Πολλάκις έχει υποστηριχθεί από σύγχρονους αντιβασιλικούς ιστορικούς και συνταγματολόγους, η άποψη ότι η νεοσύστατη και αναγεννημένη Ελλάς, κατά την Επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε αρχικώς ως αβασίλευτο πολίτευμα ή αβασίλευτη δημοκρατία, δυνάμει των πρώτων επαναστατικών συνταγμάτων των ελληνικών Εθνοσυνελεύσεων και ότι μόνον εκ των υστέρων της επιβλήθηκε από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ένας ξένος μονάρχης, ο Όθων της Βαυαρίας. Αρκετά χρόνια πριν, άκουγα από τηλεοράσεως μακαρίτη πλέον, διαπρεπή Έλληνα νομικό, πανεπιστημιακό και πολιτικό να υποστηρίζει σθεναρά την άποψη αυτή. Μάλιστα πολλοί εξ όσων ενστερνίζονται αυτή την άποψη, αποκαλούν το τωρινό πολίτευμα της χώρας ως Γ’ Ελληνική (Αβασίλευτη) Δημοκρατία, αποτελούσα συνέχεια δηλαδή της υποτιθέμενης Α’ Ελληνικής (Αβασίλευτης) Δημοκρατίας (1821 – 1832) και της αποκαλούμενης Β’ Ελληνικής (Αβασίλευτης) Δημοκρατίας (1924 – 1935). Ας δούμε όμως από κριτική ιστορική και νομική σκοπιά, το κατά πόσο ευσταθεί αυτή η άποψη.
Μελετώντας προσεκτικά τα επαναστατικά συνταγματικά κείμενα, παρατηρούμε ότι μεταξύ των πρώιμων “Συνταγμάτων” της Επανάστασης ιδιάζουσα και ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει η “Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος” ή “Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος ”, συνταχθείσα υπό την καθοδήγηση του Φαναριώτη Φιλικού, πολιτικού και λογίου Θεόδωρου Νέγρη (Κωνσταντινούπολη, 1790 – Ναύπλιο, 22 Νοεμβρίου 1824) και ψηφισθείσα από την Τοπική Συνέλευση των Παραστατών της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, στα Σάλωνα (Άμφισσα) της Φωκίδος την 15η Νοεμβρίου 1821. Κι αυτό διότι αυτό το πρώιμο συνταγματικό κείμενο με τον σαφή μεγαλοϊδεατικό χαρακτήρα επηρέασε αποφασιστικώς και τις μεταγενέστερες Εθνικές Επαναστατικές Συνελεύσεις, οι οποίες την χρησιμοποίησαν ως πρότυπο. Άλλωστε ο δημιουργός της Νομικής Διάταξης, Θεόδωρος Νέγρης, μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Ιταλό Φιλέλληνα, λόγιο και νομικό Βιντσέντσο Γκαλλίνα (Vincenzo Gallina), υπήρξε και συντάκτης του πρώτου Εθνικού Συντάγματος της Επιδαύρου, το οποίο ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822. Γι’ αυτό, όπως ορθώς υπεστήριξαν σε μελέτες τους οι Καθηγητές Νικόλαος Πανταζόπουλος και Απόστολος Δασκαλάκης, ο ψηφισθείς στα Σάλωνα Οργανισμός ή Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος έχει πράγματι πολιτειακό χαρακτήρα φιλελευθέρων αρχών και παρά τον αρχικό προορισμό του για την κάλυψη τοπικών αναγκών, μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος πολιτειακός οργανισμός του νεώτερου Ελληνισμού.
Στον Πρόλογο της Νομικής Διατάξεως διαβάζουμε: “Κύριοι! Η Ελλάς έλαβε τα όπλα, δια να αγοράση με την τιμή του αίματός της, την πολύτιμον ανεξαρτησίαν της […] Πρώτη μας εργασία ήτον να προσκαλέσωμεν τας επαρχίας εις Γενικάς Συνελεύσεις […] Η Πατρίς φωνάζει πανταχόθεν το ογληγορώτερον Διοίκησιν να συστήσωμεν […] δύο πρωτίστους ανάγκας έχομεν σήμερον, ο κατά της θηριώδους ορμής του τυράννου πόλεμος να ευδοκιμή και έθνος να σχηματίσωμεν, μία και των δύω η θεραπεία, η ανάλογος είναι Διοίκησις […] Αύτη έχει να συνδέση και τας επαρχίας μας, ώστε να μορφωθή έθνος Ελληνικόν ανεξάρτητον, και να ημπορέση να παρρησιασθή και προς τούς Χριστιανούς Βασιλείς ογλήγωρα, να εκθέση τα δίκαιά μας, τα αδιαφιλονίκητα δίκαιά μας, να εκχύσει του ικέτου τα δάκρυα, να κινήση την ευσπλαγχνία των, και να κατορθώσωμεν εύτακτον βασίλειον να συστήσωμεν, δια την ευτυχίαν των επερχομένων κάν γενεών της Ελλάδος …”. Προς έκπληξη και απορία οιουδήποτε θα ενόμιζε ότι στα επαναστατικά συνταγματικά κείμενα εκφράζεται η πρόθεση των επαναστατημένων Ελλήνων για εγκαθίδρυση αβασιλεύτου πολιτεύματος, διατυπώνεται απερίφραστα η πρόθεση για σύσταση “εύτακτου βασιλείου”.
