Η μεγάλη δούκισσα Μαρία Αδελαΐδα του Λουξεμβούργου ήταν η πιο νέα εστεμμένη της Ευρώπης στην διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Πόλεμος αυτός προκάλεσε τις εκθρονίσεις τεσσάρων αυτοκρατόρων, της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας και των Οθωμανών. Η τραγική ιστορία της εκθρόνισης της νεαρότατης Μεγάλης Δούκισσας είναι άγνωστη σε πολλούς. Η μόνη διαφορά στην δική της περίπτωση είναι πως μετά την εκθρόνισή της ο οίκος του Νασάου συνέχισε να βασιλεύει στο Λουξεμβούργο.
Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργο είχε αποφασιστεί στο Συμβούλιο της Βιέννης το 1815 να διοικείται από τον βασιλιά της Ολλανδίας και το 1867 κηρύχθηκε ουδέτερο κράτος με τον όρο ότι θα κατέστρεφε τις οχυρώσεις του. Όταν ο βασιλιάς της Ολλανδίας, Γουλιέλμος Γ΄, πέθανε το 1890, ο θρόνος της Ολλανδίας περιήλθε στο μοναδικό εν ζωή τέκνο του, την πριγκίπισσα Βιλελμίνη. Κατά το Σύμφωνο του Οίκου του Νασάου το 1873, που όριζε την κληρονομικότητα, οι γυναίκες αποκλειόταν της διαδοχής. Ο θρόνος τότε του δουκάτου του Λουξεμβούργου πέρασε στον μακρινό ξάδερφο του Γουλιέλμου Γ΄, και κοντινότερο άρρενα διάδοχο, τον δούκα Αδόλφο του Νασάου.
Ο Δούκας Αδόλφος ήταν 73 ετών όταν ανήλθε στον θρόνο του δουκάτου του Λουξεμβούργου. Ο γιος του και διάδοχος Γουλιέλμος, σε ηλικία 40 ετών ήταν ακόμη άγαμος. Λόγω της ενθρόνισης του πατέρα του έγινε επιτακτική η ανάγκη να παντρευτεί μια καθολική πριγκίπισσα. Οι κάτοικοι του δουκάτου ήσαν Καθολικοί ενώ τα μέλη του οίκου του Νασάου ήσαν Προτεστάντες. Η υποψήφια νύφη της εκλογής του ήταν η ινφάντα Μαρία Άννα της Μπραγκάνζα. Η Μαρία Άννα ήταν μία από τις έξι κόρες του έκπτωτου βασιλιά της Πορτογαλίας Μιχαήλ Α΄. Ήταν ακόμη ανύπαντρη στα 32 της χρόνια, ενώ οι άλλες πέντε αδερφές της είχαν όλες καλοπαντρευτεί. Αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για την αναπάντεχη πρόταση γάμου που της έκανε ο διάδοχος Γουλιέλμος. Λόγω της διαφοράς του θρησκευτικού τους δόγματος συμφώνησαν οι γιοι τους να ασπαστούν τον Προτεσταντισμό ενώ οι κόρες τους τον Καθολικισμό. Επειδή απέκτησαν μόνο κόρες, η δυναστεία του Νασάου έγινε καθολική. Παντρεύτηκαν το 1893 και ο γάμος τους ήταν πολύ ευτυχισμένος. Η Μαρία Άννα υπήρξε στην διάρκεια του έγγαμου βίου της, πιο αφοσιωμένη και πιστή σύζυγος, παρά στοργική μητέρα. Το πρώτο τους παιδί, η Μαρία Αδελαΐδα γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1894. Στην συνέχεια απέκτησαν άλλες πέντε κόρες. Το 1896 γεννήθηκε η Σαρλότ, για ν΄ακολουθήσουν οι Χίλντα το 1898, η Αντωνία το 1899, η Ελισάβετ το 1901 και η Σοφία το 1902. Το 1905 πέθανε ο μέγας δούκας Αδόλφος και στο θρόνο ανήλθε ο γιος του Γουλιέλμος Δ΄. Όταν έγινε μεγάλος δούκας ο Γουλιέλμος, ήταν ήδη μερικώς παράλυτος από εγκεφαλική αιμορραγία, και η κατάσταση της υγείας του συνεχώς χειροτέρευε. Για τον λόγο αυτό ο Γουλιέλμος δεν μπόρεσε να ασκήσει επαρκώς τα καθήκοντά του. Η μόνη σοβαρή νομοθετική μεταρρύθμιση που πραγματοποίησε στην διάρκεια του δευτέρου χρόνου της βασιλείας του ήταν η αλλαγή των όρων της διαδοχής, ορίζοντας την πρώτη κόρη του ως διάδοχο.
Οι έξι μικρές πριγκίπισσες ζούσαν στην σκιά του άρρωστου πατέρα τους. Η μητέρα τους τις είχε εντελώς παραμελημένες, έχοντας αναθέσει την ανατροφή τους σε γκουβερνάντες και Κυρίες επί των τιμών. H Μαρία Αδελαΐδα ήταν τυχερή που είχε την παρέα των πέντε αδερφών της. Όμως από μικρή διέφερε από αυτές. Ήταν εσωστρεφής και απόμακρη. Όταν ήταν 17 ετών μαζί με την δευτερότοκη αδερφή της Σαρλότ, παρέστησαν στους γάμους της ξαδέρφης τους, πριγκίπισσας Ζίτας των Βουρβόνων της Πάρμας (οι μητέρες τους ήσαν αδερφές), με τον διάδοχο του Αυστροουγγρικού θρόνου, μέγα δούκα Κάρολο.
Οι δυο όμορφες πριγκίπισσες του Λουξεμβούργου τράβηξαν την προσοχή πολλών νεαρών τιτλούχων. Δύο από τους πολυάριθμους αδερφούς της πριγκίπισσας Ζίτας, ο Ξαβιέ και ο Φελίξ, ερωτεύτηκαν τις πριγκίπισσες του Λουξεμβούργου. Η μεν Σαρλότ ανταποκρίθηκε στα αισθήματα του Φελίξ των Βουρβόνων της Πάρμας και κατόπιν τον παντρεύτηκε, η δε Μαρία Αδελαΐδα έμεινε ασυγκίνητη και αδιάφορη στα αισθήματα του Ξαβιέ. Όταν επέστρεψε στο Λουξεμβούργο, η Μαρία Αδελαΐδα δήλωσε στην μητέρα της πως δεν επιθυμούσε να παντρευτεί ούτε να βασιλεύσει μια μέρα στο Λουξεμβούργο. Η μόνη της επιθυμία ήταν να «παντρευτεί» τον Θεό και να γίνει μοναχή. Στο παρελθόν ποτέ δεν είχε εκδηλώσει κάποια κλίση προς το μοναχισμό. Έκτοτε πήγαινε καθημερινώς με τα πόδια στην εκκλησία, ό,τι καιρό και αν έκανε. Στις 25 Φεβρουαρίου 1912 η περιπέτεια της υγείας του πατέρα της έφθασε στο τέλος της. Η σύζυγός του Μαρία Άννα συνέχισε να εξασκεί χρέη αντιβασιλέως – που είχε αναλάβει από το 1908 – μέχρι την ενηλικίωση της πρωτότοκης κόρης της. Η Μαρία Αδελαΐδα έγινε επισήμως μεγάλη δούκισσα του Λουξεμβούργου στις 18 Ιουνίου 1912. Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου έχοντας συνηθίσει την αδιαφορία της μητέρας της Σαρλότ στις κυβερνητικές υποθέσεις, δεν δέχτηκε θετικά την δυναμικότητα και την εξυπνάδα της Μαρίας Αδελαΐδος που δεν δίσταζε να εφαρμόσει την βασιλική της εξουσία όπου έκρινε πως ήταν απαραίτητη. Στο δεύτερο έτος της βασιλείας της άρχισε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 2 Αυγούστου 1914 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Λουξεμβούργο. Την συνέχεια της ιστορίας της μεγάλης δούκισσας Μαρίας Αδελαΐδος του Λουξεμβούργου, διηγείται αναλυτικά και αντικειμενικά ο Κύρος Κύρου στο βιβλίο του «Ματιές στα ξένα» :
«Όταν το 1912 πέθανε ο Γουλιέλμος Δ΄, ο θρόνος περιήλθε στην πρωτότοκη, που μόλις είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ζωής της. Αλλ΄ήταν τόσο νέα και χαριτωμένη – και ήταν άλλωστε η πρώτη δούκισσα που γεννήθηκε στο Λουξεμβούργο – ώστε εωρτάσθη ως ημέρα αγαλλιάσεως, – όταν επήγε στην Βουλή να ορκισθή διασχίζοντας την σημαιοστόλιστη πρωτεύουσα, υπό της κωδονοκρουσίες, της(sic) κανονιές και της ζητωκραυγές των υπηκόων της. Η σοβαρότητα της Μαρίας – Αδελαΐδος, η εξυπνάδα και ο πατριωτισμός της προοιωνίζοντο μια νέαν Ερμεσίνδην – μια δευτέραν και βελτιωμένην έκδοσιν της ξακουστής κομήσσης του μεσαίωνος, που έσωσε το Λουξεμβούργον από την απειλή των ξένων και είχε τριπλασιάσει τα εδάφη του.
Οι πιστολιές του Σεραγέβου, όμως, ανέτρεψαν κι΄εδώ τα πάντα. Ο Γερμανός εισέβαλε στο Λουξεμβούργον, αδιαφορών για την ουδετερότητά του – και μάλιστα, για να την παραβιάση, εδιάλεξεν ένα σημείο των συνόρων που ελέγετο Τrois Vierges…. ( Τρεις Παρθένες). Το ατυχές κρατίδιον της Δουκίσσης, που ήτο ακόμη πειο ουδέτερο κι΄από την Ελβετία και το Βέλγιον – αφού δεν είχε το δικαίωμα, ούτε στρατό να διατηρή ούτε οχυρώσεις – υπέβαλε, δια της μικρής Δουκίσσης, ένα σωρό διαμαρτυρίες ζωηρότατες· αλλ΄εννοείται, πως οι στρατηγοί του Κάϊζερ την έγραφαν επί της …. παληές τους μπόττες! Χωρίς να φταίη το ουδέτερο Δουκάτον, έζησεν επί χρόνια ως εμπόλεμον και υπέστη αδίκως της στερήσεις, την πείνα και της κακουχίες, που υφίσταντο δικαίως οι Γερμανοί. Όταν δ΄επήλθεν η ανακωχή και απηλευθερώθη το Δουκάτον, άρχισε το μαρτύριο της Δουκίσσης. Ακόμη, πριν τελειώσει ο πόλεμος, οι αριστεροί – σοσιαλισταί και φιλελεύθεροι – που είχαν χάσει την πλειοψηφία τους, στις εκλογές του 1916, άρχισαν να την διαβάλλουν στο Παρίσι, όπου, κατά το πρώτο έτος του Πολέμου, η δούκισσα του Λουξεμβούργου είχε υπέρ αυτής όλο τον κόσμο. Σιγά-σιγά, εν τούτοις, οι αριστεροί κατώρθωσαν, με την βοήθεια και των Βέλγων – που είχαν πάντοτε, ως όνειρον, να προσαρτήσουν το Δουκάτον εις το Κράτος τους – να μετατρέψουν εναντίον της Δουκίσσης την γνώμη όλων των Συμμάχων. Κι’ έτσι, κατήντησε η Μαρία- Αδελαΐς, να θεωρήται μεν στην Γερμανία ως Αντατόφιλος – λόγω των διαμαρτυριών της – και στο Παρίσι, πάλι, ως Γερμανόφιλος!…
Και εννοείται, ότι οι εχθροί της τάξεως, δεν άφησαν της ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Στας 10 Νοεμβρίου 1918 – μόλις εξεκενώθη το Δουκάτον – εσχηματίσθη, στην πρωτεύουσα του Λουξεμβούργου, ένα «Σοβιέτ των Εργατών και Χωρικών»· και αμέσως την μεθεπομένην, οι φιλελεύθεροι κι΄οι σοσιαλισταί υπέβαλαν εις την Βουλή την πρότασι περί εκπτώσεως της Δυναστείας, η οποία όμως απερρίφθη, κατόπιν θορυβώδους συζητήσεως. Για να επιτύχη, τότε, τον κατευνασμόν, η Δούκισσα ανεκοίνωσεν αμέσως, ότι θα ενεργήση Δημοψήφισμα, για την μορφή του Πολιτεύματος· αλλ΄εν τω μεταξύ, οι ξένες προπαγάνδες είχαν, κυριολεκτικώς αφηνιάσει. Άλλοι εφώναζαν, ότι το Λουξεμβούργον πρέπει να ενωθή με την Γαλλίαν· άλλοι, ότι πρέπει να προσαρτηθή – δια «προσωπικής ενώσεως» – στο Βέλγιον και άλλοι ήθελαν … σοβιετοποίησιν.
Και οι προδοτικές συνεννοήσεις συνεχίζοντο· διότι, όταν τον Δεκέμβριον, στο Και ντ΄ Οσραί, ο Γάλλος Υπουργός των Εξωτερικών εδήλωσε στο πρεσβευτήν του Λουξεμβούργου, ότι «δεν θέλει να δεχθή, εις ακρόασιν, αντιπροσώπους της Μ. Δουκίσσης», το νέον διεδόθη στο Δουκάτον, την ίδια περίπου ώρα· κι’ ευθύς αμέσως, η «Δημοκρατική Ένωσις» των σοσιαλιστών και των φιλελευθέρων, ωργάνωσεν ένα συλλαλητήριο· κι’ εκεί συνεκροτήθη, εκ του …προχείρου, μία «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας», η οποία και εκήρυξε έκπτωτον, όχι μονάχα την Μεγάλη Δούκισσαν, αλλά κι΄ολόκληρη την Δυναστείαν. Ο κόσμος, βέβαια, τους εγιουχάϊσε, διέλυσε την διαδήλωσι και εματαίωσε το πραξικόπημα· αλλ΄οπωσδήποτε ήταν προφανές, ότι το Βέλγιον – εις το οποίον η Γαλλία είχεν υποσχεθή, κατά την διάρκεια του πολέμου, ν΄άδιαφορήση εντελώς για το Δουκάτον – εξηκολούθει να υποδαυλίζη την φωτιά, εις τρόπον ώστε, εντός ολίγου χρόνου, επωφελούμενον των ταραχών, να επιτύχη την προσάρτησι του Λουξεμβούργου.
Και, τότε πλέον η Μαρία- Αδελαΐς, σπεύδει να σώσει την Πατρίδα, θυσιάζουσα τον εαυτόν της. Το βράδυ της 14ης Ιανουαρίου, δηλοί μ΄ένα ωραίο διάγγελμα, ότι, «προς διευκόλυνσιν της χώρας μας, εις τας διαπραγματεύσεις μετά των γειτόνων» υπέγραψε παραίτησιν από του Θρόνου, χωρίς να αναμείνη πλέον, το Δημοψήφισμα, που είχε προκηρύξει. Και, συμπληρούσα την χειρονομίαν της, εγκαταλείπει την μικρή πατρίδα της και περιβάλλεται, αντί πορφύρας, το ράσο των καλογραιών!…
Αλλ΄εννοείται, ότι η δραματική παραίτησις κι΄η αυτοεξορία της Δούκισσας έφεραν, πειά, στα σύγκαλά τους όλους σχεδόν τους υπηκόους της. Βλέποντες, ότι η Γαλλία και το Βέλγιον, δεν εγκατέλειπαν τα ενεργείας των, εις την Διάσκεψι των Παρισίων, για την προσάρτησι του Λουξεμβούργου, κατάλαβαν ότι η Μαρία- Αδελαΐς υπήρξε μόνο ένα πρόσχημα και ότι, τώρα πλέον, εκινδύνευεν η ανεξαρτησία της πατρίδος των. Συνεσπειρώθησαν, λοιπόν, αμέσως, πέριξ, της νέας των Δουκίσσης – δευτεροτόκου κόρης του δουκός Γουλιέλμου – και δια του 80% των ψήφων, ετάχθησαν, στο Δημοψήφισμα, υπέρ της Δυναστείας και υπέρ του ανεξαρτήτου Λουξεμβούργου. Κι΄έτσι, πειά, την υστάτην ώραν, έχασε το παιγνίδι του το Βέλγιον.»
Μετά την παραίτηση της από τον θρόνο του Λουξεμβούργου η Μαρία Αδελαΐδα ανεχώρησε αμέσως από το δουκάτο και πέρασε την υπόλοιπη ζωή της αυτοεξόριστη, χωρίς να επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα της. Θέλησε να ασπαστεί το μοναχικό σχήμα. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ της συνέστησε το Μοναστήρι των Καρμελιτών στην Μόντενα της Ιταλίας. Απαρνήθηκε χωρίς δυσανασχέτηση την πολυτελή ζωή της και τα αγαπημένα της τσιγάρα Waldorf, αλλά δεν μπόρεσε να αντέξει τις σκληρές συνθήκες της μοναχικής ζωής. Το κρύο τον χειμώνα στο Μοναστήρι ήταν ανυπόφορο, και η υγεία της καταπονήθηκε. Προσβλήθηκε από παράτυφο. Αντιλαμβανόμενη πως η υγεία της δεν της επέτρεπε να παραμείνει μοναχή και με την σύμφωνη γνώμη της Ηγουμένης του Μοναστηριού, ανεχώρησε. Το 1923 άρχισε σπουδές ιατρικής στο Μόναχο. Έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη πιστεύοντας πως οι προσωπικές αποτυχίες της προσέβαλαν την υπόληψη της οικογένειας της. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους το πέρασε στον οικογενειακό τους πύργο στην Βαυαρία. Η υγεία της όμως συνεχώς χειροτέρευε και δεν δεχόταν να της παρασχεθεί καμία ιατρική περίθαλψη. Εντελώς αδύναμη και εξασθενημένη παρέμενε συνεχώς κλινήρης. Ένα βράδυ ψιθύρισε στην μητέρα της: «Απέτυχα σε όλα. Είναι μάταιο πλέον να ζω». Στις 24 Ιανουαρίου 1924 η Μαρία Αδελαΐα πέθανε σε ηλικία 29 ετών. Η τελευταία της επιθυμία εισακούσθηκε από τον Θεό.
Κείμενο: Τέπη Πιστοφίδου
Βιβλιογραφία: 1) Τhe Nassaus of Luxembourg by Kassandra & Sabrina Pollock with Arturo Beéche, Εurohistory.com
2) Grand Duchess Marie Adelaide of Luxemburg, by Sabrina Pollock, The European History Journal, October 2002
3) Kύρου Α. Κύρου, Ματιές Στα Ξένα, κεφάλαιο: Το δράμα της μεγάλης δουκίσσης, Εκδόσεις Αετός.