Tον Μάιο του 1902 ο πρίγκιπας Νικόλαος αντιπροσώπευσε τον πατέρα του στην τελετή ενηλικίωσης του Βασιλέως Αλφόνσου ΙΓ της Ισπανίας στη Μαδρίτη όπου παρευρίσκετο και ο πατέρας της Ελένης, μεγάλος δούκας Βλαδίμηρος. Οι δύο άντρες συζήτησαν και συμφώνησαν τους όρους των αρραβώνων του Νικολάου με την Ελένη. Η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία έχοντας αντιληφθεί πως οι προσωπικές της φιλοδοξίες και σχέδια για έναν λαμπρό, κατά την κρίση της, γάμο της κόρης της δεν θα πραγματοποιούντο, συμβιβάστηκε και αυτή τελικώς με την πρόταση γάμου του πρίγκιπος Νικολάου της Ελλάδος.
Στις 13 Ιουνίου 1902 ανακοινώθηκαν επισήμως οι αρραβώνες του Νικολάου και της Ελένης. Ο ίδιος αναφέρεται στο γεγονός με τα ακόλουθα λόγια: «την 13ην Ιουνίου εμνηστεύθην την θελτικήν και γοητευτικήν κόρην του Μεγάλου Δουκός Βλαδιμήρου, την Μεγάλην Δούκισσαν Ελένην. Αι φωτογραφίες της, αι ληφθείσαι τότε και έκτοτε ενισχύουν τους λόγους μου.»
Οι γάμοι του πρίγκιπος Νικολάου της Ελλάδος με την μεγάλη δούκισσα Ελένη της Ρωσίας έγιναν στις 29 Αυγούστου 1902.
Ο αδερφός του Νικολάου πρίγκιπας Χριστόφορος αναφέρει στα δικά του απομνημονεύματα :«Ένας άλλος γάμος που θυμάμαι ξεκάθαρα, είναι του αδερφού μου Νικολάου με τη μεγάλη δούκισσα Ελένη, κόρη του μεγάλου δούκα Βλαδίμηρου, στο Τσάρσκοε-Σέλο, τον Αύγουστο του 1902. Η νύφη ήταν ντυμένη με το πατροπαράδοτο επίσημο φόρεμα της ρωσικής αυλής, σε ασημένιο λαμέ, το οποίο κάλυπτε άλικο βελούδινο μαντώ που απλωνόταν είκοσι μέτρα πίσω της, στολισμένο με πλατύ γιακά από ερμίνα και κάπα της ίδιας γούνας αναρριχτή στους ώμους. Το βάρος όλης αυτής της ενδυμασίας ήταν τέτοιο που, απ΄την στιγμή που είχε φορεθεί, ήταν σχεδόν αδύνατον σε κείνην που το έφερε να σαλέψει, και όταν στάθηκε γονυπετής μπροστά στο Άγιο Βήμα, κυριολεκτικά βρέθηκε ακινητοποιημένη, οπότε και χρειάστηκε τη βοήθεια των παρανύμφων για να σταθεί ξανά όρθια! Φορούσε ένα εξαίσιο σετ διαμαντένιων κοσμημάτων, από κείνα που προόριζε η Μεγάλη Αικατερίνη για όλες τις νύφες της αυτοκρατορικής οικογένειας , ένα υπέροχο περιδέραιο το οποίο απ΄τους ώμους χυνόταν πλούσιο σε σειρές, επιβλητικά σκουλαρίκια, βραχιόλι με τρεις σειρές διαμαντιών, διαμαντένια πόρπη που συγκρατούσε το μαντό και τέλος το στέμμα της νύφης.»
Το πριγκιπικό ζεύγος των νεονύμφων αφού πέρασε τον μήνα του μέλιτος εις το ανάκτορο Ρόπσα, εκεί όπου δολοφονήθηκε ο τσάρος Πέτρος ΙΙΙ, επήγε στην Δανία για να γνωρίσει η πριγκίπισσα τους εκεί συγγενείς του συζύγου της και από κει πήγαν στην Κριμαία για να αποχαιρετίσουν την Αυτοκρατορική Οικογένεια της Ρωσίας. Στα τέλη Νοεμβρίου επέστρεψαν στην Ελλάδα με την βασιλική θαλαμηγό Αμφιτρίτη. Το ταξίδι τους ήταν πολύ δυσάρεστο γιατί και ο Εύξεινος Πόντος και το Αιγαίο ήσαν πολύ ταραγμένα. Αλλά η υποδοχή που τους επιφύλαξε ο λαός του Πειραιώς και των Αθηνών ήταν ιδιαιτέρως θερμή.
