Η Ελλάδα ως Βασίλειο από το 1832 είχε «συμβολικά» βασιλικά διάσημα (royal regalia), όπως έχουν η Μεγάλη Βρετανία, η Δανία και άλλα κράτη με πολίτευμα την βασιλευομένη δημοκρατία.
Τα διάσημα αυτά: στέμμα, σκήπτρο και ξίφος παρέμειναν άγνωστα στο ευρύ κοινό καθώς δεν χρησιμοποιήθηκαν τελετικά κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, και από το 1862 επέστρεψαν και πάλι στην Ελλάδα το 1959.
Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Η κατασκευή τους έγινε μετά από παραγγελία του Βασιλιά Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα, τον Απρίλιο του 1835, για να αποδοθούν στο νεαρό βασιλιά κατά στη στέψη του, η οποία θα γινόταν, την ίδια χρονιά, με την ενηλικίωσή του.
Την κατασκευή της κορώνας και του σκήπτρου ανέλαβε το ατελιέ χρυσοχοΐας «Fossin et Fills» στο Παρίσι, το οποίο ασχολείτο και με τη δημιουργία κοσμημάτων. Προηγουμένως, ο ίδιος οίκος είχε κατασκευάσει τα εμβλήματα του Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ καθώς και βασιλέων – εξ ου και δικαιούτο να επιδεικνύει τη διάκριση «Joaillier du Roi» (Βασιλικός Χρυσοχόος). Για την κατασκευή του ξίφους συνεργάστηκαν οι Fossin με τον ξιφοποιό και κατασκευαστή όπλων πολυτελείας Jules Manciaux.
Ωστόσο, το πλοίο που τα μετέφερε δεν έφτασε εγκαίρως στην Ελλάδα και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ η στέψη του Όθωνα στον Ιερό Ναό της Αγ. Ειρήνης που είχε προγραμματιστεί για την 1η Ιουνίου.
Ο Όθωνας αποχωρώντας, τον Οκτώβριο του 1862, από την Ελλάδα πήρε μαζί του τα εμβλήματα του θρόνου, καθώς ποτέ δεν αποδέχθηκε την έξωση του ούτε και παραιτήθηκε από το θρόνο. Από τότε και έως το 1959 βρίσκονταν στον κάστρο Χοχενσβανγκάου στο Μόναχο.
Το 1956, ο Βασιλεύς των Ελλήνων Παύλος εκδήλωσε την επιθυμία να επιστραφούν τα βασιλικά διάσημα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1959, με αφορμή την πανηγυρική τελετή που θα γινόταν στα Ανάκτορα για τη συμπλήρωση 125 ετών από την επίσημη είσοδο του Όθωνα στην πόλη και την ανακήρυξη της «ως Πρωτευούσης του Κράτους».
Ύστερα από τη μεσολάβηση μακράς αλληλογραφίας μεταξύ πρεσβείας Βόννης (πρεσβευτής Θ. Υψηλάντης) και ΥΠΕΞ (Ευ. Αβέρωφ) για την επίλυση σειράς διαδικαστικών θεμάτων, ο αρχηγός του Οίκου των Βίττελσμπαχ, Δούκας Αλβέρτος, προσέφερε τα εμβλήματα του Θρόνου ξανά στην Ελλάδα τα οποία έφθασαν το απόγευμα της 18ης Δεκεμβρίου 1959 στην Αθήνα με πτήση της Lufthansa συνοδευόμενα από τον Πρίγκιπα Μαξιμιλιανό-Εμμανουήλ της Βαυαρίας και τον διευθυντή εθιμοτυπίας της κυβέρνησης του κρατιδίου, Βαρώνο Φον Μπράντ.
Με ανακοίνωσή της η Β΄ Πολιτική Διεύθυνση του ΥΠΕΞ ειδοποιούσε το «Μέγα Βασιλικόν Αυλαρχείον» ότι «την 18ην τρέχοντος μηνός και ώραν 18 και 15 αφιχθή Αθήνας διά Lufthansa συνοδευόμενος υπό Διευθυντού Εθιμοτυπίας Κυβερνήσεως Βαυαρίας Βαρώνου Von Βrand η Α.Β.Υ. Πρίγκιψ Μax Βαυαρίας όστις ενετάλη υπό του πατρός του Δουκός της Βαυαρίας να επιδώση Α.Μ. Βασιλέα κειμήλια στέμματος. Η εις Μόναχον επιστροφή προβλέπεται διά την 22αν Δεκεμβρίου» (ΑΠ 57991, 4 Δεκεμβρίου 1959).
Ο γιος του Αλβέρτου, Πρίγκιπας Μαξιμιλιανός-Εμμανουήλ της Βαυαρίας παρέδωσε, σε μια συμβολική ημέρα για το ελληνικό κράτος και την πρωτεύουσά του, τα βασιλικά διάσημα στον Βασιλιά Παύλο.
Η παράδοση των βασιλικών διασήμων έγινε σε πανηγυρική τελετή στην Αίθουσα του Θρόνου των Ανακτόρων Αθηνών στις 20 Δεκεμβρίου παρουσία της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και μελών του υπουργικού συμβουλίου, επισήμων και εκπροσώπων των τριών ενόπλων δυνάμεων.
Λίγο μετά τις 12:00 το μεσημέρι εκείνης της Κυριακής εισήλθαν στην αίθουσα του θρόνου ο Βασιλεύς Παύλος και η Βασίλισσα Φρειδερίκη ακολουθούμενοι από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, την Πριγκίπισσα Σοφία, την Πριγκίπισσα Ειρήνη και τον Πρίγκιπα Πέτρο.
Λίγα λεπτά αργότερα εισήλθαν ο Πρίγκιπας Μαξιμιλιανός συνοδευόμενος από τον Βαρώνο Φον Μπράντ. Ακολούθησε ο υποπτέραρχος Ποταμιάνος, φέροντας το ξίφος του Όθωνος, ο αντιστράτηγος Δόβας, φέροντας το στέμμα, και ο αντιναύαρχος Λάππας, φέροντας το σκήπτρο.
Στην αντιφώνηση του προς τον Πρίγκιπα Μαξιμιλιανό, ο Βασιλεύς Παύλος είπε: «Η μνήμη του Βασιλέως Όθωνος παραμένει πάντοτε ζωντανή στην Ελλάδα διότι ο Όθων ήταν Έλληνας πριν έλθει στην Ελλάδα. Έφθασε πλήρης ελληνικού πνεύματος και έθεσε ως βασιλεύς τις βάσεις του ελληνικού κράτους».
Στις 22 Δεκεμβρίου, ημέρα Τρίτη, η εφημερίδα «Ελευθερία» περιελάμβανε μια σύντομη αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός. Τίτλος: «Τα εμβλήματα του Οθωνα παρεδόθησαν προχθές εις τον βασιλέα Παύλον». Το ρεπορτάζ είχε ως εξής: «Εις την μεγάλην αίθουσαν των ανακτόρων εγένετο την μεσημβρίαν της Κυριακής η τελετή της παραδόσεως εις τον Βασιλέα των εμβλημάτων του Οθωνος. Εις την τελετήν παρέστησαν ο πολιτικός και στρατιωτικός οίκος του Βασιλέως, η Αυλή της Βασιλίσσης και οι υπασπισταί του Διαδόχου, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως κ.ά. Εις το μέσον της αιθούσης και επί αναβάθρου κεκαλυμμένου υπό πορφυρού τάπητος ήσαν τοποθετημένοι οι θρόνοι του Βασιλέως και της Βασιλίσσης.
Ο Πρίγκιψ Μαξιμιλιανός προσεφώνησε τον Βασιλέα ειπών μεταξύ άλλων ότι εξ ονόματος του Πατρός του, Δουκός Αλμπρεχτ της Βαυαρίας, Αρχηγού του Οίκου των Βιτελσβάχων, παραδίδει τα εμβλήματα του αδελφού του προπάππου του, Βασιλέως Οθωνα Α’ της Ελλάδος. “Ο μην ούτος”, συνέχισε, “συμπίπτει με την 125ην επέτειον της εισόδου του νεαρού Βασιλέως εις την πόλιν των Αθηνών, ήτις είχεν ορισθή ως πρωτεύουσα. Ο Βασιλεύς απαντών είπεν ότι η μνήμη του Βασιλέως Οθωνα παραμένει πάντοτε ζωντανή εις την Ελλάδα, διότι ο Βασιλεύς Οθων Α’ ήτο Ελλην πριν έλθη εις την Ελλάδα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ δεν αξίωσε ποτέ την κατασκευή βασιλικών διασήμων και δε δέχθηκε προτάσεις για τελετή στέψεως το 1864. Το ίδιο έπραξαν και οι επόμενοι πέντε βασιλείς των Ελλήνων. Ερωτηθείς ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ για τα βασιλικά διάσημα της χώρας του, απάντησε: «Τα Ιόνια νησιά είναι τα μόνα κοσμήματα που φέρνω μαζί μου».
