«Όταν μένω στο «Μον Ρεπό» δεν κάνω τίποτε… ή μάλλον κάνω ό,τι μου αρέσει, ό,τι αποφασίσω την τελευταία στιγμή…» Βασίλισσα Φρειδερίκη
Η βασίλισσα Φρειδερίκη, όπως κάθε καλοκαίρι από το 1956, περνούσε με τον Παύλο και τα τρία παιδιά τους, τις καλοκαιρινές διακοπές της στην Κέρκυρα. Έφταναν στις 29 Ιουνίου και παρέμεναν περίπου δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό κάθε μέλος της βασιλικής οικογένειας ασχολείτο με ό,τι αγαπούσε.
Μεταφέρουμε ένα μέρος του κειμένου της δημοσιγράφου Μαρία Καραβία από το περιοδικό «ΕΙΚΟΝΕΣ» που έγραψε τον Αύγουστο του 1963 και που σήμερα αποτελεί μία πολύτιμη μαρτυρία της απλής ζωής της βασιλικής οικογένειας στην διάρκεια των διακοπών της στην Κέρκυρα αλλά και την τελευταία περιγραφή των καλοκαιρινών διακοπών του Βασιλέως… Μετά από έξι μήνες θα πέθαινε και μετά από τέσσερα χρόνια η βασιλική οικογένεια θα έφευγε εξόριστη. Το «Μον Ρεπό» δεν θα το ξανακατοικούσαν ποτέ πια. Τα ρολόγια της βασίλισσας Όλγας σίγησαν, τα φυτά ξεράθηκαν, τα έπιπλα χάθηκαν. Έμειναν μόνο οι φωτογραφίες και οι περιγραφές της δημοσιογράφου για να μας τα θυμίζουν.
-«Η ζωή στο θερινό παλάτι κυλάει με τον ρυθμό ενός απλούστατου σπιτικού. Η ημέρα αρχίζει το πρωί στις 5 και 30, όταν ένα φλυτζάνι αχνιστός καφές πηγαίνει στο δωμάτιο του βασιλέως. «Ό,τι ώρα και να κοιμηθή ο Μεγαλειότατος – λέει το προσωπικό – στις πεντέμιση είναι στο πόδι». Σε λίγη ώρα βρίσκεται κάτω στον κήπο με τις γέρικες μανόλιες και τα λιγνά κυπαρίσσια, τα παραδομένα ακόμη στην αχλύ της πρωινής υγρασίας και επιθεωρεί ένα – ένα τα λουλούδια και τα δένδρα.
Είναι ένας κήπος τον οποίον αγαπούσε πολύ ο παππούς του, ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄, που διάλεξε το «Μον Ρεπό» για κατοικία του, αφήνοντας το παλάτι της πόλεως – το παλιό πολυτελές μέγαρο του άγγλου αρμοστού – μόνο για επίσημες δεξιώσεις. Από τότε, αυτή η καταπράσινη κορφιάτικη γωνία αποτελεί για τα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας το σπίτι της καρδιάς τους. Εκεί γεννήθηκαν ο πρίγκιψ Γεώργιος, η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα και αργότερα όταν ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ χάρισε την έπαυλη στον πρίγκιπα Ανδρέα, ο πρίγκιψ Φίλιππος, ο σημερινός δουξ του Εδιμβούργου. Από τον πρίγκιπα Ανδρέα την αγόρασε μετά τον πόλεμο ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄που λάτρευε την Κέρκυρα και το «Μον Ρεπό», αλλά που δεν μπόρεσε ποτέ να μείνη σ΄αυτό. Όταν εκείνος πέθανε, το κτήμα κληροδοτήθηκε στον Βασιλέα Παύλο, μαζί με την ίδια αγάπη για την θερινή διαμονή. Στον μοναχικό περίπατο που κάνει κάτω από τα δένδρα, τα βήματά του μοιάζουν ωδηγημένα από παλαιότατη συνήθεια. Αλλά η μοναξιά του δεν κρατάει πολύ. Σε λίγο φθάνουν οι «συντροφοί» του. Είναι καμιά δεκαριά παιδιά, γειτονόπουλα, 10 -15 ετών, που έρχονται κάθε μέρα και τον βοηθούν να κλαδέψη τα δένδρα και να ξεκαθαρίση το δάσος από τους σάπιους κορμούς.
