Η ζωή του Που Γι, που πήρε το κοσμικό όνομα Χένρι, παραείναι περίεργη για να μην είναι αληθινή. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Δυναστείας των Τσινγκ ανέβηκε στον λαμπρό θρόνο της Απαγορευμένης Πόλης σε τρυφερή ηλικία 2 ετών. Τρία χρόνια αργότερα βέβαια άρχισε να προετοιμάζεται η επανάσταση που θα άλλαζε το πρόσωπο της Κίνας, βάζοντας οριστικό τέλος στη πανίσχυρη δυναστεία που κυβερνούσε την αχανή χώρα από το 1644! Και από το σημείο αυτό αρχίζουν οι απίστευτες περιπέτειες του Που Γι.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Ο μέχρι πρότινος ηγεμόνας έζησε την πτώση της αυτοκρατορίας του, τον Β′ Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο, τον Β′ Παγκόσμιο και τον κινεζικό εμφύλιο, που θα έφερνε στα πράγματα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τον «κόκκινο» τιμονιέρη Μάο.
Κι έτσι ο άνθρωπος που γεννήθηκε μέσα σε αμύθητα πλούτη και πρωτοφανή προνόμια έμελλε να περάσει τις τελευταίες του μέρες ως «ταπεινός» κηπουρός στους άλλοτε αυτοκρατορικούς κήπους του!
Η Ιστορία επεφύλαξε στον Που Γι μια μοίρα βγαλμένη από το σινεμά: ήταν ένα ζωντανό κειμήλιο πριν ακόμα φτάσει η ώρα του. Σε μια ζωή που μοιάζει με αναχρονισμό, ο πιτσιρίκος ξεκίνησε τη ζωή του ως νεαρός αυτοκράτορας μιας παρακμασμένης δυναστείας για να φύγει από τον κόσμο σαν μια ξεχασμένη υποσημείωση της Ιστορίας, ως κηπουρός δηλαδή (και αργότερα κατώτατος αρχειοφύλακας) στους βοτανικούς κήπους του Πεκίνου, σκάβοντας τη γη που είχε φιλοξενήσει την άλλοτε ένδοξη δυναστεία των Τσινγκ, που κυβέρνησε την Κίνα για 267 χρόνια.
Εν τω μεταξύ, έζησε γεγονότα απίστευτα και πρωτοφανή φυσικά για αυτοκράτορα! Αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο, έλαβε όνομα κοινού θνητού (διάλεξε το «Χένρι»), έγινε κατόπιν σκιώδης πρόεδρος μιας σκοτεινής κρατικής οντότητας (1932) και λίγο μετά αυτοκράτορας και πάλι, αυτή τη φορά όμως σε ένα κρατίδιο της Μαντζουρίας σωστή μαριονέτα στα χέρια των Ιαπώνων (1934-1945).
Μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο, πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Κόκκινο Στρατό (1945), φυλακίστηκε και επέστρεψε στην Κίνα για να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου (1950). Αφού πέρασε άλλη μια δεκαετία στα αναμορφωτήρια του Μάο, πήρε χάρη το 1959 και επέστρεψε πια στο Πεκίνο ως κοινός θνητός, όπου αναγκάστηκε να πιάσει για πρώτη φορά στη ζωή του κανονική δουλειά, χωρίς δεξιότητες και γνώσεις φυσικά. Κι έτσι έγινε φροντιστής και κηπουρός στους άλλοτε αυτοκρατορικούς κήπους του Πεκίνου, πριν γίνει αρχειοφύλακας σε ερευνητικό ινστιτούτο της πόλης, που ήταν πια κάτω από τη μαοϊκή διακυβέρνηση.
Η αυτοβιογραφία του εξάλλου το δήλωνε απερίφραστα ήδη από τον τίτλο της: «Από αυτοκράτορας, πολίτης». Η πτώση του Που Γι σήμανε ταυτοχρόνως το οριστικό τέλος της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης της Κίνας, που μετρούσε ήδη 2.000 χρόνια ζωής.
Πρώτα χρόνια…
Ο Αϊσίν-Τζιόρο Που Γι γεννιέται στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο Πεκίνο ως διάδοχος του αυτοκρατορικού θρόνου. Ήταν μόλις 2 ετών όταν ο θείος του, ο αυτοκράτορας της Κίνας, δηλητηριάστηκε με αρσενικό (14 Νοεμβρίου 1908), με την αυτοκράτειρα να προλαβαίνει να τον χρίσει δελφίνο του θρόνου πριν πεθάνει κι αυτή την αμέσως επόμενη μέρα!
Κι έτσι στις 2 Δεκεμβρίου 1908, το δίχρονο αγόρι στέφεται με πάσα επισημότητα αυτοκράτορας της Κίνας και 12ος ηγεμόνας της Δυναστείας των Τσινγκ. Το πιτσιρίκι έκλαιγε μάλιστα γοερά καθ’ όλη την τελετή στέψης που τον αναγόρευε σε «Γιο των Ουρανών». Χρέη αντιβασιλέα μέχρι την ενηλικίωσή του εκτελούσε η αυτοκράτειρα Ντοουάγκερ Λόνγκιου, θετή μητέρα του Που Γι.
Το παιδί-αυτοκράτορας πέρασε τα επόμενα 4 χρόνια του στην Απαγορευμένη Πόλη ξεκομμένος από την οικογένειά του. Ο κύκλος του ήταν πια μια ομάδα ευνούχων που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν κάθε καπρίτσιο του αδιαμαρτύρητα και η μόνη που μπορούσε να δαμάσει το τυραννικό παιδί ήταν η αυτοκρατορική τροφός.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1912 όμως θα έφτανε απρόοπτα το τέλος της βασιλείας του: η αυτοκράτειρα υπέγραψε την «αυτοκρατορική παραίτηση» από τον Θρόνο του Δράκου, σε μια συνομωσία που προοιώνιζε το νέο «δημοκρατικό» καθεστώς που ερχόταν: η θετή μητέρα του Που Γι εκβιάστηκε και τελικά δωροδοκήθηκε (πήρε 1.700 λίβρες ασημιού για την εκδούλευσή της) για να υπογράψει την παραίτηση του μικρού αυτοκράτορα, με τα νήματα της δωροδοκίας να τα κινούν ανώτατοι αξιωματούχοι (με ηγέτη τον στρατηγό Γιουάν Σικάι), που έβλεπαν τη δυναστεία των Τσινγκ να έχει χάσει πια την αίγλη και τη δύναμή της.
Την ώρα λοιπόν που ο εθνικιστής ηγέτης Σουν Γιατ Σεν εκλεγόταν πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κίνας, ο νεαρός Που Γι παρέμενε κλεισμένος στα αυτοκρατορικά ανάκτορα, μην έχοντας καν ιδέα για την εθνικιστική επανάσταση που δονούσε τη χώρα. Τον Ιούλιο του 1917, έτερος πολέμαρχος διόρισε και πάλι τον Που Γι στον αυτοκρατορικό θρόνο, έμελλε όμως να τον κρατήσει μόλις για 11 μέρες, καθώς άλλος ηγέτης ανέλαβε τα ηνία της παραπαίουσας δημοκρατίας και τον καθαίρεσε για δεύτερη φορά.
Κι έτσι το 1924, άλλος ένας επίδοξος αρχηγός της δημοκρατίας εκδίωξε οριστικά τον 18χρονο πια Που Γι από τα ανάκτορα της Απαγορευμένης Πόλης.
Αυτοκράτορας και πάλι…
Ο Που Γι κατέφυγε στην ιαπωνική πρεσβεία του Πεκίνου, όπου θα περάσει τον επόμενο ενάμιση χρόνο. Το 1925 μετακινήθηκε στην κάτω από ιαπωνικά χέρια επαρχία Τιαντζίν, κοντά στη βορειότερη ακτή της κινεζικής ακτογραμμής. Το ταραγμένο πολιτικό τοπίο της Κίνας, με το σχίσμα να οδηγεί στην ίδρυση δύο κρατών (ένα στον βορρά με πρωτεύουσα το Πεκίνο κι ένα στον νότο με πρωτεύουσα την Καντόνα), και οι τεταμένες σχέσεις Ιαπωνίας-Κίνας θα ευνοήσουν τους Ιάπωνες να εισβάλουν στη Μαντζουρία, τη γενέτειρα των προγόνων του Που Γι. Ήταν η εποχή που άρχισε να ανατέλλει το άστρο του κομμουνιστή ηγέτη Μάο ΤσεΤουνγκ.
Κι έτσι τον Νοέμβριο του 1931, ο πρώην μονάρχης θα εγκαθιδρυθεί από τον ιάπωνα κατακτητή ως σκιώδης αυτοκράτορας στο νέο κρατίδιο του Μαντσουκούο! Παρά το γεγονός ότι ήταν μαριονέτα του κατακτητή, ο Που Γι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος που η σκιώδης ηγεμονία του περιλάμβανε ένα μικρό τμήμα της άλλοτε τεράστιας αυτοκρατορίας του, την ίδια ώρα που δεινοπαθούσε από τα καμώματα των Ιαπώνων, οι οποίοι τον έβαλαν να υπογράψει ακόμα και ότι αν αποκτούσε γιο, το παιδί θα μεγάλωνε στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Μεταξύ 1935-1945, ο Που Γι ήταν κάτω από τη συνεχή επίβλεψη του ιάπωνα τοποτηρητή, με κάθε του κίνηση να εκπορεύεται από το Τόκιο. Σύντομα όλοι οι ακόλουθοι και τα πρόσωπα εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα αντικαταστάθηκαν από Ιάπωνες κατασκόπους, που έδιναν καθημερινές αναφορές στην ιαπωνική κυβέρνηση.
Με τη συνθηκολόγηση όμως των Ιαπώνων κατά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Που Γι αιχμαλωτίστηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα στο κρατίδιό του πριν προλάβει να το σκάσει για το Τόκιο. Την επόμενη χρονιά σύρθηκε στις δίκες των ιαπώνων εγκληματιών πολέμου στο Τόκιο και παρέμεινε κάτω από σοβιετική κηδεμονία σε φυλακές της Σιβηρίας μέχρι το 1949.
Το τέλος της περιπέτειάς του θα ερχόταν από άλλο ένα συγκλονιστικό για την ιστορία της χώρας γεγονός: την άνοδο του Μάο στο τιμόνι της Κίνας. Όταν λοιπόν τα «κόκκινα» στρατεύματα του κομμουνιστή τιμονιέρη επικράτησαν στον εμφύλιο πόλεμο, οι σύμμαχοι Σοβιετικοί παρέδωσαν τον 43χρονο πια πρώην αυτοκράτορα στο νέο κινεζικό καθεστώς.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας στα χρόνια του Μάο…
Ο «τιμονιέρης» διέταξε να εγκλειστεί ο Που Γι στο στρατόπεδο διαχείρισης εγκληματιών πολέμου, ένα υποτιθέμενο κέντρο σωφρονισμού και «αναμόρφωσης» των ανθρώπων που είχαν ξεφύγει στον Β’ Παγκόσμιο αλλά και τον εμφύλιο φυσικά της χώρας.
Επί της ουσίας ήταν ένα κέντρο κράτησης για πολιτικούς αντιφρονούντες και το σύμβολο της αυτοκρατορικής Κίνας είχε ξεχωριστή θέση εκεί! Ο Που Γι θα περνούσε άλλα 10 ζοφερά χρόνια από τη ζωή του στη φυλακή, βομβαρδιζόμενος συνεχώς με την κομμουνιστική προπαγάνδα μέχρι να αποδεχθεί άνευ όρων το νέο καθεστώς.
Κι έτσι, όταν το 1959 συγκατατέθηκε τελικά να μιλήσει ανοιχτά υπέρ του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ο Μάο τον άφησε ελεύθερο και του επέτρεψε να επιστρέψει στο Πεκίνο. Τώρα όμως έπρεπε να βρει τρόπο για να ζήσει και να τραφεί, με τις δεξιότητές του ωστόσο να είναι περιορισμένες, έτσι αυτοκράτορας καθώς είχε την ατυχία να γεννηθεί!
Έπιασε έτσι, μετά κόπων και βασάνων, δουλειά ως βοηθός κηπουρού στους Βοτανικούς Κήπους του Πεκίνου, με το πενιχρό του εισόδημα να του εξασφαλίζει αποκλειστικά τον επιούσιο. Το 1962 παντρεύτηκε την πέμπτη και τελευταία σύζυγό του, μια νοσοκόμα, επεκτείνοντας έτσι κι άλλο την οικογένειά του.
Ο Μάο τον είχε μάλιστα υποχρεώσει να εργάζεται ως στενογράφος στις διεργασίες των συνεδρίων του κυβερνώντος κόμματος από το 1964 μέχρι και το υπόλοιπο της ζωής του. Όσο για την αυτοβιογραφία που συνέταξε, ήταν και πάλι παραγγελία από τον Μάο και τους αξιωματούχους του.
Αυτό όμως δεν θα ήταν το τέλος της περιπέτειάς του! Το 1966, όταν ο Μάο υιοθέτησε τη ζοφερότατη Πολιτιστική Επανάστασή του, ο Που Γι στοχοποιήθηκε για άλλη φορά ως το απόλυτο σύμβολο της «παλιάς αυτοκρατορικής Κίνας». Τέθηκε έτσι σε κατ’ οίκον περιορισμό και έχασε τις λιγοστές ανέσεις που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει από τη δουλειά του στα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. Η υγεία του είχε επίσης αρχίσει να φθίνει. Ως επιπρόσθετη τιμωρία, το καθεστώς τον επιδείκνυε σε ξένους αξιωματούχους ως απολίθωμα μιας άλλης εποχής και ζωντανό αξιοπερίεργο!
Μέσα στο κλίμα αυτό, στις 17 Οκτωβρίου 1967, σε ηλικία 61 ετών, ο Χένρι Που Γι (είχε λάβει «επίγειο» όνομα) άφησε την τελευταία του πνοή χτυπημένος από καρκίνο στα νεφρά. Η ταραχώδης ζωή του έληξε έτσι άδοξα στην πόλη που είχε αρχίσει, έξι δεκαετίες, τρία πολιτικά συστήματα και δύο αυτοκρατορικούς τίτλους αργότερα.
Πηγή κειμένου: newsbeast.gr