Τις Άγιες αυτές ημέρες των Χριστουγέννων ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και συγκεκριμένα στην εποχή της βασιλείας του Γεωργίου Α′ μέσα από τις αναμνήσεις του πρίγκιπος Νικολάου που καταγράφονται στα απομνημονεύματα του «Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου». Θα ταξιδεύσουμε μέσα από τις αφηγήσεις του Νικόλαου και θα δούμε τις ετοιμασίες που λάμβαναν χώρα στα Ανάκτορα των Αθηνών τις ημέρες των Χριστουγέννων όπου όλη η βασιλική οικογένεια συγκεντρωνόταν για να γιορτάσει μαζί αυτή τη ημέρα με ανταλλαγή δώρων και οικογενειακό δείπνο. Ένα ″ταξίδι″ νοσταλγικό που μας μεταφέρει σε όμορφες εποχές όπου οι λέξεις γίνονται εικόνες.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
«…Τον καιρό των Χριστουγέννων, ο νους μου ξαναγυρίζει στην Ελλάδα και παντός είδους ευτυχείς αναμνήσεις των παιδικών και νεανικών μου χρόνων επανέρχονται εις την μνήμην μου. Ο Πατέρας μου ήτο συναισθηματικός χωρίς επίδειξιν. Εσκέπτετο πάντα πως θα ημπορούσε να ευχαριστήσει κάποιον, πάντοτε αγοράζων κάποιο ενθύμιον είτε δια την Οικογένειαν του, είτε δια κανένα φίλον. Όταν εγύριζεν από ταξίδι, έφερε κιβώτια παντός είδους γεμάτα δώρα, τα οποία είχε διαλέξει με τη μεγαλειτέραν προσοχήν.
Ταύτα απεκρύπτοντο προσεκτικά μέχρι των Χριστουγέννων. Όταν το Χριστουγεννιάτικο δένδρο μετεφέρετο από το Τατόι και εστολίζετο και ετοποθετείτο εις την θέσιν του – πάντοτε εις την αίθουσαν των Ηρώων εντεύθεν της Αιθούσης του Θρόνου – όλα τα τραπέζια, ετοιμασμένα δια τον κανέναν μας, ήσαν συγκεντρωμένα απέναντι του Χριστουγεννιάτικου δένδρου.
Υπήρχον ένα μεγάλο τραπέζι για τον πατέρα και την μητέρα μου, και ένα για κάθε παιδί, βραδύτερον δε και δια τα συζύγους και τα παιδιά μας. Οι παραμάνες είχαν και αυταί το τραπέζι των. Ήσαν υπέρ τα εικοσιπέντε τραπέζια, κατά τα τελευταία χρόνια, και το καθένα φορτωμένον με πράγματα – βιβλία, βαλίτζας ταξιδίου, ασημικά για τα μελλοντικά νοικοκυριά μας. Που δεν είχε πάει ο πατέρας μου δια να αγοράσει όλα αυτά τα δώρα! Για την μητέρα μου αγόραζεν αμφιέσεις, επανωφόρια, και καπέλα από το Παρίσι. Είχεν επίσης ένα απόθεμα χρυσαφικών, καρφίτσες, περιδέραια και βραχιόλια δια τους περαστικούς ξένους ή ως αμοιβάς εις ειδικές περιστάσεις. όλον τον καιρόν που τα δώρα ητοιμάζοντο, μόνον ο πατέρας μου και ο οινοχόος είχαν τα κλειδιά, ουδείς δε, ούτε η μητέρα μου, επετρέπετο να εισέλθει εις το δωμάτιον. Εις τον οινοχόον εδίδομεν και τα ιδικά μας δώρα προς τους γονείς μας και τους αδελφούς και τας αδελφάς μας, λέγοντας εις αυτόν δια ποίον προωρίζοντο.
Την παραμονήν των Χριστουγέννων εις τας εξ, όταν όλα ήσαν έτοιμα, συνεκεντρούμεθα εις το δωμάτιον το παραπλεύρως εκείνου όπου το δένδρον και τα δώρα είχον τοποθετηθεί, και όλα τα φώτα εσβύνοντο. Την δεδομένην στιγμήν, ο πατέρας μου, πάντοτε τυπικότατος ως προς την ακρίβειαν, εσήμαινεν ένα κουδουνάκι και αι θύραι οπισθοχωρούν. Το μεγάλο δένδρο ήτο ένα φλόγισμα φωτός και εφαίνετο τέτοιο ακόμη περισσότερον, από το σκοτεινόν δωμάτιον μας. Ωμοίαζε προς φεγγοβόλημα της χώρας των παραμυθιών. Μόλις αντικρύζαμεν τα δώρα, όλοι ωρμούσαμεν και εξεβάλλομεν φωνάς από χαράν. Εφιλούσαμεν τότε τους γονείς μας δια την καλοσύνην των που μας έδιδαν τόσα καλά πράγματα.
Όταν τα παιδιά μας ήλθαν εις τον κόσμον τα τραπέζια ηυξήθησαν. Εφώναζαν και αυτά με χαράν, ακριβώς όπως ημείς όταν είμεθα παιδιά, και ήτο απόλαυσις να βλέπη κανείς του καθενός την ευτυχίαν.
Εις τας οκτώ εδειπνούσαμεν, κατόπιν δε η μητέρα μου μας επήγαινε να σκούσομεν την νυκτερινήν λειτουργίαν εις τον ναΐσκον μας και να «ευχαριστήσωμεν τον Θεόν δια τα ωραία πράγματα που μας είχε στείλει». Πριν μας οδηγήσουν βιαστικά εις το κρεββάτι μας, δεν ημπορούσαμεν να αντιστώμεν εις τον πειρασμόν να ρίψωμεν μιαν τελευταίαν ματιάν εις τα δώρα μας και να πάρωμεν ένα ή δυο από τα πιο αγαπημένα αντικείμενα μαζί μας στο κρεββάτι…»
Τα απομνημονεύματα του πρίγκιπα Νικολάου «Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου» επανεκδόθηκαν από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ.