Η μεγαλύτερη ίσως πυρκαγιά που εξεράγει ποτέ στο κέντρο της Αθήνας, ήταν αυτή τα Χριστούγεννα του 1909. «Θύμα» της, το κτήριο των Ανακτόρων, το κτήριο της σημερινής Βουλής.
Μια φωτογραφία σώζεται από τότε, και η οποία απεικονίζει τις δραματικές εκείνες στιγμές. Ανήκει σε ένα πελάτη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάνια». Λεγόταν Νίκος Πιλάβιος και μόλις είδε το παλάτι στις φλόγες έσπευσε να το φωτογραφήσει. Η φωτογραφία είναι εξαιρετικά σπάνια.
Η φωτιά εκδηλώθηκε παραμονές Χριστουγέννων και σβήστηκε δύο μέρες αργότερα. Στη θέση του λαμπρού κτιρίου υπήρχαν μαυρισμένοι τοίχοι και ερείπια. Η Βασιλική Οικογένεια απουσίαζε από το παλάτι. Είχε πάει για τις γιορτές στα θερινά ανάκτορα στο Τατόι. Κατέβηκε όμως σύσσωμη όταν ξέσπασε η πυρκαγιά για να διασώσει ότι μπορούσε από τη περιουσία της.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι έφταιξε. Άλλοι υποστήριξαν ότι ένα καντήλι «έκανε τη ζημιά» στο βασιλικό παρεκκλήσι, άλλοι… στοχοποιούν μια σόμπα του υπηρετικού προσωπικού.
Αυτό που προέκυψε από τη πυρκαγιά ήταν η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει τη κατάσταση. Επί τόπου έφθασε η Διλοχία Σκαπανέων και Πυροσβεστών που επιβεβαίωσε την ανυπαρξία της. Οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε γνώσεις, ούτε τα μέσα να αντιμετωπίσουν τη κατάσταση. Ο Άγγλος πρεσβευτής βλέποντας τη κατάσταση έστειλε δύναμη ναυτών από αγγλικά πολεμικά που ναυλοχούσαν στο Φάληρο.
Κι επειδή μερικά πράγματα είναι διαχρονικά δείτε μερικά από τα απίστευτα κι όμως… ελληνικά:
1. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι καταστράφηκε, αφού δεν είχε γίνει καμιά καταγραφή των αντικειμένων που βρισκόντουσαν στο Παλάτι. Παρ όλα αυτά ξένη ασφαλιστική εταιρεία έδωσε το πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη ποσό των 2 εκατ. δρχ. για προσωπικά αντικείμενα της Βασιλικής Οικογένειας.
2. Το κτίριο έπαθε τόσες ζημιές ώστε έπαψε από τότε να είναι Βασιλική Κατοικία.
3. Ένα σωρό φήμες κυκλοφόρησαν. Άλλοι είπαν ότι τη φωτιά την έβαλαν αντιμοναρχικοί που ήθελαν η επανάσταση του 1909 να προχωρήσει στη κατάργηση της δυναστείας, άλλοι ότι την έβαλε ο Βασιλιάς για να βρει ευκαιρία να φύγει από την Ελλάδα ή να κυνηγήσει τους αντιμοναρχικούς.
4. Ακόμα και η αγγλική επέμβαση για τη κατάσβεση της πυρκαγιάς… πυροδότησε μια σειρά από φήμες. Άλλοι είπαν ότι ήθελαν να σώσουν κάποια ντοκουμέντα των επεμβάσεών τους στην Ελλάδα ή το αντίθετο. Να τα καταστρέψουν!
5. Ο Αυστριακός πρόξενος στην Ελλάδα υπέθεσε ότι τη φωτιά την έβαλαν οι Άγγλοι για να στείλουν τους στρατιώτες τους από τα πλοία που ήταν στο Φάληρο και να στείλουν ένα μήνυμα στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» και το Νίκο Ζορμπά που κυβερνούσε την Ελλάδα από τον περασμένο Αύγουστο κι ήθελε να τα… αλλάξει όλα. Ήθελε να πει: «Είμαστε εδώ είτε το θέλετε, είτε όχι…», όπως γράφει ο Άγγελος Μενδρινός στην dailygoal.gr.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης ο πρώτος μεγάλος του χρονογραφήματος δημοσίευσε ανήμερα τα Χριστούγεννα στο «Εμπρός» το παρακάτω κείμενο. Το αναδημοσιεύουμε ως εξαιρετικό είδος γραφής σε ένα είδος που δεν υπάρχει πια στις εφημερίδες:
«Όταν κατά τας 10 περίπου εξήλθα του εστιατορίου η πυρκαγιά εφώτιζεν όλον τον προς Ανατολάς ορίζοντα και ο ερυθρός καπνός έφθανε μέχρι του ουρανού. Εις την οδόν Σταδίου έτρεχον άνθρωποι…
Όταν δε κάποιος εκ των τρεχόντων προς τα επάνω είπεν ότι η πυρκαϊά ήτο εις το Παλάτι, αναφώνησις δυσπιστίας και εκπλήξεως υπεδέχθη την πληροφορίαν.
– Στο Παλάτι; Έλα δα…
Όταν εφθάσαμεν εις το Σύνταγμα είδομεν ότι τωόντι αι φλόγες ανεδίδοντο εκ της στέγης των Ανακτόρων. Και μεταξύ του πλήθους το οποίον έτρεχεν προς τ Ανάκτορα ηκούοντο τινές λέγοντες με θλίψιν:
– Τι δυστυχία! Δεν μας φθάνουν όλα τ άλλα;
– Και τι παρεξηγήσεις θα έχωμεν πάλιν!
– Μην αμφιβάλλετε ότι η πυρκαγιά θ αποδοθή εις κακοβουλίαν αντιδυναστικήν… Αλλά μεταξύ των συνηθροισμένων εις την πλατείαν των Ανακτόρων δεν ήσαν ολίγοι όσοι έβλεπον εις την πυρκαϊάν απλώς εν μεγαλοπρεπές θέαμα …χωρίς να πληρώνουν είσοδο. Καίτοι δ΄ εσιώπων η ταραχή των επροδίδετο εις την έκφρασιν των προσώπων των. Εις μάλιστα εξ αυτών δεν ηδυνήθη ν αποκρύψη τα αισθήματά του: Τι τα θέλεις, βρε αδελφέ; Ο άνθρωπος είναι μοχθηρός εκ φύσεως. Εμένα μου αρέσουν πολύ οι πυρκαγιές.
Και η αιματηρά ανταύγεια της πυρκαγιάς έδινεν εις το πρόσωπόν του έκφρασιν Νερωνείου χαράς.
Την στιγμήν εκείνην η πυρκαϊά είχε φθάσεις εις την μεγαλυτέραν έντασίν.
Η στέγη των Ανακτόρων, ήτο κρατήρ, αναπέμπων τεραστίας έλικας πυρίνου καπνού. Το πυρ εδείκνυε φοβεράν ενεργητικότητα.
– Δεν θα μείνη τίποτε, έλεγον οι βλέποντες την αποθηρίωσιν εκείνην της πυρκαϊάς.
Τα πέριξ εις μεγάλην ακτίνα εφωτίζοντο ως εν καιρώ ημέρας…. Ηανταύγεια έφθανεν μέχρι του Λυκαβηττού, τον οποίομν περιέβελλεν ως αιματίνη λάμψις. Υπέρ την τρομεράν ανθοδέσμην των φλογών η πελωρία στήλη του καπνού, ελαφρώς ωθουμένη υπό του ανέμου, έκλινε προς νώτον και βροχή σπινθήρων έπιπτεν εις τον κήπον.
– το κοντάρι: Το κοντάρι! Επήρε φωτιά και αυτό!
Τωόντι το κοντάρι της σημαίας είχε ανάψει. Το πυρ μετεδόθη εξ αποστάσεως εις το σχοινίον το οποίον ήναψε καθ΄ όλον το μήκος του ξύλου. Και εσχηματίσθη φλοξ λεπτή και διακεκομμένη ως τρεμοσβήνουσα λαμπάς επί του μετώπου των Ανακτόρων.
– Τι δυστυχία! Τι δυστυχία!
…Και το ψύχος ήτο τρομερόν. Κακόμοιροι πυροσβέσται, τι θα υποφέρουν! Τώρα τα πρόσθια παράθυρα του κέντρου εις τον επάνω όροφον εφωτίσθησαν. Η καιομένη οροφή κατέπεσεν. Και οι θλοβόμενοι επαναλαμβάνουν: Τι δυστυχία! Δεν θα μείνη πέτρα επί πέτρας…»
«Το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων» είναι μια εντυπωσιακή έκδοση της Βουλής, στην οποία ομάδα επιφανών επιστημόνων έχει γράψει με τη μορφή κεφαλαίων την ιστορία των Παλαιών Ανακτόρων της Αθήνας που μετατράπηκαν σε έδρα του Κοινοβουλίου.
Από τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία ξεχωρίσαμε ένα μικρό κομμάτι για την πυρκαγιά του 1909.
«…Απείρως πιο καταστρεπτική -αληθινά μοιραία για την τύχη του Ανακτόρου, λόγω της εν συνεχεία αδυναμίας αποκαταστάσεως των καταστροφών- υπήρξε η φωτιά της νύχτας των Χριστουγέννων του 1909. Εγινε αντιληπτή γύρω στις 9.30 το βράδυ, όταν ήδη ελάμβανε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, παρ’ όλο που το σύστημα πυρασφαλείας των Ανακτόρων, απηρχαιωμένο και ανεπαρκές, ενισχύθηκε από τις πυροσβεστικές αντλίες αγγλικών και ρωσικών πολεμικών που ναυλοχούσαν στον Πειραιά, και το πυροσβεστικό σώμα, με προστρέξαντα στρατιωτικά σώματα.
Η βασιλική οικογένεια, ειδοποιηθείσα τηλεφωνικώς, έσπευσε από τo Τατόι και έλαβε μέρος στη σωστική προσπάθεια κυρίως των αρχείων και των φορητών κειμηλίων, μαζί με τους στρατιώτες και τους πυροσβέστες, καθώς και τις ενισχύσεις ναυτών από τα ξένα πολεμικά.
Στην αρχή επικράτησε χάος, καθώς πλήθη εθελοντών ή απλώς περιέργων συνωστίζονταν γύρω από το Παλάτι, δυσχεραίνοντας τις κινήσεις των πυροσβεστών.
«Συριγμοί οξείς αυτοκινήτων, ο βαρύς γδούπος των πετάλων των ίππων των συρόντων τα από ρυτήρος ελαύνοντα και προωρισμένα διά την μεταφοράν των αρχείων κάρρα του στρατού, αι διηνεκείς επικλήσεις των αμαξηλατών προς τα κωφεύοντα και αποφράσσοντα την δίοδον πλήθη, ο εκάστοτε εις πάσαν αναπήδησιν γλώσσης φλογός αναβλύζων αλαλαγμός του κόσμου, συναποτελούσι πανδαιμόνιον συμπληρούν την αγρίαν και μεγαλοπρεπεστάτην εικόνα του καιομένου ανακτόρου».
Στρατός περικύκλωσε τα Ανάκτορα, απομάκρυνε τους μη έχοντες άμεση σχέση με την κατάσβεση της πυρκαγιάς και εγκατέστησε φρουρές κοντά στους σωρούς των φορητών αντικειμένων που μεταφέρονταν από το φλεγόμενο εσωτερικό. Με μεγάλη προσοχή απομακρύνθηκαν τα σκεύη του ναού, τα μανουάλια και η αργυρή κολυμβήθρα, στην οποία από του έτους 1868 βαπτίζονταν οι βασιλόπαιδες.
Αλλα αντικείμενα μεταφέρθηκαν στη γαλλική πρεσβεία, άλλα στα μέγαρα του Διαδόχου πρίγκιπος Νικολάου, άλλα στη Βουλή (σ.σ.: η βιβλιοθήκη του βασιλέως) και άλλα στο υπουργείο των Στρατιωτικών. Εκεί εκομίσθησαν από την Αίθουσα των Τροπαίων τα λάβαρα του Αγώνος.Το επόμενο ξημέρωμα αποκαλύφθηκε η έκταση της καταστροφής: είχε εντελώς αποτεφρωθεί η μεσαία πτέρυγα -οι τρεις, δηλαδή, επίσημες αίθουσες υποδοχής- καθώς και οι απολήξεις της στη μεν ανατολική πτέρυγα, ολοκληρωτικά ο ναός του Αγίου Γεωργίου (απ’ όπου πιθανότατα ξεκίνησε η φωτιά, που εξαπλώθηκε εν συνεχεία δυτικά, μέσω της εύφλεκτης στέγης), στη δε δυτική, μέρος της αίθουσας του θεάτρου.
Τα λοιπά διαμερίσματα είχαν, φυσικά, ταλαιπωρηθεί από τον καπνό, τις στάχτες και το νερό, αλλά δεν είχαν καταρρεύσει. Φαίνεται ότι το κτήριο, ιδιοκτησία του Δημοσίου, δεν ήταν ασφαλισμένο, όπως αντιθέτως ήσαν, από την Επιμελητεία των Ανακτόρων, όσα έπιπλα και σκεύη ανήκαν στη βασιλική οικογένεια…».
Η πυρκαγιά αυτή ήταν η αφορμή, για να μεταφερθεί στο Τατόι η Βασιλική οικογένεια και να χρησιμοποιήσει την εκεί κατοικία ως ανάκτορο. Μάλιστα, το 1913, με την άνοδο του Κωνσταντίνου στο θρόνο, εκείνος μετέφερε την λειτουργία των Ανακτόρων στο σπίτι του, στο ανάκτορο Διαδόχου, στην Ηρώδου Αττικού.