Του Νίκου Παπακωνσταντίνου
Πρωτοχρονιά 1948. Η πρώτη Πρωτοχρονιά της Βασιλείας του Παύλου!
Με τον Βασιλιά άρρωστο και απόντα.
Με την χώρα σε αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Με την μεγάλη αγωνία για την ζωή της αδερφής του Βασιλιά και του γιου της, του Βασιλιά Μιχαήλ της Ρουμανίας, που στις 30 Δεκεμβρίου οι ρουμάνοι κομμουνιστές και οι Σοβιετικοί εξανάγκασαν σε παραίτηση και από τότε κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτούς.
Η Βασίλισσα Φρειδερίκη περιγράφει τα της αρρώστιας του Βασιλιά:
«Τον χειμώνα του 1947-48, ενώ ταξιδεύαμε από την Ήπειρο στη Δωδεκάνησο, από τη Μακεδονία στη Θράκη, από νησί σε νησί κι’ από χωριό σε χωριό, ο Παύλος έπεσε ξαφνικά άρρωστος και ο γιατρός διέγνωσε τυφοειδή πυρετό. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε φάρμακο για την καταπολέμησι της ασθενείας αυτής. Η ελπίδα της αναρρώσεως εξηρτάτο από την κράσι του αρρώστου και την απόλυτη ανάπαυσί του. Ο καϋμένος ο γιατρός μας πανικοβλήθηκε. Κατά τον θάνατο του Βασιλέως Γεωργίου είχε δεχθή σφοδρές επιθέσεις του τύπου, παρ’ όλο που δεν θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτε, αφού ο Βασιλεύς Γεώργιος είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή. Τη φορά λοιπόν αυτή σχηματίσθηκε μια ιατρική επιτροπή, ώστε να καταμερισθούν οι ευθύνες. Τα μέλη της επιτροπής έμπαιναν τρεις φορές την ημέρα στο υπνοδωμάτιο του Παύλου, τον κύτταζαν σοβαρά και του έλεγαν: «Πρέπει να μείνετε ήσυχος και να πίνετε γάλα.» Αφού το επανέλαβαν αυτό καθημερινώς επί πολύν καιρό, ο Παύλος, ο οποίος ήταν ο πιο υπομονητικός άνθρωπος του κόσμου, ανακάθησε έξω φρενών στο κρεββάτι του και τους είπε ν’ αλλάξουν βιολί, διότι το γάλα το απεχθανόταν και ουδέποτε το έπινε, ενώ παραμένοντας στο κρεββάτι ήταν υποχρεωμένος, ούτως ή άλλως, να κάθεται ήσυχος. Έπειτα μου είπε: «Που τους βρήκαν, αυτούς τους γιατρούς; Φαίνονται οι ίδιοι μισοπεθαμένοι.» Είχε απόλυτο δίκιο. Ήσαν οι γηραιότεροι άνθρωποι της Ελλάδος: ο ένας κούτσαινε, ο άλλος ήταν κουφός και οι υπόλοιποι, επίσης, δεν φαίνονταν να είναι καλά. Καθώς φαίνεται, κατά την επιλογή είχε επικρατήσει η άποψις ότι η ηλικία συμβαδίζει με τη σοφία.
Στις εφημερίδες δημοσιευόταν καθημερινώς ένα ιατρικό δελτίο. Όποτε ο πυρετός ανέβαινε, οι πολιτικοί και οι εφημερίδες εξύβριζαν τους ατυχείς γιατρούς. Τα περισσότερα μέλη της Κυβερνήσεως συγκεντρώνονταν αθόρυβα στο ισόγειο των ανακτόρων, ενώ οι γιατροί είχαν συμβούλιο επάνω. Έστελναν υβριστικά σημειώματα οι μεν στους δε, μέσω των μελών της Αυλής, τα οποία έτρεχαν επάνω-κάτω για να τα επιδώσουν.
Μέσα στο φρενοκομείο αυτό, ο μόνος ήσυχος ήταν ο Παύλος. Ήθελε ν’ ακούη μουσική και, ευτυχώς, η μεγάλη μας Ελληνίς πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ συνέβη να βρίσκεται την εποχή εκείνη στην Αθήνα. Τοποθετήσαμε ένα πιάνο δίπλα στο δωμάτιο του Παύλου και η πιανίστα, με την πόρτα ανοιχτή, του έπαιζε Μπαχ, Μπετόβεν και Σοπέν. Κάθε φορά που έπαιζε ο πυρετός έπεφτε, για ν’ ανεβή και πάλι όταν τελείωνε. Μιά μέρα έπαιξε ασταμάτητα, συμβάλλοντας έτσι σημαντικώτατα στην ανάρρωσί του. Η Τζίνα Μπαχάουερ, ο σύζυγός της Άλεκ Σέρμαν, ο μεγάλος βιολιστής Γιεχούντι Μενουχίν και η σύζυγός του, πέρασαν κατά κάποιον τρόπο από τη σκηνή της ζωής μας, με πλήρη φυσικότητα και χωρίς καμμιά πρόβα. Μοιράσθηκαν μαζί μας πολλές ανήσυχες μέρες και πάντοτε καταπράϋναν τη νευρική υπερέντασι με την ομορφιά της μουσικής τους και με το βάθος της φιλίας τους.»
Ο Βασιλιάς αρρώστησε την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου 1947. Το πιθανότερο είναι να μολύνθηκε σε μια περιοδεία του στην ύπαιθρο. Νοσηλευόταν στα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού. Εκεί άλλωστε ήταν η μόνιμη κατοικία της Βασιλικής Οικογένειας. Το Τατόι δεν είχε τότε ακόμη επισκευασθεί και επιπλωθεί πλήρως μετά τους βανδαλισμούς του Δεκεμβρίου 1944, κι άλλωστε ήταν τόσο δύσκολο να προσφέρει ασφάλεια στους δύσκολους και ανώμαλους καιρούς που ζούσε η χώρα. Έγινε μόνιμη κατοικία των Βασιλέων από τον Οκτώβριο του 1948. Παρά τις δυσκολίες, όταν ο Παύλος αισθάνθηκε λίγο καλύτερα, θέλησε για αλλαγή να περάσει λίγες μέρες στο αγαπημένο του Τατόι. Έκανε κρύο και είχε υγρασία. Το σπίτι, άδειο σχεδόν από έπιπλα, έμοιαζε αφιλόξενο. Μετά μερικές ημέρες παραμονής, στις 21 Δεκεμβρίου, ο Βασιλιάς υποτροπίασε, ανέβασε και πάλι υψηλό πυρετό και η οικογένεια επέστρεψε άρον-άρον στα Ανάκτορα Αθηνών.
Από την συλλογή των Royal Chronicles θα δανειστούμε αυτή την φωτογραφία της προηγούμενης Πρωτοχρονιάς, της Πρωτοχρονιάς του 1947. Ο Βασιλεύς Γεώργιος αποχωρεί από την Μητρόπολη Αθηνών μετά την Δοξολογία. Η οικογένεια του διαδόχου Παύλου, ο πρωθυπουργός Ντίνος Τσαλδάρης (αριστερά), ο Πρόεδρος της Βουλής Τζων Θεοτόκης (δεξιά), τον προπέμπουν. Η πριγκίπισσα Φρειδερίκη ζητά από τον επίδοξο διάδοχο Κωνσταντίνο να χαιρετήσει τον θείο του και Βασιλιά του πριν κάνει και η ίδια την βαθειά υπόκλισή της. Φορά κοντό φόρεμα όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε.
Άλλη η εικόνα την Πρωτοχρονιά του 1948. Ο Βασιλεύς Γεώργιος έχει πεθάνει, αλλά και ο Βασιλεύς Παύλος είναι άρρωστος εδώ και μήνες! Η Βασίλισσα Φρειδερίκη ταξίδευσε μόνη της στο Λονδίνο για να αντιπροσωπεύσει, στις 20 Νοεμβρίου, την Ελλάδα στους γάμους της διαδόχου Ελισάβετ με τον πρίγκιπα Φίλιππο της Ελλάδος.