Περαιτέρω στο Τμήμα A΄, Κεφάλαιο Γ΄, άρθρο Α΄της Νομικής Διατάξεως, διαβάζουμε: “… Εθνική Βουλή η οποία είναι δεσμός της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, της Δυτικής χέρσου, της Πελοποννήσου, του Αρχιπελάγους, και όλων μερικωτέρων εκείνων κεφαλών της Ελλάδος. αυτή είναι το κέντρον της Ελλάδος. είναι ο Τοπορητής του εσομένου Βασιλέως, τον οποίον η Ελλάς έχει να ζητήση από την Χριστιανικήν Ευρώπην, και τον οποίον, αφού καθυποβάλη εις τους Εθνικούς Νόμους της, οποίους αν κοινώς αποδεχθή, έχει να αναγνωρίζη Μονάρχην της …”. Ώστε ο συντάκτης Θεόδωρος Νέγρης και οι Επαναστάτες που συγκροτούν την Συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ρητά κάνουν λόγο για “εσόμενο Βασιλέα από την Χριστιανικήν Ευρώπην” και για εγκαθίδρυση πολιτεύματος Συνταγματικής Μοναρχίας! Και η υπό συγκρότηση Εθνική Βουλή χαρακτηρίζεται από τους επαναστατημένους Έλληνες ως “ο Τοπορητής του εσομένου Βασιλέως, τον οποίον η Ελλάς έχει να ζητήση από την Χριστιανικήν Ευρώπην”. Από που λοιπόν συνάγουν οι λαλίστατοι αντιβασιλικοί συγγραφείς και νομικοί την δήθεν πρόθεση των Επαναστατών του 1821, για εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας;
Στη συνέχεια στο Τμήμα Γ΄, Κεφάλαιο Α΄, άρθρο Β΄, διαβάζουμε: “Οι κοινωνικοί νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος μόνοι ισχύουσι κατά το παρόν εις την Ανατολικήν Χέρσον Ελλάδαν” και στο Τμήμα ΣΤ’, Κεφάλαιο Α’, άρθρο Α’, διαβάζουμε: “Από τα αυτά Βασιλικά να γίνη και τούτων (των δικανικών, κολαστικών, αγρονομικών) εκλογή”.
Εκτός από τη “Νομική Διάταξη” παρατηρούμε ότι και στα τρία πρώτα εθνικά συντάγματα (Επιδαύρου 1822, Άστρους 1823 και Τροιζήνας 1827) υπάρχει αντίστοιχη ρητή διάταξη για την επαναφορά σε ισχύ του αστικού και ποινικού δικαίου (βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο) που θέσπισαν “οι αείμνηστοι Χριστιανοί ημών ή ημέτεροι αυτοκράτορες”. Ειδικότερα στο “Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος” που ψηφίστηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822 διαβάζουμε ότι: “Άχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων κωδίκων, αι πολιτικαί και εγκληματικαι διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών αυτοκρατόρων”. Επίσης στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 1823, διαβάζουμε ότι: “Διορίζεται επιτροπή για να εκθέση τα κυριώτερα των εγκληματικών εκ του προχείρου, ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων”. Τέλος στο Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, που ψηφίστηκε στην Τροιζήνα, την 1η Μαΐου 1827 ορίζεται ότι: «Έως ότου δημοσιευθώσι Κώδικες οι Βυζαντινοί Νόμοι (..) και οι παρά της Ελληνικής Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι έχουν ισχύν».
Και από τα τρία αυτά κείμενα προκύπτει λοιπόν η αναμφίλεκτη βούληση των επαναστατημένων Ελλήνων να ταυτιστούν με το ένδοξο Βυζάντιο, την αυτοκρατορική Ρωμανία, της οποίας θεωρούν εαυτούς ως τη φυσική, πολιτειακή και εθνοπολιτισμική συνέχεια. Η διατύπωση τους δεν είναι δυνατόν να συνάδει με κάποια διάθεση εγκαθίδρυσης αβασίλευτης δημοκρατίας νεωτερικού τύπου, διότι σε αυτήν την περίπτωση δεν θα μπορούσε παρά να λαμβανόταν η πρόνοια να αποκοπεί θεσμικά το νεό σύνταγμα από οποιαδήποτε σύνδεση ή αναφορά στο παλαιό βυζαντινό μοναρχικό παρελθόν ή τουλάχιστον θα περιορίζονταν οι συντάκτες σε μία ουδέτερη αναφορά ως προς τους βυζαντινούς αυτοκράτορες ή σε μία πεζή μνεία της βυζαντινής νομοθεσίας, άνευ εκδηλώσεως νοσταλγίας για τους βυζαντινούς μονάρχες. Η πανηγυρική και ενθουσιώδης αναφορά σε “αείμνηστους Χριστιανούς ημών Αυτοκράτορες” φανερώνει μία σαφέστατη προτίμηση των δημιουργών των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων προς τον θεσμό της βασιλείας. Με τις ρυθμίσεις αυτές αφενός ρητώς εκφράζεται ο μεγαλοϊδεατικός χαρακτήρας της “Νομικής Διάταξης” στο πεδίο του Δικαίου και αφετέρου η σαφής βούληση των Επαναστατών – μελών της Συνέλευσης που την ψήφισαν, να ανασυνδέσουν τη νεοσύστατη ελληνική πολιτεία με το ένδοξο παρελθόν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και να την εντάξουν συνάμα στο (τότε) ισχύον στην Ευρώπη πολιτειακό καθεστώς της Συνταγματικής Μοναρχίας (την εποχή της Επανάστασης δεν υπήρχαν στην Ευρώπη αβασίλευτα καθεστώτα).