Τα βασιλικά εμβλήματα, τα οποία χυτεύτηκαν και σφηρηλατήθηκαν σε ευγενή μέταλλα – χρυσό, επιχρυσωμένο μέταλλο και ίσως εν μέρει αργυρό χαρακτηρίζονται από την υψηλή τέχνη των κατασκευαστών τους αλλά οι συμβολισμοί των διακοσμητικών τους στοιχείων που παραπέμπουν στην Ελλάδα είναι σημαντικοί. Ακολουθούσαν τυπικά, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, εκείνα του βασιλείου της Βαυαρίας – με δύο βασικές διαφορές: δεν υπήρχε η σφαίρα του κόσμου στο σύνολο των εμβλημάτων και δεν συγκαταλέγεται στέμμα της βασίλισσας (το 1835 ο Όθωνας ήταν ακόμη άγαμος, νυμφεύτηκε την Αμαλία Φον Όλντενμπουργκ μόλις το 1836).
Το Στέμμα
Υλικό: Χρυσός και επιχρυσωμένο μέταλλο, σμάλτο, βελούδο. Διαστάσεις: Ύψος 25 εκ., Μέγ. Διάμετρος 29 εκ.
Το στέμμα είναι λιτό τόσο ως προς τη βασική μορφή, όσο και ως προς τη διακόσμηση του, ενώ διατηρεί το συνηθισμένο τύπο της ανοιχτής τοξωτής κορώνας: φέρει στεφάνι διακοσμημένο με φυτική ταινία που παραπέμπει σε δάφνινο στεφάνι. Στο σημείο αυτό υπάρχει επίθετη επιγραφή με την υπογραφή του καλλιτέχνη. Από εκεί υψώνονται οκτώ τόξα με έντονη κλίση και αποκτούν έτσι ένα ιδιαίτερα θολωτό σχήμα, διακοσμημένα με αρχαιοπρεπή φύλλα άκανθας και λεοντοκεφαλές, από τα οποία φύονται αντίστοιχα οκτώ τοξωτά στελέχη σε σχήμα κλαδιών φοίνικα. Η όλη σύνθεση ενώνεται στο κέντρο όπου σχηματίζεται η επίστεψη του στέμματος με την υδρόγειο σφαίρα, κάτω από τον σταυρό ο οποίος εδώ αποτελείται από τρεις απολήξεις – με τη μορφή σταυρού σε σχήμα τριφυλλιού.
Οι μορφές διακόσμησης έχουν αναμφισβήτητα σαφείς αναφορές στην Ελλάδα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα φύλλα δάφνης, τα οποία – με τη μορφή δύο κλαδιών – αποτελούν και το μικρό οικόσημο του ελληνικού βασιλείου.
Σε γενικές γραμμές τα ελληνικά βασιλικά εμβλήματα, με τη χαρακτηριστική απλούστευση στη μορφή καθώς και με την έλλειψη πολύτιμων λίθων, παρουσιάζουν ομοιότητα με τα εμβλήματα των Κάτω Χωρών, τα οποία κατασκευάστηκαν μεταξύ του 1815 και του 1840.
Γενικά διαπιστώνεται ότι ο σχεδιασμός των βασιλικών εμβλημάτων της Ελλάδος είναι
πιο αυστηρός και πιο συγκρατημένος σε σχέση με το πρότυπο των αντίστοιχων βαυαρικών, τα οποία κυρίως λόγω της σχεδίασης τους από τον αρχιτέκτονα Charles Percier φέρουν έντονα τα στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μορφής. Αυτό ανταποκρίνεται στην προσπάθεια του Βασιλιά Όθωνα, όπως αναφέρει σε μια επιστολή του στον αρχιτέκτονα Friedrich von Gartner ενόψει της κατασκευής του βασιλικού ανακτόρου στην Αθήνα, να «αποφευχθεί η μεγαλοπρέπεια και να δοθεί προσοχή μόνο στο να συνδεθεί […] η ευγενής ευπρέπεια με την επιδιωκόμενη απλότητα».
