Στο Σάλτσμπουργκ γεννιέται, 200 χρόνια από σήμερα (1815), ο βασιλιάς Όθων. Ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α′ και της Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σάζεν Αλτενμπουργκ, επιλέγεται, πριν ακόμα ενηλικιωθεί, ως ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας. Εξαιτίας, μάλιστα, αυτού, το πρώτο διάστημα έως τον Μάιο 1835, η διακυβέρνηση της χώρας ασκείται από την τριμελή βαυαρική αντιβασιλεία, η οποία ασχολείται, μεταξύ άλλων, και με τη διευθέτηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Του Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου
(Λέκτορα του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών – δικηγόρου)
Στο πλαίσιο αυτό, εκδίδεται στις 23.7.1833, «εν ονόματι του βασιλέως», το από 23.7/4.8.1833 Βασιλικό Διάταγμα, το οποίο επιγράφεται «Διακήρυξις της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας». Με αυτό δημιουργείται μία κατ’ επίφαση ανεξάρτητη Εκκλησία, αφού ο βασιλέας επιλέγει τους πέντε επισκόπους, μέλη της Ι. Συνόδου, ενώ, χωρίς την έγκριση της κυβερνήσεως, «δεν ημπορεί να κοινοποιηθή ουδέ να εκτελεσθή καμία συνοδική απόφασις» (άρθρο 9). Η πολιτειοκρατική αντίληψη διαπνέει, ήδη από της συστάσεως του νεοπαγούς ελληνικού κράτους, τις σχέσεις του με την Εκκλησία, η οποία καθίσταται, παρά τις φραστικές διακηρύξεις περί ανεξαρτησίας, κυριολεκτικώς υποτελής…
Απολύτως συνεπής με τα ανωτέρω υπήρξε η έκδοση από την αντιβασιλεία, λίγους μόνο μήνες αργότερα, του από 25.9/7.10.1833 διατάγματος για τη διάλυση των μοναστηρίων, όσων, δηλαδή, ήταν ήδη παντελώς έρημα ή είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο επί των Εκκλησιαστικών γραμματέας της Επικρατείας Σπ. Τρικούπης απευθύνει, στις 17 Ιουλίου 1833, εγκύκλιο στους νομάρχες, με την οποία τους ζητεί αφενός να καταστήσουν σαφές «με τον εμφαντικώτερον τρόπον» στους ηγουμένους των μοναστηρίων ότι απαγορεύεται η απαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων και αφετέρου να προσκομίσουν κατάλογο αυτών και ειδικώς, πληροφορίες για το «πόσα των κτημάτων τούτων εκαλλιεργήθησαν εφέτος, κατά ποίον τρόπον και παρά τινός, πότε ήναι ο καιρός της συγκομιδής των καρπών, και πόση ως έγγιστα η προσδοκωμένη επικαρπία»(!).
Σε σχετικό πίνακα (1833) του επάρχου Πατρών, που απόκειται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, καταγράφονται 12, ερειπωμένα και μη, μοναστήρια. Μεταξύ αυτών: α) Η Μονή Ομπλού, που απείχε από την Πάτρα 2 ½ ώρες, με 8 μοναχούς και 12 εργάτες, στους οποίους οφείλονταν ως μισθοί δρχ. 130, είχε στην κατοχή της 130 στρέμματα γης και 52 αμπελώνων, κατακάηκε δε από τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μόνο μικρά κελλιά· β) η Μονή Αγ. Πάντων, 8 ώρες μακριά από την Πάτρα, με 11 μοναχούς, είχε στην κατοχή της στρέμματα γης 165 και αμπελώνων 6, μαζί με έναν νερόμυλο, καθώς, επίσης, και δύο ερειπωμένα μετόχια στα χωριά Βελιμάχι και Αλποχώρι και γ) η Μονή Γεροκομείου, που βρισκόταν, σε ερειπιώδη κατάσταση, ½ ώρα από την Πάτρα «κατά δυσμάς», με 5 μοναχούς και 1 μετόχι, με κτηματική περιουσία 5.000 στρέμματα γης και 20 αμπελώνων, καθώς και ένα οικόπεδο, 500 πήχεων, στην «επάνω πόλιν Πατρών».
Επίσης, με το εν λόγω διάταγμα ορίστηκε ότι τα διατηρούμενα μοναστήρια θα απέδιδαν στο κράτος «προς βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας» (sic) μέρος του καθαρού προϊόντος των κτημάτων τους. Ετσι, ειδικώς για την Αχαΐα, ο νομάρχης Γ. Γλαράκης αποστέλλει στις 16 Μαρτίου 1834 προς τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών κατάλογο των σχετικών εισπράξεων «των κατά την Επαρχίαν Πατρών διατηρουμένων επτά μοναστηρίων». Στον εν λόγω κατάλογο, που συνέταξε στις 12 Μαρτίου ο γεν. έφορος Αχαΐας και Ηλίδος Ανδρέας Καλαμογδάρτης, ο εν λόγω φόρος ορίζεται, ενδεικτικώς, για τη Μονή Ομπλού σε 125 δρχ. και για εκείνην της Χρυσοποδαριτίσσης σε 348 δρχ. Συγχρόνως, η περιουσία των διαλελυμένων μονών θα μισθωνόταν, κατά προτίμηση στους μοναχούς που εγκαταβιούσαν σε αυτές, ή θα εκποιούταν. Για του λόγου το αληθές, ο τότε ηγούμενος του Γηροκομείου, ιερομόναχος Αβέρκιος, δηλώνει, με επιστολή του της 19ης Μαρτίου 1834 προς τη Νομαρχία Αχαΐας, ότι αποδέχεται την ενοικίαση κτημάτων της Μονής αντί 300 δρχ., το οποίο θα κατέβαλλε σε έξι δόσεις, αρχής γενομένης από τον Μάιο 1834…
Την ίδια στιγμή, από την αναφορά της 7ης Απριλίου 1834 του νομάρχη Αχαΐας προς τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών, έχουμε την πληροφορία ότι δημοπρασία των «ποιμνίων και λοιπών αγελαίων ζώων» της Μονής Γηροκομείου απέβη άκαρπος· και τούτο, διότι «γενική πρόληψις κυριεύει τους ανθρώπους, οίτινες θεωρούν ως αμάρτημα να αγοράσουν μοναστηριακά πράγματα», ενώ συχνά όσοι αγοραστές εμφανίζονταν, είτε δώριζαν τα αποκτήματα τους ακολούθως στους μοναχούς είτε ενεργούσαν εξ υπαρχής ως αντιπρόσωποί τους…
Το διάταγμα 1833 υπήρξε η πρώτη πράξη δημεύσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας, που σταδιακώς μετέτρεψε την Εκκλησία, όπως προσφυώς έχει σημειωθεί, «από τροφό του Γένους σε τρόφιμο του Κράτους». Και δυστυχώς, η ιστορία συχνά επαναλαμβάνεται…
Πηγή: www.pelop.gr/