Άλλωστε η ίδια αυτή πρόθεση για πολιτική εξομοίωση της Ελλάδος με την ελεύθερη Χριστιανική Ευρώπη και ένταξή της στο πολιτειακό σύστημα της Συνταγματικής Μοναρχίας, εκφράζεται ως πόθος στη Διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, που προσαρτήθηκε στο Σύνταγμα της Επιδαύρου, όπου και διακηρύσσεται ότι: “Aπόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου Έθνους των Eλλήνων, νυν σύγχρονοι των πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Eυρώπης και θεαταί των καλών, τα οποία ούτοι υπό την αδιάρρηκτον των νόμων αιγίδα απολαμβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον να υποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας και ευηθείας την σκληράν του Oθωμανικού Kράτους μάστιγα, ήτις ήδη τέσσαρας περιπου αιώνας επάταξε τας κεφαλάς ημών και αντί του λόγου την θέλησιν ως νόμον γνωρίσουσα, διώκει και διέταττε τα πάντα δεσποτικώς και αυτογνωμόνως. […]Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι, και θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας, Eυρωπαίους Xριστιανούς, εκινήσαμεν τον πόλεμον κατά των Tούρκων, μάλλον δε τους κατά μέρος πολέμους ενώσαντες, ομοθυμαδόν εκστρατεύσαμεν, αποφασίσαντες ή να επιτύχωμεν τον σκοπόν μας και να διοικηθώμεν με νόμους δικαίους, ή να χαθώμεν εξ ολοκλήρου, κρίνοντες ανάξιον να ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι του περικλεούς εκείνου Έθνους των Eλλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδία μάλλον των αλόγων ζώων, παρά των λογικών όντων. […] Ήδη δε, ότε αι εναντίαι περιστάσεις ήρχισαν να εξομαλίζωνται, απεφασίσαμεν ή μάλλον ηναγκάσθημεν να οργανίσωμεν και σύνταγμα πολιτικόν της Ελλάδος […] Προς τούτου την κατασκευήν και σύνταξιν αι κατά μέρος επαρχίαι και νήσοι έπεμψαν τους πληρεξουσίους παραστάτας των· ούτοι λοιπόν εν εθνική συνελεύσει σκεφθέντες και μελετήσαντες ικανώς περί των κοινών πραγμάτων ωργάνισαν μίαν προσωρινήν διοίκησιν, καθ’ ην η Ελλάς άπασα μέλλει να κυβερνηθή εφεξής...”. Από το κείμενο της Διακήρυξης, προκύπτει σαφέστατα η εδραία βούληση των Επαναστατημένων Ελλήνων να εξομοιωθούν πολιτειακώς και συνταγματικώς με τους υπολοίπους ευρωπαϊκούς χριστιανικούς λαούς, οι οποίοι βέβαια κατά την εποχή που εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση, διαβιούσαν όλοι ανεξαιρέτως υπό μοναρχικό πολίτευμα, καθώς δεν υφίσταντο τότε αβασίλευτα κράτη επί ευρωπαϊκού εδάφους, ενώ σαφής είναι και η πρόθεση να καταστεί ξεκάθαρο και πάλι ότι πρόκειται περί προσωρινού πολιτεύματος, ενόψει του διεξαγόμενου πολέμου της ανεξαρτησίας.
Τέλος στον Επίλογο της Νομικής Διατάξεως διαβάζουμε: “Κύριοι! Συνήλθετε εἰς Συνέλευσιν, κοινῶς και κατ’ ἰδίαν, ἐμελετήσατε, διεφιλονεικήσατε, εσυμφωνήσατε, παρεδέχθητε την παρούσαν Νομικήν Διάταξην και επεκυρώσατε […] Είπατε ότι έχει και Τοποτηρητήν Βασιλέως την Εθνικήν Βουλήν, και ως τοιούτου πρέπει να δέχεται ο Έλλην αυτής τα ψηφίσματα, ως Βασιλικά δηλονότι ψηφίσματα…”.
Η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος είχε αποδεχθεί ένα αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης, θεμελιωμένο επί του θεσμού της κοινότητος και ανεγνώριζε εκάστη επαρχία ως αυτοδιοικούμενη περιοχή με πολιτική, στρατιωτική, δικαστική και οικονομική αυτονομία. Η Πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου διατήρησε το σύστημα αυτό. Ωστόσο δια του Ψηφίσματος της Β’ Εθνικής Συνέλευσης Άστρους της 30ης Μαΐου 1823 καταργήθηκε το αποκεντρωμένο διοικητικό σύστημα των κοινοτήτων και η αυτονομία των επαρχιών. Αν και διατήρησε τον πρώτο βαθμό της τοπικής αυτοδιοίκησης (τις κοινότητες), αντικατέστησε το αποκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης με τη συγκρότηση ενιαίας κεντρικής κυβέρνησης ασκούσας την εξουσία δια δύο συλλογικών οργάνων, του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού. Τοιουτοτρόπως προπαρασκευάστηκε το έδαφος για την ανάθεση της εκτελεστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Αυτή εν τέλει πραγματοποιείται δια του Ψηφίσματος Στ’ της Γ’ εν Τροιζήνι Εθνικής Συνελεύσεως, της 3ης Απριλίου 1827, με την εκλογή του Κόμη Ιωάννου Καποδίστρια στη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδος, με επταετή θητεία. Με τη μεταβολή του αποκεντρωτικού σε συγκεντρωτικό σύστημα δεν μεταβάλλεται η εξ αρχής εκδηλωθείσα πρόθεση για ένταξη της Ελλάδος μεταξύ των πεπολιτισμένων Συνταγματικών Μοναρχιών της Ευρώπης, αλλά απλώς αλλάζει φορέα.
Έτσι αντί του συλλογικού οργάνου της Εθνικής Βουλής, η οποία κατά τη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος θεωρείτο ως “ο Τοπορητής του εσομένου Βασιλέως” πλέον ένα μονομελές πολιτειακό όργανο, ο Κυβερνήτης, διεξάγει τις συνεννοήσεις για την εκλογή του μέλλοντος Βασιλέως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως στις οποίες αποκρυσταλλώθηκε η εις τα προγενέστερα Τοπικά Πολιτεύματα και Εθνικές Συνελεύσεις εκδηλωθείσα τάση για ένταξη της Ελλάδος στην ισχύουσα πολιτειακή τάξη της Ευρώπης: την Συνταγματική Μοναρχία.
Ειδικότερα στη Διακήρυξη του Προέδρου της Γ’ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως της Τροιζήνας (1827), που εξέλεξε ως Κυβερνήτη της Ελλάδος τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια με επταετή θητεία, διαβάζουμε ότι: “ … αλλά πρέπει να εκπληρώσωμεν και ημείς τα χρέη μας, να διπλασιάσωμεν την προθυμίαν μας, και να δείξωμεν την ευγνωμοσύνη μας προς τους ευεργέτας μας Ευρωπαίους […] Έλληνες! Οι δυνατοί βασιλείς της Ευρώπης μεσολαβούσι δια την ελευθερίαν μας, οι φιλοδίκαιοι πρέσβεις αυτών προσπαθούν να καταπείσουν τον δήμιόν σας […] Όθεν εν ω οι φιλοδίκαιοι βασιλείς και ο χριστιανικός κόσμος υπερασπίζονται τα δίκαιά μας, ημείς οφείλομεν να προσφέρωμεν την ειρήνην, δια την αγάπην της ανθρωπότητος …”. Από το πνεύμα του κειμένου και από την αναφορά σε “φιλοδίκαιους βασιλείς της Ευρώπης” συνάγεται μία σαφής διάθεση σύμπλευσης με το ισχύον τότε καθ’ άπασαν την Ευρώπη μοναρχικό πολίτευμα και τους Ευρωπαίους Χριστιανούς Βασιλείς, προς τους οποίους οι επαναστατημένοι Έλληνες προσβλέπουν με αγωνία για την πολυπόθητη βοήθεια στον αγώνα τους κατά των Οθωμανών και των συμμάχων των.
Επίσης μέσα από την επίσημη αλληλογραφία του προσωρινού κυβερνήτη της Ελλάδος, Κόμη Ιωάννη Καποδίστρια με τον παραιτηθέντα από τον ελληνικό θρόνο Πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ – Κοβούργου (μετέπειτα πρώτου βασιλέως του Βελγίου και παρ’ ολίγον πρώτο βασιλιά της Ελλάδος) και με τους πρέσβεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων εκφράζεται η διακαής επιθυμία του Κυβερνήτη για την κατά το δυνατόν ταχύτερη εκλογή ενός Βασιλιά για την Ελλάδα, για την τελειοποίηση της ανεξαρτησίας της και της δυνατότητας να έχει έναν διεθνή παραστάστη με αξιώσεις στις διεθνείς της σχέσεις με τις Ευρωπαϊκές Αυλές. Την ανάδειξη ενός μονάρχη για την πλήρωση του ελληνικού θρόνου, την συνδέει μάλιστα ο Καποδίστριας με τα “τιμαλφέστερα” συμφέροντα της Ελλάδος. Συγκεκριμένα στην επιστολή της 14/26ης Ιουλίου 1830 του Ι. Καποδίστρια προς τους αντιπρέσβεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία τους αναγγέλλει, εκφράζοντας τη λύπη του, την απόφαση του Πρίγκιπα Λεοπόλδου του Σαξ Κοβούργου, να παραιτηθεί από τον ελληνικό θρόνο διαβάζουμε: “… Η Α.Μ. θέλει ιδεί εν τη διακοινώσει ταύτην την έκφρασιν της ζωηροτάτης αθυμίας, την οποίαν συνησθάνθησαν και η Ελλάς και η κυβέρνησίς της δια την παραίτησιν της Β.Α.Υ. του Πρίγγιπος δε Κοβούργ. Θέλει ιδεί εν αυτή παρομοίως πόσον ενθέρμως εύχεται το έθνος, ίνα μη το απρόβλεπτον αυτό συμβεβηκός παρατείνει εισέτι μίαν στάσιν αδηλίας και κρισιμότητος, η οποία δύναται να εμβάλη εις κίνδυνον τα τιμαλφέστερα συμφέροντά του … Ας ευδοκήσει ο σεβαστός σας μονάρχης ομού μετά των συμμάχων αυτού να επιταχύνη δια της εκλογής του κυριάρχου ηγεμόνος την στιγμήν καθ’ ην η Ελλάς απηλλαγμένη από τας περιστοιχούσας αυτήν αβεβαιότητας να δυνηθή τέλος πάντων να χαρή την εντελή της ανεξαρτησίαν …”. Ακόμη στην υπ’ αριθμόν 530 επιστολή του Ι. Καποδίστρια προς τον παραιτηθέντα Λεοπόλδο, τον Ιούλιο του 1830, διαβάζουμε: “... Όλαι αι επαρχίαι (της Ελλάδος) ομοφώνως καθικέτευον την Υ.Β.Υ. (υμετέραν βασιλικήν υψηλότητα) να επισπεύσει την στιγμήν της ελεύσεώς της, διότι εγνώριζαν ότι εις το εξής απέκειτο εις τον Κυρίαρχον Ηγεμόνα περιβεβλημένον με την εμπιστοσύνην των Συμμάχων Αυλών, το να τελειοποιήση την τύχην της Ελλάδος…”.
Ο Καποδίστριας είχε πλήρη συναίσθηση της αποστολής του ως προσωρινού τοποτηρητού του «εσόμενου Βασιλέως». Ευχαρίστως θα παρέδιδε τη ηγεσία της Ελλάδας στο νέο Ηγεμόνα και δεν είχε καμιά διάθεση να παραμείνει ισόβιος ηγέτης της Ελλάδος, πέραν της διατήρησης μίας ευταξίας και εσωτερικής ησυχίας, μέχρι την έλευση του νέου Βασιλιά και της εξασφάλισης των κατά το δυνατόν ευρύτερων συνόρων. Είχε κουραστεί άλλωστε από τον οξύτατο ανταγωνισμό των αντιπάλων του που μεταχειρίζονταν όλα τα μέσα για να υπονομεύσουν τη θέση του. Ήλπιζε μάλιστα ότι ο Λεοπόλδος ή ο οποιοσδήποτε νέος ηγεμών αφενός θα έφερνε μαζί του και τη βρετανική χρηματική και πολιτική υποστήριξη και αφετέρου θα συντελούσε στην κατάπαυση των εσωτερικών φιλονικιών. Κι αν τελικά ο Λεοπόλδος έφτασε να παραιτηθεί από το θρόνο της Ελλάδας δεν ήταν εξαιτίας του Καποδίστρια αλλά εξαιτίας των μεγάλων προβλημάτων που θα αντιμετώπιζε σ’ αυτή τη φτωχή χώρα με τόσο μειωμένα σύνορα. Αυτοί οι προβληματισμοί οδήγησαν τελικά το Λεοπόλδο στην οριστική άρνηση την 9/21 Μαίου 1830 – μια άρνηση που ίδιος συνέδεσε με το εδαφικό πρόβλημα, καθώς ο γόνος του Οίκου του Σαξ Κοβούργου, με την παρότρυνση του Καποδίστρια απαιτούσε σθεναρά από τις μεγάλες Δυνάμεις διευρυμένα σύνορα και μεγαλύτερη έκταση για το νεοσύστατο βασίλειο.