Από την μέρα των Χριστουγέννων οι κομμουνιστές έχουν εξαπολύσει φοβερή επίθεση για να καταλάβουν την Κόνιτσα και να εγκαταστήσουν εκεί την «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Λεύτερης Ελλάδας».
Από τις 30 Δεκεμβρίου που ανακοινώθηκε ότι ο Βασιλεύς Μιχαήλ της Ρουμανίας παραιτήθηκε (με την θέλησή του; με την βία;) καμία δυνατότητα επικοινωνίας ούτε με τον ίδιο, ούτε με την μητέρα του την Βασίλισσα Ελένη. Ανακηρύχτηκε πανηγυρικά η Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας, ο Μιχαήλ όμως και η Ελένη τι έγιναν; Ζουν ή εκτελέστηκαν; έχουν φυλακιστεί ή είναι ελεύθεροι; Θα τους αφήσουν να φύγουν ή θα τους μεταφέρουν στην Σοβιετική Ένωση;
Τρεις γυναίκες και τρία παιδιά βγαίνουν από την Μητρόπολη των Αθηνών μετά την Δοξολογία της Πρωτοχρονιάς 1948. Η Βασίλισσα Φρειδερίκη με τα τρία παιδιά της, η πριγκίπισσα Ελένη του Νικολάου και η πριγκίπισσα Αλίκη του Ανδρέα. Δεν κρατούν τις σωστές αποστάσεις μεταξύ τους, όπως έχουν μάθει σ’ όλη τους την ζωή, κι όπως απαιτεί το πρωτόκολλο, έτσι ώστε να διευκολύνουν και το έργο των φωτογράφων. Ενστικτωδώς έχουν σφιχτεί η μία κοντά στην άλλη για να πάρουν κουράγιο και να αισθανθούν πιο προστατευμένες. Και δεν χαμογελούν, δεν μπορούν να χαμογελάσουν. Αριστερά ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης και ο αντιπρόεδρος της Βουλής Πραξιτέλης Μουτζουρίδης. Ο Σοφούλης, του κόμματος των Φιλελευθέρων, είναι πρωθυπουργός από τον Σεπτέμβριο του 1947. Στην Βουλή πρώτο κόμμα είναι το Λαϊκό Κόμμα, για να στερήσουν όμως από τους κομμουνιστές την γνωστή διαστρέβλωση ότι έχουμε «κυβέρνηση μοναρχοφασιστών», έχει σχηματιστεί Κυβέρνηση Συνεργασίας λόγω του Εμφυλίου Πολέμου υπό τον φιλελεύθερο Σοφούλη. Παρά την σοβαρότητα της κατάστασης, και ίσως λόγω αυτής της σοβαρότητας, η Βασίλισσα φορά μακρύ φόρεμα, εντυπωσιακό καπέλλο και τα σμαράγδια της Βασίλισσας Όλγας όπως τα έδεσαν για την ίδια πρόσφατα.
Το ίδιο φόρεμα, το ίδιο καπέλο, και τα σμαράγδια τα είχε φορέσει στις 20 Νοεμβρίου στο Λονδίνο, στους γάμους Ελισάβετ – Φιλίππου. Στην φωτογραφία την βλέπουμε στην ανακτορική άμαξα με τον θείο της Βασιλέα Χάακον της Νορβηγίας, πρώτο ξάδερφο του πατέρα της.
Η Βασίλισσα επέλεξε ίσως αυτόν τον πιο εντυπωσιακό τρόπο ντυσίματος ακριβώς για να πείσει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα για την Δημοκρατία, δεν υπάρχει πρόβλημα για την Βασιλεία, δεν υπάρχει κίνδυνος επικράτησης των κομμουνιστών!
Από τότε και μέχρι το 1967, καθιερώθηκε για τις Βασίλισσες και τις πριγκίπισσες το μακρύ φόρεμα στις Δοξολογίες της Μητρόπολης.