Για δύο χρόνια το πριγκιπικό ζεύγος διέμενε στο Ανάκτορα των Αθηνών και στο Τατόι. Μετά εγκαταστάθηκε στο δικό τους ανάκτορο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, εκεί που εδρεύει σήμερα η Ιταλική Πρεσβεία. Τα χρήματα για το χτίσιμο του ανακτόρου τους τα προσέφερε ο τσάρος Νικόλαος ΙΙ ως γαμήλιο δώρο. Του ήσαν και οι δύο πρώτα ξαδέρφια. Το ανάκτορο αυτό μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας παρέμεινε στην ιδιοκτησία του πρίγκιπος Νικολάου αλλά ενοικιάστηκε από την εταιρεία Λάμψα και έγινε παράρτημα του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας με την ονομασία Πετί Παλαί. Μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας (1935) ενοικιάστηκε στην Ιταλική Πρεσβεία, η οποία τελικά μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το αγόρασε. To ανάκτορο αυτό ήταν από τα πιο σύγχρονα της εποχής του. Είχε ύδρευση και ηλεκτροδότηση, παροχές σπάνιες για την εποχή, που ούτε τα ανάκτορα του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ διέθεταν (το σημερινό κτίριο της Βουλής). Ο Νικόλαος το επίπλωσε και το διακόσμησε με πολύτιμα έπιπλα και σπάνια έργα τέχνης αμύθητης αξίας. Συνολικώς δεν απέπνεε καμία επίδειξη πλούτου αλλά έφερε το προσωπικό στίγμα του καλλιτέχνη πρίγκιπα Νικολάου.
Στο Τατόι γεννήθηκε στις 29 Μάιο του 1903 η πρώτη κόρη τους, η πριγκίπισσα Όλγα και στις 11 Μαίου του 1904 η δεύτερη κόρη τους Ελισάβετ. Τέλος στις 13 Δεκεμβρίου του 1906 γεννήθηκε η τρίτη κόρη τους, η οποία κληρονόμησε όλη την ομορφιά της μητέρας της. Η γέννηση όμως της Μαρίνας αποκάλυψε ότι η πριγκίπισσα Ελένη πάσχει από σοβαρή καρδιακή πάθηση. Οι γιατροί Σάββας και Λούρος αφιέρωσαν όλες τους τις προσπάθειες για να σώσουν την ζωή της. Τιμήθηκαν με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος από τον Βασιλέα Γεώργιο Α΄. Πέρασαν δύο χρόνια για να αποκατασταθεί πλήρως η υγεία της πριγκίπισσας Ελένης και παρέμενε για την αποθεραπεία της μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό. Ενώ ο πρίγκιπας Νικόλαος ασχολείτο με τα στρατιωτικά του καθήκοντα ως ανώτερος αξιωματικός του πυροβολικού, η πριγκίπισσα Ελένη διεύθυνε την Βασιλική Σχολή Χειροτεχνίας η οποία αποτέλεσε την συνέχεια της Σχολής Λουίζης Ριανκούρ που ίδρυσε η Λαίδη Ήγκερτον μετά τον πόλεμο του 1897, για να δοθεί εργασία στις γυναίκες πρόσφυγες από την Θεσσαλία. Η Ελένη επίσης βοηθούσε πολύ τον πρίγκιπα Νικόλαο στην προσπάθειά του να οργανώσει και να αναπτύξει το θέατρο στην Ελλάδα. Τέλος το πριγκιπικό ζεύγος ασχολείτο με την ανατροφή των παιδιών τους. Οι τρεις μικρές πριγκίπισσες έλαβαν καθαρά αγγλική ανατροφή (καθαριότητα, αυτοέλεγχος, συνέπεια και αυστηρό πρόγραμμα γυμναστικής χειμώνα- καλοκαίρι) συνδυασμένη με τα πλεονεκτήματα της ελληνικής παράδοσης. Τα καλοκαίρια συνοδευόμενες από την παιδαγωγό τους παραθέριζαν στο Bognor της Αγγλίας. Επίσης επισκέπτονταν τους γονείς της πριγκίπισσας Ελένης στην Ρωσία και έπαιζαν συχνά με τις τέσσερις μικρές κόρες του τσάρου Νικολάου ΙΙ, με τις οποίες είχαν παρεμφερή ηλικία.
Την ευτυχισμένη τους ζωή τάραξε το 1909 ο θάνατος του πατέρα της πριγκίπισσας Ελένης. Το πριγκιπικό ζεύγος ανεχώρησε αμέσως για την Πετρούπολη αλλά δεν πρόλαβε να παραστεί στην κηδεία. Δεύτερο πλήγμα μέσα στον ίδιο χρόνο ήταν η απομάκρυνση από το στράτευμα του πρίγκιπα και των αδελφών του μετά την επανάσταση στο Γουδί. Ευτυχώς έπειτα από τρία χρόνια οι νίκες των Βαλκανικών πολέμων τους προσέφεραν μεγάλη χαρά που και αυτή δηλητηριάστηκε από την δολοφονία του Βασιλέως Γεωργίου Α΄στην Θεσσαλονίκη (5 Μαρτίου 1913). Η δολοφονία του έπληξε ιδιαίτερα τον πρίγκιπα Νικόλαο . Ως Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης, ήταν ο μόνος από τους γιούς του Γεωργίου που βρισκόταν κοντά στον πατέρα του καθώς πέθαινε χωρίς να μπορέσει να του προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Η χρονιά που ακολούθησε την συνθήκη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) η οποία τερμάτισε τον δεύτερο νικηφόρο Βαλκανικό Πόλεμο, ήταν η τελευταία γαλήνια χρονιά τους. Μετά άρχισε η περίοδος των μεγάλων περιπετειών…
Δείτε ΕΔΩ το τρίτο μέρος!
Κείμενο: Τέπη Πιστοφίδου