Από το πνεύμα των σχετικών διατάξεων των Εθνικών Συνελεύσεων και το περιεχόμενο των επισήμων εγγράφων της ελληνικής διοίκησης συνάγεται ότι οι Έλληνες εξαρχής έκλιναν σαφέστατα υπέρ της ιδρύσεως Συνταγματικής Μοναρχίας, θεμελιωμένης επί ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος. Ουδείς λόγος γίνεται για αβασίλευτη δημοκρατία και από κανένα έγγραφο ή κάποια μαρτυρία δεν προκύπτει δυσαρέσκεια για την μελλοντική έλευση ενός Βασιλέως. Βέβαια είναι γεγονός ότι και τα τρία πρώτα προσωρινά εθνικά επαναστατικά συντάγματα, αποφεύγουν να ρυθμίσουν τη μορφή του πολιτεύματος, υπό την έννοια του οριστικού συνταγματικού καθορισμού του θεσμού του αρχηγού του κράτους. Δεν κάνουν δηλαδή ρητή μνεία για εγκαθίδρυση μοναρχικού πολιτεύματος, ούτε όμως και για εγκαθίδρυση αβασιλεύτου πολιτεύματος. Από καμιά αιτιολογική έκθεση ή προσαρτώμενη σε αυτά διακήρυξη, δεν προκύπτει η βούληση των μελών της Εθνοσυνελεύσεως για την εγκαθίδρυση αβασιλεύτου πολιτεύματος, ασχέτως της σαφέστατης επιθυμίας για εγκαθίδρυση ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Καταρχάς η ίδια η έννοια της αβασίλευτης δημοκρατίας, έχει να κάνει με την εξαρχής άρνηση ή αποκήρυξη του βασιλικού θεσμού και την θεσμική υιοθέτηση ενός αιρετού προέδρου της δημοκρατίας, ως αρχηγού του κράτους. Από κανένα επαναστατικό συνταγματικό κείμενο ή κάποια επαναστατική διακήρυξη, δεν προκύπτει όμως μία τέτοια πρόθεση απόρριψης του βασιλικού θεσμού. Τουναντίον από τα επίσημα κείμενα των προσωρινών τοπικών οργανισμών, από τα ψηφισθέντα κείμενα των τριών πρώτων εθνοσυνελεύσεων, από τις διακηρύξεις των εθνοσυνελεύσεων περί της ελληνικής ανεξαρτησίας, από την επίσημη αλληλογραφία της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης και φυσικά από τα κείμενα των ιδρυτικών διεθνών συνθηκών του νεοελληνικού κράτους, προκύπτει η σαφής βούληση των μελών της Ελληνικής Εθνοσυνέλευσης για την ίδρυση και συγκρότηση μίας συνταγματικής κοινοβουλευτικής μοναρχίας, που θα αποτελούσε τη φυσική πολιτειακή συνέχεια της αναγεννημένης Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Με ποια λογική λοιπόν αποκαλείται το εν Ελλάδι ισχύσαν Προσωρινό Πολίτευμα των ετών 1821 – 1832 ως «αβασίλευτο», τη στιγμή που αυτό ίσχυσε προσωρινώς ενόψει της εκλογής του «εσομένου Βασιλέως«; Απλούστατα για την εξυπηρέτηση της αντιβασιλικής προπαγάνδας και της εσκεμμένης προσπάθειας να αποσυνδεθεί το πολίτευμα της Βασιλείας από το πρώτο ισχύσαν πολίτευμα της νεοσύστατης Ελλάδος της περιόδου 1821 – 1832, ώστε να εμφανιστεί ως μεταγενέστερα έξωθεν επιβεβλημένο. Τα έγγραφα και οι μαρτυρίες των επαναστατικών συνελεύσεων όμως ρίχνουν φως στην αληθινή ιστορική διάσταση των γεγονότων και διαψεύδουν τις ιστορικές διαστρεβλώσεις. Και η αλήθεια είναι ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες εγκαθίδρυσαν ένα Προσωρινό Πολίτευμα ως πρόδρομο της μελλοντικής υπό σύσταση Συνταγματικής Μοναρχίας.
Στα σχετικά ιδρυτικά Πρωτόκολλα του Συνεδρίου του Λονδίνου, δυνάμει των οποίων αναγνωριζόταν η συγκρότηση Νεοελληνικού Κράτους και αποφασιζόταν η εγκαθίδρυση μοναρχικού πολιτεύματος στην Ελλάδα, δεν προβλεπόταν ούτε ο τρόπος εκλογής του Βασιλέως, ούτε η ακριβής μορφή του πολιτεύματος, αν δηλαδή θα ήταν Συνταγματική ή Απόλυτη Μοναρχία.
Ως εκ τούτου η Τετάρτη εν Άργει Εθνική Συνέλευσις δια Ψηφίσματος της 22ας Ιουλίου 1829 καθώς και η Γερουσία δι’ υπομνήματος της από 22ας Απριλίου 1830, διακηρύσσουν την προσήλωση των Ελλήνων στο αντιπροσωπευτικό σύστημα εξαρτώντας από την ομαλή εφαρμογή του και το μέλλον μοναρχικό πολίτευμα. Ειδικότερα στο υπόμνημα της Γερουσίας της 22ας Απριλίου 1830 διαβάζουμε: “ … Το Ελληνικόν Έθνος, άμα λαβόν τα όπλα, εξελέξατο τύπον διοικητικόν, τον οποίον ενέκρινε τότε αρμόδιον εις την στάσιν του, και τελευταίον δια της εν Τροιζήνι Εθνοσυνελεύσεως, Κυβερνήτην του επταετή, άνδρα, τον οποίον εθεώρει και θεωρεί άξιον της εμπιστοσύνης του. Σκέψεις σήμερον υψηλής πολιτικής, αφορώσης την αποκατάστασιν του Έθνους εις μοναρχικόν και διαδοχικόν σύστημα, μεταβάλλουσι τον της Κυβερνήσεως σχηματισμόν, και Ηγεμόνα της Ελλάδος καθιερόνουσι την Β.Α.Υ. τον Πρίγκιπα Λεοπόλδον. Η Ελλάς δεν ημπορεί να τρέφη χρηστάς ελπίδας δια την εκλογήν ανδρός ... διότι μανθάνει ότι η Α.Β.Υ. εζήτησε να μην αναδεχθή το ένδοξον και επίπονον βάρος του να καταστήση εν Έθνος ευτυχές, πριν περί τούτου εξηγηθή αυτού του Έθνους η θέλησις …”.
Ασχέτως λοιπόν της σαφούς βουλήσεως των Μεγάλων Δυνάμεων να εγκαθιδρύσουν μοναρχικό πολίτευμα στην Ελλάδος (κατά το τότε δικό τους πολιτειακό πρότυπο), τόσον από τα πρώιμα Συνταγματικά κείμενα της Επανάστασης, όσο και από τα υπόλοιπα δημόσια και επίσημα έγγραφα της ελληνικής προσωρινής διοίκησης (διακηρύξεις, υπομνήματα, επίσημη αλληλογραφία, κλπ) συνάγεται η σαφής πρόθεση των επαναστατημένων Ελλήνων για την εγκαθίδρυση ενός συνταγματικού και κοινοβουλευτικού μοναρχικού πολιτεύματος, ενώ από πουθενά δεν προκύπτει μία δυσφορία ή κάποια αντίδραση στην εξέλιξη της διαδικασίας εκλογής Μονάρχη από τις Ευρωπαϊκές Αυλές. Τουναντίον τόσο από την αλληλογραφία του ιδίου του Κυβερνήτη, όσο και από τα κείμενα της Εθνοσυνέλευσης, προκύπτει ότι οι ίδιοι οι Έλληνες επιθυμούσαν και επεδίωκαν διακαώς την έλευση ενός Μονάρχη από την “Χριστιανικήν Ευρώπην και τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς” ο οποίος θα επισφράγιζε την πολιτειακή ολοκλήρωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, θα εγγυάτο την ένταξη της Ελλάδος στην “οικογένεια” των “πεπολιτισμένων συνταγματικών μοναρχιών της Χριστιανικής Ευρώπης” και συνάμα θα ταύτιζε το σύγχρονο ελληνικό κράτος με το αυτοκρατορικό Βυζάντιο, ως φυσική του συνέχεια προς τον σκοπό της εθνικής εκπλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της επανάκτησης των χαμένων εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οι ίδιες προθέσεις αποκρυσταλλώνονται και στο “Ηγεμονικό Σύνταγμα” που συνέταξε και ψήφισε η Ε’ Εθνική Συνέλευση στις 15 Μαρτίου 1832, δια του άρθρου 53 του οποίου θεσπίστηκε ότι η Ελληνική Επικράτεια είναι Ηγεμονία διαδοχική, Συνταγματική και Κοινοβουλευτική, ενεργούμενου του πολιτικού κράτους αντιπροσωπευτικώς υπέρ του Έθνους υπό διαφόρων αρχών.
Οι Πληρεξούσιοι του ‘Εθνους αποδέχθηκαν και επικύρωσαν την υπό των Μεγάλων Δυνάμεων εκλογή του Όθωνος ως κυριάρχου Ηγεμόνος της χώρας. Στο Ψήφισμα ΚΑ’ που επισυνάφθηκε στο “Ηγεμονικό Σύνταγμα” της 15ης Μαρτίου 1832, διακηρύσσεται εκ νέου ότι: “Η εθνική Ε’ των Ελλήνων Συνέλευσις θεωρήσασα, ότι δια της θείας αντιλήψεως και της προστασίας των Σ(εβαστών) Συμμάχων Δυνάμεων, το Ελληνικόν Έθνος έφθασεν εις τον οποίον προέθετο απ’ αρχής σκοπόν. Οφείλουσα κατά τάς ευχάς του Έθνους να θέση υπό την αιγίδα του Εθνικού δικαίου τα προσκτηθέντα δικαιώματα δια των μακροχρονίων δυστυχημάτων κι θυσιών του και τα οποία επαγγέλλεται αγαθά η πολιτική ανεξαρτησία … ψηφίζει … (το παρόν Σύνταγμα) θέλει καθυποβληθή εις τον εκλεγέντα κυρίαρχον Ηγεμόνα της Ελλάδος διά να επικυρωθή”.