Η κοπή της Βασιλόπιτας στην Ανακτορική Φρουρά. Πόσο αισθητή είναι σε όλους η απουσία του Βασιλιά! Μία τέτοια χαρμοσύνη μέρα, σε μία τέτοια χαρμόσυνη στιγμή, κανένας δεν χαμογελά. Τα τρία πριγκιπόπουλα νοιώθουν το άσχημο κλίμα που επικρατεί και προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει.
«Στην επίσημη δεξίωσι για τον γάμο της Πριγκιπίσσης Ελισάβετ με τον Πρίγκιπα Φίλιππο είχε έλθει και η κουνιάδα μου, η Βασιλομήτωρ της Ρουμανίας, με τον Βασιλέα Μιχαήλ. Η Ρουμανία βρισκόταν υπό ρωσική κατοχή. Η Βασίλισσα Ελένη προσπαθούσε να λάβη συμβουλές από μερικούς πολιτικούς, οι οποίοι, με την ευκαιρία, είχαν συγκεντρωθή στο Λονδίνο. Έπρεπε άραγε, εκείνη και ο γυιός της, να επιστρέψουν στη Ρουμανία και ν’ αντιμετωπίσουν τους κινδύνους, στους οποίους τους εξέθετε η θέσις τους υπό τις παρούσες συνθήκες; Ούτε ο Τσώρτσιλ ούτε ο Μάρσαλ ούτε οποιοσδήποτε άλλος από τους σημαίνοντας της έδινε ανεπιφύλακτη συμβουλή. Όλοι είχαν επίγνωσι της βαρυτάτης ευθύνης που μιά τέτοια συμβουλή μπορούσε να συνεπάγεται. Συνέστησα στην κουνιάδα μου να συζητήση το πρόβλημά της με τον Στρατηγό Σματς, επειδή ήμουν απολύτως βεβαία πως εκείνος θα της έλεγε τη γνώμη του. Του έθεσε το ερώτημά της. «Ω, ναι» απάντησε ο Σματς «βεβαίως πρέπει να επιστρέψετε. Διότι, αν έχουν σκοπό να δολοφονήσουν κάποιον, θα δολοφονήσουν εσάς και όχι τον γυιό σας.» Η κουνιάδα μου, πράγματι, επέστρεψε. Τελικά ο Βασιλεύς Μιχαήλ και η μητέρα του υποχρεώθηκαν από τους Ρώσους να εγκαταλείψουν τη Ρουμανία, αλλ’ ήσαν υπερήφανοι που ακολούθησαν τη συμβουλή του Σματς.»
Από τον Σεπτέμβριο του 1944 που τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν την χώρα, η Ρουμανία ήταν ένα Βασίλειο με κομμουνιστικό καθεστώς. Παντού οι φωτογραφίες του Βασιλιά Μιχαήλ και του Στάλιν! Ακόμα και στα συνέδρια του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Οι διώξεις και οι φυλακίσεις των πολιτών που ήταν αντίθετοι με το κομμουνιστικό καθεστώς προκαλούσαν την απελπισία και την οργή. Στις 8 Νοεμβρίου 1945, ημέρα της γιορτής του Βασιλιά, ένα πλήθος κόσμου βρήκε την ευκαιρία να ξεχυθεί στους δρόμους. Εξέφραζε έτσι την πίστη του και την στήριξή του στον Μιχαήλ και την αντίθεσή του στους ρουμάνους κομμουνιστές και την σοβιετική κατοχή. Υπήρξαν πολλοί νεκροί και χιλιάδες συλλήψεις.
12 Νοεμβρίου 1947, η αναχώρηση του Βασιλιά και της μητέρας του για το Λονδίνο,για τους γάμους Ελισάβετ-Φιλίππου. Τους προπέμπει, δεξιά, ο κομμουνιστής πρωθυπουργός Πέτρου Γκρόζα. Η κυβέρνηση πίστευε ότι ο Μιχαήλ θα άρπαζε την ευκαιρία και δεν θα γύριζε ξανά πίσω.
Στις δεξιώσεις και τις γιορτές των πριγκιπικών γάμων στο Λονδίνο, ο Βασιλιάς Μιχαήλ και η Βασίλισσα-Μητέρα Ελένη προσπαθούσαν να πάρουν συμβουλές για το τι πρέπει να κάνουν. Εδω τους βλέπουμε έτοιμους για την δεξίωση στο Μπάκιγχαμ. Στην μέση έχουν την αδερφή της Ελένης, την πριγκίπισσα Ειρήνη της Ελλάδος, δούκισσα της Αόστης.
Στο Λονδίνο ο Μιχαήλ γνώρισε την πριγκίπισσα Άννα των Βουρβώνων της Πάρμας. Ερωτεύθηκαν κεραυνοβόλα ο ένας τον άλλο και αποφάσισαν να μοιραστούν μαζί την ζωή τους. Ένας λόγος παραπάνω να μη γυρίσει ο Μιχαήλ στο Βουκουρέστι! Όμως όχι! Αποχαιρετούν την Άννα που φεύγει για το σπίτι της στην Κοπεγχάγη και επιστρέφουν κι αυτοί στην Ρουμανία.
Η επιστροφή στις Μυκήνες.
Το ίδιο θέμα, το ίδιο δίλημμα, όπως σε τόσες αρχαίες τραγωδίες.
21 Δεκεμβρίου 1947, η επιστροφή στο Βουκουρέστι, υποδοχή από τον Γκρόζα ο οποίος αναρωτιέται: «τί τους ήρθε και γύρισαν, τί να κάνουμε τώρα μ’ αυτούς;»
Βρήκαν γρήγορα την λύση του «τι να κάνουν μ’ αυτούς». Στις 30 Δεκεμβρίου παρέδωσαν στον Βασιλιά αυτή την επιστολή παραίτησής του και τον υποχρέωσαν να την υπογράψει απειλώντας με εκτελέσεις των φυλακισμένων αντιφρονούντων, αρχίζοντας από τους φοιτητές. Η επιστολή είχε πλήθος λαθών της ρουμανικής γλώσσας, προφανώς γράφτηκε από τους σοβιετικούς των δυνάμεων κατοχής.
Traiasca Republica Populara Romana! Ζήτω η Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας!
Η Ρουμανία βρέθηκε πίσω από το Παραπέτασμα. Καμιά επικοινωνία με κανέναν, καμιά είδηση για την τύχη του Βασιλιά και της μητέρας του.
Η Άννα, η 24χρονη ερωτευμένη κοπέλα, για μέρες, με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το 26χρονο παλικάρι που αγαπούσε. Σκέφτηκε να του στείλει ένα τηλεγράφημα, ουδέτερο, χωρίς να τον ρωτάει τίποτα, μόνο για να του δώσει λίγο κουράγιο.
«Σε σκέπτομαι. Αγάπη, Ναν»
Το τηλεγράφημα αυτό δεν επεδόθη ποτέ.
Στις 3 Ιανουαρίου 1948, ο Μιχαήλ ειδοποιήθηκε ότι το ίδιο βράδυ θα έφευγαν με τραίνο. Μέχρι τελευταία στιγμή αγωνία για το ποιος θα είναι ο προορισμός αυτού του τραίνου. Ταξίδευσαν μέσω Ουγγαρίας και έφτασαν στην Βιέννη, στην ρωσική ζώνη. Μετά από ώρες αναμονής και αγωνίας πέρασαν στην αμερικανική ζώνη της Βιέννης. Ένας νεαρός αξιωματικός του στρατού των ΗΠΑ ανέβηκε στο βαγόνι και είπε χαμογελαστά: «Μεγαλειότατε, τώρα είστε ασφαλής». Συνέχισαν για την Λωζάνη, απ’ όπου είναι και η φωτογραφία της άφιξής τους εκεί.
Για την Ρουμανία ξεκινούσε η φοβερή περίοδος της κομμουνιστικής δικτατορίας που γύρισε την άλλοτε ευημερούσα χώρα πολλά-πολλά χρόνια πίσω.
Για τον Βασιλιά Μιχαήλ ξεκινούσε η δύσκολη περίοδος της εξορίας, μακριά από την χώρα του και με πολύ περιορισμένα οικονομικά μέσα.
Να όλα κι όλα αυτά που τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας! Είναι στοιβαγμένα σ’ ένα διάδρομο του ξενοδοχείου της Λωζάνης όπου κατέλυσαν.
Τουλάχιστον ο Βασιλιάς Παύλος θα ανακουφιστεί και θα ηρεμήσει μαθαίνοντας ότι η αδερφή του και ο ανεψιός του είναι πλέον ασφαλείς. Μακάρι αυτό να κάνει καλό και στην υγεία του.
Στην Ανακτορική Φρουρά, λίγο μετά την κοπή της βασιλόπιτας. Ένα αχνό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο της Βασίλισσας. Ας είμαστε αισιόδοξοι, η Καινούργια Χρονιά γιατί να φέρει κι άλλα δεινά και να μην περιμένουμε ότι θα διορθώσει τα προηγούμενα;
Οι εύζωνες της Ανακτορικής Φρουράς και οι αξιωματικοί τους είναι τόσο αφοσιωμένοι, αγαπούν τόσο τον Βασιλιά τους, είναι αποφασισμένοι να δώσουν και την ζωή τους γι’ αυτόν. Και όλος ο Στρατός, και ο Λαός παντού όπου κι αν περάσουν τους δείχνει την αγάπη του, την εμπιστοσύνη του και περιμένει τόσα απ’ αυτούς. Δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα! Ο Εμφύλιος Πόλεμος θα τελειώσει, η Ελλάδα δεν θα βρεθεί στο Παραπέτασμα, και τότε όλοι μαζί θα αγωνιστούμε να την κάνουμε όλο και καλύτερη! Η Βασίλισσα πήρε κουράγιο και δύναμη, πείσμωσε, αποφάσισε να αγωνιστεί με όλες τις δυνάμεις της.
Λίγες μέρες μετά, στις 7 Ιανουαρίου του 1948, έχουμε την Κόνιτσα.
«Ο Παύλος μου ζήτησε να πάω στην Ήπειρο, για να είμαι κοντά στα στρατεύματα, τα οποία εκείνος δεν μπορούσε να επισκεφθή. Για μένα ήταν φρικτό να τον εγκαταλείψω, έτσι που ήταν βαρειά άρρωστος, αλλ’ ήξερα πως αυτό θα επιδρούσε κατευναστικά στην ανησυχία του – και, επίσης, είχα βαθειά συγκινηθή από την εμπιστοσύνη του προς έμενα. Δεν αγνοούσε πως αυτό θα ήταν για μένα επικίνδυνο: αλλά πρώτα απ’ όλα ερχόταν η Ελλάς· δεν αγνοούσα πως ήταν επικίνδυνο να τον εγκαταλείψω, γιατί η ασθένειά του πολύ απείχε από τη θεραπεία της: αλλά πρώτα απ’ όλα ερχόταν η Ελλάς.
…………………………………………………………………………………………………………..
Η Κόνιτσα υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της ζωής μου. Είναι ένα χωριό που συμβολίζει την Ελλάδα των ημερών εκείνων, ένα χωριό όπου η ανθρώπινη τραγωδία και η ανθρώπινη δόξα ζουν κοντά-κοντά στη μικρή λωρίδα της γης του.»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ευχαριστώ θερμά τα Αρχεία της ΕΡΤ για την παραχώρηση σε υψηλή ευκρίνεια των τριών φωτογραφιών της Πρωτοχρονιάς 1948 και την άδεια να τις δημοσιεύσω σ’ αυτό το άρθρο. Ειδικά ευχαριστώ την κυρία Ελένη Ζώντου με την οποία είχα ηλεκτρονική και τηλεφωνική επικοινωνία.