Του Νικολάου Στεφανίδη
Η Ελλάδα είναι σήμερα η μοναδική χώρα της Ευρώπης με αβασίλευτο πολίτευμα, που διατηρεί σχέσεις ψυχρότητας και καχυποψίας απέναντι στην τέως βασιλική οικογένειά της. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και η οικογένειά του είναι τα μοναδικά μέλη πρώην βασιλικής οικογένειας στην Ευρώπη που ακόμη στερούνται δια νόμου το σύνολο της εν Ελλάδι ιστορικής ιδιωτικής τους ακίνητης περιουσίας και της υπηκοότητας της ίδιας τους της χώρας. Κι αυτό πλέον αποτελεί μία θλιβερή εξαίρεση ενόψει του ότι όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες με πολίτευμα αβασίλευτης δημοκρατίας έχουν συμφιλιωθεί και συμβιβαστεί πλήρως με το βασιλικό τους παρελθόν και πλέον οι τέως μονάρχες τους ή οι απόγονοι και διάδοχοι αυτών, είτε ζουν μια ήσυχη ιδιωτική ζωή, είτε μετέχουν ενεργά στα δημόσια πράγματα και στην πολιτική ζωή, ακόμη και ως μέλη ή αρχηγοί πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων, χωρίς να αντιμετωπίζονται με φοβικότητα ή ως απειλή. Γιατί όμως να ισχύει κάτι τέτοιο μόνο στην Ελλάδα και για ποιο λόγο η χώρα μας αποτελεί εξαίρεση πανευρωπαϊκώς; Γιατί στις περισσότερες ευρωπαϊκές αβασίλευτες δημοκρατίες οι πρώην βασιλείς χαίρουν εκτίμησης και υψηλού κύρους, ενώ στην Ελλάδα ο τέως Βασιλιάς λοιδορείται και απαξιώνεται από τα κυρίαρχα κοινοβουλευτικά κόμματα και τους Έλληνες πολιτικούς; Πριν να αποπειραθούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, ας δούμε πρώτα τι ισχύει διεθνώς, πως αντιμετωπίστηκαν και πως αντιμετωπίζονται σήμερα οι τέως μονάρχες ή οι διάδοχοί τους από τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών όπου βασίλευαν κάποτε και ποια είναι ή θέση τους στις κοινωνίες των χωρών αυτών και ας κάνουμε μία σύγκριση με την ελληνική εμπειρία. Θα εξετάσουμε με τη σειρά τις περιπτώσεις της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας,της Ιταλίας, της Πορτογαλίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας (πρώην Γιουγκοσλαβίας), της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Αλβανίας.
Η Γαλλία, η οποία υπήρξε άλλωστε η πρωτοπόρος της αντιμοναρχικής επανάστασης στην Ευρώπη και αποτελεί ένα πρότυπο για τα αβασίλευτα κράτη διεθνώς, είναι αβασίλευτη δημοκρατία από το 1870. Ωστόσο ήδη από το 1950 καταργήθηκε ο νόμος του 1886 που απαγόρευε σε άρρενες διαδόχους των τέως βασιλικών δυναστειών της Γαλλίας να διαμένουν στη Γαλλία. Έτσι οι γόνοι των γαλλικών τέως βασιλικών οικογενειών των Βουρβόνων-Καπετιδών, των Δουκών της Ορλεάνης αλλά και των Βοναπάρτηδων (συγγενών των αυτοκρατόρων Μεγάλου Ναπολέοντα Α΄και Ναπολέοντα Γ΄), διαμένουν σήμερα στη χώρα, δραστηριοποιούμενοι ενεργώς και με τα κοινά, χωρίς κανένα νομικό κώλυμα και δίχως να διστάζουν να προβάλλουν δημοσίως αξιώσεις για παλινόρθωση της Μοναρχίας.
Για τους νομιμόφρονες βασιλόφρονες (Légitimistes) νόμιμος διάδοχος του γαλλικού θρόνου είναι ο Λουδοβίκος Αλφόνσος ντε Μπουρμπόν(1974), Δούκας του Ανζού, αποκαλούμενος και Λουδοβίκος ο Κ΄(Louis XX), απόγονος του Λουδοβίκου ΙΔ’ εκ του ισπανικού κλάδου των Βουρβόνων, ο οποίος δεν διστάζει να προβάλλει δημοσίως εαυτόν ως τον τιτουλάριο νόμιμο διεκδικητή του γαλλικού θρόνου. Από την πλευρά της μητέρας του, ο Λουδοβίκος Αλφόνσος είναι και δισέγγονος του Ισπανού Καουντίγιο Φρανσίσκο Φράνκο. Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στην γαλλική τράπεζα ΒΝP Paribas.
Από την άλλη πλευρά οι ορλεανιστές βασιλόφρονες (orléanistes) προβάλλουν ως νόμιμο διεκδικητή του γαλλικού θρόνου τον Ερρίκο της Ορλεάνης (1933), κόμη των Παρισίων, δούκα της Γαλλίας, απόγονο του Βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου Α΄(βασίλευσε την χρονική περίοδο 1830-1848), ο οποίος είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου, και το 2004 συμμετείχε ανεπιτυχώς ως υποψήφιος στις Ευρωεκλογές.
Ο δε ανιψιός του Ερρίκου της Ορλεάνης, ο Πρίγκιπας Κάρολος Φίλιππος της Ορλεάνης (1973), δεν δίστασε επίσης να κατέλθει ως ανεξάρτητος υποψήφιος στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές του 2012 στην πέμπτη ειδική εκλογική περιφέρεια για τους Γάλλους κατοίκους του εξωτερικού (περιοχές Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ανδόρρας και Μονακό) καταλαμβάνοντας την έβδομη θέση με ποσοστό 3,05% εν συνόλω και ειδικότερα την τέταρτη θέση στην Πορτογαλία, όπου διαμένει, με ποσοστό 7,4%, ενώ δήλωσε ότι πιθανότητα θα συμμετάσχει σε προσεχείς εκλογές ως υποψήφιος κεντροδεξιού κόμματος.
Μετά την έκρηξη της οκτωβριανής επανάστασης στη Ρωσία, ο κρατούμενος Τσάρος Νικόλαος Β΄και ολόκληρη η Τσαρική Αυτοκρατορική Οικογένεια δολοφονήθηκαν άγρια τον Ιούλιο του 1918, μετά από διαταγή του Λένιν και της κομμουνιστικής ηγεσίας των μπολσεβίκων. Σήμερα 26 χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στη Ρωσία τα πράγματα έχουν αλλάξει και η εικόνα και η αίγλη της αυτοκρατορικής οικογένειας έχει πλήρως αποκατασταθεί από τις ρωσικές αρχές. Ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ και τα μέλη του Οίκου Ρομανόφ που δολοφονήθηκαν από τους μπολσεβίκους το 1918 έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι Μάρτυρες από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας από το 2000 και στη θέση του αρχοντικού Ιπάτιεβ στην πόλη Αικατερίνμπουργκ στα νότια της οροσειράς των Ουραλίων όπου είχαν εκτελεστεί, ανεγέρθηκε επιβλητικός καθεδρικός ναός και επτά παρεκκλήσια, όσα και τα δολοφονηθέντα μέλη της οικογένειας. Το 2008 το ανώτατο δικαστήριο της Ρωσίας δέχτηκε ότι η δολοφονία του Τσάρου Νικολάου και της οικογένειας του από τους μπολσεβίκους ήταν αποτέλεσμα πολιτικής δίωξης και ότι τα μέλη της τσαρικής οικογενείας πρέπει να θεωρηθούν θύματα του μπολσεβικισμού και να αποκατασταθούν, καθώς και ότι ο Λένιν υπήρξε συνεργός στη δολοφονία των Ρομανόφ. Η αποκατάσταση της αυτοκρατορικής οικογένειας δίχασε τη ρωσική κοινωνία και έτυχε θερμής υποδοχής από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία κάλεσε τους πιστούς να προσευχηθούν για τις ψυχές των μελών της οικογένειας: του Τσάρου Νικολάου Β΄, της συζύγου του Αλεξάνδρας και των πέντε παιδιών τους.
Σήμερα οι επιζώντες απόγονοι του Οίκου των Ρομανόφ, πλάγιοι συγγενείς του δολοφονηθέντος τελευταίου Τσάρου Νικολάου Β΄και διεκδικητές του ρωσικού αυτοκρατορικού θρόνου είναι ο Πρίγκιπας Ντιμίτρι Ραμανόβιτς (1926), απόγονος του Τσάρου Νικολάου Α΄και η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία Βλαντιμίροβνα (1953), απόγονη του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄. Προσφάτως ανακοινώθηκε στον ρωσικό και διεθνή Τύπο ότι βάσει νομοσχεδίου που προωθεί το κόμμα του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία, προβλέπεται η αποκατάσταση των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας των Ρομανόφ και η απόδοση ενός Ανακτόρου, που δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Επίσης θα χορηγηθεί ένα ειδικό θεσμικό καθεστώς στα μέλη της αυτοκρατορικής δυναστείας των Ρομανόφ, με σκοπό να επιστρέψουν στη Ρωσία ως σύμβολα εθνικής ενότητας και να αναζωογονήσουν την πνευματική ισχύ του ρωσικού λαού. Η κίνηση που προτείνει ο Βλαντιμίρ Πετρόφ, βουλευτής από το κόμμα του Πούτιν στην περιφέρεια της Αγίας Πετρούπολης, έχει την άμεση έγκριση του Ρώσου ηγέτη. Ο Πετρόφ σχεδιάζει επίσης να εισαγάγει ένα νόμο, ο οποίος θα τεθεί σε εφαρμογή την ημέρα της συμπλήρωσης των εκατό χρόνων από το τέλος της βασιλείας του τσάρου Νικολάου Β’, και θα «δώσει στα μέλη της βασιλικής οικογένειας ένα ειδικό καθεστώς» και θα «επισπευσθεί η επιστροφή τους στη Ρωσία». Ο βουλευτής έστειλε επιστολές στους κληρονόμους της δυναστείας των Ρομανόφ, η οποία κυβέρνησε τη χώρα για τρεις αιώνες, πριν από την παραίτηση του τελευταίου Τσάρου Νικολάου Β΄το 1917.
Στις επιστολές του προς την Μεγάλη Δούκισσα Μαρία Βλαντιμίροβνα, που ζει στην Ισπανία και στον πρίγκιπα Ντιμίτρι Ρομανόβιτς που ζει στην Δανία και είναι Πρόεδρος του φιλανθρωπικού Ιδρύματος Ρομανόφ της Ρωσίας, ζητάει να επιστρέψουν στη Ρωσία ως πρεσβευτές του εθνικού πολιτισμού, προκειμένου να «αναβιώσει η πνευματική δύναμη του ρωσικού λαού». Στην επιστολή που δόθηκε στη δημοσιότητα σημειώνονται τα εξής: «Σε όλη την ιστορία της βασιλείας της, η αυτοκρατορική δυναστεία των Ρομανόφ ήταν ένας από τους πυλώνες της εθνικής κυριαρχίας της Ρωσίας». Η χώρα τώρα «περνά μέσα από μια δύσκολη διαδικασία για την αποκατάσταση του μεγαλείου της και την επιστροφή της παγκόσμιας επιρροής της» και τα «μέλη του Οίκου των Ρομανόφ δεν μπορούν να μείνουν μακριά από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στη Ρωσία τώρα σε μια τόσο σημαντική ιστορική στιγμή.». Και συνεχίζει: «Είμαι βέβαιος ότι η επιστροφή των απογόνων του τελευταίου Ρώσου ηγεμόνα στην πατρίδα τους θα συμβάλει στην εξομάλυνση των πολιτικών αντιφάσεων που έμειναν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, και θα γίνουν ένα σύμβολο της αναγέννησης της πνευματικής δύναμης του ρωσικού λαού…(..) οι απόγονοι της βασιλικής οικογένειας θα μπορούσαν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό συμβολικό ρόλο στη ρωσική κοινωνία. Όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι Ρομανόφ μπορούν να γίνουν ένα σύμβολο για την διατήρηση των παραδόσεων και της εθνικής κουλτούρας.» Ο Πετρόφ πρόσθεσε ότι η βασιλική οικογένεια θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα από τα παλάτια που ανήκαν σε αυτούς πριν από την επανάσταση τα οποία τώρα παραμένουν άδεια. «Σήμερα πολλά υπέροχα παλάτια του Τσάρου κοντά στην Αγία Πετρούπολη είναι είτε άδεια ή χρησιμοποιούνται όχι ανάλογα με τον προορισμό τους. Νομίζω ότι αν ένα από αυτά τα παλάτια χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία της οικογένειας Ρομανόφ θα είναι μόνο προς όφελος όλων.»
Στη Γερμανία η αυτοκρατορική Δυναστεία των Χοεντσόλερν κατέρρευσε το 1918 με την έκρηξη της γερμανικής επανάστασης του Νοεμβρίου του 1918 και την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας, λίγο πριν την συνθηκολόγηση της Γερμανίας και τη λήξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Ο τελευταίος αυτοκράτορας (Κάιζερ) της Γερμανίας, Γουλιέλμος Β΄και ο γιος του Πρίγκιπας Γουλιέλμος της Πρωσίας, διάδοχος του γερμανικού θρόνου, εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση το Νοέμβριο του 1918 και έφυγαν σε εξορία στην Ολλανδία, όπου ο εξόριστος Κάιζερ έζησε την υπόλοιπη ζωή του μέχρι το θάνατό του το 1941 και συνέγραψε τα απομνημονεύματά του. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπως αποκλήθηκε, επέτρεψε στον εξόριστο Κάιζερ να μεταφέρει στην Ολλανδία από το Ανάκτορο του Πότσνταμ είκοσι τρία βαγόνια τραίνου με διάφορα έπιπλα και είκοσι επτά βαγόνια τραίνου με οικοσκευή, ένα αυτοκίνητο και ένα σκάφος. Το 1921 ο φιλελεύθερος Γερμανός πολιτικός Γκούσταβ Στρέζεμαν επισκέφτηκε στην Ολλανδία τον εξόριστο Κάιζερ και τον διάδοχο Γουλιέλμο, οπότε ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στη Γερμανία, έστω και ως ιδιώτης. Όταν το 1923 ο Στρέζερμαν έγινε Καγκελάριος επετράπη στον διάδοχο Πρίγκιπα Γουλιέλμο να επιστρέψει στην Γερμανία υπό την προϋπόθεση να μην αναμιχθεί στην πολιτική. Το 1926 ο γερμανικός λαός απέρριψε σε σχετικό δημοψήφισμα την πρόταση για δήμευση της περιουσίας της τέως αυτοκρατορικής οικογενείας. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην βελτίωση των οικονομικών της οικογενείας των Χοεντσόλερν και στην σύναψη συμφωνίας με τη γερμανική κυβέρνηση, βάσει της οποίας το περίφημο ανάκτορο του Cecilienhof στο Πότσνταμ να περνούσε μεν στην κυριότητα του γερμανικού δημοσίου, με αναγνώριση δικαιώματος οίκησης και χρήσης ωστόσο από τον διάδοχο Γουλιέλμο διαρκείας τριών γενεών. Επίσης η οικογένεια των Χοεντσόλερν θα κρατούσε την κυριότητα των ανακτόρων του Μονμπιζού και του Rheinsberg στο Βερολίνο και του Κάστρου του Oels στη Σιλεσία. Όλα αυτά τα ακίνητα καταλήφθηκαν αργότερα από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό το 1945 και δημεύτηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια από τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της Ανατολικής Γερμανίας και της Πολωνίας. Από το 1926 ως το 1934 ο διάδοχος Γουλιέλμος είχε επαφές με τον ανερχόμενο ακροδεξιό ηγέτη Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος αποζητούσε την στήριξή του για να εξυπηρετήσει τα δικά του πολιτικά σχέδια. Μετά τη δολοφονία όμως από τους Ναζί του πρώην Καγκελαρίου και προσωπικού φίλου του, Κουρτ φον Σλάιχερ, κατά την Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών το 1934, ο διάδοχος συνειδητοποίησε ότι ο Χίτλερ δεν είχε κανέναν σκοπό να επαναφέρει τη μοναρχία και διέκοψε τις επαφές μαζί του.
Στη Γεωργία μετά την σοβιετική εισβολή του 1921 και την κατάλυση της νεοσύστατης Προσωρινής Δημοκρατίας της Γεωργίας (1918-1921), το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής αρχαίας βασιλικής οικογενείας των Μπαγκρατιόνι, διέφυγε στην εξορία. Πολλοί από τα μέλη της οικογενείας που παρέμειναν στην χώρα φονεύθηκαν σε σοβιετικές εκκαθαρίσεις, ιδίως μετά τη Γεωργιανή Επανάσταση του Αυγούστου 1924. Το 1942 ο εξόριστος στην Ιταλία Πρίγκιπας Ηρακλής Μπαγκρατιόνι(1909-1977) του κλάδου των Μουχράνι, αυτοανακηρύχθηκε επικεφαλής του βασιλικού οίκου της Γεωργίας. Το 1944 , μετά το θάνατο της δεύτερης συζύγου του, Maria Antonietta Pasquini , στην γέννα του πρίγκιπα Γεωργίου(Χόρχε), εγκαταστάθηκε στην Ισπανία, όπου 1946 παντρεύτηκε την τρίτη του σύζυγο, την Ισπανίδα Ινφάντα Doña María de las Mercedes Raimunda de Baviera y Borbón (1911–1953), εγγονή του βασιλιά της Ισπανίας, Αλφόνσο ΧΙΙ. Μέσω αυτού του γάμου η βασιλική οικογένεια της Γεωργίας απόκτησε συγγενικούς δεσμούς με την βασιλική οικογένεια της Ισπανίας και της Βαυαρίας. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος (Χόρχε) Μπαγκρατιόνι, έκανε καριέρα στην Ισπανία ως οδηγός σε αγώνες ταχύτητας, κερδίζοντας το 1979 και το 1981 το Ισπανικό πρωτάθλημα ράλι. Το 1991 μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την ίδρυση της Δημοκρατίας της Γεωργίας, η γεωργιανή κυβέρνηση και το γεωργιανό κοινοβούλιο αναγνώρισαν τον Πρίγκιπα Γεώργιο ως επικεφαλής του πρώην βασιλικού οίκου της χώρας. Το 1995 μετέφερε τα λείψανα του πατέρα του από την Ισπανία για να ταφούν δίπλα στους προγόνους του στον καθεδρικό ορθόδοξο ναό του Σβετιτσχόβελι στην πόλη Μτσκέτα και το 2005 μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στη Γεωργία όπου και πέθανε το 2008. Από το 2008 επικεφαλής του Βασιλικού Οίκου είναι ο γιος του Πρίγκιπας Δαβίδ, ο οποίος το 2009 παντρεύτηκε την Πριγκίπισσα Άννα Μπαγκρατιόνι του κλάδου των Γκρουζίνσκι, στον Καθεδρικό Ορθόδοξο Ναό της Αγίας Τριάδος στην Τυφλίδα, σε μια εντυπωσιακή τελετή με 3.000 καλεσμένους, επισήμους και ξένους διπλωμάτες που μεταδόθηκε ζωντανά από τη γεωργιανή τηλεόραση.
Παρότι χώρισαν το 2013, από το γάμο τους γεννήθηκε το 2011 ο ανήλικος Πρίγκιπας Γεώργιος Μπαγκρατιόνι, ο οποίος προσωπικώς αποτελεί την ζωντανή ένωση των κλάδων Μουχράνι και Γκρουζίνσκι του αρχαίου Οίκου των Μπαγκρατιόνι και είναι απευθείας απόγονος του τελευταίου Βασιλιά της Γεωργίας, Γεωργίου του ΙΒ΄Μπαγκρατιόνι (1746-1800) και από πολλούς αναμένεται να διεκδικήσει στο μέλλον το θρόνο της Γεωργίας. Ήδη από το 2007 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας και ο Πατριάρχης της Γεωργίας Ηλίας Β΄είχε ανοικτά εκφραστεί υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας συνταγματικής μοναρχίας στη Γεωργία. Το 1998 μόλις το 16,3% των πολιτών ήταν υπέρ της μοναρχίας σε σχετική δημοσκόπηση, όμως νεώτερες δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν το 2007 και το 2013, έδειξαν ότι η πλειοψηφία των Γεωργιανών τασσόταν υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας συνταγματικής μοναρχίας, σε ποσοστά που κυμαίνονταν από 46% έως 79%.
Περιπετειώδης υπήρξε η περίπτωση του Πρίγκιπα Διαδόχου Λέκα της Αλβανίας, του μοναδικού γιου του Βασιλιά Ζόγου Α΄της Αλβανίας. Γεννήθηκε το 1939 στα Τίρανα αλλά τα εγκατέλειψε μόλις δύο ημερών επειδή η εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων του Μουσολίνι ανάγκασε τον πατέρα του βασιλιά Ζόγου Α΄ να διαφύγει πρώτα στην Ελλάδα, έπειτα στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν στη Γαλλία. Ο Λέκα παντρεύτηκε το 1975, την Αυστραλέζα Σούζαν Κούλεν Γουόρντ με πολιτικό γάμο στο Μπιαρίτζ της νότιας Γαλλίας και εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία, όπου αυτός άρχισε να επιδίδεται σε προετοιμασία ένοπλης αντίστασης κατά του Σταλινικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα στα Τίρανα. Όταν στη Μαδρίτη ανέβηκαν στην εξουσία οι σοσιαλιστές, δεν είδαν με καλό μάτι την παρουσία ενός εξόριστου μονάρχη που διέθετε σωματοφύλακες και οπλοστάσιο για την απελευθέρωση του λαού του. Ήταν η εποχή που η Ισπανία επιθυμούσε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν επιθυμούσε διεθνείς περιπλοκές και οι ισπανικές αρχές του ζήτησαν να φύγει.
Εγκαταστάθηκε λοιπόν στη Ν. Ροδεσία και έπειτα στη Νότια Αφρική όπου έζησε την μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής του. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Αλβανία, ο Λέκα προσπάθησε να την επισκεφθεί το 1993. Η κυβέρνηση του Σαλί Μπερίσα τον εξανάγκασε σε φυγή λίγες ώρες αργότερα επειδή το διαβατήριό του, που έγραφε «Βασίλειο της Αλβανίας», ήταν άκυρο. Με το ίδιο διαβατήριο επέστρεψε στην Αλβανία το 1997 όπου έγινε δεκτός από χιλιάδες οπαδούς του. Τον Μάρτιο του 1997, τα πολιτικά κόμματα της Αλβανίας σχημάτισαν την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφιλίωσης, και συμφωνήθηκε να διοργανωθεί ένα δημοψήφισμα και να διενεργηθούν γενικές εκλογές για να αποφασιστεί ο τρόπος διακυβέρνησης του κράτους. Παρά την περιορισμένη ιστορία της μοναρχίας της, η Αλβανία, κέρδισε σχεδόν 34% των ψήφων, ένα αποτέλεσμα που προκάλεσε έκπληξη. Αλλά ο διάδοχος του θρόνου αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και μαζί με τους οπαδούς του δημιούργησε επεισόδια στα Τίρανα, που ανάγκασαν την κυβέρνηση να τον εκδιώξει από την χώρα. Τελικά, η βασιλική οικογένεια της Αλβανίας επέστρεψε οριστικά στη χώρα τον Ιούνιο του 2002. Μαζί της, και η βασίλισσα Γεραλδίνη, η οποία πέντε μήνες μετά, πέθανε. Η Αλβανία, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει νέα σημεία αναφοράς στην ιστορία της, αναγνώρισε στον Λέκα έναν σχεδόν επίσημο ρόλο. Όταν ο Λέκα πέθανε, τον Νοέμβριο του 2011, κηρύχθηκε επίσημο πένθος, με τα κρατικά κτήρια και τις ανά τον κόσμο πρεσβείες της Αλβανίας να έχουν μεσίστιες τις σημαίες τους και στην κηδεία του που έγινε με κάθε επισημότητα παρέστησαν ο πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα, ο πρόεδρος της χώρας Μπαμίρ Τόπι και η πρόεδρος του Κοσόβου Ατιφέτε Γιαχιάγκα. Με την ίδια επισημότητα, τον Νοέμβριο του 2012, έγινε και η μετακομιδή των λειψάνων του βασιλιά Ζόγου στο βασιλικό μαυσωλείο στα Τίρανα. Ο Σαλί Μπερίσα παραδέχτηκε το 2011 όντας Πρόεδρος της Αλβανίας, ότι το δημοψήφισμα του 1997 ήταν πράγματι νόθο και ότι στην πραγματικότητα οι Αλβανοί ψήφισαν μαζικά υπέρ του Βασιλιά. Ο γιος του και διάδοχος του εκλιπόντος Λέκα, ο Πρίγκιπας Λέκα(1982) ο νεώτερος (ή Λέκα ο Β΄όπως τον αποκαλούν οι Αλβανοί φιλοβασιλικοί) είναι παρών στα πολιτικά δρώμενα της Αλβανίας, καθώς ανέπτυξε έντονη δράση για την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου και είναι ο βασικός υποστηρικτής του «Ιλλυρικού Βασιλικού Πανεπιστημίου» της Πρίστινα. Το 2007 ο Αλβανός υπουργός εξωτερικών Λουλζίμ Μπάσα τον διόρισε ως γραμματέα στο γραφείο του και μετά από δύο χρόνια μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών. Από το 2012 είναι ειδικός σύμβουλος του νυν Προέδρου της Αλβανίας, Μπουχάρ Νισανί.
Αφού εξετάσαμε τις σχέσεις των αβασίλευτων δημοκρατιών της Ευρώπης (οι οποίες ήσαν μοναρχίες) και των πρώην βασιλικών οίκων τους, ας επιστρέψουμε τώρα στην ελληνική πραγματικότητα και ας κάνουμε συγκρίσεις με το τι συμβαίνει διεθνώς. Ως γνωστόν στην Ελλάδα μετά την πραξικοπηματική και αντισυνταγματική κατάργηση της μορφής του πολιτεύματος τον Ιούνιο του 1973 από το καθεστώς των Απριλιανών μετά τον τερματισμό της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974, επακολούθησε το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974, που διενεργήθηκε από μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δια του οποίου το 69% των ψηφοφόρων ψήφισε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ενώ το 31% υπέρ της βασιλευομένης.
Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Η μοναρχία ηττήθηκε γιατί απλούστατα εγκαταλείφθηκε από την συντηρητική παράταξη που από το 1915 αποτελούσε τον στυλοβάτη της. Υπέρ της βασιλείας δεν τάχθηκε κανένας κομματικός οργανισμός και η επίσημη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή τήρησε αμφιλεγόμενη σιωπή και «ουδετερότητα» . Στον εξόριστο Βασιλέα Κωνσταντίνο δεν επετράπη να έρθει στην Ελλάδα να υποστηρίξει τις θέσεις του (και ούτε διέθετε επίσημη, οργανωμένη εκπροσώπηση) εκτός ένα δεκάλεπτο μαγνητοσκοπημένο τηλεοπτικό μήνυμα στο οποίο απευθυνόταν στον Ελληνικό λαό. Γι΄αυτό αργότερα το 1988 δικαίως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου στο Λονδίνο σχετικά με το δημοψήφισμα του 1974, το οποίο υποτίθεται ότι απέβη υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, δήλωσε ότι το θεωρεί unfair (=άδικο) και ότι δεν έπρεπε ο Βασιλιάς να στερηθεί τον θρόνο του.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν εξορίστηκε επίσημα ούτε αποστερήθηκε την περιουσία του ή την υπηκοότητά του μετά το δημοψήφισμα και την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, αλλά αποθαρρύνθηκε έντονα από το πολιτικό κατεστημένο να επιστρέψει στην Ελλάδα, και δεν του «επετράπη» να επιστρέψει μέχρι τον Φεβρουάριο του 1981, παρά μόνον για λίγες ώρες εντός μίας ημέρας και (μόνο) για την κηδεία της μητέρας του, Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981, επιχειρήθηκε να δοθεί λύση στο νομικό καθεστώς της βασιλικής οικογενείας και της βασιλικής περιουσίας. Μετά το 1987 ακολούθησαν διαπραγματεύσεις και επετεύχθη συμφωνία (Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος θα διατηρούσε 1.800 στρέμματα με τα οικοδομήματα, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τους προγονικούς τάφους στο Τατόι, απαλλασσόμενος από τον φόρο κληρονομιάς) η οποία ήταν έτοιμη να υπογραφεί, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήχθη για νοσηλεία σε νοσοκομείο του Λονδίνου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Βασιλιάς άρχισε να εμφανίζεται συχνά στα ιδιωτικά ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Ήταν η εποχή όπου κατέρρεαν το ένα μετά το άλλο τα κομμουνιστικά καθεστώτα της ΕΣΣΔ και των χωρών της ανατολικής Ευρώπης και οι εξόριστοι πρώην βασιλείς ή διάδοχοι άρχιζαν να δρομολογούν την επιστροφή στις πατρίδες τους. Το 1990 κέρδισε τις εκλογές στην Ελλάδα το συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν με τη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη και είχαν ως αποτέλεσμα τη συμφωνία του 1992. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και η βασιλική οικογένεια κατέβαλαν σε μετρητά 183.000.000 δρχ. για φόρους κληρονομίας και εκχωρούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας τους στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, που θα διατηρούσε το κτήμα ως εθνικό δρυμό, με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου στην Αθήνα και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από την χώρα. Η σύμβαση αυτή ακυρώθηκε με το νόμο 2086/1992 και ήταν εξαιρετικά επωφελής, εξυπηρετική των συμφερόντων του Δημοσίου και αποδεικτική της επιθυμίας του Κωνσταντίνου να παραμείνει ο δασοπνεύμονας του Τατοΐου στην υπηρεσία του δημοσίου οφέλους.