Με το ψήφισμα αυτό της 15ης Μαρτίου 1832, οι Παραστάτες της Ε’ Εθνικής Συνέλευσης, διαπιστώνοντας ότι “το Ελληνικόν Έθνος έφθασεν εις τον οποίον προέθετο απ’ αρχής σκοπόν”, την ανάκτηση δηλαδή της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του, επανέρχονται μετά από δεκαετείς αγώνες στην αφετηρία την οποία χάραξε η “Νομική Διάταξη” της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, η οποία τον Νοέμβριο του 1821 θέσπισε ότι: “ … η Ελλάς έχει να ζητήση από την Χριστιανικήν Ευρώπην (Βασιλέα), και τον οποίον, αφού καθυποβάλη εις τους Εθνικούς Νόμους της, οποίους αν κοινώς αποδεχθή, έχει να αναγνωρίζη Μονάρχην της …”. Το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1832» (που αναφέρθηκε και ως «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» λόγω του ότι καθιέρωνε ως αρχηγό του Κράτους τον «Ηγεμόνα») που ψήφισε η Ε’ Εθνοσυνέλευση επισφράγησε και ολοκλήρωσε το έργο όλων προηγηθεισών Εθνοσυνελεύσεων, ήταν εκείνο που για πρώτη φορά καθιέρωνε στην Ελλάδα το πολίτευμα της Συνταγματικής Κοινοβουλευτικής Μοναρχίας και όχι το Σύνταγμα του 1844. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονείται ότι η απαρχή της καθιέρωσης του πολιτεύματος της Συνταγματικής Κοινοβουλευτικής Μοναρχίας εν Ελλάδι έλαβε χώρα με την ψήφιση της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος το 1821. Δυστυχώς οι σύγχρονοι αντιβασιλικοί νομικοί και ιστορικοί αγνοούν ή υποβαθμίζουν ή και αποκρύπτουν για λόγους σκοπιμότητος την σημασία της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος του 1821 και του λεγόμενου «Ηγεμονικού» Συντάγματος του 1832. Το Πολιτικόν Σύνταγμα του 1832 υπήρξε αρκετά φιλελεύθερο για την εποχή του και σε αρκετά σημεία του θύμιζε έντονα το αμερικανικό. Όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ, διότι με την κάθοδο στην Ελλάδα της Βαυαρικής Αντιβασιλείας διαλύθηκαν πραξικοπηματικώς η Εθνική Συνέλευση και η Γερουσία και εγκαθιδρύθηκε η Απόλυτη Μοναρχία, μέχρι και το 1843.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η συνδυαστική ερμηνευτική ανάγνωση: των συνταγματικών κειμένων των Εθνοσυνελεύσεων, υπό το φως των επιμέρους ψηφισμάτων και διακηρύξεών τους, της ξεκάθαρης βούλησης για εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας στην Ελλάδα, που ενωρίς διατυπώθηκε στην Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος από τα μέλη της Συνέλευσης των Σαλώνων τον Νοέμβριο του 1821 και της επίσημης διπλωματικής αλληλογραφίας του εκλεγμένου Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, αποδεικνύει τη σαφή βούληση των επαναστατημένων Ελλήνων να εγκαθιδρύσουν στην ένα συνταγματικό και κοινοβουλευτικό μοναρχικό πολίτευμα, ευρωπαϊκού τύπου και σύγχρονο του καιρού τους. Ο διεξαγόμενος ένοπλος αγώνας των Ελλήνων που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1821, τα τεράστια εσωτερικά προβλήματα και η διεθνής αβεβαιότητα περί του ελληνικού ζητήματος, ιδίως τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, ήταν οι κύριοι παράγοντες που ανέστειλαν την έλευση του «εσομένου Βασιλέως» του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Και η επιλογή αυτή του πολιτεύματος της Συνταγματικής Βασιλείας δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε και προϊόν έξωθεν επιβολής, όπως συχνά ισχυρίζεται η στρατευμένη αντιβασιλική ιστορική γραφίδα, αλλά μία συνειδητή επιλογή των επαναστατημένων Ελλήνων προκειμένου με την έλευση στην Ελλάδα ενός Μονάρχη από «τας Αυλάς της Χριστιανικής Ευρώπης», η αναγεννημένη Πατρίδα να επιτύγχανε τόσο την ποθητή ένταξή της στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον των Ευρωπαϊκών Μοναρχιών, όσο και την ανασύνδεση του σύγχρονου ελληνικού κράτους με το αυτοκρατορικό Βυζάντιο, ως φυσική και ιστορική του πολιτειακή συνέχεια, χάριν της εκπλήρωσης του εθνικού ιδεώδους της Μεγάλης Ιδέας
Επιμέλεια κειμένου: Νικόλαος Στεφανίδης.
Ευχαριστούμε τον κύριο Στεφανίδη για την συνεργασία.
Βιβλιογραφία
– Ν.Ι. Πανταζόπουλου, «Το δια της Επαναστάσεως του 1821 θεσπισθέν δίκαιον και οι Έλληνες νομικοί», Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1971.
– Α.Β. Δασκαλάκη, «Τὰ τοπικὰ πολιτεύματα κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821».
-A. Ζ. Μαμούκα, «Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι συλλογή των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832», εκ της του Ηλία Χριστοφίδου τυπογρ. Η Αγαθή Τύχη, Εν Πειραιεί : 1839-1852.
– Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Έγγραφα Καποδιστριακής Περιόδου Τόμος Πέμπτος
Βουλή των Ελλήνων, έτος έκδοσης 2012, σελίδες 297.
– Βουλή των Ελλήνων, «Συνταγματική Ιστορία. Τα τοπικά πολιτεύματα της επαναστατικής περιόδου», http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/, κ.α.