Χιλιάδες τζιτζίκια στον κήπο και αμέτρητοι μουσικοί χτύποι ρολογιών- πολλά από αυτά ανήκαν στην βασίλισσα Όλγα που είχε πάθος με τα ρολόγια – συνοδεύουν τις βασιλικές ώρες. Το απόγευμα υπάρχει κάποια μικρή αντιστροφή στις συνήθειες. Η πρώτη που ξυπνάει και βγαίνει από το παλάτι – γύρω στις 5 με 5.30 είναι η Βασίλισσα. Κάθεται δίπλα στον σοφέρ, σε ένα αυτοκίνητο «Στέισον Βάγκον» και στο πίσω μέρος βάζει τα σύνεργα της ζωγραφικής της.
Πρόκειται για χόμπυ ή για φυγή; Η ζωγραφική είναι κάτι που δεν είχε ποτέ απασχολήσει την Βασίλισσα. Πρέπει πάντως να ομολογήσει κανείς πως τα έργα της έχουν εκείνο το «κάτι» που προδίδει το περισσότερο από ευαισθησία. Ήσυχες θάλασσες, σε ώρες που τις εγκαταλείπει το φως, σε υποτονικές γαλάζιες και γκρίζες γκάμες, παλιά κάστρα, σκουριασμένα από την υγρασία, και μυθικά χρώματα, ξεχασμένα από του ουρανό, ανάμεσα στην ημέρα και την νύχτα. Όσα απ΄τα έργα είναι ικανοποιητικά, φέρουν στο τέλος την υπογραφή «Φρειδερίκη». Παρ΄όλα αυτά η Βασίλισσα δηλώνει πως η ζωγραφίζει μόνο για τον εαυτό της και τα παιδιά της, και όταν οι παριστάμενοι της προτείνουν να κάνη μία έκθεση, μοιάζει σαν να πέφτη από τα σύννεφα.
Οι Κερκυραίοι έχουν πια συνηθίσει την παρουσία των Βασιλέων και με τον πολιτισμό που τους διακρίνει, τους αφήνουν ανενόχλητους όπως και τους ανώνυμους τουρίστες, που τις περισσότερες φορές κάθονται στο διπλανό τραπεζάκι, χωρίς να ξέρουν ποιά είναι η γελαστή οικογένεια.
Σπάνιες είναι οι φορές που οι πρίγκιπες πηγαίνουν να χορέψουν στο «Καστέλο Μιμπέλ» ή είναι καλεσμένοι σε κάποιο αρχοντικό. Τις πιο πολλές φορές ο καθένας διαλέγει για τον εαυτό του μια ευχάριστη απασχόληση – διάβασμα και μουσική κυρίως – ενώ το βασιλικό ζεύγος αναπαύεται μόνο σε κάποιες από τις βεράντες του «Μον Ρεπό» που κοιτάζουν την θάλασσα. Κάποια φορά, ο Βασιλεύς ή η πριγκίπισσα Ειρήνη, προσφέρουν στην οικογένεια μια μουσική βραδυά υψηλού επιπέδου, παίζοντας στο πιάνο παλιά μουσική και κυρίως έργα Μπαχ. Αλλά συνήθως τα βράδυα ανήκουν στον Βασιλέα και στην Βασίλισσα. Πολλές φορές κουβεντιάζουν ως αργά την νύχτα, και άλλες φορές σιωπούν κοιτάζοντας μαζί, με την συνήθεια και την γνωριμία εικοσιπέντε ολόκληρων χρόνων, τον έναστρο ουρανό και το κοιμησμένο πέλαγος. Ο παλιός κήπος γεμίζει νυχτερινούς θορύβους και η υγρασία, η αχνή, φασματική παρουσία της κερκυραϊκής νύχτας, κάνει το τοπίο απόκοσμο. Είναι η πιο ανθρώπινη ώρα των ανωτάτων αρχόντων. Η ώρα της σιγής, η απόλυτη ενατένιση της ομορφιάς που μεταβάλλει την περισυλλογή σε κάποια ψυχική λειτουργία, πολύ συγγενική με την προσευχή.» Μαρία Καραβία.
Κείμενο και ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το περιοδικό «ΕΙΚΟΝΕΣ» , τεύχος 409.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.