην οδό Γεωργίου Α’, γνωστή ως «περόν» κανονίζονταν κάθε είδους ραντεβού, εμπορικά, φιλικά και πολλές φορές και αισθηματικά. Λόγω της κεντρικής θέσεως του ξενοδοχείου και του ήσυχου περιβάλλοντός του, τα παλιά χρόνια σε μία μικρή αίθουσα του, συναντιόντουσαν και οι μάρτυρες των μονομαχιών για να αποφασίσουν για τους όρους και να υπογράψουν τα πρωτόκολλα των υποψηφίων μονομάχων. Μια άλλη συνήθεια που επικρατούσε τα παλιά χρόνια ήταν η τέλεση γάμων στην μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου. Η στέψη των νεονύμφων δεν γινόταν όπως σήμερα στην εκκλησία αλλά στο σπίτι της νύφης. Όταν όμως η οικογένειά της δεν καταγόταν από την Αθήνα, οι γάμοι γινόντουσαν σ΄ ένα ξενοδοχείο. Αν οι γονείς των μελλονύμφων ήσαν εύποροι τότε άνοιγαν τα σαλόνια της Μεγάλης Βρεταννίας και πραγματοποιούντο γάμοι που άφηναν εποχή ενώ οι δημοσιογράφοι τούς περιέγραφαν στις εφημερίδες με κάθε λεπτομέρεια. Ένας πονηρός επιχειρηματίας εκμεταλλευόμενος την μεγάλη φήμη που είχε δημιουργηθεί για το ξενοδοχείο του Λάμψα, άνοιξε ένα άλλο με την ονομασία «Μικρά Βρεταννία» και ένας τρίτος επιχειρηματίας μιμήθηκε τον προηγούμενο και άνοιξε το ξενοδοχείο «Μικρά-Μεγάλη Βρεταννία». Το γραφείο του Ευσταθίου Λάμψα είχε γίνει κοινωνικό και πνευματικό κέντρο. Ακόμα και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης περνούσε από εκεί τα μεσημέρια αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί Αθηναίοι της εποχής εκείνης.
Το 1908 κατά την διάρκεια των εορτών του Πάσχα ο Στάθης Λάμψας γνώρισε τον μέλλοντα γαμπρό του, δημοσιογράφο της «Εστίας» Θεόδωρο Πετρακόπουλο. Το 1909 παντρεύεται την κόρη του Λάμψα, Μαργαρίτα. Ανήσυχο πνεύμα ο Πετρακόπουλος κερδίζει γρήγορα την εύνοια του Βενιζέλου και όλη η Αθήνα ξέρει καλά ότι στα σαλόνια της Μεγάλης Βρεταννίας δίνονται μνημειώδεις «μάχες» ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον βασιλέα Κωνσταντίνο, διάδοχο του Γεωργίου Α΄, τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. Εξάλλου ο διάδοχος Κωνσταντίνος στη δεξίωση που παρέθεσε η Γαλλίδα Κόμισσα Christine de Lanoy στις 21 Ιουνίου 1912 στο ξενοδοχείο, θα γνωρίσει την κόμισσα Πάολα φον Οστχάιμ που θα τον συντροφεύσει διακριτικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το 1918 η διοίκηση και η οργάνωση του ξενοδοχείου περνά αποκλειστικά στα χέρια του Πετρακόπουλου. Με την προτροπή του Βενιζέλου το 1919 αποφασίζεται η ίδρυση Ανωνύμου Εταιρείας στην οποία συμμετέχουν με τα κεφάλαιά τους μεγάλες Τράπεζες και ιδιαιτέρως η Εθνική, με σκοπό να δοθεί μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια στην επιχείρηση του ξενοδοχείου. Διευθυντής έγινε ο Ελβετός Ροδόλφος Σμιτ ο οποίος συνετέλεσε πολύ στην εξέλιξη του ξενοδοχείου και το ανέδειξε εφάμιλλο των ευρωπαϊκών «Παλλάς». Ο Σμιτ προσκαλούσε στο διαμέρισμά του τον τότε πρεσβευτή της Γαλλίας Κόμη Charles Chambrun με την σύζυγόν του πριγκίπισσα Marie Murat και τους προσέφερε λουκούλλεια γεύματα τα οποία ενθουσίαζαν τον Γάλλο Πρέσβη. Ανέφερε με ενθουσιασμό ότι πουθενά αλλού δεν είχε απολαύσει τόσο καλά μαγειρεμένα και εύγευστα εδέσματα όπως στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας. Τον Οκτώβριο του 1923 πεθαίνει ο Ευστάθιος Λάμψας. Από το 1924 είχε αρχίσει η ανέγερση της νέας πτέρυγας στην οδό Πανεπιστημίου στην οποία περιελήφθη και η οικία του αγωνιστού του 1821 και κατόπιν πολιτευτή Ρήγα Παλαμίδη και το παλαιό ζαχαροπλαστείο του Γιαννάκη, που μαζί με τον αντικριστό του Ντορέ, οι Αθηναίοι τα αποκαλούσαν «Δαρδανέλλια». Για να μην στερηθεί το ξενοδοχείο αρκετών δωματίων, εξ΄αιτίας των έργων ανέγερσης, ενοικιάστηκε το επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας, ανάκτορον του Πρίγκιπα Νικολάου και ονομάστηκε «Petit Palais». Tον Φεβρουάριο του 1925 άρχισε η λειτουργία της νέας πτέρυγας που περιελάμβανε 75 πολυτελή δωμάτια και 40 λουτρά. Το ξενοδοχείο διαθέτει πλέον κεντρική θέρμανση, τηλέφωνο και ασανσέρ.
Το 1930 εγκαινιάστηκε και η πτέρυγα στην οδό Βουκουρεστίου. Μέχρι το 1938, χρονιά που κτίζεται το διπλανό ξενοδοχείο King George, η Μεγάλη Βρεταννία φιλοξενεί κατ΄αποκλειστικότητα όλες τις μεγάλες προσωπικότητες που περνούν από την χώρα. Ευγενείς και πρίγκιπες, εφοπλιστές και διάσημους αστέρες του διεθνούς κινηματογράφου. Από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας αναχώρησε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής και μόλις έφθασε σπίτι του αυτοκτόνησε λόγω μιας παρεξηγήσεως που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτού και του Βασιλέως Γεωργίου Β’. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι κατακτητές το βεβήλωσαν και εγκατέστησαν διάφορες ανώτερες υπηρεσίες. Μετά την απελευθέρωση το ξενοδοχείο έγινε η κυβερνητική έδρα της πρώτης ελεύθερης κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Τον Δεκέμβριο του 1944 στεγάζεται η τότε ελληνική κυβέρνηση και το αγγλικό Στρατηγείο. Το ΕΑΜ τοποθέτησε εκρηκτικά στα θεμέλια του ξενοδοχείου με σκοπό να το ανατινάξει, θέλοντας επίσης να δολοφονήσει και τον Τσόρτσιλ, που είχε καταλύσει εκεί για να συναντηθεί με τον Παπανδρέου επισκεπτόμενος την Αθήνα, όμως η επιχείρηση ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή.
Με την λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου το ξενοδοχείο άρχισε να ανασυγκροτείται. Τον 1956 άρχισε η κατεδάφιση του αρχικού κτιρίου και ξαναχτίζεται εκ θεμελίων από τον αρχιτέκτονα Κώστα Βουτσινά διατηρώντας όλα τα υφολογικά στοιχεία του παλιού κτιρίου και δίνεται έμφαση στις αναγεννησιακές όψεις του μεγάρου. Η νέα είσοδος σε μέγεθος και πολυτέλεια ήταν από τις πιο καλαίσθητες της Ευρώπης. Στις 12 Δεκεμβρίου 1959 έγιναν τα επίσημα εγκαίνια με μεγάλη λαμπρότητα. Στην βασιλική σουίτα του πέμπτου ορόφου επιλέγονται τα μέλη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατοικεί εκεί τους τέσσερις πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης. Από το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απευθύνει το μήνυμά του στον ελληνικό λαό επιστρέφοντας συγκλονισμένος από την Κύπρο αμέσως μετά τον «Αττίλα». Τελευταία επέμβαση που γίνεται στο ξενοδοχείο είναι η δημιουργία του G.B. Corner το 1976. To 2003 το ξενοδοχείο έκλεισε για ένα χρόνο και με μια επένδυση 82 εκατομμυρίων ευρώ ανακαινίστηκε ολοσχερώς και ξαναβρήκε την παλιά του δόξα. Το εκσυγχρονισμένο πλέον κτίριο έχει 324 δωμάτια, συμπεριλαμβανομένης της βασιλικής σουίτας εμβαδού 400 τετραγωνικών μέτρων. Αν και η Αθήνα έχει πλέον αποκτήσει πολλά σύγχρονα, πολυτελή και μεγάλα ξενοδοχεία, η Μεγάλη Βρεταννία συνεχίζει να προσελκύει βασιλείς και δημοφιλείς σταρ ενώ αποτελεί σημείο συνάντησης πολλών Αθηναίων. Η ατμόσφαιρα της Μεγάλης Βρεταννίας σου δίνει την αίσθηση πως φυλάσσει καλά κρυμμένα μυστικά. Ως μία «μεγάλη κυρία» ήξερε να είναι πάντα σιωπηλά ουσιαστική αλλά και διακριτικά περιζήτητη. Το προσωπικό είναι ευγενέστατο και πολύ περιποιητικό συνεχίζοντας την παλιά παράδοση και ίσως μιά αρχή των ευγενών που σίγουρα ο Γεώργιος Α΄ έμαθε στον παλιό του μάγειρα: «Noblesse oblige».
Στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας κατέλυσε και ο τέως βασιλέας της Ελλάδος με την σύζυγό του Άννα Μαρία την περίοδο των εορτασμών της χρυσής επετείου των γάμων τους. Όμως την ίδια χρονική περίοδο διέμενε στην βασιλική σουίτα του ξενοδοχείου και η Lady Gaga. Εντελώς τυχαία η τέως βασίλισσα της Ελλάδος συναντήθηκε με μια άλλη και από πολλούς αμφισβητούμενη βασίλισσα της ποπ μουσικής. Ο Μηνάς Γκούμας περιέγραψε πολύ εύστοχα την συγκατοίκησή τους με το παρακάτω κείμενο: «Δώρο για τα πενήντα χρόνια γάμου, του ήρθε του βασιλιά Κωνσταντίνου στην είσοδο του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας όταν βρέθηκε μούρη με μούρη με την Γκάγκα, όπου στην αρχή δεν πολυκατάλαβε τι γινόταν μ΄όλον αυτόν τον κόσμο, η δε Άννα Μαρία, αφού είδε μία να βγαίνει με τα χέρια στην ανάταση και μία τιάρα με νεκροκεφαλές, ρωτούσε τον κόσμο τι γινόταν και ποια είναι αυτή η μουρλέγκω»!! Η Γκάγκα σίγουρα δεν πήρε χαμπάρι τους Βασιλείς, άσε που δεν θα γνωρίζει καν την ύπαρξή τους. Πάντως απ΄ότι φάνηκε, διασκέδασαν οι δικοί μας αρκετά μ΄αυτήν την συνάντηση. Δύο βασίλισσες …. η κάθε μία στον χώρο της!!!
Κείμενο: Τέπη Πιστοφίδου
Βιβλιογραφία: Δημητρίου Σκουζέ, Η Αθήνα που έφυγε, Bιβλίο Πρώτο.
Έφης Χατζηιωαννίδου, Τρία Χρόνια χωρίς τη «Μεγάλη Βρεταννία», Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Ιστότοπος του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετάννια