Κείμενο από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λoύρου «Περασμένα Χρόνια».
«Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τον τοκετό της πριγκιποπούλας Ελένης, όταν έμεινε πάλιν έγκυος (η πριγκίπισσα διαδόχου Σοφία) και η εγκυμοσύνη έβαινε κανονικά. Τον Νοέμβριο όμως του 1901, που διέτρεχε τον τελευταίο μήνα, είχε καταληφθεί από μεγάλη ανησυχία, επειδή υπέφερε πολύ από διάφορα ενοχλήματα, οφειλόμενα στο μεγάλο μέγεθος του παιδιού. Προσπαθούσα να την παρηγορήσω, αλλά η δική μου ανησυχία ήταν ακόμη μεγαλύτερη, επειδή η προηγούμενη γέννησι της Πριγκιπίσσης Ελένης παρ΄ολίγο να κοστίσει την ζωή της Μητέρας.
Η Πριγκίπισσα (Σοφία) αλληλογραφούσε με τον αδερφό της τον Κάϊζερ και του μετέδωσε τόση ανησυχία, ώστε, παρ΄όλη την εμπιστοσύνη με την οποία, ύστερ΄από πολλές προηγούμενες ιατρικές περιπτώσεις, με τιμούσε η Βασιλική Οικογένεια, ο Κάϊζερ επέμενε να συμμερισθεί ένας Γερμανός συνάδελφός μου μαζί μου την ευθύνη του τέταρτου τούτου τοκετού.
Η Υψηλοτάτη και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ούτε ν΄ακούσουν ήθελαν αυτήν την πρότασι του Κάϊζερ. Κι αυτός ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄, υπερεθνικιστής καθώς ήταν, δεν ήθελε να δεχτεί τον ξένο γιατρό. Και, επί πλέον, ο φίλος Σάββας, γιατρός του Βασιλέως, ενίσχυσε την ευαρέσκεια της Μεγαλειότητός Του. Εγώ όμως που αισθανόμουν όλη την βαρειά ευθύνη, πως ήταν δυνατόν ν΄αποκρούσω την πρότασι του Κάϊζερ; Φαντασθήτε τί θα γινόμουν, αν πάθαινε η Πριγκίπισσα κανένα κακό – που δεν απεκλείετο σ΄αυτήν την περίπτωση – και είχα αποκρούσει την παρουσία του συναδέλφου μου!
Έτσι χρειάστηκε να επιμείνω εγώ, ώστε ο γιατρός Keller από το Πότσδαμ στις 25 Νοεμβρίου έφθασε στην Αθήνα κι αμέσως ήλθε να με επισκεφθεί.
Τον δέχθηκα με θερμή συναδελφική οικειότητα. Ήταν ηλικίας πενήντα περίπου χρονών, πολύ συμπαθητικός κ΄ευγενέστατος.
Μου είπε ότι ο Κάϊζερ τον έστειλε απλώς να παρίσταται στον τοκετό, για να ενθαρρύνει την Υψηλοτάτη. Του διηγήθηκα κ΄εγώ τα του προηγούμενου τοκετού της Πριγκιπίσσης και έτσι δεν απεκλείετο να αντιμετωπίσω τον ίδιο και ίσως σοβαρώτερο κίνδυνο.
Ήταν μεσημέρι της πρώτης Δεκεμβρίου ( με το παλιό ημερολόγιο), όταν ήλθε να με πάρει το Βασιλικό αμάξι στο νεόκτιστο τότε Παλάτι της οδού Ηρώδου του Αττικού. Μόλις είχαν αρχίσει οι ωδίνες του τοκετού. Στον τοκετό παρίσταντο, εκτός του Keller, του Σάββα και εμού, η Α. Μ. η Βασίλισσα Όλγα και η πολύτιμη αδελφή Κλωνάρη.
Όλα πήγαιναν κανονοκά και στις 4.30΄το απόγευμα γεννήθηκε ένας παίδαρος με βάρος 4.750 γραμ. και μήκος 55 εκατοστά, ο σημερινός λατρευτός μας Διάδοχος Παύλος. Αλλά, μόλις γεννήθηκε, ακολούθησε εκείνο που προέβλεπα και για το οποίο ανησυχούσα.
Προετοιμασμένος καθώς ήμουν από τις προβλέψεις μου, δεν έχασα ούτε στιγμή να επέμβω σε ό,τι έπρεπε, ώσπου να συνέλθει η Υψηλοτάτη, που κάτωχρη είχε περιπέσει σε βαθειά λιποθυμία. Ο Σάββας και ο Keller παρακολουθούσαν την κατάστασι αυτή εξαιρετικά ανήσυχοι. Ευτυχώς όμως η αδελφή Κλωνάρη, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της, με βοηθούσε δίνοντάς μου αμέσως ό,τι ζητούσα. Είκοσι ολόκληρες ώρες, χωρίς διακοπή, έμεινα κοντά στην Υψηλοτάτη, ώσπου άρχισε σιγά – σιγά να συνέρχεται.
Πέρασαν πολλοί βασιλικοί τοκετοί από τα χέρια μου και δεν ήταν λίγοι οι κίνδυνοι που είχα ν΄αντιμετωπίσω. Κανένας όμως απ΄όλους δεν άφησε τόσο βαθειά χαραγμένα τα ίχνη του στη μνήμη μου , όσο αυτός ο τοκετός της αειμνήστου Βασιλίσσης Σοφίας, της οποίας υπήρξα επί τριάντα χρόνια ο αφωσιωμένος επίκουρος.»
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου