Στα παλιά τα χρόνια της Αθήνας, τα Χριστούγεννα ήταν η πιο μεγάλη και η πιο πλούσια χειμωνιάτικη γιορτή. Μια γιορτή του σπιτιού και του τζακιού, που μεγάλοι και μικροί πρόσμεναν πάντα με λαχτάρα.
Απ΄το ξημέρωμα της Παραμονής, τα παιδιά της Αθήνας, φορτωμένα με τα χάρτινα καράβια τους, φωταγωγημένα και να καπνίζουν, κι΄άλλα πάλι πιο φτωχά, μόνο με τρίγωνα και τουμπελέκια, γύριζαν στις γειτονιές κι΄έλεγαν τα Κάλαντα μαζεύοντας δεκάρες …
«Καλήν εσπέραν Άρχοντες
κι΄αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
να πω στ΄αρχοντικό σας…
Στο Αθηναϊκό σπίτι, την Παραμονή του Χριστού, μεγάλη φασαρία κι΄αναστάτωση. Οι νοικοκυράδες ανασκουμπομένες, ετοίμαζαν τα πατροπαράδοτα γλυκά και παραγέμιζαν τη γαλοπούλα για το φούρνο.
Τα παιδόπουλα του σπιτιού, πρόθυμα να βοηθήσουν στο ξεφλούδησμα των καρυδιών για το μπακλαβά. Η μητέρα τους, γελαστή και συγκινημένη μαζύ, δεχόταν την προσφορά τους. Μα στο τέλος δεν τους εμπιστευόταν. Γιατί δεν θάφιναν παρά τα τσόφλια μόνο για το γλυκό.
Το διαβολεμένο μικρό δουλικό που «τα πρόφταινε ούλα», με την ποδιά ολόμακρη να σούρνεται στο δρόμο, πήγαινε κι΄ερχόταν στο γειτονικό φούρνο, φορτωμένο με λαμαρίνες.
Τι μοναδικό θέαμα, ο φούρνος της Αθήνας τα Χριστούγεννα εκείνης της ευτυχισμένης εποχής! Στους πάγκους του, βουνά τα ταψιά κι΄ οι λαμαρίνες με ροδισμένα γαλόπουλα-να δαγκώνουν το μήλο-με χιλίων ειδών γλυκά και τσουρέκια, κουραμπιέδες και μελομακάρουνα! Ένας παραμυθένιος σε πλούτο μπουφές, που θα τον ζήλευε κι΄ο ίδιος ο Λούκουλος.
Οι μυρουδιές από τόσους αχνιστούς ακόμα γαστρονομικούς θησαυρούς, ανακατεμένες σε μιάν αποθέωση, ξεχύνονταν απ΄τους φούρνους στα στενά δρομάκια, κι΄έβαζαν σε φριχτό πειρασμό τους περαστικούς, πούχανε ξελιγωθεί απ΄τη μεγάλη νηστεία των Χριστουγέννων.
Κι΄ο πατέρας του σπιτιού;
Σαν καλός νοικοκύρης που κρατάει τα έθιμα, απ΄το πρωί της Παραμονής στη Μεγάλη Αγορά για τα ψώνια.
Άλλο πάλι εκεί εξωτικό πανηγύρι της Αθήνας!
Μεραρχίες ολάκαιρες από μαδημένα γαλόπουλα λαμπροστολισμένα με κονκάρδες και κορδέλες και χάρτινα λουλούδια, κρεμόντουσαν σ΄ατέλειωτες σειρές, στα τσιγκέλια των μαγαζιών. Και τόσο πυκνά που θάλεγες πως ήταν τείχη φρουρίου, χτισμένα από πουλερικά!
Πλάϊ τους, όλα τ΄ άλλα τ΄αγαθά του κόσμου, σε τιμές τότε που ο καθ΄ένας θα μπορούσε να σηκώσει τη μισή αγορά : Ευλογία Θεού!
Και τα παιδιά του σπιτιού;
Ύστερα απ΄το γενναίο λούσιμο στη σκάφη, -με τί φωνές και ξύλο και κλάμματα, μαρτύριο για τις μητέρες – μαζευόντουσαν κοντά στην καλή γιαγιά τους, πλάϊ στ΄αναμμένο τζάκι, για να τους πεί καμμιά παληά ιστορία, κανένα παραμύθι.
Κι΄εκείνη;
Χιονισμένη, γλυκειά, σεβαστή γρηούλα, με το σάλι της, την πλεχτή σκουφίτσα, τη γατούλα κουλουριαμένη στα πόδια της, τους μιλούσε για τους Καλικατζάρους.
….. Θαρρώ πως την ακούω ακόμα …..
«- Σήμερα παιδάκια μου Παραμονή του Χριστού, μπαίνουν στα σπίτια, τα ξορκισμένα τα Παγανά. Οι τραγοπόδαροι Καλικατζάροι, που βασανίζουνε τις ακαμάτρες και τα παράκοα τα παιδιά…»
Τα μικρά τα εγγόνια συμμαζεύονταν τότε φοβισμένα στα φουστάνια της γιαγιάς. Και για να ξεφύγουν απ΄την φοβέρα των Παγανών, της ζητούσαν να τους πει καλλίτερα το τραγούδι του αηδονόλαλου πρωτοψάλτη της Αθήνας, του Γιάννη Σακελλαρίδη, για τα «Παληά τα Χρόνια«
Κι εκείνη χαμογελώντας δεν τους χαλούσε το χατήρι κι΄άρχιζε να τους σιγοτραγουδεί :
«-Τώρα γύρω στη φωτιά που καθόμαστε παιδιά μου
να η ώρα μια φορά να γυρίσω στα παληά μου
Άλλη μιά να θυμηθώ του παληού καιρού τη χάρη
και να σας διηγηθώ.
«–Συναξάρι γιαγιακούλα, συναξάρι…..
«- Δεν είν΄όχι υπερβολή είχαμε ομορφιές και κάλη
και μας πήγαινε πολύ η μπιμπίλα με το σάλι
Ήταν όλοι με μυαλό, με τιμή το παλληκάρι΄
το κορίτσι ντροπαλό….
«–Συναξάρι γιαγιακούλα, συναξάρι….
«-Τις βραδυές πολιτικά δε γνωρίζαμ΄εμείς πρώτα
ούτε πιάνα φορτικά ούτε τσάγια με μπισκότα
Δύο λογάκια ξυπνητά, λίγο πνεύμ΄απ΄το Φανάρι
και δύο κάστανα βραστά….
«–Συναξάρι γιαγιακούλα, συναξάρι!
«- Είχαμε οι πρωτινοί και δασκάλους ξακουσμένους
ήταν λίγοι πλήν τρανοί κι΄ήταν άνθρωποι του Γέννους
Γράμματα Χριστιανικά, γράψιμο μαργαριτάρι
και γερά Ελληνικά.
«–Συναξάρι γιαγιακούλα, συναξάρι….
«-Και μεγάλοι και μικροί είχαν τότε μιά φροντίδα
ν΄αναστήσουν τη νεκρή τη Μεγάλη μας Πατρίδα
Με λαχτάρα μοναχή πιό παιδί, θα πρωτοπάρει
της μανούλας την ευχή… »
Η γλυκιά γιαγιά των παληών ωραίων καιρών. Πόσο ομόρφαινε την ζωή μας με τα παραμύθια της, τη στοργή της, τις σοφές της συμβουλές.
-Μα πού νάνε σήμερα η καλή εκείνη γιαγιά;
Πως! Νάτην….: Μια κομψή ξανθή μοντέρνα κυρία πόυ με κάθε θυσία προσπαθεί να φαίνεται πιο νέα και που απαγοερεύει στα εγγόνια της να τη φωνάζου Γιαγιά!
Η σεβαστή «προμάμμη»της Παληάς Αθήνας, αλλοίμονο, δεν υπάρχει πιά. Θα ζει μονάχα στις αναμνήσεις των μεγάλων. Και οι ωραίοι Ελληνικοί θρύλοι, που μας διηγόταν κοντά στο τζάκι, και οι ηρωικές ιστορίες του Είκοσι Ένα, και τα παραμύθια των «Σαράντα Δράκων», κι΄οι «Βασιλοπούλες» κινδυνεύουνε να σβυστούν μαζύ της.
Έτσι, περνούσε με πρόσχαρες ετοιμασίες η μεγάλη Παραμονή, κι΄ερχόταν το ξημέρωμα των Χριστουγέννων. Προτού φέξει ακόμα, απ΄όλα τα σπίτια, ξεκινούσαν οι οικογένειες με τα φαναράκια τους για τις εκκλησίες.
Ψηλά έλαμπε το αστέρι των Μάγων.
Οι καμπάνες, καλούσαν με χαρμόσυνα χτυπήματα τους πιστούς στον Μεγάλον Όρθο και τη Λειτουργία της Γεννήσεως.
Το ξεροβόρι στα δρομάκια ήταν διαπεραστικό.
Μα μόλις έμπαινε κανείς στην Εκκλησία, τη γεμάτη από ευλαβικούς Χριστιανούς και λαμπροφωτισμένη απ΄το χρυσό φως των κεριών, των λαμπάδων και των πολυελαίων, αισθανόταν να τον κυριεύει μια γλυκιά ζεστασιά.
Το μοσχολίβανο, σκόρπαγε γύρω την ευωδιά του, κι΄ο γαλανός καπνός του έδινε μιά παραμυθένια διάφανη ομορφάδα στους πιστούς, στους ιερείς, στις παληές βυζαντινές εικόνες των Αγίων, σ’ όλα…
Τα μεγάλα, τα εκφραστικά μάτια των κοριτσιών, φωτισμένα απ΄τα κεριά που κρατούσαν κοντά στο πρόσωπο, έδειχναν όλο αγάπη, κατάνυξη, στοργή. Οι μορφές των Αθηναίων ήταν χαρωπές, φωτεινές, ωραίες… Και οι καλλίφωνοι ψάλτες, εκτελούσαν με το Βυζαντινό μέτρο, τα τροπάρια της μεγάλης Γιορτής.
Και όταν πιά τέλειωνε η μεγάλη Λειτουργία, γύριζαν όλοι στα σπίτια τους για ν΄αρτηθούν, ύστερ΄από τόση νηστεία, και για να γιορτάσουν τη μεγάλη εκείνη μέρα. Τα Χριστούγεννα.
Κείμενο:Κώστα Δημητριάδη, Παληές Γειτονιές. Αθήνα 1946.