Το Σκήπτρο
Υλικό: Χρυσός και επιχρυσωμένο μέταλλο, σμάλτο. Διαστάσεις: Ύψος 78 εκ., Μέγ. Πάχος 7,4 εκ.
Το σκήπτρο αποτελείται από τρία επιμήκη στελέχη που ενώνονται με κομβία διακοσμημένα. Στην επίστεψη φέρει στέμμα ολόγλυφο που στο εσωτερικό έχει διακόσμηση με σμάλτο. Στο ανώτερο κυβικό κομβίο σύνδεσης εναλλάσσεται διακόσμηση, με το μονόγραμμα του Όθωνα και σμάλτο με λευκό σταυρό. Στην ένωση των κεραιών διακρίνονται τα χρώματα της βαυαρικής σημαίας. Ακολουθεί στέλεχος, χωρίς διακόσμηση και κομβίο με αντίστοιχη διακόσμηση, όπου αντί για το μονόγραμμα του Όθωνα απεικονίζονται ολόσωμοι αντωποί λέοντες. Το κεντρικό στέλεχος είναι ολόκληρο διακοσμημένο με φυτική διακόσμηση άκανθας. Το κατώτερο στέλεχος απολήγει σε σφαίρα με φυτική διακόσμηση. Σε αυτό το σημείο είναι εγχάρακτη η επιγραφή του κατασκευαστή.
Το Ξίφος
Υλικό: Χρυσός και επιχρυσωμένο μέταλλο, σμάλτο, lapis lazuli. Διαστάσεις: Ύψος 92 εκ., Πλάτος 12,7 εκ.
Το ξίφος φέρει περίτεχνα διακοσμημένη λαβή και θήκη, όπου κυριαρχούν τα φυτικά και ζωικά μοτίβα. Η λαβή σχηματίζεται από λαζουλίτη λίθο με σφαίρωμα σχήμα κορώνας και απολήγει σε κομβίο, όπου απεικονίζονται ανάγλυφα δύο γυναικείες μορφές. Η διακόσμηση συνεχίζεται και στον σταυρό που σχηματίζουν τα οριζόντια στελέχη του δακτυλοφύλακα. Η θήκη φέρει στο άνω άκρο ανάγλυφο το μονόγραμμα του Όθωνα και ακολουθεί το εθνόσημο της Ελλάδας, σε σμάλτο. Στην πίσω όψη διαμορφώνεται διάχωρο με την επιγραφή του κατασκευαστή. Οι οπές για την ανάρτηση του ξίφους σχηματίζονται από ελισσόμενα φίδια. Η όλη σύνθεση περικλείεται από λεπτή ζώνη με λεοντοκεφαλές. Κοντά στη βάση της θήκης διακρίνεται παράσταση με γυναικεία μορφή, μάλλον η Νίκη, που περιβάλλεται από μετάλλιο σε σχήμα φοίνικα, ενώ στο βάθος διακρίνονται πολεμικά τρόπαια. Στη χαμηλότερη διακοσμητική ζώνη και των δύο όψεων, επίθετη διακόσμηση με δελφίνια που ελίσσονται γύρω από τρίαινα.
🔷🔷🔷
Προ ημερών, ένας από τους μεγαλύτερους αστικούς μύθους της νεότερης Ελληνικής ιστορίας έλαβε τέλος μετά την ανακοίνωση από το υπουργείο πολιτισμού ότι τα βασιλικά εμβλήματα βρίσκονταν αποθηκευμένα στο Τατόι και δεν αγνοείται η τύχη τους.
Τα βασιλικά εμβλήματα, για τα οποία έχει γίνει πολύς λόγος και έχουν διατυπωθεί πολλές εικασίες και ιστορίες τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, που ξεπερνούσαν και τη πιο δημιουργική φαντασία, π.χ. ότι τα είχε πάρει μαζί της η ελληνική βασιλική οικογένεια στο εξωτερικό, εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών τεκμηρίωσης των πολιτιστικών αγαθών και κινητών αντικειμένων από στελέχη των αρμοδίων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού. Πολύ σύντομα θα εκτίθενται μονίμως στην Αίθουσα των Τροπαίων «Ελευθέριος Βενιζέλος»» στη Βουλή των Ελλήνων.