Όταν το καλοκαίρι του 1993 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με την οικογένειά του, ήρθαν για θερινές διακοπές στην Ελλάδα, προκλήθηκε έντονη πολιτική αναταραχή καθώς έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί από χιλιάδες Ελλήνων και δέχτηκαν αυθόρμητες εκδηλώσεις υποστήριξης από τον απλό κόσμο σε πολλά μέρη της χώρας όπου επισκέφτηκαν. Η βασιλική οικογένεια αντιμετώπισε τότε την οργισμένη αντίδραση της αντιπολίτευσης, που έκανε λόγο για «ανακίνηση πολιτειακού θέματος» και κατηγόρησαν ως υπεύθυνη την κυβέρνηση Μητσοτάκη για την ανοχή που έδειξε στο «έκπτωτο κ. Γκλύξμπουργκ», ενώ η αμήχανη Κυβέρνηση «σημάδεψε» το σκάφος με το οποίο ο Κωνσταντίνος ταξίδευε κατά μήκος των ελληνικών ακτών με τορπιλακάτους και πολεμικά αεροσκάφη.
Τα πράγματα για ον Βασιλιά Κωνσταντίνο άλλαξαν μετά την πτώση της Κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993. Ήδη από το καλοκαίρι του 1993 και ενώ βρισκόταν ακόμη στην αντιπολίτευση ο Ανδρές Παπανδρέου είχε αναθέσει στον συνταγματολόγο Ευάγγελο Βενιζέλο να επεξεργαστεί ένα νομοθέτημα για τη δήμευση της βασιλικής περιουσίας και την αφαίρεση της ιθαγένειας από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο.
Έτσι είκοσι χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 1974, ψηφίστηκε ο ν. 2215/1994, που αναβίωσε την ισχύ του δικτατορικού νομοθετικού διατάγματος 225/5-10-1973 «Περί απαλλοτριώσεως ακινήτου και κινητής περιουσίας του τέως Βασιλέως και μελών της βασιλικής οικογένειας». Σημειωτέον είναι ότι το καθεστώς των συνταγματαρχών με το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα απαλλοτρίωσε, «τα κτήματα Τατοΐου, Πολυδενδρίου και Μον Ρεπό και παν έτερον ακίνητον» και μέρος της κινητής περιουσίας της βασιλικής οικογένειας και όριζε αυθαίρετα ως αποζημίωση το ποσό των 120 εκατομμυρίων δραχμών, που αρνήθηκε να εισπράξει ο Βασιλιάς.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του μ. 2215/1994 δημευόταν (χωρίς δικαίωμα αξίωσης αποζημίωσης) η ακίνητη και κινητή περιουσία του Βασιλέως Κωνσταντίνου και της Οικογενείας του. Το ανάκτορο του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα παραχωρείτο κατά κυριότητα στο δήμο Κερκυραίων, ενώ τα βασιλικά κτήματα Δεκελείας (Τατοΐου) και Πολυδενδρίου Αγιάς Λάρισας, περιέρχονταν στο δημόσιο, ενώ επιβαλλόταν στον Βασιλέα Κωνσταντίνο το ανύπαρκτο επώνυμο «Γλύξμπουργκ» το οποίο ουδέποτε χρησιμοποίησε αυτός ή η οικογένειά του από το 1863, όταν ο Γεώργιος Α΄εξελέγη Βασιλιάς των Ελλήνων. Η ελληνική ιθαγένεια του Βασιλέως Κωνσταντίνου και της οικογένειάς του αφαιρείτο και θα αναγνωριζόταν μόνον υπό τις προϋποθέσεις της ρητής και ανεπιφύλακτης δήλωσης σεβασμού στο Σύνταγμα, της αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, της δήλωσης παραίτησης από τις κάθε είδους διεκδικήσεις, οι οποίες συνδέονται με την κατά το παρελθόν άσκηση πολιτειακού αξιώματος ή της κατοχής οποιουδήποτε τίτλου και της εγγραφής στα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια δήμου ή κοινότητας του κράτους με όνομα, επώνυμο και τα λοιπά αναγκαία κατά νόμον στοιχεία ταυτότητας. Επίσης αφαιρούνταν από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και την οικογένειά του τα ταξιδιωτικά έγγραφα και διαβατήρια που χορήγησαν οι ελληνικές αρχές μετά το 1974.
Το 1994 ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος κατέθεσε, μαζί με άλλα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, προσφυγή κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο υποστηρίζοντας ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και ειδικότερα ότι με την δήμευση της περιουσίας τους, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους, ότι είχαν υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σχετικά με την υπόθεση της ιθαγένειας , ότι είχε προσβληθεί η προσωπικότητα και η ιδιωτική ζωή τους σχετικά με την επιβολή του επωνύμου «Γλύξμπουργκ» και ότι είχε το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη. Το 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου(ΕΣΔΑ) καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Μετά την έκδοση της απόφασης, το Δικαστήριο πρότεινε στις δύο πλευρές να επιδιώξουν συμβιβασμό και πράγματι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία και μέσω του Δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία υποβολής των εγγράφων για να προτείνει πως οι δύο πλευρές θα έπρεπε να φτάσουν σε μια φιλική συμφωνία, όμως η ελληνική κυβέρνηση, εν τέλει επέμεινε πεισματικά στην απόφασή της να μην επιτρέψει τα περιουσιακά στοιχεία στον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τους άλλους προσφεύγοντες, αφήνοντας το Δικαστήριο να ορίσει το ύψος της οφειλομένης αποζημίωσης. Το 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία αποδόθηκαν 12 εκατομμύρια ευρώ (και τα υπόλοιπα στην αδερφή του, Πριγκίπισσα Ειρήνη και στην θεία τους Πριγκίπισσα Αικατερίνη, Λαίδη Μπράντραμ) στον Βασιλιά Κωνσταντίνο και έτσι ολοκληρώθηκε η απαλλοτρίωση της ακίνητης βασιλικής περιουσίας.
Η Ελλάδα είναι η τελευταία και μοναδική χώρα με αβασίλευτο πολίτευμα στην Ευρώπη, όπου βρίσκεται ακόμη σε ισχύ ένας ακραίος αντιβασιλικός νόμος, όπως ο ν. 2215/1991. Είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του πολιτισμένου κόσμου που στερεί από πρώην μονάρχη της την ιθαγένεια και όπου ένας τέως αρχηγός κράτους αντιμετωπίζεται ως ξένος στην ίδια του τη χώρα. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε από το ΕΔΔΑ χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος, μέχρι σήμερα διατηρείται σε ισχύ ο ν. 2215/1994 που οδήγησε σε διεθνή σε διεθνή διασυρμό τη χώρα μας και έβλαψε τα εθνικά μας συμφέροντα. Είναι προφανές όμως, ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατηρείται η ισχύς του, ιδίως ως προς το τμήμα που αφορά την ιθαγένεια, το όνομα και τη χρήση ελληνικών ταξιδιωτικών εγγράφων από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο και την οικογένειά του. Είναι τουλάχιστον αστείο ένας Έλληνας Ολυμπιονίκης και πρώην αρχηγός του ελληνικού κράτους και η σύζυγός του, όπως και τα παιδιά τους, να αναγκάζονται να κυκλοφορούν στην Αθήνα με δανέζικα ή ισπανικά διαβατήρια. Κι΄αυτό παρά το γεγονός ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος έχει επανειλημμένως δηλώσει και ξεκαθαρίσει δημόσια και προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν τον ενδιαφέρει η ανάμειξη στην πολιτική και ότι σέβεται απόλυτα το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1974, το ισχύον Σύνταγμα του 1975 και τους νόμους του ελληνικού κράτους.
Άλλωστε και η ελληνική κυβέρνηση προσέτρεξε μυστικά στον Βασιλέα Κωνσταντίνο προκειμένου ο τελευταίος να συνδράμει την Ελλάδα στην διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 και του 2004. Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε να βοηθήσει και ομολογουμένως ήταν καθοριστική η συμβολή του στην ανάληψη των Αγώνων από την Αθήνα το 2004. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απέδειξε έτσι πως παρά την δικαιολογημένη πικρία του για την εθνική αντιμετώπισή του, βάζει πάνω απ΄όλα την αγάπη του για την Ελλάδα, χωρίς να θέτει όρους ή να προσδοκά κάποιο όφελος.